Ο Κωνσταντίνος Κιουρτσίδης, από το χωριό Κεπέκλησα της Τρίπολης του Πόντου, κυνηγήθηκε από τους Τούρκους με τον κουμπάρο του Χαράλαμπο Μιχαηλίδη, γιατί απέφυγαν τη στράτευση στον τουρκικό στρατό. Οπλίστηκαν και ανέβηκαν στα βουνά για να προστατέψουν τον εαυτό τους και τις ελληνικές οικογένειες.
Καταφύγια τους τα βράδια είχαν τα κεμίκ (μαντριά) και τις χαμαιλέτες (νερόμυλους). Λίγο πριν ξημερώσει έφευγαν στο βουνό. Έκαναν άγραφες συμφωνίες με τους Τούρκους, λέγοντάς τους: «Μην πειράζετε τις οικογένειές μας για να μην σας χτυπάμε στα βουνά».
Αναφέρει ο Κωνσταντίνος Κιουρτσίδης:
Στο χωριό μας Κεπέκλησα ήταν ένας Τούρκος, που τον έλεγαν "Τσερκέζο". Ήταν άνθρωπος με επιβολή και αγαπούσε τους Έλληνες. Είχε καλή φιλία με τον θείο μου Θεόδωρο Ξανθόπουλο. Αυτός ο Τσερκέζος τους κάλεσε στο χωριό για να συμφιλιωθούν και να παραδώσουν τα όπλα τους. Παρά, όμως, τις φιλίες τους, τα όπλα δεν τα παρέδωσαν ποτέ, γιατί οι περιστάσεις τους οδηγούσαν συχνά στο βουνό.
Κάποια μέρα, ένας επίσημος Τούρκος του χωριού τους κάλεσε σε τραπέζι — παγίδα, για να τους πιάσουν οι τσανταρμάδες (χωροφύλακες) που είχαν ενέδρα γύρω. Εδώ φάνηκε η μεγάλη εξυπνάδα των Ελλήνων. Στην απάντησή τους, αφού ευχαρίστησαν, είπαν: «Προτιμούμε να φύγουμε νηστικοί παρά με γεμάτα στομάχια ...». Την ίδια στιγμή, άρχισαν να μας πυροβολούν από πολλές μεριές και η σωτηρία μας ήταν ένα κοπάδι πρόβατα, ανάμεσα στα οποία ανακατευτήκαμε και συρόμασταν στις κοιλιές μας. Εδώ, παρενέβη η Θεία Πρόνοια! Γλιτώσαμε από τις σφαίρες, όχι, όμως, και από τα σκυλιά, που με τα γαβγίσματα θα μας πρόδιδαν.
Και έγινε τότε το θαύμα και γλιτώσαμε
Εδώ, ακριβώς, συνέβη κάτι συνταρακτικό, κάτι συγκινητικό: Ήμουν κρυμμένος στο καφούλ' (θάμνο), σε λιγότερη από ένα μέτρο απόσταση από τον σκύλο, που έμεινε ακίνητος και άφωνος, να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό! Δεν γάβγισε καθόλου. Ήταν θέλημα Θεού να γλιτώσουμε.
Οι τσανταρμάδες γελάστηκαν, επειδή δεν άκουσαν τα σκυλιά να γαβγίζουν, πίστεψαν ότι μας σκότωσαν, και έφυγαν. Εμείς καταφύγαμε στο χάνι του Κουτούσιογλη, γιατί σημειώθηκε στο μεταξύ θύελλα και έπεφτε χιονόνερο. Στο χάνι μείναμε τρία βράδια. Το βράδυ κοιμόμασταν εκεί, στα παχνιά, ανάμεσα στα ζώα, και την ημέρα φεύγαμε στο βουνό, όπου σφάξαμε ένα δαμάλι, που κλέψαμε από τους Τούρκους.
Η φωτιά που ανάψαμε στο δάσος με κρυμμένα ξύλα, για να ψήσουμε το κρέας και να το φάμε χωρίς αλάτι, δεν μας πρόδωσε, γιατί την κάλυπταν η πυκνή ομίχλη και τα πανύψηλα έλατα. Αυτά ήταν τα σωτήρια καταφύγια μας. Εκεί στεγνώσαμε και τα βρεγμένα μας ρούχα.
Μετά από ταλαιπωρίες, κατεβήκαμε στο χωριό
Μετά από πολλές άλλες ταλαιπωρίες, κατεβήκαμε στο χωριό μας, όπου συνεχίσαμε τη γεωργία κρυφά και με την προστασία του καλού μας Τσερκέζου. Πιστεύουμε ότι ο Τσερκέζος είχε καταγωγή ελληνική, πράγμα που, μάλλον, δεν το γνώριζε και ο ίδιος. Πάντως, ο γιος του, ο Φετής, που μας επισκέφθηκε στην Άρδασσα, φορούσε στον λαιμό του χρυσό σταυρό!
Η θεία μου, η Κατσούλα, μου δώρισε ένα μοσχάρι. Το έκλεψαν οι Τούρκοι, γιαυτό πήγα και το είπα στον Τσερκέζο, που γνώριζε και τους καλούς και τους κακούς. Αυτός τους έδωσε προθεσμία να φέρουν το μοσχάρι στη θέση του και το έφεραν.
Καταφύγια τους τα βράδια είχαν τα κεμίκ (μαντριά) και τις χαμαιλέτες (νερόμυλους). Λίγο πριν ξημερώσει έφευγαν στο βουνό. Έκαναν άγραφες συμφωνίες με τους Τούρκους, λέγοντάς τους: «Μην πειράζετε τις οικογένειές μας για να μην σας χτυπάμε στα βουνά».
Ο Νικόλαος Αντωνιάδης (με την τραγιάσκα) με την γυναίκα του Μαρούλα και τα παιδιά τους. |
Στο χωριό μας Κεπέκλησα ήταν ένας Τούρκος, που τον έλεγαν "Τσερκέζο". Ήταν άνθρωπος με επιβολή και αγαπούσε τους Έλληνες. Είχε καλή φιλία με τον θείο μου Θεόδωρο Ξανθόπουλο. Αυτός ο Τσερκέζος τους κάλεσε στο χωριό για να συμφιλιωθούν και να παραδώσουν τα όπλα τους. Παρά, όμως, τις φιλίες τους, τα όπλα δεν τα παρέδωσαν ποτέ, γιατί οι περιστάσεις τους οδηγούσαν συχνά στο βουνό.
Κάποια μέρα, ένας επίσημος Τούρκος του χωριού τους κάλεσε σε τραπέζι — παγίδα, για να τους πιάσουν οι τσανταρμάδες (χωροφύλακες) που είχαν ενέδρα γύρω. Εδώ φάνηκε η μεγάλη εξυπνάδα των Ελλήνων. Στην απάντησή τους, αφού ευχαρίστησαν, είπαν: «Προτιμούμε να φύγουμε νηστικοί παρά με γεμάτα στομάχια ...». Την ίδια στιγμή, άρχισαν να μας πυροβολούν από πολλές μεριές και η σωτηρία μας ήταν ένα κοπάδι πρόβατα, ανάμεσα στα οποία ανακατευτήκαμε και συρόμασταν στις κοιλιές μας. Εδώ, παρενέβη η Θεία Πρόνοια! Γλιτώσαμε από τις σφαίρες, όχι, όμως, και από τα σκυλιά, που με τα γαβγίσματα θα μας πρόδιδαν.
Και έγινε τότε το θαύμα και γλιτώσαμε
Εδώ, ακριβώς, συνέβη κάτι συνταρακτικό, κάτι συγκινητικό: Ήμουν κρυμμένος στο καφούλ' (θάμνο), σε λιγότερη από ένα μέτρο απόσταση από τον σκύλο, που έμεινε ακίνητος και άφωνος, να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό! Δεν γάβγισε καθόλου. Ήταν θέλημα Θεού να γλιτώσουμε.
Οι τσανταρμάδες γελάστηκαν, επειδή δεν άκουσαν τα σκυλιά να γαβγίζουν, πίστεψαν ότι μας σκότωσαν, και έφυγαν. Εμείς καταφύγαμε στο χάνι του Κουτούσιογλη, γιατί σημειώθηκε στο μεταξύ θύελλα και έπεφτε χιονόνερο. Στο χάνι μείναμε τρία βράδια. Το βράδυ κοιμόμασταν εκεί, στα παχνιά, ανάμεσα στα ζώα, και την ημέρα φεύγαμε στο βουνό, όπου σφάξαμε ένα δαμάλι, που κλέψαμε από τους Τούρκους.
Η φωτιά που ανάψαμε στο δάσος με κρυμμένα ξύλα, για να ψήσουμε το κρέας και να το φάμε χωρίς αλάτι, δεν μας πρόδωσε, γιατί την κάλυπταν η πυκνή ομίχλη και τα πανύψηλα έλατα. Αυτά ήταν τα σωτήρια καταφύγια μας. Εκεί στεγνώσαμε και τα βρεγμένα μας ρούχα.
Μετά από πολλές άλλες ταλαιπωρίες, κατεβήκαμε στο χωριό μας, όπου συνεχίσαμε τη γεωργία κρυφά και με την προστασία του καλού μας Τσερκέζου. Πιστεύουμε ότι ο Τσερκέζος είχε καταγωγή ελληνική, πράγμα που, μάλλον, δεν το γνώριζε και ο ίδιος. Πάντως, ο γιος του, ο Φετής, που μας επισκέφθηκε στην Άρδασσα, φορούσε στον λαιμό του χρυσό σταυρό!
Η θεία μου, η Κατσούλα, μου δώρισε ένα μοσχάρι. Το έκλεψαν οι Τούρκοι, γιαυτό πήγα και το είπα στον Τσερκέζο, που γνώριζε και τους καλούς και τους κακούς. Αυτός τους έδωσε προθεσμία να φέρουν το μοσχάρι στη θέση του και το έφεραν.
Οι καλοί Τούρκοι
Πρέπει να ομολογήσουμε πως πολλές φορές, καλοί Τούρκοι, φίλοι του πατέρα μου, σε δύσκολες ώρες, τον σώσανε. Τέτοιοι ήσαν ο Αλής, ο Αφίφ, ο Αχμέτ κ. ά.
Κάποια μέρα πήγαμε με άλογο (από το χωριό Κεπέκλησα) στην Τρίπολη με τον κουμπάρο, τον Χαράλαμπο Μιχαηλίδη για να φέρουμε αλάτι και άλλα εφόδια για τις οικογένειές μας. Επιστρέφοντας συναντηθήκαμε με Τούρκους σε αναγκαστική παρέα. Αυτοί μας περιφρόνησαν, μας βρίσανε, μας πήρανε το μισό αλάτι, τον καπνό και το αλεύρι. Μας έφεραν στο σημείο να κλάψουμε. Λίγο πιο κάτω όμως, κοντά στα Κιρκιάνια (ειδυλλιακή τοποθεσία με δάσος από έλατα και κρύο νερό) βρήκαμε τους φίλους μας Αλή, Αφίφ και Αχμέτ, που ακούοντας τα παθήματά μας, τους απείλησαν και επέστρεψαν ότι μας πήραν, να μη μας ξαναπειράξουν, γιατί το χαμπάρι θα τους το φέρουν τα πουλιά και θα ’χουν συνέπειες...
Μείναμε στο χωριό μας (Κεπέκλησα), όπου συλλογικά, με προσωπική εργασία κ. τ. λ. χτίσαμε την εκκλησία μας που γιόρταζε «Τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας» (2 Φεβρουάριου). Ο πατέρας, ο παππούς μας Μουτουσίδης, μας έταξε ένα μπουκάλι ρακί για να φέρουμε τη μεγαλύτερη σε όγκο πέτρα με φορείο, χωρίς να σταματήσουμε πουθενά ...
Στη χάρη της (της Παναγίας) γινόταν μεγάλο πανηγύρι, με πυροβολισμούς, χορούς και τραγούδια, ζουρνάδες, λύρες κ. τ. λ. Μετά το πέρας της εκκλησίας αποφασίσαμε να φέρουμε και νερό. Κόντευε να πραγματοποιήσουμε κι αυτό το κοινωφελές έργο, όταν μας πρόλαβε η θύελλα πάλι των διωγμών και εξοριών. Το χωριό λεηλατήθηκε. Μόλις πρόλαβα να τρέξω στην εκκλησία, όπου στην αριστερή γωνία και έξω από το ιερό έσκαψα κι έθαψα τα χρυσά στέφανα μας, μεταφερθέντα από τη Ρωσία. Μ’ αυτά στεφανώνονταν όλα τα ζευγάρια του χωριού.
Η εξορία
Στις 2 Φεβρουάριου 1918, που πανηγύριζε η εκκλησία μας, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους του χωριού, από νήπια και πάνω και τους οδήγησαν με τα πόδια και κάτω από χιονόβροχα για το Ερζερούμ. Στο δρόμο πέθαναν όλοι οι άρρωστοι, τα παιδιά κι οι γέροι. Σ’ ένα ελληνικό χωριό ο θείος μου Θόδωρος Ξανθόπουλος άφησε μέσα στην εκκλησία τα δυο παιδιά του, τη Βαρβάρα 5 χρονών και τον ... 7 χρονών λέγοντάς τα πως θα πάει να τα φέρει ψωμί, μα που ψωμί, πού νερό! Και βάδιζαν το δρόμο του μαρτυρίου συνοδευόμενοι με βρισιές, ξυλοδαρμούς και σπρωξίματα.
Περάσαμε από πολλά ελληνικά χωριά, έρημα κι εκείνα ... Τα τουρκόπουλα χτυπούσαν την καμπάνα για να γελαστούν τυχόν κρυμμένοι και να βγουν. Υπήρχαν και καλοί Τούρκοι, που περνώντας από τα χωριά τους, μας δίνανε ψωμί και χρήματα. Έτσι, συν Θεώ ζήσαμε.
Από το Ερζερούμ επιστροφή στο χωριό Κεπέκλησα
Συνεχίζοντας τη διήγηση του ο Κωνσταντίνος Κιουρτσίδης, από το χωριό Κεπέκλησα της Αργυρούπολης, αναφέρει:
Στο Ερζερούμ φτάσαμε 47 άτομα από τα 72 που είμεθα. Τον Ιούνιο μήνα μας γύρισαν τους 47 πίσω στο χωριό με τα πόδια και την ίδια συμπεριφορά των συνοδών μας άξεστων Τούρκων.
«Τι να πρωτοθυμηθούμε από τους διωγμούς, όπου χάσαμε τους ανθρώπους μας, ερημώθηκαν τα χωριά μας. Χάσαμε τις περιουσίες και τα νοικοκυριά μας και γυρίσαμε σε περίοδο (Ιούνιος), όπου δεν μπορούσαμε πλέον ούτε να σπείρουμε ούτε να ... θερίσουμε».
Αυτά ήσαν τα στερεότυπα λόγια των δυστυχισμένων ημών, που ενώ περιμέναμε κάποιο έλεος απ’ αυτούς, που όταν λιμοκτονούσαν τους ευεργετούσαμε και τελικά τους αφήσαμε και τις περιουσίες μας, αντίθετα αυτοί μας βρίζανε και μα έλεγαν «Δεν ψοφολογούσατε να ησυχάσουμε!».
Από τα αγαθά της γης μας, όπου έμειναν υπολείμματα στους αχερώνες, καλαμπόκια, φασόλια, φουντούκια, καρύδια. Ο Θεός μας τα ξανάδωσε. Έτσι περάσαμε κάμποσες ημέρες, ώσπου πήγαμε με τον θείο μου τον Θόδωρο Ξανθόπουλο σε γειτονικά τούρκικα χωριά, χωρίς να φανερώσουμε την ταυτότητά μας και εφοδιαστήκαμε απ’ ότι μας χρειάζονταν πληρώνοντας φυσικά.
Το φθινόπωρο ευτυχώς, από τα φημισμένα μας φουντούκια, καρύδια κ.λπ. εφοδιασθήκαμε και αποθηκεύσαμε. Συγχρόνως ξαναρχίσαμε τη γεωργία και την κτηνοτροφία μας.
Ξαναζωντανέψαμε τα παρχάρια μας, όπου κατέβηκαν και του Θεού τα πουλιά κοντά μας.
Το εμπόριο της Τραπεζούντας, Τρίπολης κ.λπ. στερήθηκε τα υψηλής ποιότητας γαλακτοκομικά και γεωργικά μας προϊόντα. Οι έμποροι αισθάνθηκαν έντονα την απουσία μας και μας αναζητούσαν με τα χαρακτηριστικά του ντυσίματος μας. Η παραγωγικότητα ζωντάνεψε, οι αλευρόμυλοι δούλεψαν και οι αχαΐρευτοι τεμπέληδες Τούρκοι ξαναχόρτασαν κοντά μας ψωμί.
Τα διάφορα γεωργικά μας προϊόντα πολλαπλάσια, ξαναγέμισαν τις γωνιές μας. Πριν καλά καλά ανασάνουμε από τα παθήματα μας, μας αιφνιδίαζαν με φήμες πως θα μας σηκώσουν πάλιν κι εμείς τρομοκρατημένοι παίρναμε στα γρήγορα ότι μπορούσαμε και καταφεύγαμε στις σπηλιές των βουνών. Οι άνδρες πηγαινοέρχονταν για να μαθαίνουν τα τεκταινόμενα από τον καλό μας Τσερκέζο, που τελικά μας συμβούλεψε να γυρίσουμε υπό την εγγύησή του, όπως κι έγινε.
Αφού ησυχάσαμε αρχίσαμε να επισκεπτώμεθα τα χωριά ομοεθνών μας για να μαθαίνουμε τι απέγιναν οι συγγενείς μας, που φυσικά υπέστησαν τα ίδια δεινά.
Είναι βέβαιο πως τα νήπια που αναγκαστικά αφήσαμε στους δρόμους και τις εκκλησίες επιζούν, εξισλαμισθέντα βέβαια και τα μεγάλα τους θυμούνταν ασφαλώς την περιπέτεια και τα ονόματά τους ... Θα μπορούσαν πολλά να βρεθούν, μα πού να βρεθεί τέτοια ευαισθησία ανάλογη στους Τούρκους, πολύ δύσκολο πράγμα ... Με τη μεσολάβηση του Τσερκέζου οι σχέσεις μας με τους Τούρκους βελτιώθηκαν, γιατί είδαν πως ο χαμός μας θα τους έριχνε στην ανέχεια και τη δυστυχία. Πάντως είμασταν υπό συνεχή διωγμό με τις φήμες περί ανταλλαγής.
Στην μάχη των Ιωαννίνων (1912) βρισκόταν κι ο συνομήλικός μου Τούρκος Ισμαήλ συγχωριανός μου, που μας έλεγε: «Θαύμασα τον ελληνικό Στρατό με τον ηρωισμό του, την καλωσύνη του και το ντύσιμό του. Μετά την παράδοσή μας, ο Κωσταντίνος πήρε τον στρατηγό μας στο αυτοκίνητο και πήγαν στην Αθήνα, ενώ εμείς με σκυμμένο το κεφάλι μας και κακομοίρηδες, αλλά σώοι και αβλαβείς γυρίσαμε στην Πατρίδα μας (Τουρκία)». «Οι Έλληνες, έλεγε, ζουν καλά, τρώνε καλά, ντύνονται καλά και γενικά βρίσκονται σε καλύτερη από μας μοίρα ...». Αυτά τα λόγια μας έκαναν να αισθανώμεθα περήφανοι.
Κάποτε άρχισαν να μας επιστρατεύουν και φύγαμε στα βουνά. Πιάσανε όμως εμένα, τον Θόδωρο Ξανθόπουλο και τον Χαράλαμπο Μιχαηλίδη και μας στείλανε στο Ερζερούμ να κάνουμε γέφυρες και να σπάνουμε πέτρες. Εκεί βρήκαμε κι άλλους πατριώτες της ίδιας με ’μας μοίρας, όπως τον Αλεξανδρίδη Γιώργο από την Κορόξενα κ. ά.
Εδώ ο Χαράλ. Μιχαηλίδης κι εγώ δεν υποφέραμε τη σκληρή δουλειά και τους Τούρκους και δραπετεύσαμε. Φθάνοντας μετά από μέρες ταλαιπωρίας νύχτα στο χωριό μας και με το φόβο μη μας δουν οι Τούρκοι κρυφθήκαμε στα βουνά, όπου με άλλους 15 — 20 οργανωθήκαμε, οπλισθήκαμε, εφοδιασθήκαμε με πυρομαχικά, με σκοπό να πολεμήσουμε. Μα τελικά οι Τούρκοι μας διέλυσαν. Στόχος τους κυρίως ήταν ο Χαράλ. Μιχαηλίδης κι ο Θαφέας (Ν. Αντωνιάδης).
Ξέραμε πως ο Γιάννης Ξανθόπουλος, ο Δημήτριος Μουτουσίδης και άλλοι συγγενείς μας ήσαν στη Ρωσσία, στη Σώτσια, όπου ήταν και ο αδελφός του Χαρ. Μιχαηλίδη, του κουμπάρου μου Ηλίας Μιχαηλίδης.
Ύστερα απ’ όσα είδαμε και πάθαμε αποφασίσαμε να φύγουμε στη Ρωσία Αφοπλίσαμε τον Τούρκο σκοπό, πετάξαμε το όπλο του στο ποτάμι, δέσαμε τα χέρια του κι εμείς κολυμπώντας περάσαμε στην άλλη όχθη, όπου κάναμε το ίδιο με τον Ρώσο σκοπό. Επί τρεις μήνες μας ανέκριναν οι Ρωσικές αρχές για να μάθουν την αλήθεια για τον σκοπό τους και μεις από συμφώνου απαντούσαμε: «Δεν ξέρομε ... ».
Ανταμώσαμε τους δικούς μας, που εργάζονταν σαν μετανάστες, όπως εργασθήκαμε κι εμείς στο καταφύγιο αυτό της σωτηρίας μας και κάθε Έλληνα.
Μετά από πολύ καιρό και αφού κάναμε αρκετές οικονομίες επαναπατριστήκαμε και σαν μόνιμοι κάτοικοι κάναμε και ... ανοικοδόμηση καλλιεργώντας και τα χωράφια μας.
Μετά από δύο περίπου χρόνια μας εξόρισαν πάλι, μα αυτή τη φορά στα μέρη της Κασπίας Θάλασσας, όπου δεν δυσκολευτήκατε με τις οικονομίες που είχαμε και διότι σε λίγο καιρό μας άφησαν ελεύθερους να επιστρέφουμε.
Ορισμένοι Τούρκοι θυμήθηκαν επί τέλους τις υποχρεώσεις που είχαν απέναντι μας και μας βοήθησαν μ’ ότι καλό είχαν στα σπίτια τους....
Αφήγηση του Κωνσταντίνου Κουρτσίδη στον Νικόλαο Αντωνιάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου