Η κυρά Δέσποινα Παπαδοπούλου, του Νικολάου και της Παρθένας, κάτοικος τώρα του χωριού Νικομήδεια Ημαθίας, γεννήθηκε το 1914 στο χωριό Γενιτάρ του Ατά Παζάρ, στην περιοχή Νικομήδειας.
Ήταν εφτά αδέλφια: η Φωτεινή, ο Γιώργος, η Ευθυμία, η Κυριακή, ο Χαράλαμπος και η κυρά Δέσποινα. Η ίδια έκανε επίσης εφτά παιδιά: την Αθηνά, τον Παναγιώτη, τον Νίκο, την Ουρανία, τη Βάσω, τον Σπύρο και τη Μυροφόρα, που είναι οδοντίατρος, γυναίκα του καθηγητή καρδιολογίας και προέδρου της ΠΟΕ Γιώργου Παρχαρίδη.
«Ο παππούς μου ήταν παπάς (Παπαγιάννης) και ο αδελφός του πατέρα μου, ο Κώστας, ήταν επίσης παπάς (Παπακώστας). Ο παππούς είχε ζώα και χάνι. Γύριζε με το άλογο στα χωριά, κάνοντας αγοραπωλησίες ζώων. Το χάνι ήταν μεγάλο.
Κάτω είχε τους στάβλους για τα ζώα και επάνω δωμάτια, όπου έμεναν κάτοικοι των γύρω χωριών, που έρχονταν με τα κάρα τους. Κι εμείς είχαμε ζώα. Κάναμε κτηνοτροφία. Βγάζαμε γάλα, από το οποίο φτιάχναμε το βούτυρο, πασκιτάνια, τσορτάνια και άλλα που τα πουλούσαμε.
Μερικές φορές πουλούσαμε και ζώα. Με τα λεφτά αγοράζαμε τα απαραίτητα για το σπίτι και εμάς τους ίδιους, όπως σκεύη, κουβέρτες, ρούχα, παπούτσια και άλλα. Στην περιοχή υπάρχουν 15 έως 16 χωριά. Όλα αυτά ήταν τότε ελληνικά, με σχολείο και εκκλησία. Σε όλα τα χωριά μιλούσαν ελληνικά, ποντιακά».
Γύρω από τα χωριά αυτά υπήρχαν τουρκικά, με τους κατοίκους των οποίων ήταν μονιασμένοι. Έλληνες και Τούρκοι καλούσαν τους γνωστούς τους στις χριστιανικές και τις μουσουλμανικές γιορτές.
«Περνούσαμε καλά», προσθέτει η κυρά Δέσποινα. «Κάποια μέρα, όμως, ήρθαν στο χωριό οπλισμένοι Τούρκοι με τα άλογα και μας είπαν να φύγουμε αμέσως. Δεν θυμάμαι καλά, γιατί ήμουν μικρή.
Θυμάμαι μόνον ότι οι Τούρκοι από τα γειτονικά χωριά μας προστάτεψαν, όταν φεύγαμε, για να μην μας κάνει ζημιά ο στρατός. Φύγαμε με τα κάρα φορτωμένα με ό,τι μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας και με τα ζώα που είχαμε. Φύγαμε για την πόλη Ισμίτ, όπου κάναμε μέρες για να φτάσουμε. Θυμάμαι ότι όταν θα περνούσαμε το ποτάμι, που το έλεγαν Σακαροπόταμο, είχε πολύ νερό.
Μας πέρασε από το ποτάμι ο πατέρας μου στη ράχη έναν έναν, γιατί φοβόταν μην πέσουμε και πνιγούμε. Τα ζώα που είχαμε ήταν αρκετά και τα κάρα πέρασαν σιγά σιγά. Φτάσαμε στην πόλη Ισμίτ, που είναι παραλιακή και είχε πολλά καράβια.
Μείναμε εκεί αρκετές μέρες μέχρι να βρούμε καράβι να φύγουμε για την Ελλάδα. Ο παππούς μου πέθανε εκεί. Τον έβαλαν στην άμαξα και πήγαν τον έθαψαν. Στο Ισμίτ ανεβήκαμε στο καράβι για την Ελλάδα, χωρίς, όμως, τον πατέρα μας, γιατί έμεινε εκεί για να φέρει τα ζώα από τη στεριά».
Στην Ελλάδα, το καράβι τους έβγαλε στα Φιλιατρά, στην Πελοπόννησο, όπου έμειναν σε αντίσκηνα και σε παράγκες επί δύο χρόνια. Το 1925, τους ειδοποίησαν ότι θα τους μεταφέρουν στη Μακεδονία, κοντά στους πολλούς άλλους πρόσφυγες. Έφυγαν από τα Φιλιατρά για τον Τύρναβο, όπου πήγε και τους βρήκε και ο πατέρας τους την ίδια χρονιά.
«Στον Τύρναβο», λέει η κυρά Δέσποινα, «μείναμε έξι μήνες και μετά μας πήγαν στο Τσοτύλι, στο Βόιο. Μείναμε στο χωριό Δυχείμαρρος έναν χρόνο, μετά μας πήγαν στο χωριό Δραγασιά, όπου ζήσαμε με τους ντόπιους κατοίκους σε μικρά πετρόχτιστα σπίτια και μας έδωσαν και χωράφια.
Στη Δραγασιά παντρεύτηκα το 1934 τον Αχιλλέα Ζόρρα, που ήταν και αυτός Πόντιος. Στο χωριό είχε σχολείο με δάσκαλο τον Κεραμέρη. Στη Δραγασιά έκανα τα μεγάλα παιδιά μου που πήγαν στο σχολείο αυτό.
Κάναμε γεωργία και κτηνοτροφία. Από το γάλα που είχαμε από τα ζώα κάναμε βούτυρο και άλλα γαλακτοκομικά και τα πουλούσαμε για να πάρουμε όσα μας χρειάζονταν, όπως φαγώσιμα και ρούχα για τα παιδιά.
Μια φορά με έπιασαν που πουλούσα βούτυρο. Μου ζήτησαν να πληρώσω πρόστιμο 50 δραχμές, αλλά τους είπα για τα παιδιά μου και την οικογένειά μου και δεν πλήρωσα το πρόστιμο. Το 1945 άρχισε να γίνεται δύσκολη η ζωή στη Δραγασιά.
Ήταν το αντάρτικο και το χωριό μας το έκαψαν. Το 1947 φύγαμε και ήρθαμε στη Νικομήδεια, κοντά στη Βέροια, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί πατριώτες μας. Η περιοχή ήταν βάλτος, είχε πολλά κουνούπια και η ελονοσία θέριζε τον κόσμο.
Το 1955 άρχισαν να ανοίγουν κανάλια. Τράβηξαν τα νερά και έτσι σωθήκαμε. Εμείς ήμασταν συνηθισμένοι να ζούμε στα βουνά, σε μεγάλο υψόμετρο και με καθαρό αέρα και κλίμα υγιεινό. Ο άντρας μου Αχιλλέας Ζόρρας πέθανε το 2006 Από τότε με φροντίζουν τα παιδιά μου, που είναι όλα παντρεμένα. Έχω 18 εγγόνια, 37 δισέγγονα και τρία τρισέγγονα, σύνολο 58. Όλοι με λατρεύουν, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου,και εγώ τα λατρεύω και έχω καθημερινά επαφή μαζί τους.
Ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε τόσα χρόνια να ζω και να χαίρομαι τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου.
Ο κόσμος πόλεμο να μην ξαναδεί, είναι μεγάλο κακό».
Συγγραφέας -Συλλέκτης
Περιοδικο:"ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου