1 - Πρωί
ανέβημεν πάλιν εις Άγ-γιαρή και πήραμε έξι φορτία σιτάρι και με τα ζώα
μαζί τα στείλαμε εις την Σάντα με δύο τρεις άνδρας, ενώ εμείς εμείναμε εκεί.
Αργότερα πέρασαν δέκα άλογα φορτωμένα, αλλά είχαν ασβέστη και δεν τους πειράξαμε·
μόνον πήραμε ένα μουλάρι και συμφωνήσαμε μαζί τους όπως διά την αύριον φέρουν
δύο φορτία σιτάρι διά να πάρουν πίσω το μουλάρι.
2 -
Σήμερα πήραμε πενήντα δύο γαϊδούρια με φορτία σίτου και ένα άλογο επίσης
φορτωμένο, εις δε το απάνω βουνό Τεβέ πογίν, όπου είχαμε μερικούς άνδρας, διά
κάθε ενδεχόμενον σταματήσαμε πέντε κοπάδια πρόβατα εμπορικά και εξήκοντα βόδια
μεγάλα και φθάσαντες κι εμείς εκεί, πήραμε διακόσια πρόβατα ανά σαράντα από
κάθε κοπάδι και τριάκοντα βόδια μεγάλα των τριακοσίων οκ., τα οποία πήραμε
μόνον διά τα δέρματά τους και ξεκινήσαμε όλοι διά την Σάντα, απέχουσαν 6-7
ώρας, και μαζί με τους ονηλάτας εφθάσαμε το βράδυ εις το Ισχανάντων.
3 -
Εστείλαμε πίσω τους ονηλάτας μαζί με τα ζώα τους και επί πλέον τους δώσαμε και
δεκαπέντε πρόβατα μεγάλα, τα οποία σχεδόν ισοδυναμού σαν με τα
σιτάρια τους και, μείναντες υπερευχαριστημένοι, διέδιδον ότι στους Τούρκους δεν
βρίσκονται τέτοιοι άνθρωποι.
12 - Ήλθε πάλιν ο Μιλτιάδης Σοφιανός, συνοδευόμενος υπό δύο
ζανταρμάδων, εκ των οποίων ο εις φοβηθείς έμεινε εις την Γαλίαναν, ο δε άλλος
τον ακολούθησε, Ισεϊν Φετόγλη λεγόμενος από το Καηλούκ. Μας ειδοποιούν ο
μητροπολίτης και η κυβέρνησις να πάμε εις την μονήν του Αγ. Γεωργίου Περιστερά
προς συνεννόησιν μετά της κυβερνήσεως.
13 - Εστείλαμε
σε διάφορα μέρη παιδιά να μάθουν τι γίνεται και πού κινείται ο στρατός και
αναλόγως να πράξωμεν, διότι είχαμε πολλά πρόβατα και βόδια ακόμη να σφάξωμε.
14 -
Ήλθε σήμερα ο Αλής φέρων και σαράντα παγκανότες από τους ιδιοκτήτας των
μουλαριών που πήραμε από το Κιλκενλούκ, διά να τα επιστρέψωμεν. Συμφωνήσαντες
τα στείλαμε με δύο παιδιά, ώστε να τα αφήσουν την νύκτα κοντά στο χωριό Αγρίδ’,
διότι ο Αλής δεν μπορούσε να τα πάγη απ’ ευθείας.
15 - Ήλθαν
αυτοί που πήγαν διά ειδήσεις και μας είπαν ότι στρατός ήλθε εις την Λιβεράν, το
Καπίκιοϊ και Γαλίαναν. Οι συνοδεύοντες τα μουλάρια μας είπαν ότι ήλθε και εις
Σίμων. Εγράψαμε μίαν πολύ προσβλητικήν επιστολήν προς την κυβέρνησιν, της
οποίας το αντίγραφον με πολλά άλλα έγγραφα και επιστολάς κρατούσαμε. Αυτά θα
ήσαν πολύ χρήσιμα τώρα να τα παραθέσωμεν, αλλά ήτο αδύνατον ως εκ του όγκου των
να μεταφερθούν και διά τούτο την τελευταίαν στιγμήν τα έκαψα. Και αυτά τα ολίγα
που έμειναν με τόσας δυσκολίας τα έστειλα εδώ με τον Σπύρον Παπαδόπουλον εκ
Λυκάστης δημοδιδάσκαλον, όστις και πριν φτάσωμεν εμείς εις την Ελλάδα, τα έφερε
και τα παρέδωσε στην οικογένειάν μας.
Δώσαντες την επιστολήν εις τον Μιλτιάδην και ζανταρμάν, τους
στείλαμε πίσω, φορτώσαντες αυτούς και με κρέας, διά να το φέρουν στα σπίτια
τους.
16- Έμειναν λίγα πρόβατα ακόμη ζωντανά και αφήσαμε λίγους να τα
κανονίσουν, ενώ οι άλλοι μαζί με τον Δαμ. Τσιρίπ φθάσαμε εις το Ασπρόνερον
κάτωθι του Μανουκλή ποταμιού της μονής, όπου ήσαν τα βόδια, διά
να τακτοποιήσωμε και εκείνα. Την επομένην εκόψαμε τα μισά, πήραμε τα
δέρματα και ειδοποιήσαμε τα γύρω χωριά και ήρχοντο και έπαιρναν το κρέας,
διότι δι’ ημάς ήτο άχρηστον.
20 - Από την
Σκαλίτα, όπου υπάρχει στρατός, καθ’ ημέραν αναβαίνουν στα βουνά προς
επιθεώρησιν και τους βλέπομεν μακρόθεν.
22 - Βλέπομεν
στρατιώτας στο βουνό άνωθεν ημών να έρχωνται από τα Μετσίτια, οι οποίοι έφθασαν
εις Κοχρακόλιθον και άλλοι από την Σκαλίτα ανέβησαν εις το Κουθάλ.
23 - Αφήσαμε
τέσσαρας άνδρας εδώ να καταβούν εις τα κάτω χωριά, διά να πάρουν καπνόν και να
έλθουν και οι άλλοι με πέντε έξι βόδια που έμειναν εφύγαμε διά την Σάντα,
διότι το μέρος μας εδώ ήτο επικίνδυνον πολύ.
Από το Σαρί εστείλαμε τρεις διά
Πιστοφάντων να παρακολουθήσουν τι γίνεται στα χωριά κι εμείς θα πηγαίναμε διά
το Πογιά χανέ. Από Μιονενέν όμως διακρίναμε φωτιές εις τα Αμπάρια και το
Κιμισλή, οπόθεν θα περνούσαμε και αναγκασθήκαμε κι εμείς να γυρίσωμε τον δρόμον
μας προς το Πιστοφάντων.
Και φθάσαντες εις τους
Μιντσινάδες, από το παρεκκλήσιον του Αγ. Θεοδώρου είδαμε να ανάβουν φωτιές
μεγάλες εις όλα τα χωριά, καθώς και εις το σπήλαιον έναντι του Πιστοφάντων,
όπου είχαμε κρυμμένα ογδοήκοντα πρόβατα σφαγμένα, και τα οποία φοβηθέντες μήπως
τα είχανε δηλητηριάσει τα εκάψαμε όλα. Και μη έχοντες πια δρόμον ανοιχτόν προς
τα κάτω και έχοντες μαζί μας και τα βόδια των οποίων τα δέρματα ήσαν απαραίτητα
δι’ εμάς διά τσαρούχια, αναγκασθήκαμε να καταβούμε κάτω μέσα στο ποτάμι εις τα
Σπηλεπόρτια Τσιαρτσή, όπου αμέσως εκόψαμεν τα βόδια.
Πριν ξημερώσει τα τακτοποιήσαμε
όλα τα δέρματα, τα οποία εκρύψαμε καλώς, τα δε κρέατα τα εβάλαμε εις ένα
μικρόν σπήλαιον και κλείσαμε την είσοδον διά λίθων, διά να μη γίνωνται
αντιληπτά από τα κοράκια, τα οποία μπορούσαν να προδίδουν την θέσιν μας, διότι
δεν ήμεθα καθόλου ασφαλισμένοι εκεί, αφού δάσος δεν υπήρχε και το μέρος ήτο
πολύ στενόν, ώστε λίγοι στρατιώται αρκούσαν να μας σκοτώσουν όλους. Και
περιμέναμε να βραδιάση, διά να φύγωμεν εκείθεν, διότι πια εμείναμε δίχως ζώα
και μπορούσαμε να περάσωμε οπουδήποτε, έστω και πλησίον εις στρατιώτας την
νύκτα.
Εδώ αξίζει να σημειώσωμεν και
το εξής επεισόδιον. Καταβαίνοντες την νύκτα προς το ποτάμι, τρεις πηγαίναμε
εμπρός, διά να καθορίσωμε τον δρόμον που θα καταβαίναμε. Πριν φθάσωμε όμως
κάτω ακούσαμε να έρχωνται τον ανήφορον και προς εμάς κρότους βημάτων, ανθρώπους
όμως δεν διεκρίναμε ακόμη διότι ήτο σκοτάδι πυκνόν.
Ημείς σταματήσαμε και
κρυφθήκαμε εις μίαν μεγάλην πέτραν, οπότε βλέπομε τότε να μας πλησιάζουν
τέσσαρες άνδρες. Αμέσως καταλάβαμε ότι θα είναι ο μικτάρης της Σάντας ο
Κων/τίνος Χειμωνίδης και οι σύντροφοί του, που ήσαν κρυμμένοι εις το απέναντι
του Πιστοφάντων δάσος εις ένα μικρόν σπήλαιον και οίτινες ήρχοντο τακτικά προς
εμάς και τους δίναμε τρόφιμα. Ήσαν δε ανίκανοι διά όπλα και έτσι εκρύβοντο εκεί
προς ασφάλειάν των.
Μόλις είδαν και αυτοί τις φωτιές
και διέκριναν τον στρατόν, έφυγαν εκείθεν και ακριβώς την ίδιαν βραδιά θα
πήγαιναν εις την μονήν Σουμελά, φορτωμένοι τα ρούχα τους και τα ολίγα τρόφιμα
που είχαν. Και μη όντες αποκλειστικώς βέβαιοι ότι είναι αυτοί, τους φωνάξαμε
τουρκιστί ποίος είναι. Αυτοί αμέσως επέταξαν τα φορτία τους και πήραν τον
κατήφορον φεύγοντες. Τότε τους φωνάξαμε ελληνιστί να σταθούν, διότι ήμεθα
εμείς, αλλά αυτοί από τον τρόμον και την βίαν που έτρεχαν δεν άκουγαν και έτσι
έφυγαν δίχως να μπορούμε να τους σταματήσουμε. Και υπέφεραν πολύ.
24- Μόλις ενύκτωσε εφύγαμε εκείθεν και ανέβημεν εις το Καζουκλή,
διά να πάμε εις το Σουγούν κιολίν. Εβάλαμε δύο άνδρας εμπροσθοφυλακήν και
προχωρούσαμε, ότε η εμπροσθοφυλακή, ήτις ήτο εκατόν μέτρα εμπρός και κατέβαινε
τον μικρόν κατήφορον να φθάση εις Κιμισλή, συνηντήθη με δύο στρατιώτας οίτινες
τους φώναξαν ποίοι είναι. Αμέσως επυροβόλησαν οι δικοί μας και ετραυμάτισαν τον
ένα, ο δε άλλος έφυγε κατά τα προχώματα που ήσαν εκεί πλησίον.
Πριν προφθάσουν να έλθουν πίσω οι δικοί μας, αμέσως ακούσαμε ένα
πυρ ομαδόν που δεν σταματούσε, ενώ από διάφορα σημεία εφώναζαν και πυροβολούσαν.
Εμείς είχαμε κοντά μας προχώματα παλαιά του ρωσικού στρατού και ταμπουρωθήκαμε,
συνάμα πυροβολούντες. Διεκρίναμε από τους πυροβολισμούς ότι είναι πολύς στρατός
εκεί. Επί ημίσειαν ώραν ηκούγοντο οι πυροβολισμοί, ότε κατόπιν επήλθε ησυχία
και δεν ηκούγετο ούτε ο ελάχιστος κρότος. Υπεθέσαμε ότι θα αρχίσουν να κυκλώνουν
το μέρος και διά τούτο σταμάτησαν. Αμέσως εδώσαμε το σύνθημα και σιγά σιγά
αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε κανονικώς. Εφθάσαμε εις Χαίν κιτούκ, όπου καθίσαμε
και αναπαυθήκαμε και εκείθεν φθάσαμε εις το Σπήλαιον Αρπαλή.
Ως εξηκριβώσαμε κατόπιν εις
Κιμισλή ευρίσκετο τότε ένας λόχος στρατού και εφύλαγαν τας διόδους και διάφορα
μονοπάτια. Νομίσαντες ότι τους επετέθημεν διά νυκτερινόν αιφνιδιασμόν, αμέσως,
όσοι πρόλαβαν πήραν τα όπλα τους και άλλοι δίχως όπλα έφυγαν προς την Σάντα,
όπου ευρίσκετο ο περισσότερος στρατός αφήσαντες επί τόπου όπλα, αντίσκηνα και
όλον τον εφοδιασμόν τους καθώς και τα ζώα τους, τραυματισθέντες και αρκετοί.
Δεν αντελήφθημεν όμως εμείς την
φυγήν τους να κατέλθωμεν εκεί να τους λεηλατήσουμε καλά και φοβηθέντες
κύκλωσιν εφύγαμε κι εμείς και έτσι εσυμπληρώθη η παροιμία «Φοβάται ο Γιάννης το
θεριό και το θεριό τον Γιάννη».
25 - Δύο τρεις
φυλάγαμε τον δρόμον που έρχεται εκ της μονής, διότι περιμέναμε να έλθουν
εκείθεν οι τέσσαρες σταλέντες διά καπνόν, αλλά δεν ήλθαν.
27 - Βλέπομεν
αντίκρυ μας εις Σιαΐν καγιά να έρχεται στρατός εξερευνών τα βουνά και τα δάση.
Κρυφθήκαμε πίσω από δένδρα και παρακολουθούσαμε. Κατέβηκαν χαμηλά στο δάσος
απέχοντες λίγο από εμάς, όπου μόνον το ποτάμι μας χώριζε, και ερευνούσαν.
Κατόπιν από το βουνό ηκούσθη η σάλπιγξ και αμέσως γύρισαν πίσω και έφυγαν, δεν
μας είδαν. Εμάθαμεν ότι αυτήν την φοράν εργάζονται πολύ διαφορετικά, διότι έστειλαν
στρατόν σε πολλά μέρη και φυλάγουν νύκτα και μέρα όλους τους δρόμους και στήνουν
ενέδρας και ότι είναι επτά τάγματα στρατού επί ποδός. Και στα μονοπάτια ακόμη
στήνουν ενέδρας και σε απόκεντρα μέρη, όπως πάση θυσία μας εξοντώσουν.
Το βράδυ ξεκινήσαμε. Εφθάσαμε
εις το Χαρμάν πίσω από το Κιμισλή και διά του παρχαρίου Πιλίκονος εφθάσαμε εις
το Σουγούν κιολίν και πήραμε τρόφιμα από του Χριστοφόρου Καϊταλίδου που είχε
εις την Υπαπαντήν πέτρας Αρκουρή.
28 - Συνήλθαμε εις
σύσκεψιν όλοι περί του τρόπου της ενεργείας μας και πού πρέπει να στήσωμε
λημέρι, αλλά μερικοί φοβηθέντες από την κατάστασιν, εδήλωσαν ότι θα φύγουν κατά
την μονήν Σουμελά και έφυγαν οκτώ.
Ο δε Δαμ. Τσιρίπ εδήλωσε
ότι θα φύγη διά την Δίρχαν με την ομάδα του και έτσι εμείναμε μόνον εμείς δέκα
έξι οπλίται και πέντε άοπλοι και, επειδή είχαμε τα τρόφιμα μας μακριά, εφύγαμε
από το Σουγούν κιολίν και εφθάσαμε εις το Χαρατσιάντων, όπου είχαμε δύο αμπάρια
γεμάτα τσίρια, «ξηρά αχλάδια στον φούρνον».
27 - Πήραμε
αρκετά μαζί μας και βρίσκομε σημείωσιν εκεί των παιδιών του Χριστοφόρου
Αγγελίδη και των δύο άλλων, οίτινες εστάλησαν από το Σαρί Τας ως εμπροσθοφυλακή
εις το Πιστοφάντων και οίτινες θα ήρχοντο εις Πογιά χανέν, όπου θα ανταμώναμε.
Και επειδή δεν μας βρήκαν εκεί διά λόγους που γράψαμε πάρα πάνω, άφησαν
σημειώσεις σε διάφορα μέρη που είχαμε τρόφιμα, γνωρίζοντες ότι θα τα
βρούμε.
Κάτω εις το Φτελέν βλέπομεν
πολλούς Τούρκους χωρικούς φορτωμένους κεραμίδια εκ Σάντας που τα πήγαιναν διά
τα χωριά τους. Εκείθεν φθάσαμε εις το Βαϊβαϊ Τερέν και μερικοί πήγαν εις το
Χαντσάρ να φέρουν καβουρμάν. Ήλθαν τα μεσάνυχτα και βρήκαν εκεί άλλην σημείωσιν
του Χριστοφόρου που έλεγε ότι βρίσκονται εις τα Κόμια του Γιαλαμά και εκεί να
τους ειδοποιήσωμε. Έφθασαν τότε και οι άλλοι, που έμειναν εις το ποτάμι της
μονής διά καπνόν.
28 - Ακούγομεν
πολλούς πυροβολισμούς κατά το Φτελέν και δεν ξέρομεν τι συμβαίνει.
29 -Ήλθεν ο
Χριστόφορος από τα Κόμια Γιαλαμάς, αλλ’, επειδή εμείς ανέβημεν λίγο ψηλότερα,
δεν μας βρήκαν. Κοιμήθηκαν εκεί και το πρωί ήλθαν μας αντάμωσαν.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (1916-1924)
(Αδελφός του μετέπειτα γενικού αρχηγού των ανταρτών Ευκλείδη Κουρτίδη)
Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη, σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου