ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (Με κακή σημασία)

Κυριακή 19 Απριλίου 2015


Δρόμος προς τη Σαντά

Αλαμαζού = Σκύλα νεόγεννη, μτφ. Κακιά γυναίκα.
Αντράγουρος = Γυναίκα με αντρική συμπεριφορά, αντρογυναίκα.
 Αποκοδέσπαινα = Ακατάστατη, ανοικοκύρευτη.
Αρνικοκόσσαρον = (αρσενική κότα), μτφ Αγοροκόριτσο.
Αρκοτσούνα = Αρκούδα που γέννησε, μτφ. Μεγαλόσωμη γυναίκα.
Βουζτιρίκα = (παιχνίδι) μτφ. Άμυαλη, της έστριψε.
Γραιπούτσα = υπέργηρη (ειρωνικά).
Δαριχτού = Αυτή που... μοιράζει, κακής διαγωγής.
Δείξα = Αδύνατη και άσχημη, που καταντά περίγελος.
Εφτάγλωσσος = Η υπερβολικά γλωσσού, γλωσσοκοπάνα.
Ζαμούλα = (το τσιμπούρι) μτφ. Ζαρωμένη.
Ζαμπογραία = Υπέργηρη με σημασία μειωτική.
Ζεπίρα = (κουνάβι) μτφ. Μικρόσωμη, πονηρή, κοτοκλέφτρα.
Ζηλάμαινα = Ανόητη.
Ζούρταλη = Θεότρελη.
Καβίδα = Πεισματάρα, που χώνεται παντού.
Καγκάρα = Κοκαλιάρα.
Καλαγκούα = Ψηλή και κυρτή, με άσχημο παράστημα.
Καλτάκα = Μεγαλόσωμη και άκομψη.
Κιαλπαρίτσα = Πεταλούδα, μτφ. φλύαρη.
Καμάκα = Όργανο που βγάζει τα κάρβουνα από τον φούρνο, μτφ. ψηλή, καμπουριασμένη.
Κουκούρα = Διπλωμένη στα δύο.
Κάντζα = Γάντζος, μτφ. κολλιτσίδα.
Καρακοθία = Κατάμαυρη, αδύνατη και άσχημη.
Καρσανόκολος = Κοντή με πολύ μεγάλη περιφέρεια.
Κασκάρα = Καρακάξα, μτφ. όχι συμπαθής.
Καταμάγια = Σκούπα φούρνου, μτφ. μαυρισμένη, ακάθαρτη.
Κατσαπήρα = Κατσαρίδα, μτφ. ενοχλητική.
Καντζιμίχτρα = Ψαλίδα, μτφ. τσουχτερή.
Καυτούρα = Αναμαλλιασμένη, σαν τσουρουφλισμένη.
Καχπά ή καρά καχπά = Πρόστυχη, πόρνη.
Κλουκιγμέντσα = Κλώσσα.
Κοβοτίτσα = Σαύρα, μτφ. μικρόσωμη και αεικίνητη.
Κολοβερτίτσα = Σαύρα, μτφ. αυτή που χώνεται από δω και από κει. 
Κολοσκωμέντσα ή σκωμενόκολος = Η ξαναμμένη, αυτή που τα... θέλει.
Κολότα = Χοντροκώλα.
Κοπελλού = Αυτή που γέννησε νόθο παιδί.
Κοπρομούμουλον = ή σκατοπουρπούλα, ο σκαραβαίος, μτφ. η χωρίς καμιά αξία.
Κορόνα = Μαυροντυμένη σαν κουρούνα και λυπημένη.
Κοσκοβόρα = Γυναίκα ατημέλητη, περιφρονημένη.
Κοχράκα = Η καρακάξα, μτφ. η δυστυχισμένη, η ταλαίπωρη, η μαυροντυμένη.
Κουκάρα = Αδύνατη, καμπούρα, ανειλικρινής.
Κουσκουρού = Η βρωμούσα, η βρωμιάρα.
Κουσκουτσούρα = Γυναικείο ομοίωμα μτφ. άσχημη και πολύ αδύνατη, σαν βρεγμένη γάτα.
Κουτούλα = Μόνη και χήρα.
Λαγκούδα = Ταλαντευόμενη στο περπάτημα.
Λαϊστέρα = Κούνια, μτφ. άστατη στο περπάτημα, συχνά και στο μυαλό.
Λαϊχτού = Κουνίστρα.
Λάλα = Άμυαλη, ανόητη.
Λαντακιγμέντσα = Ξαναμμένη, σ’ ερωτική έξαρση.
Λασούρα = Αυτή που όλη την μέρα γυρνάει.
Λωστάρα = Άμυαλη, ανόητη.
Μάισσα = Κακιά μάγισσα, πονηρή, ξεμυαλίστρα.
Μαλαούδα = λερωμένη, τσαλακωμένη.
Μαμάλα = Αργή.
Δρόμος προς τη Σαντά
Μαρδάν = Μεταχειρισμένη.,, από άνδρα (για κόρη).
Μαρδουλιγμέντσα = Η μισοφαγωμένη (για κόρη).
Μαντή-Μαστή = Σκύλα που μόλις γέννησε, μτφ. πολύ κακιά. 
Μελεντούρα = Η αργή, η σχολαστική στις δουλειές της.
Μολυβού = Ραδιούργα, συνήθως γριά.
Ξαμέντσα = Γυναίκα σε ερωτική έξαψη.
Ξαυτούρα = Ξαναμμένη.
Ξερογασγάνα = Γυναίκα πολύ ισχνή.
Παλάλα = Ανόητη, τελείως τρελή.
Πατράκα = Χοντρή.
Περβολομάισσα = Μάγισσα που ζει κρυμμένη στους τοίχους των σπιτιών και κρυφακούει.
Περή = ξωτικό σαν τις μάγισσες, πονηρή και ραδιούργα.
Πλαθάκα = Χοντρή και πλαδαρή.
Ποσάβα = Γύφτισσα, τσιγγάνα.
Ροσπή ή ροσπού = Πόρνη, πουτάνα.
Σαλταβόρα= Ασυμμάζευτη, άκομψη, προχειροντυμένη.
Σαλτούρα = Αυτή που πλέκει και ράβει πρόχειρα, μτφ. προχειροντυμένη, ατημέλητη.
Σποταλεμέντσα = Γυναίκα που θέλει... άντρα.
Ταβάρα = Νυχτερινός εφιάλτης, μαύρη και μεγαλόσωμη γυναίκα. 
Τακιαλτούρα = Απερίσκεπτη, αυτή που λέει μια το ένα και μια το άλλο, ασυνάρτητη.
Ταλίγαρη = Τρελογυναίκα.
Ταλτάκα = Φλύαρη, ελαφριά.
Ταλτούρα ή ταλτούρ’-μαλτούρ’ = Ελεφροήσκιωτη.
Ταρτάρα = Αυτή που μιλά γρήγορα και πολλά.
Τσαζού = Καταφερτζού, πονηρή, ραδιούργα και έξυπνη για τα μικρά κοριτσάκια.
Τσαζούγαρη = Ξελογιάστρα, πονηρή.
Τσαραμπούλα = Κωλοφωτιά, ομορφούλα.
Τσουπούρα = Γριά σουφρωμένη, ρυτιδωμένη.
Τσουφλάκα = Απρόκοφτη, ανίκανη, δίχως μυϊκή δύναμη.
Τολάνα = Η περιφερόμενη στις γειτονιές.
Τουλτούλα = Χαζοχαρούμενη, άμυαλη.
Τουρνανά ή τουρνίκα = Χαζή, ελαφρόμυαλη.
Τουρτούρα = Φλύαρη, πολυλογού.
Τσαγάνα = Η πολύ αδύνατη.
Τσαρτομάισσα = Αλλήθωρη μάγισσα, μτφ. κακιά, στρίγγλα.
Τσαρτσάρα = Η φωνακλού, με άναρθρους φθόγγους.
Τσαφράκα = Ρυτιδιασμένη.
Τσιγάνα = Ζητιάνα, τσιγκούνα.
Τσιγκαλίδα = Κατεργάρα, πανούργα.
Τσιμούτα = Αυτή που έχει τα μάτια της μισόκλειστα.
Τσινίκα = Αυτή που κλαίει με το παραμικρό.
Τσουγκαλίχτρα = Κουτοπόνηρη, ύπουλη, χώνεται παντού.
Τσούνα = Σκύλα, κακιά σαν σκύλα.
Τσουντσούνα = Υπέργηρη.
Φοράδα = Αλόγα.
Χαντζευτού = Ύπουλη, πονηρή, που κάνει το κακό ύπουλα.
"’Από ’φκά κ’ έσ’ χαντζεύ’" = κάτω από την ψάθα νερό.
Χαντιλίκα = Ευκολόπιστη, χαζοχαρούμενη.
Χαντζοκάτα = Αγριόγατα, μτφ. ύπουλη και κακιά μαζί.
Χαχάλα = Αργή και αργόστροφη.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah