Ο Μιχάλης Τριανταφυλλίδης, του Ιωάννη και της Μαρίας, γεννήθηκε το 1912 στο Κουϊγούν του Καρς. Ο παππούς του καταγόταν από τα περίχωρα της Τραπεζούντας.
Η οικογένεια κατέφυγε στο Καρς, γιατί δεν ήθελε τους Τούρκους. Ο τσάρος έδινε γεωργικό κλήρο στους πρόσφυγες από τον Πόντο. Ο παππούς του Τριανταφυλλίδη ήταν περίφημος σιδεράς.
Τα σπίτια, στα οποία διέμεναν οι περισσότεροι κάτοικοι, ήταν χτισμένα από πέτρα. Για βοσκή των ζώων είχαν απέραντα λιβάδια. Υπήρχαν, επίσης, πολλά νερά.Ο σιδεράς παππούς του κατασκεύαζε γεωργικά εργαλεία, αλέτρια, μαχαίρια για αλέτρια, φτυάρια, κασμάδες κ. ά. Ο μικρός Μιχάλης θυμόταν ότι τραβούσε το σχοινί για να βγάζει αέρα το μαχάνι (φυσερό) και να διατηρείται η φωτιά από ξυλοκάρβουνα φουντωμένη, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Τριαντάφυλλος, χτυπούσε με τη βαριοπούλα το πυρωμένο σίδερο και ο παππούς, με το μικρό σφυρί, έδινε μορφή στο σίδερο.
Η οικογένεια κατέφυγε στο Καρς, γιατί δεν ήθελε τους Τούρκους. Ο τσάρος έδινε γεωργικό κλήρο στους πρόσφυγες από τον Πόντο. Ο παππούς του Τριανταφυλλίδη ήταν περίφημος σιδεράς.
Τα σπίτια, στα οποία διέμεναν οι περισσότεροι κάτοικοι, ήταν χτισμένα από πέτρα. Για βοσκή των ζώων είχαν απέραντα λιβάδια. Υπήρχαν, επίσης, πολλά νερά.Ο σιδεράς παππούς του κατασκεύαζε γεωργικά εργαλεία, αλέτρια, μαχαίρια για αλέτρια, φτυάρια, κασμάδες κ. ά. Ο μικρός Μιχάλης θυμόταν ότι τραβούσε το σχοινί για να βγάζει αέρα το μαχάνι (φυσερό) και να διατηρείται η φωτιά από ξυλοκάρβουνα φουντωμένη, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Τριαντάφυλλος, χτυπούσε με τη βαριοπούλα το πυρωμένο σίδερο και ο παππούς, με το μικρό σφυρί, έδινε μορφή στο σίδερο.
«Εδώ ζωή δεν γίνεται, θα πάμε στην Ελλάδα»
«Ήμασταν πέντε αδέλφια», λέει ο Μιχάλης Τριανταφυλλίδης. Το πρώτο παιδί γεννήθηκε το 1909, το δεύτερο το 1910, εγώ το 1912, το τέταρτο το 1915 και ο τελευταίος το 1917. Όταν επικράτησαν οι κομμουνιστές, έδωσαν το 1918 την περιοχή του Καρς στους Τούρκους.
Τότε φύγαμε και πήγαμε στο Κουμπάν, στην Ουκρανία. Είχε 25.000 κατοίκους. Γίναμε γεωργοί, αλλά ο πατέρας μας δούλευε σε εργοστάσιο που παρήγαγε λάδι από σίμισκας (ηλιόσπορους). Στο σχολείο πήγα μέχρι τη δεύτερη τάξη. Η εκκλησία χωρούσε 3.000 κόσμο. Το 1924 πείνασε ο κόσμος. Ήρθαν και πήραν το σιτάρι μας.
Τότε ο πατέρας μου λέει, 'εδώ ζωή δεν γίνεται'. Όσα χρήματα είχε, τα έστειλε στην Ελλάδα μέσω της πρεσβείας. Είχαμε μεγάλη λαχτάρα να έρθουμε στην Ελλάδα, που τη φανταζόμασταν σαν παράδεισο, και ακόμη ότι θα είχαμε ελεύθερη τη θρησκεία μας».
Η φυγή - μαζί με Εβραίους - για την Ελλάδα
Ξεκίνησαν να πάνε στο Κρασνοντάρ, που είχε μεγάλο λιμάνι. Έφυγαν με το καράβι «Τσιτσελίν», από τα μεγαλύτερα της Ρωσίας. Μπήκαν μέσα χιλιάδες και ανάμεσά τους πολλοί Εβραίοι. Οι Εβραίοι στη Ρωσία ξεπερνούσαν το εκατομμύριο. Έφευγαν και αυτοί, όπως οι Έλληνες. Ο μικρός Μιχάλης κουβαλούσε μαζί του ένα ζευγάρι περιστέρια. Συνάντησαν μεγάλη φουρτούνα. Αν δεν κρατιόντουσαν καλά, το κύμα τους πήγαινε από τη μια άκρη του καραβιού στην άλλη. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο εμετούς.
Πέρασαν από τα Στενά των Δαρδανελλίων και έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Οι άλλοι πέρασαν από καραντίνα, δηλαδή από ένα ειδικό λουτρό, τον Μιχάλη, όμως, επειδή είχε τα περιστέρια, οι Τούρκοι οι γιατροί δεν τον έστειλαν για καραντίνα. Είπαν: «Παιδί είναι αυτό» και έτσι απέφυγε την απολύμανση.
«Πού θα πάτε, η ζωή είναι στη Θεσσαλονίκη!»
Στην Κωνσταντινούπολη έμειναν περίπου μία εβδομάδα και με το ίδιο πλοίο έφυγαν για την Ελλάδα. «Κάναμε δέκα μέρες για να φτάσουμε. Πολλοί πέθαιναν και τους έριχναν στη θάλασσα. Το καράβι, ενώ κατευθυνόταν για τον Πειραιά, άλλαξε πορεία και ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Μας κατέβασαν κοντά στον Λευκό Πύργο. Εκεί μας είδε η αδελφή της μάνας μου, που είχαν έρθει το 1912 και έμεναν στη Χαριλάου. Η θεία μου είπε στον πατέρα μου: 'Πού θα πάτε στον Πειραιά, εδώ είναι η ζωή'. Έτσι μείναμε στη Θεσσαλονίκη».
Οι πρόσφυγες τα έχασαν όταν άκουσαν τους εδώ Έλληνες να βρίζουν τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία. Έλεγαν: «Τι ορθόδοξοι είναι αυτοί;». Τους έκανε φοβερή εντύπωση.
Διαφορετικά ήθη και έθιμα
«Στην πατρίδα ζούσαμε όλοι μαζί, από το ίδιο μεγάλο πιάτο τρώγαμε όλοι. Κουμάντο και για τα δεκαπέντε άτομα της οικογένειάς μας έκανε ο παππούς και η γιαγιά είχε το νοικοκυριό. Δεν ήταν όπως εδώ που προσπαθούν να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου».
Έμειναν στο μεγάλο τολ, δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, που υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του 1960. Εκτός από το τολ υπήρχαν και αντίσκηνα. Εκεί κοντά ήταν και εβραϊκά μνήματα. Ο πατέρας του έψαχνε γύρω από τη Θεσσαλονίκη να βρει άλλο μέρος για εγκατάσταση, είχε, όμως, πολλά κουνούπια.
«Μετά ήρθαμε στο Σέδες (Θέρμη), όπου έμενε ο Κεσσόπουλος, γαμπρός της θειας μου, που ήταν και νονά μου. Είδαν τον πατέρα μου και τον ρώτησαν που πάει. Εκείνος τους είπε ότι ψάχνει μέρος για να μείνουν. Ένας πρόσφυγας ήταν στη φυλακή για χρέος 15.000 στον Εποικισμό. Αυτός είχε κτήματα στο Σέδες. Ο πατέρας μου πλήρωσε και τον έβγαλε από τη φυλακή, του έδωσε και άλλες 15.000 δραχμές και αγόρασε σαράντα στρέμματα χωράφια και ένα οικόπεδο, με μια παράγκα, στην οποία εγκαταστάθηκε η οικογένειά μας, οχτώ άτομα, και η οικογένεια του θείου Συμεών, πολλά άτομα, ο ένας επάνω στον άλλον».
Τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς
«Τον άλλο χρόνο», συνεχίζει ο Μιχάλης Τριανταφυλλίδης τη διήγηση του, «ο πατέρας μου έχτισε το σπίτι που καθόμαστε τώρα. Την παράγκα την αφήσαμε στα αδέλφια του πατέρα μου. Στο Σέδες υπήρχαν κάπου σαράντα οικογένειες, εντόπιοι.
Την εκκλησία, τον Άγιο Νικόλαο, τους την έχτισε ο αγάς.
Στο σχολείο πήγα δεκατριών χρόνων και τελείωσα με άριστα. Πήγα και στο γυμνάσιο τέσσερα χρόνια.
Πηγαίναμε, περπατώντας κάθε μέρα, στο γυμνάσιο της Αγίας Τριάδας. Η Θεσσαλονίκη είχε, τότε, τρία γυμνάσια και ένα εξατάξιο λύκειο. Είχε και δύο γυμνάσια θηλέων, την Εμπορική Σχολή και μια γερμανική.
Διέκοψα το γυμνάσιο, γιατί επιστρατεύτηκα. Υπηρέτησα λοχίας στις μεταφορές, που γίνονταν με άλογα και μουλάρια. Πριν απολυθώ, μου είπαν να ζητήσω ανακατάταξη και να υπηρετήσω μόνιμα στο στρατό, αλλά δεν δέχθηκα.
Εργάστηκα ως αρχιεργάτης στην κατασκευή των «οχυρών Μεταξά» (σ. σ. Σπαταλήθηκαν εκατομμύρια δραχμές από τον δικτάτορα Μεταξά, λίγο πριν από τον β' παγκόσμιο πόλεμο, για να φτιαχτούν τσιμεντένια εμπόδια, τα οποία δεν δυσκόλεψαν καθόλου τους Γερμανούς να καταλάβουν την Ελλάδα).
Μετά αγόρασα άλλα 30 στρέμματα χωράφια, παντρεύτηκα και απέκτησα παιδιά και εγγόνια.
Στο Σέδες υπήρχαν Τούρκοι, που είχαν και τζαμί. Έφυγαν με την ανταλλαγή. Οι ντόπιοι δεν μας ήθελαν, μας θεωρούσαν ανθρωποφάγους, εμείς, όμως, αποδείξαμε ότι ήμασταν καλύτεροι.
Ο πατέρας μου, μάλιστα, βοήθησε οικονομικά μερικούς από αυτούς. Όταν ήρθαν και οι Έλληνες από τη Βουλγαρία, έγιναν περισσότεροι οι κάτοικοι του Σέδες, με τους Πόντιους πάντοτε να αποτελούν την πλειοψηφία».
«Στον Πόντο αξίζει να πας και να ξαναπάς»
Ο Μιχάλης Τριανταφυλλίδης αναφέρει ότι το Σέδες (Θέρμη) ήταν παραμελημένο πριν, δεν είχε κοινότητα και αστυνομία. Τώρα έχει δήμο, στον οποίο υπάγονται μερικοί συνοικισμοί. Ύστερα θυμήθηκε ότι ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο και ακόμη θυμήθηκε ότι στο Σέδες υπήρχαν διάφοροι «σπιούνοι», που προσπαθούν να κάνουν κακό στους συνανθρώπους τους.
Τώρα, όλα αυτά δεν υπάρχουν πια. Είπε, επίσης, ότι λαχταρούσε πολύ να πάει στην πατρίδα, να δει πώς είναι τώρα το σπίτι του, το χωριό του.
Κάποτε αποφάσισε και πήγε - όπως αναφέρει η νύφη του, που παρεμβαίνει στη συζήτηση. Στη συνέχεια, πήγε αρκετές φορές στην πατρίδα.
«Μας άρεσαν πάρα πολύ τα μέρη, συγκινηθήκαμε ακούγοντας τους ελληνόφωνους στον Όφη να μιλάνε ποντιακά, να ρωτάνε για τις ρίζες τους, και να μας φιλοξενούν σαν συγγενείς τους. Στα όμορφα ποντιακά παράλια αξίζει να πας πολλές φορές».
Η συνέντευξη με τον Μιχάλη Ιω. Τριανταφυλλίδη πάρθηκε στις 23 Ιούνη 2004.
Συγγραφέας- Συλλέκτης.
Πηγη:Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου