Ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, από τον οποίο πήραμε συνέντευξη στις 14 Απριλίου 1986, γεννήθηκε το 1886 στο Παρτίν της περιοχής της Αργυρούπολης. Το Παρτίν βρίσκεται ανάμεσα στην Κρώμνη και το Ρουσίο, από τα οποία απέχει 3 — 4 χιλιόμετρα. Οι οικογένειες των τριών χωριών γνωρίζονταν μεταξύ τους και είχαν πολλές φιλίες. Οι γονείς του, ο Χαράλαμπος Τσαχουριδης και η Αναστασία απέκτησαν τέσσερα παιδιά, από τα οποία, τα μεγαλύτερα, η Αφροδίτη και ο Κώστας πέθαναν μικρά. Έζησαν τα άλλα δύο, ο Θεόδωρος (Τότον) και ο Παναγιώτης.
«Ο πατέρας μου», λέει ο Πανίκας, «είχε σιδηρουργείο στο Τσεβισλούκ, δίπλα σε ένα στρατόπεδο. Κατασκεύαζε πέταλα για τα ζώα, καρφιά, γεωργικά εργαλεία. Την τέχνη εγώ την έμαθα κοντά του».
Ο πατέρας του είχε μια περιπέτεια με τις τουρκικές αρχές όταν πήρε φωτιά το διπλανό στρατόπεδο. Τη φωτιά την έβαλαν κάποιοι στρατιώτες, που έκλεβαν από τις προμήθειες του στρατοπέδου, για να μην αποκαλυφθούν οι κλοπές. Αυτοί είπαν ότι η φωτιά προήλθε από το καμίνι του σιδηρουργείου. Με την κατηγορία αυτή έπιασαν τον πατέρα του Παναγιώτη Τσαχουρίδη και τον φυλάκισαν. Από έρευνα, όμως, που έγινε αποδείχθηκε ότι η φωτιά προήλθε από κάπου από την αντίθετη πλευρά του στρατοπέδου. Έτσι, άφησαν, μετά από οχτώ μήνες κράτηση, ελεύθερο τον Χαράλαμπο Τσαχουρίδη. Αλλά από τις ταλαιπωρίες στη φυλακή, ο Χαράλαμπος Τσαχουριδης πέθανε, αφήνοντας ορφανά τον Θεόδωρο και τον Παναγιώτη.
«Εμένα», λέει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «με πήραν στρατιώτη το 1921. Μας έστειλαν στο Ερζερούμ. Ήταν πατριώτες από τα γύρω χωριά και από το Ρουσίο και την Κρώμνη». Τους ανάγκαζαν να δουλεύουν στην ύπαιθρο, χωρίς φαγητό και νερό. Από αυτές τις άσχημες συνθήκες πέθαναν πολλοί, ανάμεσα τους και ο χωριανός μας, ο Γιάγκον Λυπηρίδης που δεν άντεξε και πέθανε.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε πολλούς στο να δραπετεύουν από τα τάγματα εργασίας (τάγματα θανάτου) τη νύχτα και να καταφεύγουν στα βουνά, στους αντάρτες. Αυτό κράτησε μέχρι το 1923, οπότε έγινε η συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Τούρκοι απελευθέρωσαν τους Έλληνες στρατιώτες που είχαν οικογένειες ή ήταν προστάτες οικογένειας.
«Μου έδωσαν», αναφέρει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «απολυτήριο, επειδή ήμουν ορφανός από πατέρα. Πήγα μετά από πολλές δυσκολίες στην Τραπεζούντα, όπου έμαθα ότι η μητέρα μου με τον αδελφό μου και άλλους συγγενείς έφυγαν για την Ελλάδα. Βρήκα τον Μακαροντζή (Δήμο Λυπηρίδη), που δούλευε σε φούρνο και εργοστάσιο που έβγαζε μακαρόνια — γιαυτό τον έλεγαν μακαροντζή. Ο Μακαροντζής, μαζί με τον καθηγητή σωματικής αγωγής του Φροντιστήριου Τραπεζούντας Αγαθάγγελο Φωστηρόπουλο, μάζεψαν χρήματα, για να στείλουν στην Ελλάδα εμένα και άλλους πατριώτες. Δεν φύγαμε, όμως, αμέσως, γιατί το καράβι με το οποίο θα φεύγαμε, "Ο Ωκεανός", ήταν χαλασμένο και θα το επιδιόρθωναν σε δέκα μέρες.
Στο διάστημα αυτό πήγα στο χωριό μου, το Παρτίν, για να δώσω μηνύματα συμπατριωτών που βρίσκονταν στον στρατό, όπως ο Βασίλης Τελίδης από το Ρουσίο, να πω στην αρραβωνιαστικιά του και στους δικούς του ότι είναι καλά. Στο δρόμο συνάντησα τον κεμεντζετσή Γιάννη Γρηγοριάδη, από το Ρουσίο. Μπαίνοντας στο Ρουσίο, στον δρόμο, ήταν ένα πετρόχτιστο εκκλησάκι της Παναγίας. Ήρθαν και άλλοι και το στρώσαμε στον χορό. Τα μηνύματα από τους στρατιώτες, τα δώσαμε να τα δώσουν στους συγγενείς τους, στα χωριά. Μετά επιστρέψαμε στην Τραπεζούντα».
Στην Τραπεζούντα έμειναν μια νύχτα στην πανσιόν του Ευθύμη Σαμανίδη και την άλλη μέρα μπήκαν, γρήγορα γρήγορα στο καράβι. Μαζί τους ήταν και ο Παναγιώτης Σωτηριάδης, με τη γυναίκα του Σωτήρα και τα παιδιά τους Γιάνη και Σάββα, που ήταν νεογέννητο. Ήταν μαζί και η οικογένεια του Γιάννη Αναστασιάδη (Τσαμογιάννη τον έλεγαν, επειδή το ένα του μάτι ήταν λοξό), με τα παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
«Πολύς κόσμος», λέει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης. «Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μπορεί να ήταν και 3.000 άνθρωποι, που με πολλή δυσκολία μπήκαν στο καράβι. Συνόδευε ένα αμερικανικό αντιτορπιλλικό, γιατί, τότε, ο Τοπάλ Οσμάν έκαμνε ληστείες σε πολλά καράβια. Μας πήγαν στη Σαμψούντα, στο λιμάνι της οποίας το καράβι έκανε γύρους και τελικά σταμάτησε για να γεμίσει με αντάρτες που κατέβηκαν από τα βουνά, αξύριστοι, λερωμένοι. Έκαναν πολλή φασαρία. Μπήκαν στο καράβι και άλλοι, μέχρι που έφτασε ο κόσμος στα 6.000 περίπου άτομα. Πολλοί έκλαιγαν, αναζητώντας τους δικούς τους, άλλοι ζητούσαν νερό και φαγητό, άλλοι έψαχναν κάπου να κατουρήσουν. Αυτό κράτησε οχτώ ημέρες. Ήταν κάτι που δεν περιγράφεται. Αυτούς που πέθαιναν, τους έριχναν στη θάλασσα. Από εμάς πέθανε το κοριτσάκι του Γιάννη Αναστασιάδη. Εγώ αρρώστησα, γέμισα πληγές. Γιαυτό τύλιξα το κεφάλι μου με ένα σάλι. Αν μέναμε κι άλλο στο καράβι, μπορεί και εγώ να ήμουν ριγμένος στη θάλασσα».
Τον Οκτώβριο βγήκαν στην ακτή, στο Καραμπουρνάκι. Τους κράτησαν εκεί δέκα ημέρες. Είχε πολλή ζέστη, η άμμος έκαιγε. Αυτό ίσως ήταν που ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης γιατρεύτηκε από τις πληγές του. Στις τεράστιες παράγκες, όπου τους οδήγησαν, χώριζαν δέκα — δεκαπέντε οικογένειας με κουρελούδες έναν χώρο για να μείνουν. Άλλοι έμεναν στα αντίσκηνα. Το νερό και τα αποχωρητήρια έξω, η λάσπη μέχρι το γόνατο. Για να πάρουν νερό ή να πάνε στα αποχωρητήρια έπρεπε να σταθούν στην ουρά. Περιμένοντας, πολλοί κατουριούνταν. Οι παράγκες ήταν πάνω από είκοσι, στη σειρά.
«Η ζωή στις παράγκες», αναφέρει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «δεν περιγράφεται. Γίνονταν πολλά μπερδέματα, ο ένας πήγαινε στον χώρο του άλλου. Μάλωναν, έπεφτε ξύλο. Ευτυχώς μείναμε έναν μήνα εκεί. Μας βρήκε ο χωριανός μας Πάντζος ο Λυπηρίδης, που είχε έρθει νωρίτερα — το 1920 — από τη Γεωργία και είχε εγκατασταθεί στο Αρσακλί (Πανόραμα). Μόλις μας είδε ο Πάντζος, μας πήρε με το κάρο και μας ανέβασε στο Αρσακλί».
Εγκαταστάθηκαν στο τότε Αρσακλί περίπου δέκα οικογένειες που κατάγονταν από το Παρτίν της Κρώμνης, και 40 έως 60 οικογένειες από την Κρώμνη και την Ίμερα. Όλοι προέρχονταν από τη Γεωργία και κυρίως από το Μπροτζόμ και το Τσιχισβάρι, όπου είχαν καταφύγει για να αποφύγουν τους διωγμούς των Τούρκων.
«Μόλις μας είδε ο Πάντζος ο Λυπηρίδης» λέει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «μας πήρε με το κάρο του και μας ανέβασε στο Αρσακλί (Πανόραμα). Τι να δούμε εδώ! ""να δένδρο δεν υπήρχε. Μόνον μία αχλαδιά απέναντι στο ρακάν (λόφο). Δεν είχε τίποτε άλλο. Νερό τίποτε. Μόνον μια μεγάλη και δυο μικρότερες παράγκες από τον συμμαχικό στρατό, που τις είχε αναρρωτήρια, επειδή το κλίμα ήταν ξηρό. Υπήρχαν και μερικά αντίσκηνα. Στη μεγάλη παράγκα εγκαταστάθηκαν γύρω στις δέκα οικογένειες και στα αντίσκηνα από μία. Γύρω από τη μεγάλη παράγκα υπήρχαν μεγάλες άσπρες πέτρες (κασκάρκες), για να φαίνονται από μακριά για τα συμμαχικά αεροπλάνα του α' παγκοσμίου πολέμου (1914-1918). Αυτές τις πέτρες οι πρόσφυγες τις χρησιμοποιούσαν για καθιστικά. Την άλλη παράγκα, που ήταν μικρότερη, την έκαναν εκκλησία, τη μισή, και τον υπόλοιπο χώρο σχολείο. Τα παιδιά τότε ήταν λίγα. Η εκκλησία, τον πρώτο καιρό, δεν είχε καμπάνα. Χτυπούσαν ένα σίδερο με το σφυρί και με αυτό καλούσε τον κόσμο ο παπάς στην εκκλησία. Μετά πήραν ένα μικρό καμπανάκι.
Τα παιδιά έγιναν περισσότερα, γιαυτό, με προσωπική εργασία και εράνους, κατόρθωσαν να χτίσουν μεγάλο σχολείο, δίπλα στην παράγκα. Επειδή οι κάτοικοι έγιναν περισσότεροι και η μικρή εκκλησία δεν αρκούσε, θεμελίωσαν μεγάλη εκκλησία το 1926. Όμως καθυστέρησε να τελειώσει το χτίσιμό της, επειδή μεσολάβησε ο β' παγκόσμιος πόλεμος (στην Ελλάδα, 1940-1944).
Στην τρίτη παράγκα, τη μικρότερη, έμεναν οικογένειες και η πρακτική μαία, η Μαρούλα, που πρόσφερε τις υπηρεσίες της ως η μοναδική μαία στο Αρσακλί έως το 1945.
Υπήρχε και ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός στο Καράτεπε (Λόφος Ανάληψης). Αποτελούσε ο σταυρός ένδειξη ότι εκεί βρίσκονταν τα αναρρωτήρια του συμμαχικού στρατού.
Αυτές οι τρεις παράγκες ήταν η αιτία που εγκαταστάθηκαν εδώ οι πρόσφυγες και δημιουργήθηκε το χωριό Αρσακλί (Πανόραμα). Βέβαια, μετά έβαλαν και αντίσκηνα γύρω από τις παράγκες, μέχρι που άρχισαν να κτίζουν τα πρώτα μικρά σπίτια όλο και μακρύτερα από τις παράγκες.
Κάθε καράβι που έφερνε πρόσφυγες, οι εγκαταστημένοι στο Αρσακλί, κατέβαιναν με τα πόδια στην παραλία της Θεσσαλονίκης και έψαχναν μήπως βρουν δικούς τους συγγενείς, συγχωριανούς, γνωστούς, για να τους πάρουν στο Αρσακλί. Έτσι μαζεύτηκαν πάνω από 150 οικογένειες.
Τότε το Αρσακλί υπαγόταν διοικητικά στην κοινότητα Καπτσίδας (Πυλαίας), όπου εκπροσωπούσε τους κατοίκους ένα άτομο έως το 1930 που έγιναν εκλογές και δημιουργήθηκε η ανεξάρτητη κοινότητα Πανοράματος.
Πρώτος κοινοτάρχης ήταν ο Πολύχρονης Μαυρομάτης.
Λίγο πριν είχαν γίνει κάποιες ενέργειες και πήραν νερό με τη μεσολάβηση του δήμαρχου Θεσσαλονίκης. Το νερό προερχόταν από τις πηγές του Χορτιάτη. Περνούσε από το Πανόραμα και έφτανε στο Κουλέ Καφέ (Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης). Έχτισαν στο Πανόραμα έξι βρύσες σε όλο το χωριό. Υπήρχαν και γούρνες για τα ζώα. Πιο μπροστά, το νερό το μετέφεραν από το ποτάμι και από πηγές που υπήρχαν στις χαράδρες γύρω από το Πανόραμα. Μετά πήραν νερό από το δίκτυο του Χαριλάου, με δεξαμενές που έφτιαξαν στο ύψωμα Μιχαηλίδη, κοντά στα κοιμητήρια και στον λόφο της Ανάληψης. Αυτό έγινε το 1955, για να πηγαίνει το νερό σε όλο το χωριό. Μετά, η κοινότητα έφερε νερό και από το Μοναστηράκι και έτσι καλύφθηκαν οι ανάγκες των κατοίκων. Ωστόσο, τα καλοκαίρια σημειωνόταν πάντα έλλειψη νερού, λόγω των παραθεριστών. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε το υδρευτικό δίκτυο και πήραν νερό οι κάτοικοι και στα σπίτια τους.
Όταν το 1937 πλήθαιναν τα παιδιά στο σχολείο και χρειάζονταν μεγαλύτερο προαύλιο, μετέφεραν την παράγκα — εκκλησία και την τοποθέτησαν στο σημείο που χτιζόταν η νέα εκκλησία. Η παράγκα έμεινε εκεί έως το 1955 που χτίστηκε η εκκλησία. Ιερέας ήταν τότε ο Παρασκευάς Παπουλίδης και εκκλησιαστική επιτροπή οι: Παναγιώτης Σωτηριάδης, Βασίλειος Τελίδης, Χαρίλαος Ζουρελίδης και Βασικός Παχατουρίδης. Στη γερμανική κατοχή, η παράγκα-εκκλησία χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο, γιατί το σχολικό κτίριο το επίταξαν οι Γερμανοί, μαζί με κάτι βίλες και τα καλύτερα σπίτια. Οι ιδιοκτήτες των σπιτιών υποχρεώθηκαν να καταφύγουν σε συγγενικά τους σπίτια.
Τα έργα διαμόρφωσης της αυλής στο σχολείο και το χώρου γύρω από την εκκλησία, καθώς και τα χαντάκια για τα βρόχινα νερά και οι δρόμοι έγιναν όλα με προσωπική εργασία των κατοίκων και με προσφορές σε εράνους, λαχεία και έναν μεγάλο χορό στην αίθουσα του αμερικανικού κολεγίου Ανατόλια. Τα πρώτα σπίτια τα έχτιζαν συγγενείς και φίλοι με πέτρες και λάσπη.
Όταν ήρθαν οι δικοί μου στην Ελλάδα (του Παναγιώτη Τσαχουρίδη), αρχικά τους πήγαν στη Σπάρτη, μαζί με άλλους συγγενείς. Όταν ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκα ως εργάτης στο χτίσιμο της αγοράς Μοδιάνο. Παίρναμε υπεργολαβίες και βγάζαμε καλά λεφτά. Το δύσκολο ήταν να πηγαινοερχόμαστε κάθε μέρα με τα πόδια Πανόραμα — Θεσσαλονίκη. Πολλοί δούλευαν στο Σέδες (Θέρμη), όπου χτιζόταν το αεροδρόμιο. Αρκετοί δούλευαν στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή και άλλοι στο κολέγιο Ανατόλια. Στο Πανόραμα, οι πλούσιοι έχτιζαν βίλες και απασχολούσαν αρκετούς εργάτες. Στο Πανόραμα, ανάμεσα στους πρόσφυγες υπήρχαν και πολλοί πετράδες, δηλαδή αυτοί που έχτιζαν με πέτρες. Εγώ πήρα τα εργαλεία του Πάντζου Λυπηρίδη και έκανα τον σιδηρουργό. Αυτοί που ήρθαν από τη Γεωργία έφεραν μαζί τους, με τα κάρα, και τις οικοσκευές τους, ζώα και εργαλεία. Με τα εργαλεία που πήρα άνοιξα σιδηρουργείο. Έφτιαξα και καμίνι για τα σίδερα. Έφτιαχνα μαχαίρια για τα αλέτρια, πέταλα για τα ζώα, καρφιά, φτυάρια, σκαλιστήρια και άλλα γεωργικά εργαλεία και σιδηροκατασκευές. Έκανα και τον πεταλωτή. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά.
Το 1926 ήρθε από τη Βουλγαρία η οικογένεια του Θανάση Σαουρίδη. Έμειναν απέναντι από το σπίτι μας. Η οικογένεια είχε ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Την ίδια μέρα που ήρθαν, ξεχώρισα το ένα από τα κορίτσια. Είπα στη μητέρα μου: Έγώ θα παίρω την Παρέσαν’. Η μάνα μου είπε:'"Έπαρτεν, καλόν κορίτσ’ έν’. Ασ’ εμάς έν’, ασ’ σο χωρίον εμουν, το Παρτίν’.
Παντρεύτηκα την ίδια χρονιά. Αποκτήσαμε και ένα κοριτσάκι, που του δώσαμε το όνομα της αδελφής μου, της Αφροδίτης, που πέθανε στην Τουρκία. Ύστερα αποκτήσαμε το αγοράκι, που το βαφτίσαμε Χαράλαμπο, το όνομα του πατέρα μου. Στο τρίτο μας παιδί δώσαμε το όνομα του αδελφού μου, του Κώστα, που πέθανε και αυτός στην Τουρκία. Το στερνοπαίδι μας, το βαφτίσαμε Αναστασία, το όνομα της μάνας μου. Η γυναίκα μου έμεινε με το παράπονο που δεν κάναμε κι άλλο παιδί, για να δώσουμε ένα όνομα από τους δικούς της, όπως του Γιάγκου (Ιωάννη) που υπηρετούσαμε μαζί στα τάγματα θανάτου και δεν άντεξε και πέθανε. Η μάνα της γυναίκας μου έκανε 14 παιδιά, δύο φορές δίδυμα. Πολλά πέθαναν όταν ήταν μωρά.
Αρκετοί Παναοραμίτες άνοιξαν μαγαζιά και άλλοι δούλευαν στα εργοστάσια του Φλόκα, της Υφανέτ, του Αλλατίνι. Μέχρι να μπουν στην κυκλοφορία τα πρώτα λεωφορεία, πηγαινοέρχονταν με τα πόδια.
Το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στο Πανόραμα το 1952 και τα πρώτα τηλέφωνα λειτούργησαν το 1955. Η ασφαλτόστρωση έγινε τμηματικά. Πρώτα έφτασε στην Πυλαία, μετά στο κολέγιο
Ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης με την γυναίκα του Παρέσα |
Ο πατέρας του είχε μια περιπέτεια με τις τουρκικές αρχές όταν πήρε φωτιά το διπλανό στρατόπεδο. Τη φωτιά την έβαλαν κάποιοι στρατιώτες, που έκλεβαν από τις προμήθειες του στρατοπέδου, για να μην αποκαλυφθούν οι κλοπές. Αυτοί είπαν ότι η φωτιά προήλθε από το καμίνι του σιδηρουργείου. Με την κατηγορία αυτή έπιασαν τον πατέρα του Παναγιώτη Τσαχουρίδη και τον φυλάκισαν. Από έρευνα, όμως, που έγινε αποδείχθηκε ότι η φωτιά προήλθε από κάπου από την αντίθετη πλευρά του στρατοπέδου. Έτσι, άφησαν, μετά από οχτώ μήνες κράτηση, ελεύθερο τον Χαράλαμπο Τσαχουρίδη. Αλλά από τις ταλαιπωρίες στη φυλακή, ο Χαράλαμπος Τσαχουριδης πέθανε, αφήνοντας ορφανά τον Θεόδωρο και τον Παναγιώτη.
«Εμένα», λέει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «με πήραν στρατιώτη το 1921. Μας έστειλαν στο Ερζερούμ. Ήταν πατριώτες από τα γύρω χωριά και από το Ρουσίο και την Κρώμνη». Τους ανάγκαζαν να δουλεύουν στην ύπαιθρο, χωρίς φαγητό και νερό. Από αυτές τις άσχημες συνθήκες πέθαναν πολλοί, ανάμεσα τους και ο χωριανός μας, ο Γιάγκον Λυπηρίδης που δεν άντεξε και πέθανε.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε πολλούς στο να δραπετεύουν από τα τάγματα εργασίας (τάγματα θανάτου) τη νύχτα και να καταφεύγουν στα βουνά, στους αντάρτες. Αυτό κράτησε μέχρι το 1923, οπότε έγινε η συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Τούρκοι απελευθέρωσαν τους Έλληνες στρατιώτες που είχαν οικογένειες ή ήταν προστάτες οικογένειας.
«Μου έδωσαν», αναφέρει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «απολυτήριο, επειδή ήμουν ορφανός από πατέρα. Πήγα μετά από πολλές δυσκολίες στην Τραπεζούντα, όπου έμαθα ότι η μητέρα μου με τον αδελφό μου και άλλους συγγενείς έφυγαν για την Ελλάδα. Βρήκα τον Μακαροντζή (Δήμο Λυπηρίδη), που δούλευε σε φούρνο και εργοστάσιο που έβγαζε μακαρόνια — γιαυτό τον έλεγαν μακαροντζή. Ο Μακαροντζής, μαζί με τον καθηγητή σωματικής αγωγής του Φροντιστήριου Τραπεζούντας Αγαθάγγελο Φωστηρόπουλο, μάζεψαν χρήματα, για να στείλουν στην Ελλάδα εμένα και άλλους πατριώτες. Δεν φύγαμε, όμως, αμέσως, γιατί το καράβι με το οποίο θα φεύγαμε, "Ο Ωκεανός", ήταν χαλασμένο και θα το επιδιόρθωναν σε δέκα μέρες.
Στο διάστημα αυτό πήγα στο χωριό μου, το Παρτίν, για να δώσω μηνύματα συμπατριωτών που βρίσκονταν στον στρατό, όπως ο Βασίλης Τελίδης από το Ρουσίο, να πω στην αρραβωνιαστικιά του και στους δικούς του ότι είναι καλά. Στο δρόμο συνάντησα τον κεμεντζετσή Γιάννη Γρηγοριάδη, από το Ρουσίο. Μπαίνοντας στο Ρουσίο, στον δρόμο, ήταν ένα πετρόχτιστο εκκλησάκι της Παναγίας. Ήρθαν και άλλοι και το στρώσαμε στον χορό. Τα μηνύματα από τους στρατιώτες, τα δώσαμε να τα δώσουν στους συγγενείς τους, στα χωριά. Μετά επιστρέψαμε στην Τραπεζούντα».
Στην Τραπεζούντα έμειναν μια νύχτα στην πανσιόν του Ευθύμη Σαμανίδη και την άλλη μέρα μπήκαν, γρήγορα γρήγορα στο καράβι. Μαζί τους ήταν και ο Παναγιώτης Σωτηριάδης, με τη γυναίκα του Σωτήρα και τα παιδιά τους Γιάνη και Σάββα, που ήταν νεογέννητο. Ήταν μαζί και η οικογένεια του Γιάννη Αναστασιάδη (Τσαμογιάννη τον έλεγαν, επειδή το ένα του μάτι ήταν λοξό), με τα παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
«Πολύς κόσμος», λέει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης. «Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μπορεί να ήταν και 3.000 άνθρωποι, που με πολλή δυσκολία μπήκαν στο καράβι. Συνόδευε ένα αμερικανικό αντιτορπιλλικό, γιατί, τότε, ο Τοπάλ Οσμάν έκαμνε ληστείες σε πολλά καράβια. Μας πήγαν στη Σαμψούντα, στο λιμάνι της οποίας το καράβι έκανε γύρους και τελικά σταμάτησε για να γεμίσει με αντάρτες που κατέβηκαν από τα βουνά, αξύριστοι, λερωμένοι. Έκαναν πολλή φασαρία. Μπήκαν στο καράβι και άλλοι, μέχρι που έφτασε ο κόσμος στα 6.000 περίπου άτομα. Πολλοί έκλαιγαν, αναζητώντας τους δικούς τους, άλλοι ζητούσαν νερό και φαγητό, άλλοι έψαχναν κάπου να κατουρήσουν. Αυτό κράτησε οχτώ ημέρες. Ήταν κάτι που δεν περιγράφεται. Αυτούς που πέθαιναν, τους έριχναν στη θάλασσα. Από εμάς πέθανε το κοριτσάκι του Γιάννη Αναστασιάδη. Εγώ αρρώστησα, γέμισα πληγές. Γιαυτό τύλιξα το κεφάλι μου με ένα σάλι. Αν μέναμε κι άλλο στο καράβι, μπορεί και εγώ να ήμουν ριγμένος στη θάλασσα».
Τον Οκτώβριο βγήκαν στην ακτή, στο Καραμπουρνάκι. Τους κράτησαν εκεί δέκα ημέρες. Είχε πολλή ζέστη, η άμμος έκαιγε. Αυτό ίσως ήταν που ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης γιατρεύτηκε από τις πληγές του. Στις τεράστιες παράγκες, όπου τους οδήγησαν, χώριζαν δέκα — δεκαπέντε οικογένειας με κουρελούδες έναν χώρο για να μείνουν. Άλλοι έμεναν στα αντίσκηνα. Το νερό και τα αποχωρητήρια έξω, η λάσπη μέχρι το γόνατο. Για να πάρουν νερό ή να πάνε στα αποχωρητήρια έπρεπε να σταθούν στην ουρά. Περιμένοντας, πολλοί κατουριούνταν. Οι παράγκες ήταν πάνω από είκοσι, στη σειρά.
«Η ζωή στις παράγκες», αναφέρει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «δεν περιγράφεται. Γίνονταν πολλά μπερδέματα, ο ένας πήγαινε στον χώρο του άλλου. Μάλωναν, έπεφτε ξύλο. Ευτυχώς μείναμε έναν μήνα εκεί. Μας βρήκε ο χωριανός μας Πάντζος ο Λυπηρίδης, που είχε έρθει νωρίτερα — το 1920 — από τη Γεωργία και είχε εγκατασταθεί στο Αρσακλί (Πανόραμα). Μόλις μας είδε ο Πάντζος, μας πήρε με το κάρο και μας ανέβασε στο Αρσακλί».
Εγκαταστάθηκαν στο τότε Αρσακλί περίπου δέκα οικογένειες που κατάγονταν από το Παρτίν της Κρώμνης, και 40 έως 60 οικογένειες από την Κρώμνη και την Ίμερα. Όλοι προέρχονταν από τη Γεωργία και κυρίως από το Μπροτζόμ και το Τσιχισβάρι, όπου είχαν καταφύγει για να αποφύγουν τους διωγμούς των Τούρκων.
«Μόλις μας είδε ο Πάντζος ο Λυπηρίδης» λέει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «μας πήρε με το κάρο του και μας ανέβασε στο Αρσακλί (Πανόραμα). Τι να δούμε εδώ! ""να δένδρο δεν υπήρχε. Μόνον μία αχλαδιά απέναντι στο ρακάν (λόφο). Δεν είχε τίποτε άλλο. Νερό τίποτε. Μόνον μια μεγάλη και δυο μικρότερες παράγκες από τον συμμαχικό στρατό, που τις είχε αναρρωτήρια, επειδή το κλίμα ήταν ξηρό. Υπήρχαν και μερικά αντίσκηνα. Στη μεγάλη παράγκα εγκαταστάθηκαν γύρω στις δέκα οικογένειες και στα αντίσκηνα από μία. Γύρω από τη μεγάλη παράγκα υπήρχαν μεγάλες άσπρες πέτρες (κασκάρκες), για να φαίνονται από μακριά για τα συμμαχικά αεροπλάνα του α' παγκοσμίου πολέμου (1914-1918). Αυτές τις πέτρες οι πρόσφυγες τις χρησιμοποιούσαν για καθιστικά. Την άλλη παράγκα, που ήταν μικρότερη, την έκαναν εκκλησία, τη μισή, και τον υπόλοιπο χώρο σχολείο. Τα παιδιά τότε ήταν λίγα. Η εκκλησία, τον πρώτο καιρό, δεν είχε καμπάνα. Χτυπούσαν ένα σίδερο με το σφυρί και με αυτό καλούσε τον κόσμο ο παπάς στην εκκλησία. Μετά πήραν ένα μικρό καμπανάκι.
Τα παιδιά έγιναν περισσότερα, γιαυτό, με προσωπική εργασία και εράνους, κατόρθωσαν να χτίσουν μεγάλο σχολείο, δίπλα στην παράγκα. Επειδή οι κάτοικοι έγιναν περισσότεροι και η μικρή εκκλησία δεν αρκούσε, θεμελίωσαν μεγάλη εκκλησία το 1926. Όμως καθυστέρησε να τελειώσει το χτίσιμό της, επειδή μεσολάβησε ο β' παγκόσμιος πόλεμος (στην Ελλάδα, 1940-1944).
Στην τρίτη παράγκα, τη μικρότερη, έμεναν οικογένειες και η πρακτική μαία, η Μαρούλα, που πρόσφερε τις υπηρεσίες της ως η μοναδική μαία στο Αρσακλί έως το 1945.
Υπήρχε και ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός στο Καράτεπε (Λόφος Ανάληψης). Αποτελούσε ο σταυρός ένδειξη ότι εκεί βρίσκονταν τα αναρρωτήρια του συμμαχικού στρατού.
Αυτές οι τρεις παράγκες ήταν η αιτία που εγκαταστάθηκαν εδώ οι πρόσφυγες και δημιουργήθηκε το χωριό Αρσακλί (Πανόραμα). Βέβαια, μετά έβαλαν και αντίσκηνα γύρω από τις παράγκες, μέχρι που άρχισαν να κτίζουν τα πρώτα μικρά σπίτια όλο και μακρύτερα από τις παράγκες.
Κάθε καράβι που έφερνε πρόσφυγες, οι εγκαταστημένοι στο Αρσακλί, κατέβαιναν με τα πόδια στην παραλία της Θεσσαλονίκης και έψαχναν μήπως βρουν δικούς τους συγγενείς, συγχωριανούς, γνωστούς, για να τους πάρουν στο Αρσακλί. Έτσι μαζεύτηκαν πάνω από 150 οικογένειες.
Τότε το Αρσακλί υπαγόταν διοικητικά στην κοινότητα Καπτσίδας (Πυλαίας), όπου εκπροσωπούσε τους κατοίκους ένα άτομο έως το 1930 που έγιναν εκλογές και δημιουργήθηκε η ανεξάρτητη κοινότητα Πανοράματος.
Πρώτος κοινοτάρχης ήταν ο Πολύχρονης Μαυρομάτης.
Λίγο πριν είχαν γίνει κάποιες ενέργειες και πήραν νερό με τη μεσολάβηση του δήμαρχου Θεσσαλονίκης. Το νερό προερχόταν από τις πηγές του Χορτιάτη. Περνούσε από το Πανόραμα και έφτανε στο Κουλέ Καφέ (Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης). Έχτισαν στο Πανόραμα έξι βρύσες σε όλο το χωριό. Υπήρχαν και γούρνες για τα ζώα. Πιο μπροστά, το νερό το μετέφεραν από το ποτάμι και από πηγές που υπήρχαν στις χαράδρες γύρω από το Πανόραμα. Μετά πήραν νερό από το δίκτυο του Χαριλάου, με δεξαμενές που έφτιαξαν στο ύψωμα Μιχαηλίδη, κοντά στα κοιμητήρια και στον λόφο της Ανάληψης. Αυτό έγινε το 1955, για να πηγαίνει το νερό σε όλο το χωριό. Μετά, η κοινότητα έφερε νερό και από το Μοναστηράκι και έτσι καλύφθηκαν οι ανάγκες των κατοίκων. Ωστόσο, τα καλοκαίρια σημειωνόταν πάντα έλλειψη νερού, λόγω των παραθεριστών. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε το υδρευτικό δίκτυο και πήραν νερό οι κάτοικοι και στα σπίτια τους.
Όταν το 1937 πλήθαιναν τα παιδιά στο σχολείο και χρειάζονταν μεγαλύτερο προαύλιο, μετέφεραν την παράγκα — εκκλησία και την τοποθέτησαν στο σημείο που χτιζόταν η νέα εκκλησία. Η παράγκα έμεινε εκεί έως το 1955 που χτίστηκε η εκκλησία. Ιερέας ήταν τότε ο Παρασκευάς Παπουλίδης και εκκλησιαστική επιτροπή οι: Παναγιώτης Σωτηριάδης, Βασίλειος Τελίδης, Χαρίλαος Ζουρελίδης και Βασικός Παχατουρίδης. Στη γερμανική κατοχή, η παράγκα-εκκλησία χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο, γιατί το σχολικό κτίριο το επίταξαν οι Γερμανοί, μαζί με κάτι βίλες και τα καλύτερα σπίτια. Οι ιδιοκτήτες των σπιτιών υποχρεώθηκαν να καταφύγουν σε συγγενικά τους σπίτια.
Τα έργα διαμόρφωσης της αυλής στο σχολείο και το χώρου γύρω από την εκκλησία, καθώς και τα χαντάκια για τα βρόχινα νερά και οι δρόμοι έγιναν όλα με προσωπική εργασία των κατοίκων και με προσφορές σε εράνους, λαχεία και έναν μεγάλο χορό στην αίθουσα του αμερικανικού κολεγίου Ανατόλια. Τα πρώτα σπίτια τα έχτιζαν συγγενείς και φίλοι με πέτρες και λάσπη.
Όταν ήρθαν οι δικοί μου στην Ελλάδα (του Παναγιώτη Τσαχουρίδη), αρχικά τους πήγαν στη Σπάρτη, μαζί με άλλους συγγενείς. Όταν ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκα ως εργάτης στο χτίσιμο της αγοράς Μοδιάνο. Παίρναμε υπεργολαβίες και βγάζαμε καλά λεφτά. Το δύσκολο ήταν να πηγαινοερχόμαστε κάθε μέρα με τα πόδια Πανόραμα — Θεσσαλονίκη. Πολλοί δούλευαν στο Σέδες (Θέρμη), όπου χτιζόταν το αεροδρόμιο. Αρκετοί δούλευαν στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή και άλλοι στο κολέγιο Ανατόλια. Στο Πανόραμα, οι πλούσιοι έχτιζαν βίλες και απασχολούσαν αρκετούς εργάτες. Στο Πανόραμα, ανάμεσα στους πρόσφυγες υπήρχαν και πολλοί πετράδες, δηλαδή αυτοί που έχτιζαν με πέτρες. Εγώ πήρα τα εργαλεία του Πάντζου Λυπηρίδη και έκανα τον σιδηρουργό. Αυτοί που ήρθαν από τη Γεωργία έφεραν μαζί τους, με τα κάρα, και τις οικοσκευές τους, ζώα και εργαλεία. Με τα εργαλεία που πήρα άνοιξα σιδηρουργείο. Έφτιαξα και καμίνι για τα σίδερα. Έφτιαχνα μαχαίρια για τα αλέτρια, πέταλα για τα ζώα, καρφιά, φτυάρια, σκαλιστήρια και άλλα γεωργικά εργαλεία και σιδηροκατασκευές. Έκανα και τον πεταλωτή. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά.
Το 1926 ήρθε από τη Βουλγαρία η οικογένεια του Θανάση Σαουρίδη. Έμειναν απέναντι από το σπίτι μας. Η οικογένεια είχε ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Την ίδια μέρα που ήρθαν, ξεχώρισα το ένα από τα κορίτσια. Είπα στη μητέρα μου: Έγώ θα παίρω την Παρέσαν’. Η μάνα μου είπε:'"Έπαρτεν, καλόν κορίτσ’ έν’. Ασ’ εμάς έν’, ασ’ σο χωρίον εμουν, το Παρτίν’.
Παντρεύτηκα την ίδια χρονιά. Αποκτήσαμε και ένα κοριτσάκι, που του δώσαμε το όνομα της αδελφής μου, της Αφροδίτης, που πέθανε στην Τουρκία. Ύστερα αποκτήσαμε το αγοράκι, που το βαφτίσαμε Χαράλαμπο, το όνομα του πατέρα μου. Στο τρίτο μας παιδί δώσαμε το όνομα του αδελφού μου, του Κώστα, που πέθανε και αυτός στην Τουρκία. Το στερνοπαίδι μας, το βαφτίσαμε Αναστασία, το όνομα της μάνας μου. Η γυναίκα μου έμεινε με το παράπονο που δεν κάναμε κι άλλο παιδί, για να δώσουμε ένα όνομα από τους δικούς της, όπως του Γιάγκου (Ιωάννη) που υπηρετούσαμε μαζί στα τάγματα θανάτου και δεν άντεξε και πέθανε. Η μάνα της γυναίκας μου έκανε 14 παιδιά, δύο φορές δίδυμα. Πολλά πέθαναν όταν ήταν μωρά.
Αρκετοί Παναοραμίτες άνοιξαν μαγαζιά και άλλοι δούλευαν στα εργοστάσια του Φλόκα, της Υφανέτ, του Αλλατίνι. Μέχρι να μπουν στην κυκλοφορία τα πρώτα λεωφορεία, πηγαινοέρχονταν με τα πόδια.
Το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στο Πανόραμα το 1952 και τα πρώτα τηλέφωνα λειτούργησαν το 1955. Η ασφαλτόστρωση έγινε τμηματικά. Πρώτα έφτασε στην Πυλαία, μετά στο κολέγιο
Ανατόλια και το 1952 έως το καφενείο Συλλέκτη του Λάζαρου Παναγιωτίδη. Όλα έγιναν με ενέργειες του Πόντιου υπουργού Λεωνίδα Ιασονίδη.
Στον Πόντο πρωτοπήγα μετά τον ξεριζωμό, το 1960. Έμαθα ότι ο Πάντζος Σωτηριάδης, ο Βασίλης Τελίδης, ο Μιχάλης Λειβαδόπουλος, από το Πανόραμα και ο Μιχάλης Τεχλικίδης από τη Δροσιά Αττικής προγραμματίζουν εκδρομή. Εγώ εκείνο τον καιρό έβαζα σκεπή στο σπίτι. Το είπα στον γιο μου τον Λάμπη, που είχε δικό του μαγαζί στη Θεσσαλονίκη με σόμπες και μπουριά και είχε επαφή με εμπόρους στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως μου είπε ‘Να πας, τα λεφτά θα τα βρω εγώ’. Λεφτά πήραμε από τους εμπόρους της Κωνσταντινούπολης και τους τα επιστρέψαμε εδώ στη Θεσσαλονίκη».
Από τους εμπόρους πήραν πληροφορίες και πώς θα πάνε στην Τραπεζούντα. Τότε δεν υπήρχαν τουριστικά και δεν γίνονταν ταξίδια στον Πόντο.
Με τρένα και λεωφορεία έφτασαν στην Τραπεζούντα μετά από δύο ημέρες, όπου το πρώτο που. έκαναν ήταν να συναντηθούν με τους Τούρκους παιδικούς τους φίλους, οι οποίοι τους υποδέχτηκαν πολύ φιλικά, σαν να ήταν συγγενείς. Με πολλή αγάπη τους φιλοξένησαν και τους πήγαν στα μέρη που ήθελαν να επισκεφτούν. Επισκέφτηκαν τα χωριά τους, που ήταν το ένα κοντά στο άλλο. Έδρα είχαν την Τραπεζούντα, όπου, στα Εξώτειχα, ο Βασίλης Τελίδης βρήκε το σπίτι τους στην παραλία, όπως το άφησαν.
«Με τους φίλους μας τους Τούρκους συζητούσαμε για τη νέα μας ζωή στην Ελλάδα, για τις οικογένειές μας. Το ίδιο και αυτοί. Εγώ, στο Παρτίν, βρήκα να κατοικεί στο σπίτι μας μια πολυμελής οικογένεια μουσουλμάνων. Μας φίλεψαν με ό,τι είχαν. Γύρισα όλο το χωριό και μετά καθίσαμε στο καφενείο. Ένας Τούρκος με ρώτησε πώς έτσι και πήγαμε εκεί μετά από 40 χρόνια. Εγώ του είπα στα αστεία ότι ήρθαμε να πάρουμε τα ενοίκια. Ο Τούρκος που έμενε στο σπίτι μας άλλαξε χρώμα, άρχισε να κλαίει, εγώ είμαι φτωχός, έλεγε, έχω πολλά παιδιά. Αμέσως τον καθησύχασα, του είπα ότι ήταν αστείο. Όταν φύγαμε μετά από δύο μήνες, ενώ θα μέναμε μόνον 10— 15 μέρες, μας έδωσαν για ενθύμιο ό,τι μπορούσαν».
Ο Βασίλης Τελίδης στεναχωρέθηκε πολύ και έκλαψε όταν είδε να ρίχνουν το σπίτι τους εκείνες τις ημέρες. Έφτιαχναν οι Τούρκοι τον δρόμο του ΝΑΤΟ μέχρι τη Γεωργία. Ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή τραγουδούσε και διηγόταν, όταν γκρέμισαν το σπίτι όλα άλλαξαν. Οι Τούρκοι τον ρωτούσαν αν είχε μέσα κρυμμένο θησαυρό και τον έχασε. Ο Τελίδης βρήκε και τη φίλη της γυναίκας Ωραιοζήλης, την Εμινέ. Της χάρισε μια μαντήλα. Σε ανταπόδοση για τη χαρά της που ζούσε η φίλη της, που μεγάλωσαν μαζί και τη θυμήθηκε, η Εμινέ έτρεξε στο σπίτι της και έφερε ένα μικρό χαλί για δώρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου