Εφημερίδες και Περιοδικά των Ποντίων( Σε ποιους απευθύνονταν)

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Τα έντυπα των Ποντίων είχαν ως αναγνώστες τους αστούς των ποντιακών πόλεων και κωμοπόλεων, τους μορφωμένους και συνειδητοποιημένους στους αγώνες για δικαιώματα και ελευθερίες του ποντιακού ελληνισμού και βέβαια, και κάποιους μουσουλμάνους, που για διάφορους λόγους παρακολουθούσαν τα ελληνοποντιακά έντυπα.
 Γραπτή μαρτυρία αναφέρει ότι τις πρώτες ελληνικές εφημερίδες, που κυκλοφόρησαν στην Οδησσό (Κόσμος, 1908, Φως, 1909), τις διάβαζαν άνθρωποι που ανήκαν στα υψηλότερα αστικά στρώματα και ζούσαν ακόμη και σε περιοχές απομακρυσμένες, όπως το Βλαδιβοστόκ και το Χαρμπίν, στα σύνορα της Σιβηρίας με την Ιαπωνία.
Οι μορφωμένοι Πόντιοι προμηθεύονταν, με διάφορους τρόπους, ελληνικά έντυπα και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παντελή Μελανοφρύδη, στον Πόντο διαβαζόταν η Πανδώρα, της οποίας η έκδοση στην Αθήνα, το 1850, αποτέλεσε, κατά τον Μίλτο Σαχτούρη, γεγονός μεγάλης σημασίας για το ελληνικό έντυπο. Χρόνια αργότερα, αναφερόμενος σε μεταγενέστερη εποχή από την έκδοση του πρώτου περιοδικού στον Πόντο, του περιοδικού Εύξεινος Πόντος, δηλαδή μετά το 1900, ο Φίλων Κτενίδης γράφει στην Ποντιακή Εστία:
Χωρίς ραδιόφωνο, χωρίς κινηματογράφους και θέατρα -σπάνια μας επεσκέπτετο κανένας θίασος από την Ελλάδα χωρίς εφημερίδες και περιοδικά, τα πλαίσια της ψυχαγωγίας μας ήταν πολύ περιορισμένα. Για να ικανοποιήσωμε τη δίψα μας για τη μάθηση, για τη μόρφωση, πέραν από τη σχολική τοιαύτη, κυνηγούσαμε τους προνομιούχους συμπολίτας μας, που έπαιρναν εφημερίδες και περιοδικά και βιβλία από την Αθήνα και την Πόλη και κατορθώναμε — με χίλιους δυό τρόπους — να διαβάσωμε και εμείς τα περισσότερα, ύστερα απ’ τους ίδιους. Σπάνια ένα καλό νεοφερμένο βιβλίο να μην έκανε το γύρο των περισσοτέρων σπιτιών της μορφωμένης τάξεως του καιρού μας.
Κάνοντας έναν απολογισμό των ετήσιων εξόδων μιας μεσοαστικής οικογένειας του Πόντου, ο Δημήτριος Αποστολίδης έγραφε στις 17-2-1910, στον Φάρο της Ανατολής: ... Συνδρομαί τακτικαί... Εφημερίδας 100 200 λίραι, λαχεία (μάλιστα, λαχεία!), εκδότας, ημερολόγια και άλλα βιβλία 38-50 λίραι... Η δαπάνη 100-200 λιρών, ενός αρκετά σημαντικού ποσού κατ’ έτος, για εφημερίδες, σημαίνει ότι  αρκετοί μεσοαστοί ήταν συνδρομητές των εντύπων του Πόντου, της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας. Δεν γίνεται λόγος για τα χωριά, γιατί εκεί οι αναγνώστες εφημερίδων ήταν ελάχιστοι.
Ο Επαμεινώνδας Σωτηριάδης, στο  άρθρο του στο Βήμα της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, το 1960, αναφέρει για την πριν από το 1908 περίοδο στον Πόντο: ... Αλλά και η κυκλοφορία εφημερίδων άλλων περιοχών δεν ήτο πολύ μεγάλη. Ωστόσο, ιδίως εις την Τραπεζούντα, αλλά και εις άλλα κέντρα, υπήρχον «συνδρομηταί» εφημερίδων της Κωνσταντινουπόλεως κυρίως και δη του «Νεολόγου» του «Ρούσκοε σλόβο» και «Νόβοε βρέμια» της Πετρουπόλεως, ήτο δε δυνατόν να ίδη τις και Αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής εκείνης...
Ο αναγνώστης μπορεί να φανταστεί ότι κάτι ανάλογο συνέβαινε και στις άλλες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του Πόντου, εκτός από τα πολύ απομακρυσμένα από την Τραπεζούντα και τις άλλες μεγάλες παράλιες πόλεις. Το ενδιαφέρον για διάβασμα ήταν μεγάλο και μάλιστα κατέληγε, μερικές φορές, και στην «κλοπή» βιβλίων και περιοδικών από τις κοινοτικές ή σχολικές βιβλιοθήκες. Σχετική αναφορά κάνει ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος στο βιβλίο του Ιστορία Σάντας του Πόντου (1953):
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
... Πολλοί απ’ όλες τις ενορίες δανείζονταν βιβλία της βιβλιοθήκης και διάβαζαν. Ερχόταν καιρός που άδειαζαν τα ράφια της βιβλιοθήκης, μα κοντά στο ευοίωνο αυτό φαινόμενο της φιλομάθειας και φιλομουσίας των κατοίκων διαδόθηκε και μία αόριστη φήμη πως μερικοί κράτησαν κάτι βιβλία και δεν τα επέστρεφαν... Στη βιβλιοθήκη Ισχανάντων δώρησα 12 τεύχη του περιοδικού «Ελληνισμός» του 1910...
Ο Νυμφόπουλος δίνει και άλλες πληροφορίες για τα έντυπα στον Πόντο. Γράφει:
...Στην Σάντα έτυχε τότε (1912) να είμαι μόνος εγώ συνδρομητής και ανταποκριτής του «Αργοναύτη», όταν δε μου ερχόταν το φύλλο έκαμνε ένα γύρο σ’ όλες τις ενορίες της Σάντας, όπου γινόταν πανζουρλισμός για τις νίκες του ελληνικού στρατού.
Όσα γράφει το 1934 ο δημοσιογράφος Βασίλης Μεσολογγίτης στη μελέτη του : Η δημοσιογραφία εις την Θεσσαλονίκην, ισχύουν περίπου και για τον Πόντο και τα άλλα μεγάλα κέντρα του ελληνισμού εκείνης της εποχής (τέλη 19ου και αρχές του 20ού αιώνα):
 ... Η πώλησις των εφημερίδων εις τους δρόμους δεν απέδιδε τίποτε. Ήτο ζήτημα αν επωλούντο 100 — 200 φύλλα ημερησίως. Υπήρχε τότε το σύστημα των συνδρομητών και της διανομής του φύλλου εις τα καταστήματα και τα σπίτια. Και οι συνδρομηταί οι οποίοι επλήρωσαν ετησίαν συνδρομήν δια το τρισεβδομαδιαίον φύλλον πέντε μετζήτια, εδυστροπούσαν να πληρώσουν ακόμη πέντε μετζήτια δια την καθημερινήν εφημερίδα των.
Μοναδικό σοβαρό έσοδο των εντύπων στον Πόντο ήταν οι εισπράξεις από συνδρομές και γενικότερα από την κυκλοφορία τους, που ήταν, όμως, περιορισμένη. Τα δημοσιεύματα επί πληρωμή, αυτά που λέμε Κοινωνικά (αρραβώνες, γάμοι, βαπτίσεις, ευχετήρια, συγχαρητήρια, κηδείες κ. τ. λ.), καταχωρούνταν με μικρή αμοιβή. Το ίδιο και οι άμεσες και έμμεσες (γκρίζες) διαφημίσεις.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για τυχόν οικονομική ενίσχυση των εντύπων των Ποντίων από την ελληνική κυβέρνηση, μέσω των ελληνικών προξενικών αρχών στην Τραπεζούντα, από τις μητροπόλεις, από εύπορους Πόντιους ή και από την ίδια την τουρκική διοίκηση, όπως συνέβαινε με τα έντυπα που εκδίδονταν σε άλλες περιοχές. Οι λίγοι που έγραψαν για τα έντυπα στον Πόντο και τη Ρωσία, απέφυγαν να γράψουν ή δεν γνώριζαν αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Πάντως, στη Θεσσαλονίκη, δημοσιεύθηκαν πληροφορίες για οικονομική ενίσχυση π. χ. των εφημερίδων Ερμής (1875), Φάρος της Μακεδονίας (1881) και Φάρος της Θεσσαλονίκης (1895), από τον βαλή (νομάρχη) της Θεσσαλονίκης, από τη μητρόπολη, από το ελληνικό προξενείο, αλλά και από εύπορους ιδιώτες και ο εκδότης της Σοφοκλής Γκαρπολάς κατηγορήθηκε ότι χάριν συμφέροντος εξηυτέλισε τιμημένα πρόσωπα της κοινωνίας, επέρριψε φρικτές και ανυπόστατες κατηγορίες εναντίον της Μητροπόλεως, δυσφήμισε καταστήματα, επεχείρησε να βλάψει μεγάλες ομογενείς τράπεζες, δυσφήμισε φαρμακεία, ξενοδοχεία, σωματεία, πρόβαλε αντιορθόδοξες πληροφορίες και άλλα, όπως έγραψε η εφημερίδα Νέα Αλήθεια στις 29-1-1908.
Στη νότια Ρωσία τα πράγματα ήταν σχετικά καλύτερα, αφού τα ποντιακά έντυπα απευθύνονταν σε περισσότερους αναγνώστες, έφταναν σε πολλά σημεία των ακτών της Μαύρης Θάλασσας και, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τον ισολογισμό ενός έτους του εκδοτικού, που έβγαζε την εφημερίδα Ελεύθερος Πόντος στο Βατούμ, υπήρχαν, ίσως, και μερικά κέρδη. Τα κέρδη του Ελεύθερου Πόντου προέρχονταν, κυρίως από τη λειτουργία του τυπογραφείου του, που τύπωνε και άλλα έντυπα, κυρίως σχολικά βιβλία.
Δεν έχουν διασωθεί καταστάσεις με τα ονόματα συνδρομητών των περιοδικών και εφημερίδων ή τουλάχιστον δεν έφτασε καμία τέτοια κατάσταση στα χέρια των ερευνητών, αλλά από τους συνδρομητές χορηγούς, που αναγράφονται στις τελευταίες σελίδες διαφόρων βιβλίων, που εκδόθηκαν στον Πόντο και τη Ρωσία και ορισμένα από αυτά και στην Αθήνα — φαίνεται ότι συνδρομητές, έστω και λίγοι, υπήρχαν σε όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις, ακόμη και σε χωριά του Πόντου και της νότιας Ρωσίας. Μετά την επανάσταση στη Ρωσία, το 1917, συνδρομητές των εφημερίδων και περιοδικών υπήρχαν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 750 μαθητές του 2ου ελληνικού μεσαίου σχολείου (γυμνασίου) του Σοχούμ, οι 102 ήταν συνδρομητές της τοπικής κομμουνιστικής εφημερίδας Κόκκινος Καπνάς.
Στον Πόντο, όπου υπήρχαν σε διάφορες περιοχές συνδρομητές των εφημερίδων και περιοδικών, οι περισσότεροι προέρχονταν από την Τραπεζούντα, όπου κυκλοφορούσαν με το ίδιο σύστημα ή και λαθραία (το αναφέρει ο Φίλων Κτενίδης σε άρθρο του στο περιοδικό Ποντιακή Εστία), μέσω των ναυτικών και ταξιδιωτών, και μερικά ελλαδικά ή κωνσταντινουπολίτικα έντυπα, όπως τα γνωστά αθηναϊκά περιοδικά Πανδώρα και Διάπλασις των παίδων, το σατιρικό περιοδικό της Πόλης Ανω - Κάτω (στην Τραπεζούντα, εκπρόσωπος του Ανω — Κάτω ήταν ο Νίκος Καπετανίδης, ο οποίος διαφήμιζε το περιοδικό στην εφημερίδα του Εποχή, αναφέροντας ότι το αντιπροσωπεύει) κ. ά.
Ύστερα από όλα αυτά, φυσικό ήταν, τα περισσότερα ποντιακά έντυπα να έχουν μικρές κυκλοφορίες και ως εκ τούτου να αντιμετωπίζουν μεγάλα οικονομικά προβλήματα.
Οι εφημερίδες και τα περιοδικά κάλυπταν όλα τα ενδιαφέροντα. Κυκλοφορούσαν πολιτικά και λαογραφικά έντυπα, κλαδικές, αλλά και σατιρικές εφημερίδες. Οι μεγάλες δυσκολίες, όμως, στις επικοινωνίες δεν επέτρεπαν να εκδηλωθεί το ανάλογο ενδιαφέρον για τα έντυπα από το αναγνωστικό κοινό. Οι διαρκείς εκκλήσεις των εντύπων προς τους συνδρομητές, για την πληρωμή των υποχρεώσεων τους, αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και που δεν προέρχονταν μόνον από τις διώξεις των Τούρκων.
Το περιοδικό Αστήρ του Πόρτου, το 1885, με τη συμπλήρωση ενός έτους από την έκδοσή του, κάνει έκκληση στους συνδρομητές του να στείλουν τις συνδρομές τους (βλ. Αστήρ του Πόντου).
Θα πρέπει ιδιαίτερα να υπογραμμισθεί πως δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι τα έντυπα στον Πόντο εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν κυρίως στις παράλιες πόλεις. Και αυτό γιατί το φουντούκι που σηκώνει την οικονομία της Τουρκίας από την Οινόη μέχρι την Τρίπολη, και πιο πέρα από την Τραπεζούντα, το φημισμένο τσάι της Ριζούντας, ο εξαίρετος καπνός της Σαμψούντας και της Πάφρας, τα όσπρια της περιοχής των Πλατάνων και τα σιτηρά του κάμπου του Τσαρσαμπά και του Τέρμες (Θέρμες), έδωσαν μεγάλη ώθηση στην οικονομική ζωή των παραλίων. Λίγα χιλιόμετρα πιο μέσα, καθώς αρχίζουν να ψηλώνουν τα βουνά και, προπαντός, πίσω από την κορυφογραμμή των Ποντιακών Άλπεων, στο εσωτερικό, απλωνόταν η ξεραΐλα, η φτώχεια και η αγριάδα. Σε εκείνα τα μέρη, σύμφωνα με προφορικές αλλά και γραπτές μαρτυρίες, σπάνια έφτανε κάποιο έντυπο.
Κάτοικος της άγονης περιοχής του Πόντου, που είχε καταφύγει στη Ρωσία, παλληκαράκι τότε, για να σωθεί, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι εφημερίδα έπιασε στα χέρια του (την εφημερίδα Ελεύθερος Πόντος του Βατούμ), μόνον όταν ανέβηκε επάνω στο πλοίο, με το οποίο επρόκειτο να ταξιδέψει. Υπήρχαν κάποιοι που μοίραζαν την εφημερίδα Ελεύθερος Πόντος επάνω στο πλοίο ή στο λιμάνι.
Για το θέμα της κυκλοφορίας των εντύπων στην περιοχή του, ο Κωνσταντίνος Αρ. Παπαδόπουλος αναφέρει, στα Οράματα και μνήμες από την Αργυρούπολη, ότι έφταναν εκεί διάφορα ελληνικά έντυπα. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στον Γιασόν, τον μουχτάρη (πρόεδρο της κοινότητας), έναν τύπο βιβλικού γέροντος στην Αργυρούπολιν, δίνει έμμεση πληροφορία για τα έντυπα: Η μόρφωση, η σωφροσύνη και η ψυχραιμία του (του Ιάσονα Ιασονίδη Γιασόν) τον έκαμαν σύμβουλον σοβαρόν των συμπολιτών του για κάθε δύσκολη περίσταση. Ήτο τακτικός αναγνώστης εφημερίδων και συνδρομητής του «ΝΕΟΛΟΓΟΥ» της Κωνσταντινουπόλεως. Διώροφο ήταν το αρχοντικό του και φιλοξενούσε τον βοηθόν του Μουτεσαρίφη (του υποδιοικητή της περιοχής Αργυρούπολης) Ευγένιον Καλαφάτην αδελφόν του κατακρεουργηθέντος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου.
Φύλλα μουσουλμανικών, κυρίως, αλλά και ελληνικών εφημερίδων, έμπαιναν κρυφά και στις φυλακές, όπου κρατούνταν από τους Τούρκους Έλληνες, κατηγορούμενοι ότι αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία του Πόντου. Σχετική αναφορά κάνουν ο Ιάκωβος Κουλοχέρης (Η Αμισός και τα πάθη της) και ο Παντελής Βαλιούλης (Σελίδες εκ της συμφοράς του Πόντου, 1921-1924). Ο Βαλιούλης γράφει συγκεκριμένα:
Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν ποντιακά περιοδικά και εφημερίδες ήδη από τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης των προσφύγων, όταν ακόμη ήταν νωπές οι μνήμες για τις πατρίδες της Ανατολής, που εγκαταλείφθηκαν τόσο βίαια...

Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah