Ο Αύγουστος του 1922, φαινομενικά, ήταν σαν όλους τους "Αύγουστους" του ελληνικού καλοκαιριού, αλλά αυτός του 1922 ειδικά, έμελλε να στιγματιστεί με τη χειρότερη καταστροφή που βίωσε ο Ελληνισμός στις πολλές χιλιετίες της ύπαρξής του.
Ο στρατός στα βάθη της Μικράς Ασίας παρέμενε σε βαθύ τέλμα, με πολλά προβλήματα τροφοδοσίας και εξοπλισμού, με το ηθικό των στρατιωτών χαμηλό, καθώς έβλεπαν ότι η επιστροφή στους δικούς τους ήταν ακόμη μακριά και με απόγνωση μονολογούσαν τι γυρεύουν εκεί και πόσο ακόμη θα τραβήξει αυτή η ιστορία.
Οι λιποταξίες στην πρώτη γραμμή ήταν αρκετές. Ήταν ο ίδιος στρατός που πριν έναν χρόνο έδινε και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του στα βράχια πέρα από τον Σαγγάριο, με το αίμα του να ποτίζει το σκληρό χώμα, σπονδή στη νίκη που φευ δεν ήλθε ποτέ. Έκτοτε γύρισε πίσω στο Αφιόν Καραχισάρ και απλώθηκε σε μια αμυντική θέση 700 χιλιομέτρων με παθητικό μίζερο ρόλο.
Αν και ζεστός αυτός ο Αύγουστος, ήταν διαφορετικός... Μια μουντή αίσθηση απλωνόταν στην ατμόσφαιρα κι ένα μούδιασμα αντιπάλευε το γαλανό χρώμα του καλοκαιρινού ουρανού. Η πρωτεύουσα έδινε εικόνα μιας αντιφατικής πόλης. Ζέστη, φτώχεια, η συνηθισμένη κίνηση στην Ομόνοια, τα θέατρα και οι κινηματογράφοι άλλαζαν έργα και ο κόσμος, πέρα από τα συνηθισμένα δράματα μιας υποτιθέμενης μεγαλούπολης, έμοιαζε διστακτικός, υποψιασμένος, αλλά δεν φανταζόταν τον τυφώνα που ερχόταν ολοένα και πιο κοντά. Στα καφενεία, όλοι έλεγαν και διαφωνούσαν και κανείς δεν πίστευε ότι θα χανόταν η Μικρά Ασία. Όμως, κανείς δεν σκεφτόταν ότι ο νόμος 2870 της 20ής Ιουλίου, που απαγόρευε την είσοδο στο ελληνικό έδαφος οποιουδήποτε χωρίς διαβατήριο, ήταν στην πραγματικότητα το πιστοποιητικό του μελλοντικού θανάτου δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών, γιατί ουσιαστικά αυτούς φωτογράφιζε ο νόμος.
Η κυβέρνηση του Νικολάου Τριανταφυλλάκου, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Δημήτριο Γούναρη, έφτιαξε αυτόν τον νόμο, για να εμποδίσει την αθρόα είσοδο των Μικρασιατών στην Ελλάδα, δηλαδή να εμποδίσει την είσοδο αυτών των ανθρώπων που λάτρευαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και φυσικά να αποτρέψουν την πολιτική ανισορροπία, που θα έφερνε ο ερχομός τους.
Και μόνον για αυτόν τον νόμο και όσα εξελίχθηκαν από τις 13 Αυγούστου ως το τέλος, η παραπομπή σε δίκη των κυβερνητών ήταν επιβεβλημένη. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος οχυρωνόταν πίσω από το «ανεύθυνον του ανωτάτου άρχοντος».
Ο εθνικός διχασμός, όλα αυτά τα χρόνια, έφτανε σε ένα δραματικό τέλος ολέθρου, τραγωδίας και απίστευτης ανευθυνότητας. Και αυτή η ζοφερή εικόνα συνεχίσθηκε και μάλιστα ακόμη πιο έντονα δραματική, όταν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων έγραψαν ότι ο Μουσταφά Κεμάλ άρχισε την από πολλού χρόνου φημολογούμενη επίθεσή του στις 13 Αυγούστου στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ.
Φυσικά υπήρχε λογοκρισία και οι ειδήσεις από τα καυτά πεδία του μετώπου έφταναν στα μάτια του κόσμου μεταλλαγμένες, μεταμφιεσμένες και προκαλούσαν περισσότερη σύγχυση. Ιδιαίτερα οι βασιλικές εφημερίδες, όπως το «Σκριπ», έδιναν ρεσιτάλ μιας παραμορφωμένης πραγματικότητας.
«Η Ελληνική παράταξις είναι αρραγής και ακλόνητος. Αι απώλειαι του στρατού ελάχισται».
«Η σύμπτυξις εγένετο άνευ σοβαράς πιέσεως».
«Ο εχθρός δεν επιδιώκει την απώθησιν των Ελληνικών στρατευμάτων και την εκκένωσιν της Μικράς Ασίας».
Ενώ δεν έλειπαν και αληθινές διαπιστώσεις, ακόμη πιο ωμές στην αποτύπωση του δράματος που παιζόταν στις αχανείς εκτάσεις της Ανατολίας. «Το Κράτος και το Έθνος θα ζήσει και όταν ο πολεμικός αγών εν Μικρά Ασία αποτύχη και όταν ακόμη τελείως απωλεσθεί».
«Ποιος είναι εκείνος όστις θα δυνηθή να Σας εμποδίση από του να σώσητε την Πατρίδα;» βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Και τα ψεύδη γιγαντώνονται. «Ευχάριστος η κατάστασις του στρατού μας!»
Και όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα φτάνουν σε μια πόλη ανήσυχη, αλλά με βαριετέ (θέατρα ποικιλιών) και θέατρα γεμάτα, έστω και μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα. Μέσα σε μια ράθυμη αποχαύνωση, που μόλις κρύβει μια αγωνία για το αύριο των πολιτών, με κληρώσεις λαχείων και τους πλούσιους να ζουν στον δικό τους μικρόκοσμο, χωρίς έγνοιες ταπεινές και κουραστικές.
Ακόμη και οι τραυματίες που καταφθάνουν στον Πειραιά, σε διατεταγμένη υπηρεσία, βροντοφωνάζουν σαν άλλοι υποβολείς στους θεατές του πολεμικού δράματος: «Ο στρατός συμπτύσσεται με το καπέλο στραβά στο κεφάλι».
Είναι μια κατάσταση κωμικοτραγική, που αγγίζει τα όρια του μελοδράματος και του γελοίου, αν σε αυτές, ακριβώς, τις ώρες δεν άρχιζε ο επιθανάτιος ρόγχος και ο ξέφρενος φόβος των ανθρώπων που ακολουθούσαν πανικόβλητοι την υποχώρηση ενός πανικόβλητου στρατού. Οι τραυματίες κατακλύζουν τα λιμάνια... εκκλήσεις για βοήθεια στους ηρωικούς μαχητές, έστω για ένα πακέτο τσιγάρα...
«Ο Λόυδ Τζωρτζ δηλώνει ότι χωρίς εγγυήσεις, η Αγγλία δεν δύναται να αφήσει τας εκατοντάδας χιλιάδας χριστιανικάς υπάρξεις», λόγια κούφια μιας αυτοκρατορίας που βοηθούσε και βοηθά λεκτικά, χωρίς την παραμικρή διάθεση να σώσει από τη σφαγή τους Μικρασιάτες.
Τα γεγονότα εκτυλίσσονται με τρομερή ταχύτητα. Απομακρύνεται ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης και αναλαμβάνει ο στρατηγός Νικόλαος Τρικούπης.
Έπρεπε να περάσουν 2-3 ημέρες για να αντιληφθεί η ανύπαρκτη κυβέρνηση ότι ο Νικόλαος Τρικούπης είχε ήδη αιχμαλωτιστεί! Ανεπανάληπτο φιάσκο ενός θιάσου που φανερώνει, με εμφαντικό τρόπο, την αδιαφορία και τον πανικό μιας ηγεσίας ανίκανης και τυφλής.
Κυβερνητική κρίση και παραίτηση, τα νοσοκομεία γεμάτα τραυματίες, ο Τύπος φιλοξενεί ακόμη αισθηματικά ρομάντζα και αρχίζει να προετοιμάζει τον κόσμο, γράφοντας ότι η Αθήνα δεν χωράει άλλους!
Η βασίλισσα στα νοσοκομεία και οι πρώτοι εύποροι πρόσφυγες φθάνουν στον Πειραιά. Ο βασιλιάς είναι πολύ «τεταραγμένος» και απευθύνει διάγγελμα, όπου, μεταξύ άλλων, λέει ότι «ο στρατός υπέστη ατύχημα απροσδόκητον...».
Η αλήθεια δεν μπορεί πια να αλλοιωθεί. Ο στρατός τρέχει προς τα παράλια, όπου τον περιμένουν τα πλοία σωτηρίας του στόλου. Οι σκηνές είναι απίστευτα τραγικές και η κατάρρευση των πάντων οδηγεί σε αποσύνθεση, μονάδες, μέριμνα, πρόσφυγες και καθετί που δεν οδηγεί στη θάλασσα. Ακόμη και αυτήν την ώρα ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης στη Σμύρνη λέει: «Ουδεμία ανησυχία στη Σμύρνη!», που βουλιάζει από τους πρόσφυγες από το εσωτερικό. Ο στρατός έχει σχεδόν φύγει, οι κάτοικοι είναι τρομαγμένοι, αλλά πιστεύουν ότι η παρουσία ενός πανίσχυρου στόλου από 29 πολεμικά πλοία των Άγγλων, Αμερικανών, Γάλλων και Ιταλών, θα επιβάλλουν στις δυνάμεις του Κεμάλ έναν πολιτισμένο τρόπο κατοχής.
Στην Αθήνα, ακόμη και φιλοβασιλικοί αφήνουν προσωρινά τις ειρωνίες προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο («ο νεόγαμβρος των Παρισίων!») και μιλούν για «κουραμπιέδες και λιποτάκτες». Στο ζαχαροπλαστείο του Ζαχαράτου βγάζουν τους χάρτες και με μολύβια σχηματίζουν την απέραντη γραμμή υποχώρησης των στρατιωτών, ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ τηλεγραφεί στη σύζυγο του στρατηγού Νικόλαου Τρικούπη ότι ο άνδρας της είναι καλά!
Συλλαμβάνονται κομμουνιστές, την ώρα που οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη και ο Νικόλαος Πλαστήρας σώζει την τιμή των ελληνικών όπλων...
Αυτό ήταν το τέλος της πολυφίλητου Σμύρνης, ο φλογερός έρωτας της Ελλάδας, που πλέον έγινε Ισμίρ και μαζί της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Εκεί, μπροστά στα σκοτεινά μάτια των πανίσχυρων τηλεβόλων, οι σφαγές, οι βιασμοί, οι εξευτελισμοί και οι οιμωγές των δυστυχισμένων ανθρώπων ενώθηκαν με τους καπνούς και με το αίμα και χάθηκαν αργά και βασανιστικά σε εκείνες τις σελίδες της ιστορίας, που φιλοξενούνται η ευπιστία, η αθωότητα και η ελπίδα.
Οι αριθμοί και οι περιγραφές δεν έχουν νόημα πια. Η μνήμη αγωνίζεται να κρατήσει ένα περίγραμμα αλλοτινών καιρών και προτύπων ζωής, μακριά από διχασμούς και μίση σε εκείνη την αγαπημένη πατρίδα. Μια μνήμη που προσπαθεί να αναβιώσει, μέσα από μυριάδες περιγραφές και εικόνες.
Και εμείς σήμερα, τιμώντας τα αδικοχαμένα θύματα και την κατατρεγμένη προσφυγιά, είμαστε περίεργοι και επίμονοι εξερευνητές μιας οπτικής και προφορικής γεωγραφίας, μιας ανασκευής ζωής τρόπων και πολιτισμού ...
Και είναι έργο δύσκολο, αλλά και απίστευτα σαγηνευτικό!
Παύλος Ι. Χατζημωϋσής
Ο στρατός στα βάθη της Μικράς Ασίας παρέμενε σε βαθύ τέλμα, με πολλά προβλήματα τροφοδοσίας και εξοπλισμού, με το ηθικό των στρατιωτών χαμηλό, καθώς έβλεπαν ότι η επιστροφή στους δικούς τους ήταν ακόμη μακριά και με απόγνωση μονολογούσαν τι γυρεύουν εκεί και πόσο ακόμη θα τραβήξει αυτή η ιστορία.
Οι λιποταξίες στην πρώτη γραμμή ήταν αρκετές. Ήταν ο ίδιος στρατός που πριν έναν χρόνο έδινε και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του στα βράχια πέρα από τον Σαγγάριο, με το αίμα του να ποτίζει το σκληρό χώμα, σπονδή στη νίκη που φευ δεν ήλθε ποτέ. Έκτοτε γύρισε πίσω στο Αφιόν Καραχισάρ και απλώθηκε σε μια αμυντική θέση 700 χιλιομέτρων με παθητικό μίζερο ρόλο.
Αν και ζεστός αυτός ο Αύγουστος, ήταν διαφορετικός... Μια μουντή αίσθηση απλωνόταν στην ατμόσφαιρα κι ένα μούδιασμα αντιπάλευε το γαλανό χρώμα του καλοκαιρινού ουρανού. Η πρωτεύουσα έδινε εικόνα μιας αντιφατικής πόλης. Ζέστη, φτώχεια, η συνηθισμένη κίνηση στην Ομόνοια, τα θέατρα και οι κινηματογράφοι άλλαζαν έργα και ο κόσμος, πέρα από τα συνηθισμένα δράματα μιας υποτιθέμενης μεγαλούπολης, έμοιαζε διστακτικός, υποψιασμένος, αλλά δεν φανταζόταν τον τυφώνα που ερχόταν ολοένα και πιο κοντά. Στα καφενεία, όλοι έλεγαν και διαφωνούσαν και κανείς δεν πίστευε ότι θα χανόταν η Μικρά Ασία. Όμως, κανείς δεν σκεφτόταν ότι ο νόμος 2870 της 20ής Ιουλίου, που απαγόρευε την είσοδο στο ελληνικό έδαφος οποιουδήποτε χωρίς διαβατήριο, ήταν στην πραγματικότητα το πιστοποιητικό του μελλοντικού θανάτου δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών, γιατί ουσιαστικά αυτούς φωτογράφιζε ο νόμος.
Η κυβέρνηση του Νικολάου Τριανταφυλλάκου, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Δημήτριο Γούναρη, έφτιαξε αυτόν τον νόμο, για να εμποδίσει την αθρόα είσοδο των Μικρασιατών στην Ελλάδα, δηλαδή να εμποδίσει την είσοδο αυτών των ανθρώπων που λάτρευαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και φυσικά να αποτρέψουν την πολιτική ανισορροπία, που θα έφερνε ο ερχομός τους.
Και μόνον για αυτόν τον νόμο και όσα εξελίχθηκαν από τις 13 Αυγούστου ως το τέλος, η παραπομπή σε δίκη των κυβερνητών ήταν επιβεβλημένη. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος οχυρωνόταν πίσω από το «ανεύθυνον του ανωτάτου άρχοντος».
Ο εθνικός διχασμός, όλα αυτά τα χρόνια, έφτανε σε ένα δραματικό τέλος ολέθρου, τραγωδίας και απίστευτης ανευθυνότητας. Και αυτή η ζοφερή εικόνα συνεχίσθηκε και μάλιστα ακόμη πιο έντονα δραματική, όταν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων έγραψαν ότι ο Μουσταφά Κεμάλ άρχισε την από πολλού χρόνου φημολογούμενη επίθεσή του στις 13 Αυγούστου στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ.
Φυσικά υπήρχε λογοκρισία και οι ειδήσεις από τα καυτά πεδία του μετώπου έφταναν στα μάτια του κόσμου μεταλλαγμένες, μεταμφιεσμένες και προκαλούσαν περισσότερη σύγχυση. Ιδιαίτερα οι βασιλικές εφημερίδες, όπως το «Σκριπ», έδιναν ρεσιτάλ μιας παραμορφωμένης πραγματικότητας.
«Η Ελληνική παράταξις είναι αρραγής και ακλόνητος. Αι απώλειαι του στρατού ελάχισται».
«Η σύμπτυξις εγένετο άνευ σοβαράς πιέσεως».
«Ο εχθρός δεν επιδιώκει την απώθησιν των Ελληνικών στρατευμάτων και την εκκένωσιν της Μικράς Ασίας».
Ενώ δεν έλειπαν και αληθινές διαπιστώσεις, ακόμη πιο ωμές στην αποτύπωση του δράματος που παιζόταν στις αχανείς εκτάσεις της Ανατολίας. «Το Κράτος και το Έθνος θα ζήσει και όταν ο πολεμικός αγών εν Μικρά Ασία αποτύχη και όταν ακόμη τελείως απωλεσθεί».
«Ποιος είναι εκείνος όστις θα δυνηθή να Σας εμποδίση από του να σώσητε την Πατρίδα;» βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Και τα ψεύδη γιγαντώνονται. «Ευχάριστος η κατάστασις του στρατού μας!»
Και όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα φτάνουν σε μια πόλη ανήσυχη, αλλά με βαριετέ (θέατρα ποικιλιών) και θέατρα γεμάτα, έστω και μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα. Μέσα σε μια ράθυμη αποχαύνωση, που μόλις κρύβει μια αγωνία για το αύριο των πολιτών, με κληρώσεις λαχείων και τους πλούσιους να ζουν στον δικό τους μικρόκοσμο, χωρίς έγνοιες ταπεινές και κουραστικές.
Ακόμη και οι τραυματίες που καταφθάνουν στον Πειραιά, σε διατεταγμένη υπηρεσία, βροντοφωνάζουν σαν άλλοι υποβολείς στους θεατές του πολεμικού δράματος: «Ο στρατός συμπτύσσεται με το καπέλο στραβά στο κεφάλι».
Είναι μια κατάσταση κωμικοτραγική, που αγγίζει τα όρια του μελοδράματος και του γελοίου, αν σε αυτές, ακριβώς, τις ώρες δεν άρχιζε ο επιθανάτιος ρόγχος και ο ξέφρενος φόβος των ανθρώπων που ακολουθούσαν πανικόβλητοι την υποχώρηση ενός πανικόβλητου στρατού. Οι τραυματίες κατακλύζουν τα λιμάνια... εκκλήσεις για βοήθεια στους ηρωικούς μαχητές, έστω για ένα πακέτο τσιγάρα...
«Ο Λόυδ Τζωρτζ δηλώνει ότι χωρίς εγγυήσεις, η Αγγλία δεν δύναται να αφήσει τας εκατοντάδας χιλιάδας χριστιανικάς υπάρξεις», λόγια κούφια μιας αυτοκρατορίας που βοηθούσε και βοηθά λεκτικά, χωρίς την παραμικρή διάθεση να σώσει από τη σφαγή τους Μικρασιάτες.
Τα γεγονότα εκτυλίσσονται με τρομερή ταχύτητα. Απομακρύνεται ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης και αναλαμβάνει ο στρατηγός Νικόλαος Τρικούπης.
Έπρεπε να περάσουν 2-3 ημέρες για να αντιληφθεί η ανύπαρκτη κυβέρνηση ότι ο Νικόλαος Τρικούπης είχε ήδη αιχμαλωτιστεί! Ανεπανάληπτο φιάσκο ενός θιάσου που φανερώνει, με εμφαντικό τρόπο, την αδιαφορία και τον πανικό μιας ηγεσίας ανίκανης και τυφλής.
Κυβερνητική κρίση και παραίτηση, τα νοσοκομεία γεμάτα τραυματίες, ο Τύπος φιλοξενεί ακόμη αισθηματικά ρομάντζα και αρχίζει να προετοιμάζει τον κόσμο, γράφοντας ότι η Αθήνα δεν χωράει άλλους!
Η βασίλισσα στα νοσοκομεία και οι πρώτοι εύποροι πρόσφυγες φθάνουν στον Πειραιά. Ο βασιλιάς είναι πολύ «τεταραγμένος» και απευθύνει διάγγελμα, όπου, μεταξύ άλλων, λέει ότι «ο στρατός υπέστη ατύχημα απροσδόκητον...».
Η αλήθεια δεν μπορεί πια να αλλοιωθεί. Ο στρατός τρέχει προς τα παράλια, όπου τον περιμένουν τα πλοία σωτηρίας του στόλου. Οι σκηνές είναι απίστευτα τραγικές και η κατάρρευση των πάντων οδηγεί σε αποσύνθεση, μονάδες, μέριμνα, πρόσφυγες και καθετί που δεν οδηγεί στη θάλασσα. Ακόμη και αυτήν την ώρα ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης στη Σμύρνη λέει: «Ουδεμία ανησυχία στη Σμύρνη!», που βουλιάζει από τους πρόσφυγες από το εσωτερικό. Ο στρατός έχει σχεδόν φύγει, οι κάτοικοι είναι τρομαγμένοι, αλλά πιστεύουν ότι η παρουσία ενός πανίσχυρου στόλου από 29 πολεμικά πλοία των Άγγλων, Αμερικανών, Γάλλων και Ιταλών, θα επιβάλλουν στις δυνάμεις του Κεμάλ έναν πολιτισμένο τρόπο κατοχής.
Στην Αθήνα, ακόμη και φιλοβασιλικοί αφήνουν προσωρινά τις ειρωνίες προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο («ο νεόγαμβρος των Παρισίων!») και μιλούν για «κουραμπιέδες και λιποτάκτες». Στο ζαχαροπλαστείο του Ζαχαράτου βγάζουν τους χάρτες και με μολύβια σχηματίζουν την απέραντη γραμμή υποχώρησης των στρατιωτών, ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ τηλεγραφεί στη σύζυγο του στρατηγού Νικόλαου Τρικούπη ότι ο άνδρας της είναι καλά!
Συλλαμβάνονται κομμουνιστές, την ώρα που οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη και ο Νικόλαος Πλαστήρας σώζει την τιμή των ελληνικών όπλων...
Αυτό ήταν το τέλος της πολυφίλητου Σμύρνης, ο φλογερός έρωτας της Ελλάδας, που πλέον έγινε Ισμίρ και μαζί της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Εκεί, μπροστά στα σκοτεινά μάτια των πανίσχυρων τηλεβόλων, οι σφαγές, οι βιασμοί, οι εξευτελισμοί και οι οιμωγές των δυστυχισμένων ανθρώπων ενώθηκαν με τους καπνούς και με το αίμα και χάθηκαν αργά και βασανιστικά σε εκείνες τις σελίδες της ιστορίας, που φιλοξενούνται η ευπιστία, η αθωότητα και η ελπίδα.
Οι αριθμοί και οι περιγραφές δεν έχουν νόημα πια. Η μνήμη αγωνίζεται να κρατήσει ένα περίγραμμα αλλοτινών καιρών και προτύπων ζωής, μακριά από διχασμούς και μίση σε εκείνη την αγαπημένη πατρίδα. Μια μνήμη που προσπαθεί να αναβιώσει, μέσα από μυριάδες περιγραφές και εικόνες.
Και εμείς σήμερα, τιμώντας τα αδικοχαμένα θύματα και την κατατρεγμένη προσφυγιά, είμαστε περίεργοι και επίμονοι εξερευνητές μιας οπτικής και προφορικής γεωγραφίας, μιας ανασκευής ζωής τρόπων και πολιτισμού ...
Και είναι έργο δύσκολο, αλλά και απίστευτα σαγηνευτικό!
Παύλος Ι. Χατζημωϋσής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου