Όταν ο Εφέσιος Αρτεμίδωρος που πρώτος, κατά τα τέλη του 2ου π. Χ. αιώνα, αναφερόταν ονομαστικά στην Πρώτη, όταν παραπλέοντας στα Γεωγραφούμενά του τον Ακρίτα, κοντά στον κάβο Δράκο, παράλληλα με την παρακείμενη Πιτυώδη νήσο και τη Χαλκίτιδα, προσδιόριζε και «άλλην νήσον Πρώτα λεγομένην». Πανάρχαια, λοιπόν, η ονομασία του πρώτου που συναντά ο ταξιδιώτης Πριγκηπόνησου, μικρότερου ως προς τις διαστάσεις από τα τέσσερα ανέκαθεν κατοικημένα και του πλέον φτωχού σε βλάστηση.
Η όλη έκταση του νησιού δεν ξεπερνά τα χίλια τετρακόσια τετραγωνικά μέτρα, με επιφάνεια στο μεγαλύτερο μέρος της γυμνή και άγονη, δίχως πεύκα, με τις πλαγιές σκεπασμένες από νάνους βαλανιδιές, φούντες, κούμαρα και αγριελιές, τα γνωστά μακί της Μεσογείου.
Το έδαφος είναι βραχώδες και αργιλώδες, απρόσφορο για οποιαδήποτε καλλιέργεια, εκτός από περιορισμένες εκτάσεις στα πέριξ των πάλαι ποτέ μοναστηριών της. Για τον λόγο ίσως αυτό, κατά Στέφανο τον Βυζάντιο, η Πρώτη παλαιά εκαλείτο και Ακόναι ή Ακονίτις: «... κειμένη δε καταντικρύ της ευδαίμονος πόλεως Χαλκηδόνος, επικέκληται διά το πλήθος των εν αυτή προς ακόνας πεποιημένων λίθων».
Στην Πρώτη, πλήθος τάφων αλλά και διάφορες αρχαιότητες που ανασκάφτηκαν κατά καιρούς δεν αφήνουν αμφιβολία πως από τους πρώτους αιώνες του γραικικού μεσαίωνα αναπτύχθηκε μικρός οικισμός στην ανατολική πρόσφορη περιοχή του νησιού, όπου και αυτοσχέδιος λιμενίσκος, βαθύς αρκετά και ασφαλής ως καταφύγιο για τα πλεούμενα των χρόνων εκείνων.
Παράλληλα με τους θαλασσινούς της κατοίκους, πλήθος ερημίτες και αναχωρητές ζούσαν αποτραβηγμένοι στις απόκρημνες και πλέον απρόσιτες ανατολικές και βορειοδυτικές περιοχές του νησιού. Η μετέπειτα ιστορία των βυζαντινών χρόνων της Πρώτης, που λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε από τους Λατίνους το 1204 και 1302, είναι στενά συνυφασμένη με τα τραγικά συμβάντα των ιστορικών μοναστηριών της.
Στα μετά την Άλωση χρόνια, ο μικρός λιμενίσκος της Πρώτης εξακολουθούσε ασφαλώς να αποτελεί αραξοβόλι των θαλασσινών και ο ψαράδικος οικισμός της συνέχιζε την ανώνυμη ιστορία του δίπλα στα χαλάσματα της πάλαι ποτέ εδώ λεγομένης Κάτω Μονής. Ο Pierre Gylli, που περιηγήθηκε την Κωνσταντινούπολη το 1545, περιγράφει τη μικρή πολιτεία της Πρώτης, την εκτισμένη στην ανατολική παραλία, κατάντικρα ως προς τις βιθυνικές ακτές. Στον Hudutname, που συντάχθηκε το 1563, καταγράφεται ως Cezire-i Kinali με ένα κατοικημένο χωριό, ενώ σε μια δεύτερη καταγραφή, που πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον καδή του Μαρμαρά, αναφέρονται σ' αυτήν κήποι και αμπελώνες, «ιδιοκτησίες των εξηντατριών κατοίκων του νησιού».
Το 1624 ο οικισμός της Πρώτης έμελλε να υποστεί την επίθεση των Κοζάκων του Ντον, που λεηλατούσαν και έκαιγαν ανενόχλητοι τα παράλια του κατάστενου του Βοσπόρου. Μαρτυρίες για τον οικισμό του νησιού συναντούμε το 1641 και στον Seyahatname του Evliya Celebi, που καταγράφει σε αυτήν «εκατό περίπου σπίτια με αμπέλια και καλλιέργειες, και ένα μοναστήρι». Στις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, καθώς το μόνο που απέμενε από τα τρία ιστορικά μοναστήρια του νησιού είχε περιπέσει σε χρέη βαρύτατα, η εποπτεία και διοίκηση των κτημάτων του, δηλαδή «όλου του νησιού της Πρώτης» ανατέθηκε στους «χρησιμοτάτους και φιλογενεστάτους Χίους πραγματευτάς».
Το 1743 το νησί είναι έρημο με το χωριό του εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Ιωαννίκιος Καρατζάς, που πατριάρχευσε από το 1761 μέχρι το 1763, θα πωλήσει την Πρώτη - μαζί με το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος - στον άρχοντα Πιτάρη κυρίτζη Διαμαντή του Γεωργάκη, ο οποίος λίγο αργότερα το μεταπώλησε στον αυθέντη της Βλαχίας Αλέξανδρο Ιωάννου Υψηλάντη, για να παραμείνει μέχρι τα χρόνια της Επαναστάσεως ως μετόχι της μονής Καμαριώτισσας της Χάλκης.
Ο επανοικισμός της εγκαταλελειμμένης χώρας του νησιού συμπίπτει με την εγκατάσταση εδώ των Αρμενίων του προτεσταντικού δόγματος, που θα πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του 1828 και 1830. Η πρώτη ρωμέικη οικογένεια που μετοίκησε τον αμέσως επόμενο χρόνο ήταν του Ηλία Σαρή Κ,ωνσταντόγλου, που με τα καΐκια του εξασφάλιζε την τροφοδοσία των λιγοστών κατοίκων. Αυτήν ακολούθησαν και άλλες ρωμέικες οικογένειες που συμπτύχθηκαν σύντομα σε κοινότητα και έκτισαν παρεκκλησίδιο ξυλόκτιστο στη θέση της αρχαίας Κάτω Μονής. Λίγο αργότερα οιΈλληνες κάτοικοι, κατοχυρώνοντας επίσημα τα δικαιώματα του ενοριακού ναού τους που τιμούσαν επ' ονόματι της Γεννήσεως της Θεοτόκου, θα προχωρήσουν και στη σύσταση μικρής τριτάξιας σχολής.
Τα ιστορικά των μοναστηριών της Πρώτης, που έμελλε να γνωρίσουν ημέρες τραγικής δόξας καθ' όλο το διάστημα της μακρόχρονης διαμάχης εικονομάχων και εικονοφίλων, παραμένουν στενά συνυφασμένα με τις μνήμες τεσσάρων λαμπρών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Πρώτο όμως, επώνυμο θύμα που ταυτίστηκε με την «πένθιμη νήσο» όπως τη χαρακτηρίζει ο Αγγελος Βουδούρης, υπήρξε ο πατρίκιος Βαρδάνης, στρατηγός περίτρανος των θεμάτων της Ανατολής, μετά την άτυχη έκβαση μιας συνωμοσίας ενάντια στον Νικηφόρο τον Λογοθέτη.
Ήταν τον Σεπτέμβριο του 803, κατά τους χρονογράφους, που πλοιάριο ταπεινό τον αποβίβαζε στο χαλικόστρωτο ακρογιάλι του νησιού, όπου ο πρώην παντοδύναμος στρατηγός φόρεσε με την προσήκουσα επισημότητα το καλογερικό ράσο και, ως Σάββας μοναχός, κλείστηκε στο πλέον απόμερο κελί ενός παράλιου εδώ μονυδρίου, που θα έμενε έκτοτε γνωστό με την προσωνυμία «μονή του Βαρδανίου».
Λίγα χρόνια αργότερα, το 813, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ ο Ραγκαβές, «άνδρας ευειδής, εν τη ακμή της ηλικίας αλλά ασθενεστάτου χαρακτήρος», μετά την αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων του Κρούμου και σε πλήρη αντίληψη της αδυναμίας του, παραιτείται οικειοθελώς υπέρ του στρατηγού Δέοντος του Αρμενίου, ο οποίος είχε ήδη ανακηρύξει τον εαυτό του αυτοκράτορα στην Αδριανούπολη.
Ο Μιχαήλ, με το μοναχικό όνομα του Αθανασίου, περιορίστηκε, κατά τον Κεδρηνό, στο λεγόμενο Κάτω Μοναστήριο της Πρώτης «εν ω την κοσμικήν αποθέμενος τρίχα, τον λοιπόν της ζωής διήνυσε βίον». Από τους πρίγκιπες, που δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο εάν ευνουχίστηκαν κατά το έθος, ο μεν Θεοφύλακτος, ως μοναχός Ευστράτιος, θα ζήσει περισσότερο από τριάντα χρόνια κοντά στον πατέρα του, ενώ ο νεώτερος Νικήτας, με το όνομα του Ιγνατίου, θα κτίσει λαμπρά μοναστήρια στην Πλάτη, τη Νιάνδρο και την Αντιρόβυθο και θα ανεβεί δυο φορές στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως προκάτοχος και διάδοχος του Ιερού Φωτίου.
Επτά μόλις χρόνια αργότερα, Χριστούγεννα του 820, το "ακρωτηριασμένον αισχρώς" σώμα Λέοντος του Αρμενίου, που κατακρεουργήθηκε από συνωμότες στο βασιλικό παρεκκλήσι του Μεγάλου Ανακτόρου, μεταφέρεται με ακάτιο στο νησί της Πρώτης. Την επομένη της δολοφονίας, κατά τον χρονικογράφο, οι δύο θυγατέρες και τα τέσσερα αγόρια του Λέοντος, Σαββάτιος ή Κωνσταντίνος, Βασίλειος, Γρηγόριος και Θεοδόσιος, μαζί με την αυτοκράτειρα Θεοδοσία ρίχτηκαν σε πλοιάριο, «επιφορτισμένοι να λάβωσι μεθ' εαυτών φορτίον παράδοξον· ήτο δε τούτο σάκκος δερμάτινος όλως αποστάζων αίμα, διότι περιείχε τα τεμαχισμένα μέλη του σώματος του Λέοντος». Και ενώ επακολουθούσε ο «ακρωτηριασμός» των νεαρών πριγκίπων, το πτώμα του αυτοκράτορα έθαπταν προχείρως «επί το μετεωρότερον της νήσου», στο οροπέδιο όπου ορθώνεται σήμερα η μονή της Μεταμορφώσεως. Ως προς την αυτοκράτειρα Θεοδοσία γνωρίζουμε ότι περιορίστηκε στη μονή των Δεσποτών της Χάλκης, που ταυτίζεται με τη μονή της Αγίας Τριάδος.
Τον επόμενο αιώνα εξορίζεται στο νησί, εκθρονισμένος από τα ίδια του τα παιδιά, Ρωμανός ο Λεκαπηνός, που κατά την αυτοκρατορία του είχε αναπτύξει επιτηδειότητα και δραστηριότητα μεγάλη με αποτελέσματα θετικά τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πολιτική του. Πολυμήχανος, εξουδετέρωνε με αυστηρότητα τις επιβουλές των αντιπάλων του, αλλά «... το κακόν το οποίον εξ αλλοτρίων ανέμενεν, επήλθεν εις αυτόν εξ οικείων».
Ήταν Δεκέμβριος του 944 που οι πρίγκιπες, φιλόδοξοι και επιπόλαιοι, συνωμότησαν εναντίον του πατέρα τους, τον οποίο συνέλαβαν και ενέκλεισαν στο μοναστήρι της Πρώτης, όπου του φόρεσαν διά βίας το τρίχινο ράσο του μοναχού. Ο Λεκαπηνός έζησε μισό περίπου αιώνα στην Κάτω Μονή της Πρώτης, «όπου εν απολύτω ηρεμία και γαλήνη» απέθανε τον Ιούλιο του 998. Την τραγική αυλαία των επωνύμων έμελλε να κλείσει δραματικά Ρωμανός ο Διογένης, τριάντα χρονών τότε και «... ευρισκόμενος εις την ακμήν της ανδρικής ρώμης και του σωματικού κάλλους», απόγονος μιας από τις μεγάλες στρατιωτικές αριστοκρατικές οικογένειες της βυζαντινής Καππαδοκίας.
Ήταν άνοιξη του 1071 όταν, με σκοπό την αντιμετώπιση της επερχόμενης τουρκικής απειλής, εξεστράτευσε στα βάθη της Μηδείας και της Περσίας, αποβλέποντας να θέσει τέρμα στις συνεχείς επιδρομές των Σελτσουκιδών. Νικημένες κατά κράτος οι βυζαντινές στρατιές στη μάχη του Μαντζικέρτ, θα έδιδαν έκτοτε τη δυνατότητα προελάσεως και της οριστικής εγκαταστάσεως των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Ο Ρωμανός, αιχμαλωτισμένος από την Αλπ Ασλάν, θα συνομολογήσει σύμφωνο φιλίας και ειρήνης διαρκούς με τον Σελτσούκο ηγέτη, για να αφεθεί τελικά ελεύθερος με τιμές και δώρα και ιδιαίτερη συνοδεία.
Ελάχιστα όμως αργότερα, εκθρονισμένος πραξικοπηματικά από τους πολιτικούς του αντιπάλους, τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα, τους κορυφαίους της συγκλήτου και κυρίως τον Μιχαήλ Ψελλό, έμελλε να συλληφθεί και «ωμότατα τα όμματα εκκοπείς» να οδηγηθεί στο νησί της Πρώτης, στο οροπέδιο της οποίας σε χρόνους ακμής είχε ανεγείρει μοναστήριο. Εκεί, «μηδέ νοσηλείας της δεούσης τυχών», θα πεθάνει από σηψαιμία κατά μήνα Σεπτέμβριο του 1071.
Τη θέση της ιστορικής μονής του Ρωμανού καταλαμβάνει σήμερα το συγκρότημα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, κτίσμα των νεωτέρων αιώνων, που θα στεγάσει το 1906 και επί πατριαρχείας Ιωακείμ του Γ' το Εθνικόν του Γένους Ορφανοτροφείο θηλέων, προσφορά του μεγάλου ευεργέτου Συμεωνάκη Σινιόσογλου.
Η όλη έκταση του νησιού δεν ξεπερνά τα χίλια τετρακόσια τετραγωνικά μέτρα, με επιφάνεια στο μεγαλύτερο μέρος της γυμνή και άγονη, δίχως πεύκα, με τις πλαγιές σκεπασμένες από νάνους βαλανιδιές, φούντες, κούμαρα και αγριελιές, τα γνωστά μακί της Μεσογείου.
Το έδαφος είναι βραχώδες και αργιλώδες, απρόσφορο για οποιαδήποτε καλλιέργεια, εκτός από περιορισμένες εκτάσεις στα πέριξ των πάλαι ποτέ μοναστηριών της. Για τον λόγο ίσως αυτό, κατά Στέφανο τον Βυζάντιο, η Πρώτη παλαιά εκαλείτο και Ακόναι ή Ακονίτις: «... κειμένη δε καταντικρύ της ευδαίμονος πόλεως Χαλκηδόνος, επικέκληται διά το πλήθος των εν αυτή προς ακόνας πεποιημένων λίθων».
Στην Πρώτη, πλήθος τάφων αλλά και διάφορες αρχαιότητες που ανασκάφτηκαν κατά καιρούς δεν αφήνουν αμφιβολία πως από τους πρώτους αιώνες του γραικικού μεσαίωνα αναπτύχθηκε μικρός οικισμός στην ανατολική πρόσφορη περιοχή του νησιού, όπου και αυτοσχέδιος λιμενίσκος, βαθύς αρκετά και ασφαλής ως καταφύγιο για τα πλεούμενα των χρόνων εκείνων.
Παράλληλα με τους θαλασσινούς της κατοίκους, πλήθος ερημίτες και αναχωρητές ζούσαν αποτραβηγμένοι στις απόκρημνες και πλέον απρόσιτες ανατολικές και βορειοδυτικές περιοχές του νησιού. Η μετέπειτα ιστορία των βυζαντινών χρόνων της Πρώτης, που λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε από τους Λατίνους το 1204 και 1302, είναι στενά συνυφασμένη με τα τραγικά συμβάντα των ιστορικών μοναστηριών της.
Στα μετά την Άλωση χρόνια, ο μικρός λιμενίσκος της Πρώτης εξακολουθούσε ασφαλώς να αποτελεί αραξοβόλι των θαλασσινών και ο ψαράδικος οικισμός της συνέχιζε την ανώνυμη ιστορία του δίπλα στα χαλάσματα της πάλαι ποτέ εδώ λεγομένης Κάτω Μονής. Ο Pierre Gylli, που περιηγήθηκε την Κωνσταντινούπολη το 1545, περιγράφει τη μικρή πολιτεία της Πρώτης, την εκτισμένη στην ανατολική παραλία, κατάντικρα ως προς τις βιθυνικές ακτές. Στον Hudutname, που συντάχθηκε το 1563, καταγράφεται ως Cezire-i Kinali με ένα κατοικημένο χωριό, ενώ σε μια δεύτερη καταγραφή, που πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον καδή του Μαρμαρά, αναφέρονται σ' αυτήν κήποι και αμπελώνες, «ιδιοκτησίες των εξηντατριών κατοίκων του νησιού».
Το 1624 ο οικισμός της Πρώτης έμελλε να υποστεί την επίθεση των Κοζάκων του Ντον, που λεηλατούσαν και έκαιγαν ανενόχλητοι τα παράλια του κατάστενου του Βοσπόρου. Μαρτυρίες για τον οικισμό του νησιού συναντούμε το 1641 και στον Seyahatname του Evliya Celebi, που καταγράφει σε αυτήν «εκατό περίπου σπίτια με αμπέλια και καλλιέργειες, και ένα μοναστήρι». Στις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, καθώς το μόνο που απέμενε από τα τρία ιστορικά μοναστήρια του νησιού είχε περιπέσει σε χρέη βαρύτατα, η εποπτεία και διοίκηση των κτημάτων του, δηλαδή «όλου του νησιού της Πρώτης» ανατέθηκε στους «χρησιμοτάτους και φιλογενεστάτους Χίους πραγματευτάς».
Το 1743 το νησί είναι έρημο με το χωριό του εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Ιωαννίκιος Καρατζάς, που πατριάρχευσε από το 1761 μέχρι το 1763, θα πωλήσει την Πρώτη - μαζί με το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος - στον άρχοντα Πιτάρη κυρίτζη Διαμαντή του Γεωργάκη, ο οποίος λίγο αργότερα το μεταπώλησε στον αυθέντη της Βλαχίας Αλέξανδρο Ιωάννου Υψηλάντη, για να παραμείνει μέχρι τα χρόνια της Επαναστάσεως ως μετόχι της μονής Καμαριώτισσας της Χάλκης.
Ο επανοικισμός της εγκαταλελειμμένης χώρας του νησιού συμπίπτει με την εγκατάσταση εδώ των Αρμενίων του προτεσταντικού δόγματος, που θα πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του 1828 και 1830. Η πρώτη ρωμέικη οικογένεια που μετοίκησε τον αμέσως επόμενο χρόνο ήταν του Ηλία Σαρή Κ,ωνσταντόγλου, που με τα καΐκια του εξασφάλιζε την τροφοδοσία των λιγοστών κατοίκων. Αυτήν ακολούθησαν και άλλες ρωμέικες οικογένειες που συμπτύχθηκαν σύντομα σε κοινότητα και έκτισαν παρεκκλησίδιο ξυλόκτιστο στη θέση της αρχαίας Κάτω Μονής. Λίγο αργότερα οιΈλληνες κάτοικοι, κατοχυρώνοντας επίσημα τα δικαιώματα του ενοριακού ναού τους που τιμούσαν επ' ονόματι της Γεννήσεως της Θεοτόκου, θα προχωρήσουν και στη σύσταση μικρής τριτάξιας σχολής.
Τα ιστορικά των μοναστηριών της Πρώτης, που έμελλε να γνωρίσουν ημέρες τραγικής δόξας καθ' όλο το διάστημα της μακρόχρονης διαμάχης εικονομάχων και εικονοφίλων, παραμένουν στενά συνυφασμένα με τις μνήμες τεσσάρων λαμπρών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Πρώτο όμως, επώνυμο θύμα που ταυτίστηκε με την «πένθιμη νήσο» όπως τη χαρακτηρίζει ο Αγγελος Βουδούρης, υπήρξε ο πατρίκιος Βαρδάνης, στρατηγός περίτρανος των θεμάτων της Ανατολής, μετά την άτυχη έκβαση μιας συνωμοσίας ενάντια στον Νικηφόρο τον Λογοθέτη.
Αναμνηστική φωτογραφία Πρωτιανών το 1940, την ημέρα των Φώτων |
Λίγα χρόνια αργότερα, το 813, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ ο Ραγκαβές, «άνδρας ευειδής, εν τη ακμή της ηλικίας αλλά ασθενεστάτου χαρακτήρος», μετά την αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων του Κρούμου και σε πλήρη αντίληψη της αδυναμίας του, παραιτείται οικειοθελώς υπέρ του στρατηγού Δέοντος του Αρμενίου, ο οποίος είχε ήδη ανακηρύξει τον εαυτό του αυτοκράτορα στην Αδριανούπολη.
Ο Μιχαήλ, με το μοναχικό όνομα του Αθανασίου, περιορίστηκε, κατά τον Κεδρηνό, στο λεγόμενο Κάτω Μοναστήριο της Πρώτης «εν ω την κοσμικήν αποθέμενος τρίχα, τον λοιπόν της ζωής διήνυσε βίον». Από τους πρίγκιπες, που δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο εάν ευνουχίστηκαν κατά το έθος, ο μεν Θεοφύλακτος, ως μοναχός Ευστράτιος, θα ζήσει περισσότερο από τριάντα χρόνια κοντά στον πατέρα του, ενώ ο νεώτερος Νικήτας, με το όνομα του Ιγνατίου, θα κτίσει λαμπρά μοναστήρια στην Πλάτη, τη Νιάνδρο και την Αντιρόβυθο και θα ανεβεί δυο φορές στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως προκάτοχος και διάδοχος του Ιερού Φωτίου.
Επτά μόλις χρόνια αργότερα, Χριστούγεννα του 820, το "ακρωτηριασμένον αισχρώς" σώμα Λέοντος του Αρμενίου, που κατακρεουργήθηκε από συνωμότες στο βασιλικό παρεκκλήσι του Μεγάλου Ανακτόρου, μεταφέρεται με ακάτιο στο νησί της Πρώτης. Την επομένη της δολοφονίας, κατά τον χρονικογράφο, οι δύο θυγατέρες και τα τέσσερα αγόρια του Λέοντος, Σαββάτιος ή Κωνσταντίνος, Βασίλειος, Γρηγόριος και Θεοδόσιος, μαζί με την αυτοκράτειρα Θεοδοσία ρίχτηκαν σε πλοιάριο, «επιφορτισμένοι να λάβωσι μεθ' εαυτών φορτίον παράδοξον· ήτο δε τούτο σάκκος δερμάτινος όλως αποστάζων αίμα, διότι περιείχε τα τεμαχισμένα μέλη του σώματος του Λέοντος». Και ενώ επακολουθούσε ο «ακρωτηριασμός» των νεαρών πριγκίπων, το πτώμα του αυτοκράτορα έθαπταν προχείρως «επί το μετεωρότερον της νήσου», στο οροπέδιο όπου ορθώνεται σήμερα η μονή της Μεταμορφώσεως. Ως προς την αυτοκράτειρα Θεοδοσία γνωρίζουμε ότι περιορίστηκε στη μονή των Δεσποτών της Χάλκης, που ταυτίζεται με τη μονή της Αγίας Τριάδος.
Τον επόμενο αιώνα εξορίζεται στο νησί, εκθρονισμένος από τα ίδια του τα παιδιά, Ρωμανός ο Λεκαπηνός, που κατά την αυτοκρατορία του είχε αναπτύξει επιτηδειότητα και δραστηριότητα μεγάλη με αποτελέσματα θετικά τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πολιτική του. Πολυμήχανος, εξουδετέρωνε με αυστηρότητα τις επιβουλές των αντιπάλων του, αλλά «... το κακόν το οποίον εξ αλλοτρίων ανέμενεν, επήλθεν εις αυτόν εξ οικείων».
Ήταν Δεκέμβριος του 944 που οι πρίγκιπες, φιλόδοξοι και επιπόλαιοι, συνωμότησαν εναντίον του πατέρα τους, τον οποίο συνέλαβαν και ενέκλεισαν στο μοναστήρι της Πρώτης, όπου του φόρεσαν διά βίας το τρίχινο ράσο του μοναχού. Ο Λεκαπηνός έζησε μισό περίπου αιώνα στην Κάτω Μονή της Πρώτης, «όπου εν απολύτω ηρεμία και γαλήνη» απέθανε τον Ιούλιο του 998. Την τραγική αυλαία των επωνύμων έμελλε να κλείσει δραματικά Ρωμανός ο Διογένης, τριάντα χρονών τότε και «... ευρισκόμενος εις την ακμήν της ανδρικής ρώμης και του σωματικού κάλλους», απόγονος μιας από τις μεγάλες στρατιωτικές αριστοκρατικές οικογένειες της βυζαντινής Καππαδοκίας.
Ήταν άνοιξη του 1071 όταν, με σκοπό την αντιμετώπιση της επερχόμενης τουρκικής απειλής, εξεστράτευσε στα βάθη της Μηδείας και της Περσίας, αποβλέποντας να θέσει τέρμα στις συνεχείς επιδρομές των Σελτσουκιδών. Νικημένες κατά κράτος οι βυζαντινές στρατιές στη μάχη του Μαντζικέρτ, θα έδιδαν έκτοτε τη δυνατότητα προελάσεως και της οριστικής εγκαταστάσεως των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Ο Ρωμανός, αιχμαλωτισμένος από την Αλπ Ασλάν, θα συνομολογήσει σύμφωνο φιλίας και ειρήνης διαρκούς με τον Σελτσούκο ηγέτη, για να αφεθεί τελικά ελεύθερος με τιμές και δώρα και ιδιαίτερη συνοδεία.
Ελάχιστα όμως αργότερα, εκθρονισμένος πραξικοπηματικά από τους πολιτικούς του αντιπάλους, τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα, τους κορυφαίους της συγκλήτου και κυρίως τον Μιχαήλ Ψελλό, έμελλε να συλληφθεί και «ωμότατα τα όμματα εκκοπείς» να οδηγηθεί στο νησί της Πρώτης, στο οροπέδιο της οποίας σε χρόνους ακμής είχε ανεγείρει μοναστήριο. Εκεί, «μηδέ νοσηλείας της δεούσης τυχών», θα πεθάνει από σηψαιμία κατά μήνα Σεπτέμβριο του 1071.
Τη θέση της ιστορικής μονής του Ρωμανού καταλαμβάνει σήμερα το συγκρότημα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, κτίσμα των νεωτέρων αιώνων, που θα στεγάσει το 1906 και επί πατριαρχείας Ιωακείμ του Γ' το Εθνικόν του Γένους Ορφανοτροφείο θηλέων, προσφορά του μεγάλου ευεργέτου Συμεωνάκη Σινιόσογλου.
Η χώρα της Πρώτης με την καϊκόσκαλα στο βάθος (φωτ. 1930) |
Ακύλας Μήλλας
Γεννήθηκε στην Πόλη το 1934, όπου μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στο Ζωγράφειο Λύκειο συνέχισε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σταμπούλ. Υπήρξε πρωταθλητής κλειστού στίβου (1956 και 1957), ενώ συμμετείχε το 1955 στην ορειβατική ομάδα που κατέκτησε το Αραράτ (5.165 μ.).
Ειδικεύτηκε στην παιδοχειρουργική και ακολούθως στην ορθοπεδική και τραυματολογία, για να ασχοληθεί τελικά με την αθλιατρική, την οποία άσκησε στην Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη. Μελετητής της ιστορίας του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, εντόπισε αργότερα τα εξωεπαγγελματικά του ενδιαφέροντα στη βυζαντινή νομισματολογία και ειδικότερα στην περίοδο του βασιλείου της Νικαίας και των Παλαιολόγων, δημιουργώντας μια αξιόλογη συλλογή και ανακοινώνοντας τα νομίσματα της αυτοκρατορίας Ιωάννου του Καντακουζηνού.
Άρθρα του έχουν επανειλημμένως δημοσιευθεί σε νομισματολογικά δελτία του εξωτερικού. Ταξιδεύοντας στην Ανατολή, έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό φωτογραφικό αρχείο από τα κατάλοιπα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τεκμηριωμένο με μια πλούσια συλλογή ενσφράγιστων εγγράφων και εντύπων, μικρασιατικών κυρίως κοινοτήτων και ενοριών. Το 1983 παρουσίασε στην Αθήνα βιβλίο με την αλληλογραφία του στρατιώτη Γεωργίου Μάγνη από το μικρασιατικό μέτωπο. Η "Χάλκη", ο πρώτος τόμος της τριλογίας των Πριγκηπονήσων, κυκλοφόρησε το 1984. Για το έργο του αυτό βραβεύτηκε το Δεκέμβριο του 1985 από την Ακαδημία Αθηνών και το 1986 από το Λύκειο Ελληνίδων με το βραβείο του Κωνσταντίνου Καλλία.
Η "Πρίγκηπος", το δεύτερο μέρος της τριλογίας, κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1988, ενώ συμμετείχε το 1990 στον τόμο "Κωνσταντινούπολη, αναζητώντας τη Βασιλεύουσα", προσπάθεια που διακρίθηκε ομαδικά από την Ακαδημία. Με την "Πρώτη-Αντιγόνη", που κυκλοφόρησε το 1992, ολοκλήρωσε την πριγκηπονησιακή του τριλογία, ενώ τον ίδιο χρόνο παρουσίασε την έκδοση "Προποντίδα, μια θάλασσα της Ρωμιοσύνης".
Το 1996 κυκλοφόρησε τον τόμο "Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως". Για το πόνημα αυτό, αλλά και τη "γενικότερη πνευματική του προσφορά", η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τον συγγραφέα με χαλκούν μετάλλιο το Δεκέμβριο του 1998.
Γεννήθηκε στην Πόλη το 1934, όπου μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στο Ζωγράφειο Λύκειο συνέχισε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σταμπούλ. Υπήρξε πρωταθλητής κλειστού στίβου (1956 και 1957), ενώ συμμετείχε το 1955 στην ορειβατική ομάδα που κατέκτησε το Αραράτ (5.165 μ.).
Ειδικεύτηκε στην παιδοχειρουργική και ακολούθως στην ορθοπεδική και τραυματολογία, για να ασχοληθεί τελικά με την αθλιατρική, την οποία άσκησε στην Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη. Μελετητής της ιστορίας του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, εντόπισε αργότερα τα εξωεπαγγελματικά του ενδιαφέροντα στη βυζαντινή νομισματολογία και ειδικότερα στην περίοδο του βασιλείου της Νικαίας και των Παλαιολόγων, δημιουργώντας μια αξιόλογη συλλογή και ανακοινώνοντας τα νομίσματα της αυτοκρατορίας Ιωάννου του Καντακουζηνού.
Άρθρα του έχουν επανειλημμένως δημοσιευθεί σε νομισματολογικά δελτία του εξωτερικού. Ταξιδεύοντας στην Ανατολή, έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό φωτογραφικό αρχείο από τα κατάλοιπα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τεκμηριωμένο με μια πλούσια συλλογή ενσφράγιστων εγγράφων και εντύπων, μικρασιατικών κυρίως κοινοτήτων και ενοριών. Το 1983 παρουσίασε στην Αθήνα βιβλίο με την αλληλογραφία του στρατιώτη Γεωργίου Μάγνη από το μικρασιατικό μέτωπο. Η "Χάλκη", ο πρώτος τόμος της τριλογίας των Πριγκηπονήσων, κυκλοφόρησε το 1984. Για το έργο του αυτό βραβεύτηκε το Δεκέμβριο του 1985 από την Ακαδημία Αθηνών και το 1986 από το Λύκειο Ελληνίδων με το βραβείο του Κωνσταντίνου Καλλία.
Η "Πρίγκηπος", το δεύτερο μέρος της τριλογίας, κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1988, ενώ συμμετείχε το 1990 στον τόμο "Κωνσταντινούπολη, αναζητώντας τη Βασιλεύουσα", προσπάθεια που διακρίθηκε ομαδικά από την Ακαδημία. Με την "Πρώτη-Αντιγόνη", που κυκλοφόρησε το 1992, ολοκλήρωσε την πριγκηπονησιακή του τριλογία, ενώ τον ίδιο χρόνο παρουσίασε την έκδοση "Προποντίδα, μια θάλασσα της Ρωμιοσύνης".
Το 1996 κυκλοφόρησε τον τόμο "Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως". Για το πόνημα αυτό, αλλά και τη "γενικότερη πνευματική του προσφορά", η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τον συγγραφέα με χαλκούν μετάλλιο το Δεκέμβριο του 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου