Ανάμεσα στις αρχαίες ελληνικές λέξεις, που διατηρήθηκαν στην ποντιακή διάλεκτο, είναι και οι ακόλουθες:
1.αλατέριν το, ουσιαστ. από το άλας και την κατάληξη -εριον = η αλατιέρα.
2. αλάχωρα επίρρημα από το επίθετο ολόχωρος = ευρύχωρα, άνετα.
3. αλωτιστέρα η, από το αλατίζω και την κατάλ.-τέρα = ο τόπος όπου δίνεται αλάτι στα ζώα.
4. άλειμμαν το, ους. το αρχ. άλειμμα = ζωικό λίπος, Φράση: άλειμμαν ’ς σ’ ωμία σ’. Άμαν ζου άλειμμαν.
5. αλειμματοκέρ(ιν) το, ουσ. από το άλειμμα και το κερί = κερί κατασκευασμένο από ζωικό λίπος.
6. άλειφμαν το, ουσ. βλ. λέξη άλειμμα = η επάλειψη. Φράση: ’ Κ’ εποίκεν καλόν άλειφμαν, 7. Αλεξέσια τα, τοπωνύμιο από το κύριο όνομα Αλέξιος και από την παραγωγική κατάληξη -έσιον —ήσιον) , που σημαίνει αυτό που ανήκει σε κάποιο πρόσωπο: τοποθεσία που ανήκει στον Αλέξιο. Φράση: Οσήμερον έμ’ ’ς σα Αλεξέσια (βλ. τοπων. Άνω Ματσοΰκας, Γιώργου Ζερζελίδη).
8. αλεπέσα τα, πληθ. του επίθ. αλεπέσιν: αυτά που κάνει η αλεπού, πονηριές, κολακείες. Φράση: Αλεπέεσα ευτάει.
9. αλεσία, η, ουσ. από το ρήμα αλέθω<αλήθω = το άλεσμα. Φράση: Επήγεν ’ς σην αλεσίαν, 10.αλίβωτος επίθ. από το στερητικό α και το ουσιαστικό λίβος = ξάστερος, καθαρός. Φράση: Αλίβωτος ουρανός.
11. αλίζω το μεσαιωνικό αλίζω<άλας = αλατίζω.
12. αλίθωτος επίθετο από το στερητ. α και το ρήμα λιθώνω <λίθος = κάτι που δεν έχει συμπιεστεί με λίθο. Φράση: Αλίθωτον υλιστόν.
13. αλιμένευτος επίθ. από το στερ. α και το ρήμα λιμενεύω<λιμήν<λείβω = τόπος που δεν του λιώσανε τα χιόνια. Φράση: Αλιμένευτα ορμία.
14. αλιμίδ’(ιν) το, από το ουσ. άλμη= αλμύρα, αλιμιδέα η, ουσ. από το ουσιαστ. άλμη=αλμύρα. Φράση Ποίσον αλιμιδέαν και βάλον ’ς σο τυρίν.
Νίκος Λυπηρίδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
1.αλατέριν το, ουσιαστ. από το άλας και την κατάληξη -εριον = η αλατιέρα.
2. αλάχωρα επίρρημα από το επίθετο ολόχωρος = ευρύχωρα, άνετα.
3. αλωτιστέρα η, από το αλατίζω και την κατάλ.-τέρα = ο τόπος όπου δίνεται αλάτι στα ζώα.
4. άλειμμαν το, ους. το αρχ. άλειμμα = ζωικό λίπος, Φράση: άλειμμαν ’ς σ’ ωμία σ’. Άμαν ζου άλειμμαν.
5. αλειμματοκέρ(ιν) το, ουσ. από το άλειμμα και το κερί = κερί κατασκευασμένο από ζωικό λίπος.
6. άλειφμαν το, ουσ. βλ. λέξη άλειμμα = η επάλειψη. Φράση: ’ Κ’ εποίκεν καλόν άλειφμαν, 7. Αλεξέσια τα, τοπωνύμιο από το κύριο όνομα Αλέξιος και από την παραγωγική κατάληξη -έσιον —ήσιον) , που σημαίνει αυτό που ανήκει σε κάποιο πρόσωπο: τοποθεσία που ανήκει στον Αλέξιο. Φράση: Οσήμερον έμ’ ’ς σα Αλεξέσια (βλ. τοπων. Άνω Ματσοΰκας, Γιώργου Ζερζελίδη).
8. αλεπέσα τα, πληθ. του επίθ. αλεπέσιν: αυτά που κάνει η αλεπού, πονηριές, κολακείες. Φράση: Αλεπέεσα ευτάει.
9. αλεσία, η, ουσ. από το ρήμα αλέθω<αλήθω = το άλεσμα. Φράση: Επήγεν ’ς σην αλεσίαν, 10.αλίβωτος επίθ. από το στερητικό α και το ουσιαστικό λίβος = ξάστερος, καθαρός. Φράση: Αλίβωτος ουρανός.
11. αλίζω το μεσαιωνικό αλίζω<άλας = αλατίζω.
12. αλίθωτος επίθετο από το στερητ. α και το ρήμα λιθώνω <λίθος = κάτι που δεν έχει συμπιεστεί με λίθο. Φράση: Αλίθωτον υλιστόν.
13. αλιμένευτος επίθ. από το στερ. α και το ρήμα λιμενεύω<λιμήν<λείβω = τόπος που δεν του λιώσανε τα χιόνια. Φράση: Αλιμένευτα ορμία.
14. αλιμίδ’(ιν) το, από το ουσ. άλμη= αλμύρα, αλιμιδέα η, ουσ. από το ουσιαστ. άλμη=αλμύρα. Φράση Ποίσον αλιμιδέαν και βάλον ’ς σο τυρίν.
Νίκος Λυπηρίδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου