Ημερολόγιο της Δράσης των Ελλήνων Ανταρτών της Σαντάς - Οκτώβριος 1922

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

 - Πρωί ανέβημεν πάλιν εις  Άγ-γιαρή και πήραμε έξι φορτία σιτάρι και με τα ζώα μαζί τα στείλαμε εις την Σάντα με δύο τρεις άνδρας, ενώ εμείς εμείναμε εκεί. Αργότερα πέρασαν δέκα άλογα φορτωμένα, αλλά είχαν α­σβέστη και δεν τους πειράξαμε· μόνον πήραμε ένα μουλάρι και συμφωνή­σαμε μαζί τους όπως διά την αύριον φέρουν δύο φορτία σιτάρι διά να πά­ρουν πίσω το μουλάρι.
2   - Σήμερα πήραμε πενήντα δύο γαϊδούρια με φορτία σίτου και ένα άλο­γο επίσης φορτωμένο, εις δε το απάνω βουνό Τεβέ πογίν, όπου είχαμε μερι­κούς άνδρας, διά κάθε ενδεχόμενον σταματήσαμε πέντε κοπάδια πρόβατα εμπορικά και εξήκοντα βόδια μεγάλα και φθάσαντες κι εμείς εκεί, πήραμε διακόσια πρόβατα ανά σαράντα από κάθε κοπάδι και τριάκοντα βόδια μεγά­λα των τριακοσίων οκ., τα οποία πήραμε μόνον διά τα δέρματά τους και ξε­κινήσαμε όλοι διά την Σάντα, απέχουσαν 6-7 ώρας, και μαζί με τους ονηλάτας εφθάσαμε το βράδυ εις το Ισχανάντων.




3   - Εστείλαμε πίσω τους ονηλάτας μαζί με τα ζώα τους και επί πλέον τους δώσαμε και δεκαπέντε πρόβατα μεγάλα, τα οποία σχεδόν ισοδυναμούσαν με τα σιτάρια τους και, μείναντες υπερευχαριστημένοι, διέδιδον ότι στους Τούρκους δεν βρίσκονται τέτοιοι άνθρωποι.
Μετά τινας ημέρας τα βόδια τα στείλαμε εις το ποτάμι της μονής και ε­μείς αρχίσαμε να κόβωμεν τα πρόβατα, διά να τα κρύψωμε σε διάφορα μέρη και βιαστικά, διότι ασφαλώς θα ήρχετο στρατός.
12 - Ήλθε πάλιν ο Μιλτιάδης Σοφιανός, συνοδευόμενος υπό δύο ζανταρμάδων, εκ των οποίων ο εις φοβηθείς έμεινε εις την Γαλίαναν, ο δε άλ­λος τον ακολούθησε, Ισεϊν Φετόγλη λεγόμενος από το Καηλούκ. Μας ειδο­ποιούν ο μητροπολίτης και η κυβέρνησις να πάμε εις την μονήν του Αγ. Γεωργίου Περιστερά προς συνεννόησιν μετά της κυβερνήσεως.
13  - Εστείλαμε σε διάφορα μέρη παιδιά να μάθουν τι γίνεται και πού κι­νείται ο στρατός και αναλόγως να πράξωμεν, διότι είχαμε πολλά πρόβατα και βόδια ακόμη να σφάξωμε.
14   - Ήλθε σήμερα ο Αλής φέρων και σαράντα παγκανότες από τους ιδιοκτήτας των μουλαριών που πήραμε από το Κιλκενλούκ, διά να τα επιστρέψωμεν. Συμφωνήσαντες τα στείλαμε με δύο παιδιά, ώστε να τα αφήσουν την νύκτα κοντά στο χωριό Αγρίδ’, διότι ο Αλής δεν μπορούσε να τα πάγη απ’ ευθείας.
15  - Ήλθαν αυτοί που πήγαν διά ειδήσεις και μας είπαν ότι στρατός ήλθε εις την Λιβεράν, το Καπίκιοϊ και Γαλίαναν. Οι συνοδεύοντες τα μουλάρια μας είπαν ότι ήλθε και εις Σίμων. Εγράψαμε μίαν πολύ προσβλητικήν επι­στολήν προς την κυβέρνησιν, της οποίας το αντίγραφον με πολλά άλλα έγ­γραφα και επιστολάς κρατούσαμε. Αυτά θα ήσαν πολύ χρήσιμα τώρα να τα παραθέσωμεν, αλλά ήτο αδύνατον ως εκ του όγκου των να μεταφερθούν και διά τούτο την τελευταίαν στιγμήν τα έκαψα. Και αυτά τα ολίγα που έμειναν με τόσας δυσκολίας τα έστειλα εδώ με τον Σπύρον Παπαδόπουλον εκ Λυκάστης δημοδιδάσκαλον, όστις και πριν φτάσωμεν εμείς εις την Ελλάδα, τα έφερε και τα παρέδωσε στην οικογένειάν μας.
Δώσαντες την επιστολήν εις τον Μιλτιάδην και ζανταρμάν, τους στείλα­με πίσω, φορτώσαντες αυτούς και με κρέας, διά να το φέρουν στα σπίτια τους.
16- Έμειναν λίγα πρόβατα ακόμη ζωντανά και αφήσαμε λίγους να τα κανονίσουν, ενώ οι άλλοι μαζί με τον Δαμ. Τσιρίπ φθάσαμε εις το Ασπρόνερον κάτωθι του Μανουκλή ποταμιού της μονής, όπου ήσαν τα βόδια, διά να  τακτοποιήσωμε και εκείνα. Την επομένην εκόψαμε τα μισά, πήραμε τα δέρ­ματα και ειδοποιήσαμε τα γύρω χωριά και ήρχοντο και έπαιρναν το κρέας, διότι δι’ ημάς ήτο άχρηστον.
19  - Δύο εκ των συντρόφων μας ήλθαν από την Σάντα, οι δε άλλοι έμει­ναν εκεί, διότι ο Γεώργιος Καλαΐτσίδης ασθένησε και έμειναν μαζί του. Ό­ταν φύγαμε από την Σάντα, ο Δαμ. Τσιρίπ έστειλε δύο εις την Γαλίαναν να φέρουν αλάτι, αλλά ακόμη δεν έφθασαν.
20  - Από την Σκαλίτα, όπου υπάρχει στρατός, καθ’ ημέραν αναβαίνουν στα βουνά προς επιθεώρησιν και τους βλέπομεν μακρόθεν.
22  - Βλέπομεν στρατιώτας στο βουνό άνωθεν ημών να έρχωνται από τα Μετσίτια, οι οποίοι έφθασαν εις Κοχρακόλιθον και άλλοι από την Σκαλίτα ανέβησαν εις το Κουθάλ.

23  - Αφήσαμε τέσσαρας άνδρας εδώ να καταβούν εις τα κάτω χωριά, διά να πάρουν καπνόν και να έλθουν και οι άλλοι με πέντε έξι βόδια που έμει­ναν εφύγαμε διά την Σάντα, διότι το μέρος μας εδώ ήτο επικίνδυνον πολύ.
Χαμελέτε σον Γιάμπολη
Από το Σαρί εστείλαμε τρεις διά Πιστοφάντων να παρακολουθήσουν τι γίνεται στα χωριά κι εμείς θα πηγαίναμε διά το Πογιά χανέ. Από Μιονενέν όμως διακρίναμε φωτιές εις τα Αμπάρια και το Κιμισλή, οπόθεν θα περνούσαμε και αναγκασθήκαμε κι εμείς να γυρίσωμε τον δρόμον μας προς το Πιστοφάντων.
 Και φθάσαντες εις τους Μιντσινάδες, από το παρεκκλήσιον του Αγ. Θεοδώρου είδαμε να ανάβουν φωτιές μεγάλες εις όλα τα χωριά, καθώς και εις το σπήλαιον έναντι του Πιστοφάντων, όπου είχαμε κρυμμένα ογδοήκοντα πρόβατα σφαγμένα, και τα οποία φοβηθέντες μήπως τα είχανε δηλη­τηριάσει τα εκάψαμε όλα. Και μη έχοντες πια δρόμον ανοιχτόν προς τα κά­τω και έχοντες μαζί μας και τα βόδια των οποίων τα δέρματα ήσαν απαραί­τητα δι’ εμάς διά τσαρούχια, αναγκασθήκαμε να καταβούμε κάτω μέσα στο ποτάμι εις τα Σπηλεπόρτια Τσιαρτσή, όπου αμέσως εκόψαμεν τα βόδια. 
Πριν ξημερώσει τα τακτοποιήσαμε όλα τα δέρματα, τα οποία εκρύψαμε κα­λώς, τα δε κρέατα τα εβάλαμε εις ένα μικρόν σπήλαιον και κλείσαμε την είσοδον διά λίθων, διά να μη γίνωνται αντιληπτά από τα κοράκια, τα οποία μπορούσαν να προδίδουν την θέσιν μας, διότι δεν ήμεθα καθόλου ασφαλι­σμένοι εκεί, αφού δάσος δεν υπήρχε και το μέρος ήτο πολύ στενόν, ώστε λίγοι στρατιώται αρκούσαν να μας σκοτώσουν όλους. Και περιμέναμε να βραδιάση, διά να φύγωμεν εκείθεν, διότι πια εμείναμε δίχως ζώα και μπορούσαμε να περάσωμε οπουδήποτε, έστω και πλησίον εις στρατιώτας την νύκτα.
Εδώ αξίζει να σημειώσωμεν και το εξής επεισόδιον. Καταβαίνοντες την νύκτα προς το ποτάμι, τρεις πηγαίναμε εμπρός, διά να καθορίσωμε τον δρό­μον που θα καταβαίναμε. Πριν φθάσωμε όμως κάτω ακούσαμε να έρχωνται τον ανήφορον και προς εμάς κρότους βημάτων, ανθρώπους όμως δεν διεκρίναμε ακόμη διότι ήτο σκοτάδι πυκνόν.
 Ημείς σταματήσαμε και κρυφθή­καμε εις μίαν μεγάλην πέτραν, οπότε βλέπομε τότε να μας πλησιάζουν τέσσαρες άνδρες. Αμέσως καταλάβαμε ότι θα είναι ο μικτάρης της Σάντας ο Κων/τίνος Χειμωνίδης και οι σύντροφοί του, που ήσαν κρυμμένοι εις το α­πέναντι του Πιστοφάντων δάσος εις ένα μικρόν σπήλαιον και οίτινες ήρχοντο τακτικά προς εμάς και τους δίναμε τρόφιμα. Ήσαν δε ανίκανοι διά όπλα και έτσι εκρύβοντο εκεί προς ασφάλειάν των.


Παναγία Σουμελά
 Μόλις είδαν και αυτοί τις φω­τιές και διέκριναν τον στρατόν, έφυγαν εκείθεν και ακριβώς την ίδιαν βρα­διά θα πήγαιναν εις την μονήν Σουμελά, φορτωμένοι τα ρούχα τους και τα ολίγα τρόφιμα που είχαν. Και μη όντες αποκλειστικώς βέβαιοι ότι είναι αυ­τοί, τους φωνάξαμε τουρκιστί ποίος είναι. Αυτοί αμέσως επέταξαν τα φορ­τία τους και πήραν τον κατήφορον φεύγοντες. Τότε τους φωνάξαμε ελληνι­στί να σταθούν, διότι ήμεθα εμείς, αλλά αυτοί από τον τρόμον και την βίαν που έτρεχαν δεν άκουγαν και έτσι έφυγαν δίχως να μπορούμε να τους στα­ματήσουμε. Και υπέφεραν πολύ.

24- Μόλις ενύκτωσε εφύγαμε εκείθεν και ανέβημεν εις το Καζουκλή, διά να πάμε εις το Σουγούν κιολίν. Εβάλαμε δύο άνδρας εμπροσθοφυλακήν και προχωρούσαμε, ότε η εμπροσθοφυλακή, ήτις ήτο εκατόν μέτρα εμπρός και κατέβαινε τον μικρόν κατήφορον να φθάση εις Κιμισλή, συνηντήθη με δύο στρατιώτας οίτινες τους φώναξαν ποίοι είναι. Αμέσως επυροβόλησαν οι δικοί μας και ετραυμάτισαν τον ένα, ο δε άλλος έφυγε κατά τα προχώματα που ήσαν εκεί πλησίον. 

Πριν προφθάσουν να έλθουν πίσω οι δικοί μας, α­μέσως ακούσαμε ένα πυρ ομαδόν που δεν σταματούσε, ενώ από διάφορα σημεία εφώναζαν και πυροβολούσαν. Εμείς είχαμε κοντά μας προχώματα παλαιά του ρωσικού στρατού και ταμπουρωθήκαμε, συνάμα πυροβολούντες. Διεκρίναμε από τους πυροβολισμούς ότι είναι πολύς στρατός εκεί. Επί ημίσειαν ώραν ηκούγοντο οι πυροβολισμοί, ότε κατόπιν επήλθε ησυχία και δεν ηκούγετο ούτε ο ελάχιστος κρότος. Υπεθέσαμε ότι θα αρχίσουν να κυ­κλώνουν το μέρος και διά τούτο σταμάτησαν. Αμέσως εδώσαμε το σύνθημα και σιγά σιγά αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε κανονικώς. Εφθάσαμε εις Χαίν κιτούκ, όπου καθίσαμε και αναπαυθήκαμε και εκείθεν φθάσαμε εις το Σπήλαιον Αρπαλή.

Ως εξηκριβώσαμε κατόπιν εις Κιμισλή ευρίσκετο τότε ένας λόχος στρα­τού και εφύλαγαν τας διόδους και διάφορα μονοπάτια. Νομίσαντες ότι τους επετέθημεν διά νυκτερινόν αιφνιδιασμόν, αμέσως, όσοι πρόλαβαν πήραν τα όπλα τους και άλλοι δίχως όπλα έφυγαν προς την Σάντα, όπου ευρίσκετο ο περισσότερος στρατός αφήσαντες επί τόπου όπλα, αντίσκηνα και όλον τον εφοδιασμόν τους καθώς και τα ζώα τους, τραυματισθέντες και αρκετοί. 

Δεν αντελήφθημεν όμως εμείς την φυγήν τους να κατέλθωμεν εκεί να τους λεη­λατήσουμε καλά και φοβηθέντες κύκλωσιν εφύγαμε κι εμείς και έτσι εσυμπληρώθη η παροιμία «Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη».

25   - Δύο τρεις φυλάγαμε τον δρόμον που έρχεται εκ της μονής, διότι πε­ριμέναμε να έλθουν εκείθεν οι τέσσαρες σταλέντες διά καπνόν, αλλά δεν ήλθαν.

27   - Βλέπομεν αντίκρυ μας εις Σιαΐν καγιά να έρχεται στρατός εξερευνών τα βουνά και τα δάση. Κρυφθήκαμε πίσω από δένδρα και παρακολου­θούσαμε. Κατέβηκαν χαμηλά στο δάσος απέχοντες λίγο από εμάς, όπου μό­νον το ποτάμι μας χώριζε, και ερευνούσαν. Κατόπιν από το βουνό ηκούσθη η σάλπιγξ και αμέσως γύρισαν πίσω και έφυγαν, δεν μας είδαν. Εμάθαμεν ότι αυτήν την φοράν εργάζονται πολύ διαφορετικά, διότι έστειλαν στρατόν σε πολλά μέρη και φυλάγουν νύκτα και μέρα όλους τους δρόμους και στή­νουν ενέδρας και ότι είναι επτά τάγματα στρατού επί ποδός. Και στα μονο­πάτια ακόμη στήνουν ενέδρας και σε απόκεντρα μέρη, όπως πάση θυσία μας εξοντώσουν.

Το βράδυ ξεκινήσαμε. Εφθάσαμε εις το Χαρμάν πίσω από το Κιμισλή και διά του παρχαρίου Πιλίκονος εφθάσαμε εις το Σουγούν κιολίν και πήρα­με τρόφιμα από του Χριστοφόρου Καϊταλίδου που είχε εις την Υπαπαντήν πέτρας Αρκουρή.
28  - Συνήλθαμε εις σύσκεψιν όλοι περί του τρόπου της ενεργείας μας και πού πρέπει να στήσωμε λημέρι, αλλά μερικοί φοβηθέντες από την κατάστασιν, εδήλωσαν ότι θα φύγουν κατά την μονήν Σουμελά και έφυγαν οκτώ. 
Ο δε Δαμ. Τσιρίπ εδήλωσε ότι θα φύγη διά την Δίρχαν με την ομάδα του και έτσι εμείναμε μόνον εμείς δέκα έξι οπλίται και πέντε άοπλοι και, επειδή εί­χαμε τα τρόφιμα μας μακριά, εφύγαμε από το Σουγούν κιολίν και εφθάσαμε εις το Χαρατσιάντων, όπου είχαμε δύο αμπάρια γεμάτα τσίρια, «ξηρά αχλά­δια στον φούρνον».
27   - Πήραμε αρκετά μαζί μας και βρίσκομε σημείωσιν εκεί των παιδιών του Χριστοφόρου Αγγελίδη και των δύο άλλων, οίτινες εστάλησαν από το Σαρί Τας ως εμπροσθοφυλακή εις το Πιστοφάντων και οίτινες θα ήρχοντο εις Πογιά χανέν, όπου θα ανταμώναμε. Και επειδή δεν μας βρήκαν εκεί διά λόγους που γράψαμε πάρα πάνω, άφησαν σημειώσεις σε διάφορα μέρη που είχαμε τρόφιμα, γνωρίζοντες ότι θα τα βρούμε. 
Κάτω εις το Φτελέν βλέπο­μεν πολλούς Τούρκους χωρικούς φορτωμένους κεραμίδια εκ Σάντας που τα πήγαιναν διά τα χωριά τους. Εκείθεν φθάσαμε εις το Βαϊβαϊ Τερέν και μερι­κοί πήγαν εις το Χαντσάρ να φέρουν καβουρμάν. Ήλθαν τα μεσάνυχτα και βρήκαν εκεί άλλην σημείωσιν του Χριστοφόρου που έλεγε ότι βρίσκονται εις τα Κόμια του Γιαλαμά και εκεί να τους ειδοποιήσωμε. Έφθασαν τότε και οι άλλοι, που έμειναν εις το ποτάμι της μονής διά καπνόν.
28   - Ακούγομεν πολλούς πυροβολισμούς κατά το Φτελέν και δεν ξέρομεν τι συμβαίνει.
29   -Ήλθεν ο Χριστόφορος από τα Κόμια Γιαλαμάς, αλλ’, επειδή εμείς ανέβημεν λίγο ψηλότερα, δεν μας βρήκαν. Κοιμήθηκαν εκεί και το πρωί ήλθαν μας αντάμωσαν.




 ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (1916-1924)
  Κωνσταντίνος Κουρτίδης
 (Αδελφός του μετέπειτα γενικού αρχηγού των ανταρτών Ευκλείδη Κουρτίδη)









Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη,    σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah