Η Σαμψούντα

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Η ΑΝΑΤΑΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ TOY ΑΙΩΝΑ, η Σαμψούντα ήταν η δεύτερη πόλη του Πόντου, μετά την Τραπεζούντα. Πλούσια, ζωντα­νή, πολυάνθρωπη και όμορφη, σπαρταρούσε από κίνηση και ορμή για πρόοδο. 
Ο πυρετός της οικονομικής δραστηριότη­τας ανέβαινε ολοένα και πιο ψηλά. Τα υποκαταστήματα των Τραπεζών, Οθωμανικής, Αθηνών και Γερμανικής, εξυπηρε­τούσαν και ενίσχυαν τούτο το ρυθμό, που χρόνο με το χρό­νο γινόταν όλο και πιο ορμητικός. Κοντά σ' αυτά, η ιδιω­τική Τράπεζα του Γιουβανάκη Ανταβαλόγλου έπαιζε σπου­δαίο ρόλο στην αγοραπωλησία του χρυσαφιού που φύτρωνε στην ευλογημένη γη της περιφέρειας με τη μορφή του κα­πνού: Δάνειζε το άφθονο χρήμα της σε μικρέμπορους και κα­πνομεσίτες, ακόμα και σε ανίδεους χωρικούς, για να τούς κάνει, από τη μια μέρα στην άλλη, σωστούς καπνέμπορους.
Έτσι, η εμπορική τάξη της θαυματουργής τούτης πόλης, πλάταινε γρήγορα, τραβώντας ολοένα και περισσότερους Ρωμιούς κοντά της.
Στα χωριά πάλι, η καπνοκαλλιέργεια ανέβαζε στην επιφάνεια καινούργιους τσορμπατζήδες και προύχοντες, που χρόνο με το χρόνο μεγάλωναν τις φυτείες τους αγοράζοντας γη από τους Τούρκους κτηματίες ή αρπάζοντας τα χωρά­φια των φτωχών καλλιεργητών με την τοκογλυφία.
Τούτοι οι τελευταίοι, μεθυσμένοι από τη δύναμη και το πάχος του πουγκιού τους, κατέβαιναν συχνά στη Σαμ­ψούντα με στολισμένα άλογα, σεργιανούσαν επιδεικτικά
στους δρόμους της πόλης, κάθονταν στις ταβέρνες, στα ου­ζερί, στις λοκάντες και τα μεγάλα εστιατόρια, και τρωγόπιναν, για να δείξουν, μα πιότερο για να νιώσουν οι ίδιοι, την αποκτημένη δύναμή τους και την οικονομική απελευθέρωση τους από τον προαιώνιο ζυγό του Τούρκου κυρίαρχου.
Οι Οθωμανοί πάλι, μάζα καθυστερημένη και φτωχή σ' όλη την περιφέρεια, αναγνώριζαν παθητικά την υπεροχή των Ρωμιών και τη δέχονταν μοιρολατρικά σα θέλημα του παντοδύναμου Αλλάχ. Ζάρωναν, μ' ένα είδος δουλικού θαυμασμού, μπροστά στους χριστιανούς συντοπίτες τους, χωρίς καμιά ριπή φθόνου να ταράζει την αγαθή τους διάθεση. Α­πεναντίας μάλιστα, αναγνώριζαν την εξυπνάδα και την εργατικότητα των Ρωμιών και δε βαρυγκωμούσαν διόλου όταν τούς έβλεπαν να παίρνουν επάξια από τα χέρια τους, μια - μια, τις θέσεις τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Γιατί δεν κυριαρχούσαν μονάχα στο εμπόριο οι Ρω­μιοί.
Στη διοίκηση του Μονοπωλίου καπνού της Γαλλικής Ρεζή έμπαιναν ολοένα και πιο πολλοί και γρήγορα ανέβαιναν τα σκαλοπάτια της υπαλληλικής ιεραρχίας, εκτοπίζοντας τούς Τούρκους. Τα τελευταία χρόνια, έκτος από τούς ανώτατους υπάλληλους πού ήταν Ευρωπαίοι, το Γενικό Διευ­θυντή Προβλέφσκυ, το βοηθό του Μανουέλ Νομπλιέ, τον υπολογιστή Φραγκίσκο δε Ζάρα και τον αποθηκάριο Κέιζερ, όλοι οι άλλοι εκτιμητές, αποθηκάριοι, λογιστές και γραφιά­δες ήταν Ρωμιοί.
Στα πρακτορεία πάλι των ξένων ατμοπλοϊκών εταιριών, οι πράκτορες και οι υπάλληλοι ήταν όλοι Ρωμιοί, ντόπιοι Πόντιοι ή μετανάστες από την Ελλάδα. Ακόμα και στην Τουρκική Διοίκηση κατάφεραν να τρυπώσουν: Στο Δημαρ­χιακό Συμβούλιο της πόλης, από τα επτά μέλη, τα έξι ήταν Ρωμιοί και μόνο το ένα Τούρκος. Το Εμπορικό Επιμελη­τήριο το αποτελούσαν τέσσερις Ρωμιοί, τρεις Αρμένιοι και ένας Τούρκος. Το Γεωργικό Συμβούλιο έξι Ρωμιοί και δύο Τούρκοι.
Οι σχέσεις ωστόσο των δύο εθνοτήτων ήταν κάτι παρα­πάνω από αγαθές. Ο Μουτασαρίφης Χαλήλ Χαμδή μπέης είχε πολύ φιλικές επαφές με τον παλιό Μητροπολίτη Άνθιμο και όταν έφυγε εκείνος, με το Γερμανό Καραβαγγέλη. Συχνά αντάλλαζαν επισκέψεις φιλοφροσύνης, έτσι που η κί­νηση από το Διοικητήριο στη Μητρόπολη και από τη Μη­τρόπολη στο Διοικητήριο να μη σταματάει, και οι πολίτες της Σαμψούντας, Ρωμιοί, Τούρκοι και  Αρμένιοι, να χαίρον­ται τις αρμονικές σχέσεις και συναλλαγές τους, πράγμα πού συνέβαινε σ' όλη τη χώρα, εν όσω ζούσαν ειρηνικά, ακόμα και κάτω από την απολυταρχία του Σουλτάνου Χαμίτ.
Όταν είχαν οι Τούρκοι το Ραμαζάνι τους, οι Ρωμιοί πα­ρακολουθούσαν με συμπάθεια τη μεγάλη τούτη γιορτή, πού κρατούσε σαράντα ολόκληρες μέρες. Όλο αυτό το διάστημα οι Ρωμιοί έχαναν τούς φίλους τους, γιατί οι μωαμεθανοί κά­θονταν στα σπίτια τους, ξάπλωναν, κοιμόνταν ή έκαναν προ­σευχές και νηστεία, ενώ τα μεσάνυχτα, όταν βαρούσε το κα­νόνι από το Τοπ-χανέ, έριχναν τουφεκιές και κατόπιν έπε­φταν με τα μούτρα στο φαγητό, πού το είχαν στερηθεί ολόκληρη μέρα. Έτρωγαν ως τα χαράματα.
Κι όταν ερχόταν ή άλλη μεγάλη γιορτή τους, το Μπαϊράμι, τρεις ολόκληρες μέ­ρες διασκέδαζαν στους δρόμους με νταούλια, βιολιά και σάζια, χορεύοντας και τραγουδώντας. Οι Ρωμιοί έκαναν βί­ζιτες στα σπίτια των φίλων τους Τούρκων για να τούς πουν χρόνια πολλά, κάθονταν στα γιορταστικά τραπέζια τους και γλεντούσαν μαζί τους. Το ίδιο έκαναν κι οι Τούρκοι στις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Μα και οι γυ­ναίκες των Σαμψούντιων έκαναν γνωριμίες και έδεναν φιλίες μεταξύ τους. 0ι Ρωμιές συναντιόντουσαν στα χαμάμ με τις χανούμισσες, κάνανε παρέα στο μπάνιο τους, και νιώθανε σαν αδελφές στο θερμό εκείνο περιβάλλον, όπου οι άνθρωποι είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους, χωρίς τις φορεσιές και τα στολίδια πού ξεχωρίζουν τις τάξεις, τις φυλές και τις θρησκείες.
Σαμψούντα

ΤΟΥΤΗ  Η ΠΕΡΙΛΑΛΗΤΗ Σαμψούντα, πού θεμελιώθηκε στα μεταβυζαντινά χρόνια δίπλα στην αρχαία  Αμισό, ως τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, είχε τη συνηθισμένη όψη μιας τούρκικης κωμόπολης.
Στα 1886 κάηκε ή μισή από πυρκα­γιά και κατόπιν, με την ευκαιρία της ανοικοδόμησης, χτί­στηκαν μοντέρνα, δημόσια και ιδιωτικά, οικοδομήματα. Έτσι η νέα Σαμψούντα, μαζί με τα υπολείμματα της παλιάς, αποτέλεσε ένα κράμα Ευρωπαϊκής και Ασιατικής πόλης, και ο διπλός αυτός χαρακτήρας της διακρινόταν σε κάθε βήμα.
Η σπουδαιότητά της, εξ άλλου, αναγνωρίστηκε σε διεθνή κλίμακα και τα ξένα κράτη σύστησαν Προξενεία για να προστατέψουν τα συμφέροντα των εμπορικών εταιρειών τους και των εργοστασίων κατεργασίας καπνού πού ίδρυσαν οι ομογενείς τους.
Η αυτοκρατορική κυβέρνηση της Αυστροουγγαρίας είχε για χρόνια τον υποπρόξενο της χέρ Σορεντάν, η Αγγλική και η Γαλλική τον Ερντέ Κορτάντζ, η Περσική τον Πρόξενο Απτούλ Μεχμέτ Χάν, η Ρούσικη τον Πρόξενο Σέζβιεφ, η Αμερικάνικη τον Γ. Στεφόπουλο, η Ελληνική τον υποπρόξενο Μιχαήλ, η Βελγική τον Ζιρώ και οι Σκανδιναβικές τον Πωλ δε Καραβέλ.
Το λιμάνι της πόλης γρήγορα απόκτησε μεγάλη σπουδαι­ότητα και έγινε, όχι μόνο η σκάλα για την εξαγωγή του κα­πνού της πλούσιας περιφέρειάς της, αλλά και ο μοναδικός διαμετακομιστικός σταθμός της κεντρικής Μικρασίας. Κα­ραβάνια ολόκληρα από αραμπάδες, καμήλες και μουλάρια, φορτωμένα με προϊόντα τής εύφορης ενδοχώρας, έφταναν από τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά του εσωτερικού στη Σαμψούντα για να φορτωθούν στα καράβια πού ήταν αραγμένα στα ανοιχτά του λιμανιού.
Η ζωηρή τούτη εμπορική κίνηση του τόπου, κέντρισε από πολύ νωρίς το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Ρωμιών Καισαριωτών και Νιγδελήδων, που άφησαν την άγονη Καππαδοκική χώρα και τον πανύψηλο Αργαίο, για να κάνουν την τύχη τους στο μεσημβρινό τούτο λιμάνι της Μαύρης Θά­λασσας. Κι όπως πάντα, ή όσφρηση τους δεν τους ξεγελούσε.
Μέσα σε τέσσερις - πέντε δεκαετίες, έγιναν από φτωχοί, μα τολμηροί τυχοδιώκτες, έμπειροι και εντιμότατοι μεγα­λέμποροι, με μεγάλα μαγαζιά και μέγαρα. Η γρήγορη και εύκολη επιτυχία τους, τράβηξε κοντά τους κι άλλους συμπα­τριώτες από το ηφαιστειογενές υψίπεδο της Καππαδοκίας, κι έτσι, τούτα τα τελευταία χρόνια, οι Καραμανλήδες της Σαμψούντας έφτασαν τις χίλιες πάνω - κάτω οικογένειες.
Άλλες χίλιες οικογένειες είχαν μαζευτεί από τα ρωμαί­ικα χωριά της περιφέρειας και από τη γειτονική Οινόη, κα­θώς και από άλλες πόλεις και κωμοπόλεις του Πόντου, έμπο­ροι, επαγγελματίες, προπάντων τεχνίτες, δάσκαλοι, επιστήμονες και εργάτες.  
Η ίδια αιτία έφερε στον τόπο, πού προό­δευε με τεράστια για την εποχή εκείνη άλματα, και τις πεν­τακόσιες περίπου αρμένικες οικογένειες. Οι Τούρκοι, όμως, δύο χιλιάδες οικογένειες πάνω - κάτω, παρ' όλο το πλήθος τους, δεν επωφελήθηκαν από την προνομιακή θέση τής πό­λης πού κατοικούσαν. Εκτός από τη γεωργία, τα μόνα επαγγέλματα πού μπόρεσαν να κάνουν ήταν το χαμαλίκι στο λιμάνι, οι μεταφορές με τις μακριές λάζικες βάρκες, πού κου­βαλούσαν τα εμπορεύματα και τούς επιβάτες από τη σκάλα στα βαπόρια, και η υπομονετική δουλειά στα γραφεία.
Η Σαμψούντα, ωστόσο, και χωρίς την ενεργητική συμ­βολή των Τούρκων, πρόκοβε. Η καινούργια τάξη των αστών και μεγαλοαστών, που ξεφύτρωσε μέσα σε λίγα χρόνια, βιαζόταν λαχανιαστά να μιμηθεί την ευρωπαϊκή και να δημι­ουργήσει στην πόλη ανώτερη ζωή, κοσμική, πλούσια και ά­νετη. Και δεν άργησε να το καταφέρει.
Στις αρχές του αιώνα, τα μέγαρα με τη νεοκλασική γραμ­μή στη συνοικία τής  Αγίας Τριάδας και του Σαΐτμπεη, πλή­θαιναν σα μανιτάρια και θάμπωναν τους Τούρκους. Άνοιξαν χοροδιδασκαλεία, που δίδασκαν τους μοντέρνους, μα και τους κλασσικούς χορούς, για τις συχνές χοροεσπερίδες που δίνον­ταν στα μεγάλα σαλόνια των πλούσιων Ρωμιών.
Ιδρύθηκαν λέσχες επαγγελματικές, μουσικά συγκροτήματα, στην πόλη και στα προάστια, ερασιτεχνικοί και επαγγελματικοί μουσι­κοί όμιλοι. Η αντρική και η γυναικεία μόδα έρχονταν κατ' ευθείαν από την Ευρώπη, που συχνά οι Ρωμιοί την επισκέπτονταν για λόγους Εμπορικούς, μορφωτικούς και αναψυχής.
 Οι μακριές φούστες, τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα, τα ψηλά κολάρα, τα κρινολίνα και οι μπέρτες, τα σμόκιν και τα σκληρά καπέλα, έκαναν από καιρό την εμφάνιση τους στην παραλία, στους κεντρικούς δρόμους, στις πλατείες και στις εκκλησίες.
Εκτός από τις συναυλίες, τα σουαρέ και τους χορούς, με­γάλο θόρυβο προκαλούσαν οι λαμπρές χοροεσπερίδες που οργανώνονταν, δύο φορές το χρόνο, στις σάλες του νεόκτιστου Γυμνασίου, για την ενίσχυση του ταμείου των σχολών της πόλης. Στις πολύωρες και εύθυμες τούτες εκδηλώσεις συγ­κεντρωνότανε η αφρόκρεμα της Σαμψούντας με τα φράγκικα κοστούμια, τις βαρύτιμες τουαλέτες και τα πανάκριβα κο­σμήματα.
Πριν αρχίσει ο χορός, η ορχήστρα ερασιτεχνών του μουσικοφιλολογικού συλλόγου «Ορφεύς» του Κατήκιοϊ έπαιζε μερικά κλασσικά κομμάτια. Ακολουθούσε η επίδειξη του ταλέντου μερικών δεσποινίδων πού είχαν σπουδάσει πιάνο και βιολί στο Ωδείο Αθηνών και κατόπιν άρχιζαν οι χοροί: Βαλς, πόλκα, καντρίλιες και φόξ, υπό τούς ήχους πιάνου, βιολιού, τρομπέτας, φλάουτου και βιολοντσέλου.
Στα δια­λείμματα γίνονταν επιδείξεις ερασιτεχνικών κουαρτέτων από άντρες και γυναίκες, ακολουθούσαν μαντολινάτες και η χοροεσπερίδα έκλεινε με την εμφάνιση λυριτζήδων, που έπαι­ζαν ζωηρούς ποντιακούς χορούς για τούς Πόντιους αστούς και μεγαλοαστούς, που δεν ήθελαν να ξεκόψουν ολότελα από τις ρίζες τους και να ξεχάσουν τη λαϊκή τους προέλευση.
Ζωηρή κοσμική κίνηση παρουσιαζόταν και τις μέρες που κατέφτανε κανένας θίασος από την Πόλη ή την Αθήνα για να παίξει στο θέατρο «Αριστοφάνης» ή στο «Απόλλων». Oι γυναίκες φορούσαν τις βραδινές τουαλέτες τους με τα κοσμήματά τους, ανέβαιναν επιδεικτικά τις σκάλες, στο πλευρό των φρακοφορεμένων αντρών τους, έμπαιναν στη μεγάλη αίθουσα του φωτισμένου με πολυελαίους θεάτρου, όπου σε λίγο θα άρχιζε ή παράσταση του περιοδεύοντος θιάσου της Κοτοπούλη ή της Κυβέλης, του Παπαϊωάννου, του Καρή ή του κωμικού Προφάντη.
Οι κοσμικές εκδηλώσεις φούντωναν ιδιαίτερα τις μέρες πού στηνόταν στη Σαμψούντα κανένα τσίρκο από τη Βιέν­νη ή τη Βουδαπέστη, και προπάντων στις ετήσιες Ιπποδρο­μίες·
Σύμβολο τούτης τής δύναμης και του πλούτου των Ρω­μιών τής πόλης, καθώς και των διακοσίων πενήντα ρωμαίι­κων χωριών της περιφέρειας, ήταν ο νέος Δεσπότης, ο γιγαντόσωμος Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης  Αμάσειας και Αμισού, Υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ευξείνου Πόντου, που περιλάβαινε στην εκκλησιαστική του Επαρχία, εκτός από την περιφέρεια Σαμψούντας, Πάφρας και Αμάσειας, ακόμα και την Κάβζα και το Καβάκ και τη Μερζιφούντα και το Βεζύρκιοπρου και την Έρμπαγα και τον Τσαρσαμπά. Στο πρόσωπό του οι Ρωμιοί βρήκαν την έκφρα­ση της υπεροχής και της δύναμης απέναντι στους δυνάστες των περασμένων αιώνων.
 Στο μεγαλόπρεπο μητροπολιτικό κτίριο συγκεντρώνονταν οι επιτροπές για την παιδεία και οι αντιπρόσωποι των κοινοτικών και εκκλησιαστικών επιτροπών τής Επαρχίας, έπαιρναν κατευθύνσεις και ενισχύσεις, ορμή και σθένος ηθικό και εθνικό. Μια απελευθέρωση, ουσιαστική και βαθμιαία, είχε συντελεστή τούτα τα χρόνια· Μια απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό αθόρυβη και ειρηνική, που ζητούσε επίμονα και την τυπική της επικύρωση. Την αναζητούσαν πιο πολύ, μόλο πού ήταν επικίνδυνη, τα ανήσυχα, τα βιαστικά, τα μεθυσμένα από τη δύναμη και τον πλού­το πνεύματα, όπως του ίδιου του Καραβαγγέλη.
Ο αντάρτης τούτος Μητροπολίτης, που έδρασε εθνικοαπελευθερωτικά, από το 1899 ως το 1907, στην Καστοριά, μόλις πάτησε το πόδι του στη Σαμψούντα, άρχισε κρυφά την προπαγάνδα του εναντίον των Τούρκων. Μαθαίνοντας ότι στο μεγάλο προάστιο Κατήκιοϊ κατοικούσαν μονάχα Ρω­μιοί που φημίζονταν για την παλικαριά και το δυνατό εθνικό τους φρόνημα, έστρεψε αμέσως όλη του την προσοχή προς τα εκεί. Οργάνωσε τους νέους του χωριού δίνοντάς τους, κρυφά, ντουφέκια τύπου «γκρά» και έβαλε έναν εκπαιδευτή να τους κάνει γυμνάσια. 
Συχνά, όταν έβγαιναν έξω στα χω­ράφια για να κάνουν ασκήσεις μάχης, τους επισκεπτόταν ο ίδιος, καταφθάνοντας με ένα γαϊτάνι κλειστό που το τραβού­σαν δύο μαύρα άλογα. Τους μάζευε όλους σιμά του και, αφού τους έβγαζε ένα σύντομο φλογερό πατριωτικό λόγο, σήκωνε τα ράσα του και έδειχνε τα τραύματα, που του άφησε στο κορμί η δράση του με τους Μακεδονομάχους.
Ο Γερμανός, με τον καιρό, ξεθάρρεψε τόσο πολύ, που τε­λευταία παράγγειλε, κρυφά, από την Ελλάδα καινούργια όπλα και πυρομαχικά. Το υλικό τούτο έφτασε έπειτα από μια βδο­μάδα με ατμόπλοιο της εταιρείας Δεστούνη.  
Ήταν πενήντα περίπου «μάνλιχερ», που τα έφερε, καμουφλαρισμένα σε κι­βώτια μπύρας, ένας Έλληνας λοχαγός με πολιτικά, άνθρω­πος του Δεσπότη και τα αποθήκευσε στο καφενείο του Μερτζάνη, στο Κατήκιοϊ. Με μεγάλη μυστικότητα και επιλογή στα πρόσωπα, τα όπλα τούτα μοιράστηκαν γρήγορα σε νέους του προαστίου.


Χρηστος Σαμουηλίδης 








































Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah