Οι αντάρτες μετά τη σύγκρουση στο Αγιού Τεπέ, σκόρπισαν σε μικρές ομάδες των 20 και 30 αντρών, για να μην εντοπιστούν εύκολα. Το καλοκαίρι του 1921 μια τέτοια ομάδα ανταρτών κατόρθωσε να περάσει μέσα από τις τουρκικές γραμμές και να συναντηθεί με τον αρχιστράτηγο Παπούλα.
Η συνάντηση έγινε στις 21 Ιουνίου, στη θέση Ιλνάρ Κατραντζί, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Σαγγάριου. Εκεί βρισκόταν το στρατηγείο του Παπούλα.
Στη συγκινητική συνάντηση του Ιλνάρ Κατραντζί οι αντάρτες όλοι τους από τα χωριά του Toπ Τσαμ, πρόσφεραν για την ενίσχυση του ελληνικού στρατού 3.960 χρυσές λίρες.
Το μεγάλο αυτό ποσό είχε συγκεντρωθεί με έρανο από τους Ποντίους του Toπ Τσαμ, όπου ζούσαν ως πρόσφυγες με πολλές στερήσεις. Τις λίρες παρέλαβε για λογαριασμό του στρατού ο συνταγματάρχης Πάλλης. Οι καπετάνιοι ζήτησαν από τον αρχιστράτηγο Παπούλα ενίσχυση με τουφέκια και πολεμοφόδια.
Οι Πόντιοι αντάρτες ζήτησαν επιπρόσθετα να τους ενισχύσει για λίγες μέρες ο ελληνικός στρατός με ένα σύνταγμα πεζικού και με μικρή δύναμη ιππικού. Έδωσαν τη διαβεβαίωση στον αρχιστράτηγο Παπούλα ότι με αυτή τη δύναμη θα μπορούσαν να χτυπήσουν τον κεμαλικό στρατό στα νώτα του. Τόνισαν στους επιτελείς ότι μόνοι και αβοήθητοι απασχολούσαν στο Toπ Τσαμ δύναμη μεραρχίας του εχθρού, συν 3.000 τσέτες έχοντας επιφέρει μεγάλες απώλειες στους Τούρκους. Ατυχώς, η πρότασή τους δεν εισακούστηκε.
Την ίδια περίοδο ελληνικά πολεμικά πλοία κατέπλευσαν στα παράλια του Πόντου, προσπαθώντας να στηρίξουν, στο μέτρο που μπορούσαν, τους διωκόμενους ελληνικούς πληθυσμούς.
Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1921 ανέλαβαν δράση στη Μαύρη θάλασσα τα πλοία του ελληνικού ναυτικού Πάνθηρ, Κιλκίς, Ναυκρατούσα, Νάξος και Σφενδόνη. Τα πλοία αυτά βομβάρδισαν κατ’ επανάληψη θέσεις όπου υπήρχαν αποθήκες του κεμαλικού στρατού. Οι κυβερνήτες των σκαφών γνώριζαν την ακριβή θέση των αποθηκών αυτών, γιατί έπαιρναν πληροφορίες τόσο από Πόντιους όσο και από Τούρκους πράκτορες που εργάζονταν για την ελληνική πλευρά. Τα πυρά των ελληνικών αντιτορπιλικών και η παρουσία τους στα νερά του Πόντου είχαν πανικοβάλει τους επιτελείς του Κεμάλ, σε βαθμό που στις 15 Σεπτεμβρίου η Άγκυρα επέδωσε διάβημα διαμαρτυρίας προς τους συμμάχους.
Για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, οι Τούρκοι στράφηκαν στους Σοβιετικούς που ανταποκρίθηκαν και σε αυτή την περίπτωση. Σε λίγες μέρες, στις αρχές Αυγούστου του 1921, κατέπλευσε στο λιμάνι της Σαμψούντας, ένα μικρό σκάφος πάνω στο οποίο οι Ρώσοι είχαν τοποθετήσει δύο πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.
Οι βομβαρδισμοί για την,προσβολή τουρκικών στόχων στα ποντιακά παράλια από πλοία του ελληνικού ναυτικού συνεχίστηκαν σποραδικά και τους επόμενους μήνες.
Σε μια τέτοια επιχείρηση το θωρηκτού Αβέρωφ βομβάρδισε στις 11 Ιανουαρίου 1922 παραθαλάσσιες αποθήκες του τουρκικού στρατού κοντά στη Σαμψούντα. Η δράση του πολεμικού ναυτικού ήταν οπωσδήποτε τονωτική για τους δοκιμαζόμενους Πόντιους. Βέβαια, δεν επαρκούσε για να επηρεάσει αποφασιστικά τις εξελίξεις και μόνο ψυχολογικά επηρέαζε τον αντίπαλο.
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτ. Μακεδονίας
Αναστάσιος Παπούλας |
Στη συγκινητική συνάντηση του Ιλνάρ Κατραντζί οι αντάρτες όλοι τους από τα χωριά του Toπ Τσαμ, πρόσφεραν για την ενίσχυση του ελληνικού στρατού 3.960 χρυσές λίρες.
Το μεγάλο αυτό ποσό είχε συγκεντρωθεί με έρανο από τους Ποντίους του Toπ Τσαμ, όπου ζούσαν ως πρόσφυγες με πολλές στερήσεις. Τις λίρες παρέλαβε για λογαριασμό του στρατού ο συνταγματάρχης Πάλλης. Οι καπετάνιοι ζήτησαν από τον αρχιστράτηγο Παπούλα ενίσχυση με τουφέκια και πολεμοφόδια.
Οι Πόντιοι αντάρτες ζήτησαν επιπρόσθετα να τους ενισχύσει για λίγες μέρες ο ελληνικός στρατός με ένα σύνταγμα πεζικού και με μικρή δύναμη ιππικού. Έδωσαν τη διαβεβαίωση στον αρχιστράτηγο Παπούλα ότι με αυτή τη δύναμη θα μπορούσαν να χτυπήσουν τον κεμαλικό στρατό στα νώτα του. Τόνισαν στους επιτελείς ότι μόνοι και αβοήθητοι απασχολούσαν στο Toπ Τσαμ δύναμη μεραρχίας του εχθρού, συν 3.000 τσέτες έχοντας επιφέρει μεγάλες απώλειες στους Τούρκους. Ατυχώς, η πρότασή τους δεν εισακούστηκε.
Την ίδια περίοδο ελληνικά πολεμικά πλοία κατέπλευσαν στα παράλια του Πόντου, προσπαθώντας να στηρίξουν, στο μέτρο που μπορούσαν, τους διωκόμενους ελληνικούς πληθυσμούς.
Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1921 ανέλαβαν δράση στη Μαύρη θάλασσα τα πλοία του ελληνικού ναυτικού Πάνθηρ, Κιλκίς, Ναυκρατούσα, Νάξος και Σφενδόνη. Τα πλοία αυτά βομβάρδισαν κατ’ επανάληψη θέσεις όπου υπήρχαν αποθήκες του κεμαλικού στρατού. Οι κυβερνήτες των σκαφών γνώριζαν την ακριβή θέση των αποθηκών αυτών, γιατί έπαιρναν πληροφορίες τόσο από Πόντιους όσο και από Τούρκους πράκτορες που εργάζονταν για την ελληνική πλευρά. Τα πυρά των ελληνικών αντιτορπιλικών και η παρουσία τους στα νερά του Πόντου είχαν πανικοβάλει τους επιτελείς του Κεμάλ, σε βαθμό που στις 15 Σεπτεμβρίου η Άγκυρα επέδωσε διάβημα διαμαρτυρίας προς τους συμμάχους.
Για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, οι Τούρκοι στράφηκαν στους Σοβιετικούς που ανταποκρίθηκαν και σε αυτή την περίπτωση. Σε λίγες μέρες, στις αρχές Αυγούστου του 1921, κατέπλευσε στο λιμάνι της Σαμψούντας, ένα μικρό σκάφος πάνω στο οποίο οι Ρώσοι είχαν τοποθετήσει δύο πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.
Οι βομβαρδισμοί για την,προσβολή τουρκικών στόχων στα ποντιακά παράλια από πλοία του ελληνικού ναυτικού συνεχίστηκαν σποραδικά και τους επόμενους μήνες.
Σε μια τέτοια επιχείρηση το θωρηκτού Αβέρωφ βομβάρδισε στις 11 Ιανουαρίου 1922 παραθαλάσσιες αποθήκες του τουρκικού στρατού κοντά στη Σαμψούντα. Η δράση του πολεμικού ναυτικού ήταν οπωσδήποτε τονωτική για τους δοκιμαζόμενους Πόντιους. Βέβαια, δεν επαρκούσε για να επηρεάσει αποφασιστικά τις εξελίξεις και μόνο ψυχολογικά επηρέαζε τον αντίπαλο.
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτ. Μακεδονίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου