Μια μέρα, παρά την κακοκαιρία, η μητέρα πήγε στην αγορά να πάρει τρόφιμα. Όταν γύρισε, έπεσε στο κρεβάτι με την ίδια αρρώστια της Μαρίας. Πήγα τότε στο σπίτι ενός Εβραίου γιατρού, που μου είπαν ότι ήταν πίσω από το θέατρο και τον παρακάλεσα να έρθει να δει τη μητέρα.
Αρνήθηκε. Έτσι αναγκαστήκαμε με την Ελένη να τη σηκώσουμε και να την πάμε εμείς. Κάναμε αρκετή ώρα, γιατί συνέχεια ζητούσε να καθίσει. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του, την εξέτασε και μετά μας έδωσε άσπρα μεγάλα χάπια και μας είπε να της δίνουμε να πίνει πολύ τσάι.
Παρ’ όλα αυτά, μετά από λίγες μέρες έπεσε σε αφασία και στις εννιά μέρες πέθανε. Πέθανε στα τριάντα τρία της χρόνια, όπως και ο πατέρας. Η Μαρία Σισμανίδου, σύζυγος του Σταύρου, φρόντισε για τα υπόλοιπα.
Έτσι την άλλη μέρα ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία από τον μητροπολίτη Χρύσανθο στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου, που ήταν η μητρόπολη της Τραπεζούντας και η κηδεία έγινε στο μοναδικό νεκροταφείο της πόλης, που ήταν πάνω από τη συνοικία Δαφνούντα.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, στα πόδια της θείας Σοφίας, που μοιράστηκε μαζί μας από την αρχή όλες τις ταλαιπωρίες, άνοιξαν μεγάλες πληγές και άρχισαν να τρέχουν υγρά, με αποτέλεσμα να χάσουμε κι άλλο αγαπημένο μας πρόσωπο μέσα λίγες μέρες.
Είχαμε μείνει πια τελείως ορφανοί και οι λίγοι σκορπισμένοι συγγενείς που μας είχαν απομείνει, δεν βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα από μας, για να μπορούν να μας βοηθήσουν.
Αποφασίσαμε λοιπόν να πάμε στο ορφανοτροφείο. Υπήρχαν δύο ορφανοτροφεία στην πόλη, το ελληνικό που ήταν δίπλα στην μητρόπολη καί το αρμένικο που ήταν απέναντι από το θέατρο “Κωστάκη”.
Πήγαμε στο ελληνικό Ορφανοτροφείο, αλλά εκεί μας, είπαν ότι θα έπαιρναν μόνο το Μιχάλη και τον Kώστα, που ήταν τριών και εφτά χρονών, γιατί σύμφωνα με τον κανονισμό έπρεπε να παίρνουν παιδιά μέχρι δέκα χρονών, ενώ η Ελένη, η Μαρία κι εγώ ήμασταν δεκαέξι, δεκαπέντε και δεκατριών αντίστοιχα.
Πήγαμε τότε στο σπίτι της κ. Σοφίας Γραμματικοπούλου, που ήταν διευθύντρια του ορφανοτροφείου και την παρακαλέσαμε να μας κρατήσουν όλους, γιατί μας ήταν αδύνατον να αποχωριστούμε τα μικρά και θα πηγαίναμε ή όλοι ή κανένας.
Τελικά καταφέραμε να την πείσουμε και μας πήραν όλους. Μας έραψαν και καινούργια ρούχα. Το ορφανοτροφείο ήταν καλά οργανωμένο, με πολλά κρεβάτια και πλούσια ιματιοθήκη·
Μείναμε εκεί περίπου δέκα μέρες και μετά αποφασίστηκε να φύγουν όλα τα παιδιά και του ελληνικού και του αρμένικου ορφανοτροφείου για την Ελλάδα. 'Ήμασταν τυχεροί, γιατί όλους τους Πόντιους τους κράτησαν μέχρι υπογραφή της ανταλλαγής στον Άγιο Στέφανο της Κωνσταντινούπολης, όπου αποδεκατίστηκαν από τις αρρώστιες και τις στερήσεις.
Το ορφανοτροφείο ναύλωσε ένα μεγάλο καράβι το "Τριεστίνο" κι ένα απόγευμα, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1922, μας επιβίβασαν όλους και άρχισαν να μας τακτοποιούν στα αμπάρια, γιατί είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Ήθελα να δω για τελευταία φορά την πόλη που έκλεινε στα σπλάχνα της τη μητέρα και τη θεία και κρύφτηκα σε έναν αεραγωγό που ήταν στο κατάστρωμα. Σε λίγο αφήσαμε για πάντα την Τραπεζούντα. Σήκωσα το κεφάλι μου για να βλέπω έξω. Το πλοίο είχε ήδη αρχίσει να ξεμακραίνει και η πόλη φάνταζε πανέμορφη, έτσι αμφιθεατρικά κτισμένη που ήταν.
Τραπεζούντα |
Έμεινα αρκετή ώρα να χαζεύω, μέχρι που περάσαμε τα Πλάτανα και το Ιερό ακρωτήριο κάλυψε την πόλη. Αλλωστε ήταν πια σκοτεινά. Βγήκα από τον αεραγωγό, κατέβηκα στα αμπάρια και κοιμήθηκα.
Πριν ξημερώσει, φτάσαμε στην Αμισό και το πλοίο αγκυροβόλησε στα ανοιχτά. Πολλές βάρκες πλησίασαν και επιβίβασαν τα παιδιά του ορφανοτροφείου της πόλης. Όταν είχαν επιβιβαστεί όλα, ξεκινήσαμε και πάλι. Ήμασταν τώρα συνολικά 2500 παιδιά. Bρισκόμασταν όλοι στο κατάστρωμα και χαζεύαμε.
Ανακαλύψαμε τότε στην πρύμνη μια αποθήκη με αφράτο ψωμί και φουντούκια κι έτσι μπορέσαμε να ξεγελάσουμε την πείνα μας, μια και το πρωινό μας ήταν σκέτο κακάο, αλλά και να ρίξουμε λίγο ψωμί στα χαριτωμένα δελφίνια που ακολουθούσαν το πλοίο και έκαναν ευχάριστο το ταξίδι μας. Ο καπετάνιος και όλοι οι ναύτες είχαν ξετρελαθεί με τα καμώματα του Μιχαλάκη και του έκαναν κάθε φορά εκείνοι το τραπέζι.
O επόμενος σταθμός μας ήταν η Κωνσταντινούπολη, όπου το πλοίο ξεφόρτωσε πρόβατα και εμπορεύματα. Ύστερα τραβήξαμε κατευθείαν για τον Πειραιά και μετά μια βδομάδα μπαίναμε στο λιμάνι. Τα ορφανά χαρούμενα έβγαζαν τα φέσια τους και τα πετούσαν στον αέρα. Δύο-τρεις βαρκάρηδες μάζευαν όσα είχαν πέσει στη θάλασσα και τα παιδιά γελούσαν και τους κορόιδευαν.
Στον Πειραιά μας περίμεναν μικρότερα πλοία και αφού επιβιβαστήκαμε σ’ αυτά, ξεκινήσαμε κατά το σούρουπο, περάσαμε τον Ισθμό και φτάσαμε στον προορισμό μας, το Λουτράκι.
Αποβιβαστήκαμε και κοιτάζαμε δεξιά ψάχνοντας για πράγματα που θα μας θύμιζαν το χωριό μας, που θα μας δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι δεν είχαμε ξεριζωθεί από τον τόπο μας. Μπροστά στα μάτια μας όμως ήταν ένας τόπος άγονος και γυμνός και οι σκελετωμένοι άνθρωποι στο λιμάνι κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια την ιματιοθήκη του ορφανοτροφείου, που κατέβαζαν οι συνοδοί μας από το πλοίο και άρπαζαν από τα χέρια μας το ψωμί που τρώγαμε.
Απογοητευμένοι οδηγηθήκαμε στα ξενοδοχεία, που είχε νοικιάσει η διεύθυνση του ορφανοτροφείου. Η τουριστική περίοδος είχε τελειώσει και ήταν άδεια. Μας τακτοποίησαν εκεί και μας είπαν πως το ορφανοτροφείο είχε αγοράσει τους καρπούς των λιόδεντρων της περιοχής και πως έπρεπε να τους μαζέψουμε εμείς. Θα μας έδιναν δύο δεκάρες στην οκά.
Έτσι αρχίσαμε να δουλεύουμε, όλοι πρωί και απόγευμα. Εμένα με έβαλαν να προσέχω και να βοηθώ μια ομάδα από μικρότερα απιδιά. Τα μεγάλα παιδιά ράβδιζαν τα δέντρα και τα μικρότερα μάζευαν τις ελιές που έπεφταν, τις έβαζαν μέσα σε σακιά και τα έδεναν.
Το μεσημέρι πήγαινα στο μαγειρείο και μου έδιναν ξηρά τροφή, που τη μοίραζα στα παιδιά. Έρχονταν όμως μερικοί Αρβανίτες, έδιναν στα παιδιά ελιές και τους έπαιρναν το κεφαλοτύρι. Αυτό γινόταν συχνά, ώσπου μία μέρα αναγκάστηκα να τους διώξω και είπα στα παιδιά να πάρουν από το μαγειρείο κονσερβοκούτια και αλάτι και όταν βρίσκουν κατά το μάζεμα ελιές ώριμες να τις αλατίζουν και να τις βάζουν στις κονσέρβες για να έχουν να τρώνε, γιατί το ορφανοτροφείο είχε μεν αγοράσει τις ελιές αλλά μέχρι τώρα δεν είχαμε δοκιμάσει ούτε μια από αυτές, ούτε και τα λεπτά που μας είχαν υποσχεθεί για το μάζεμα μας είχαν δώσει.
Με όσα λεφτά είχα, αγόραζα στο Μιχαλάκη καραμέλες και τα άλλα συνομήλικα του παιδιά, τα περισσότερα Αρμένιοι, του ζητούσαν. Όταν έβλεπε πως δεν έφταναν για όλους, τις έκοβε με τα δοντάκια του σε περισσότερα κομμάτια και τα μοίραζε. Ομως δεν είχε δεύτερα εσώρουχα, για να μπορεί να αλλάζει.
Ζήτησα από την ιματιοθήκη, αλλά μου είπαν ότι δεν είχαν να μου δώσουν. Έτσι, κάθε μεσημέρι, πήγαινα το παιδί στη θάλασσα, το καθάριζα, έπλενα τα εσώρουχά του, τα στέγνωνα στο μαγειρείο και του τα φορούσα.
Μια μέρα, ένας Αρμένιος δάσκαλος με φώναξε με το επώνυμο Χιονίδης και μου είπε να πάω το Μιχαλάκη μαζί με τα άλλα μικρά. Τον πήγα και ανέθεσα στην Ελένη να τον προσέχει.
Είχαμε ήδη μπει στο 1923, όταν τελείωσε η συγκομιδή και πολλά παιδιά, ανάμεσα τους και ο Κώστας υπέφεραν ένα διάστημα από πόνο στα μάτια. Ο καιρός περνούσε γρήγορα και πλησίαζε το καλοκαίρι· Τα ξενοδοχεία περίμεναν τουρίστες και ειδοποίησαν τους συνοδούς μας πως έπρεπε να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε για να φύγουμε, γιατί δεν θα μπορούσαν να μας κρατήσουν για πολύ ακόμα.
Έτσι αποφασίστηκε να φύγουμε κατά ομάδες, ανάλογα με την ηλικία. Η πρώτη ομάδα που σχηματίστηκε, αποτελούνταν από παιδιά πέντε έως δέκα χρονών, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Κώστας. Τα επιβίβασαν σε μια βάρκα και ετοιμάζονταν να τα πάνε στο πλοίο που περίμενε. Δεν ήθελα να αποχωριστώ τον αδελφό μου και μπήκα κι εγώ στη βάρκα για να πάω μαζί, αλλά με έβγαλαν έξω.
Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον συμβουλέψω και μετά να σταθώ στην παραλία και να βλέπω το πλοίο να απομακρύνεται. Αργότερα έμαθα ότι θα τα πήγαιναν στη Χαλκίδα.
Παλιός δρόμος για τη Σαντα |
Ύστερα από λίγες μέρες η Μαρία κι εγώ ακούσαμε τα ονόματα μας και μας ειδοποίησαν πως θα έφευγε η δεύτερη ομάδα με παιδιά δέκα έως δεκαπέντε χρονών.
Πήγα στο ξενοδοχείο που έμενε η Ελένη για να την αποχαιρετήσω και να την παρακαλέσω να προσέχει το Μιχάλη και να μην τον αφήσει να φύγει μόνος του.
Μετά πήγα στο μέρος που θα συγκεντρωνόμασταν και βρήκα εκεί τη Μαρία. Μας έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Στον Ισθμό μας κατέβασαν και μας έβαλαν στο τρένο που μας έφερε στην Αθήνα.
Μας πήγαν στα παλιά ανάκτορα, όπου μείναμε μια βδομάδα. Μετά αποφασίστηκε να βγουν από το ορφανοτροφείο όλα τα παιδιά από δεκατριών χρονών και πάνω και το κάθε παιδί να έχει στο όνομά του χρήματα, που θα διαχειριζόταν το ορφανοτροφείο και που δεν μας τα έδωσαν ποτέ.
Δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες μια ανακοίνωση του ορφανοτροφείου για όσους ήθελαν υπηρετικό προσωπικό. Και μια μέρα μας πήγαν στο γραφείο της διευθύντριας. Εκείνη μας είπε ότι κάποιος Κρητικός που λεγόταν Ανδρέας Φούσκης και η γυναίκα του ήθελαν γα πάρουν τη Μαρία σαν οικιακή βοηθό.
Η Μαρία είπε πως θα πήγαινε, μόνο αν έπαιρναν και μένα. Έτσι αναγκάστηκαν να με πάρουν. Το ορφανοτροφείο έδωσε στην κυρία μερικά δολάρια κι εκείνη μας πήρε από ένα ζευγάρι πέδιλα.
Μετά από ένα μήνα με έβαλαν σε μια ταβέρνα να σκουπίζω τα πιάτα. Εκείνες τις μέρες ήρθε και η Ελένη στην Αθήνα και μας είπε πως τον Μιχάλη τον είχε υιοθετήσει μια οικογένεια. Ένας υπάλληλος του ορφανοτροφείου που ήταν από την Τραπεζούντα, ο Σταύρος Φουντόπουλος, της βρήκε ένα σπίτι για να μείνει και να δουλεύει στη Ναυάρχου Κουντουριώτη 18 , που ήταν της οικογένειας Δημήτρη Βουτσαρά.
Στο μεταξύ, στην ταβέρνα που δούλευα, τα πόδια μου είχαν πρηστεί από την ορθοστασία. Παρακάλεσα το Σταύρο Φουντόπουλο να με πάρει από εκεί. Μου βρήκε δουλειά σε ένα μπαρ, αλλά κι εκεί δεν ήταν καλύτερα.
Ύστερα πήγα σε μια οικογένεια στο Φάληρο σαν υπηρέτης. Τις 500 δραχμές που είχα μαζέψει και τους μισθούς που μου είχαν υποσχεθεί, συνολικά 2.800 δραχμές, ζήτησα να μου τα φυλάξουν. Υπολόγιζα να πάρω ένα οικόπεδο, να χτίσω ένα μικρό σπίτι και να μαζέψω τα αδέλφια μου. Μα όταν ζήτησα τα λεφτά, το αφεντικό μου μου απάντησε: "Και ποιός σου είπε ότι έχεις λεφτά; " Έφυγα από κει και έπιασα δουλειά στο γκαράζ του Δημήτρη Βουτυρά, του αφεντικού της Ελένης. Έμεινα εκεί ένα χρόνο. Το 1926 έκανα πολιτογράφηση της οικογένειας με το επώνυμο Σισμανίδης, μην ξέροντας πως το κανονικό μας επώνυμο ήταν Χιονίδης.
Την ίδια χρονιά γνώρισα το Γιάννη Μαυρόπουλο από το Πινιατάντων ,που είχε μεταναστεύσει πριν πολλά χρόνια στη Ρωσία και είχε αναλαβει εκεί τα δημόσια έργα.
Το 1914 ήρθε στην Ελλάδα για να βάλει τα παιδιά του στο σχολείο και είχε σκοπό να γυρίσει στη Ρωσία για να φέρει την τεράστια περιουσία που είχε δημιουργήσει εκεί.
Τότε όμως ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και αποκλείστηκε. Ακολούθησε η Ρωσική επανάσταση και τα έχασε όλα.
Εκείνη την εποχή άρχισα να σκέπτομαι για το μέλλον μου και αποφάσισα να πάω σε μια τεχνική σχολή για να γίνω οικοδόμος. Από εκει με έστειλαν μετά από λίγο καιρό στο παράρτημα της Καλαμάτας.
Μόλις μπήκε το 1927, η Ελένη σαν μεγαλύτερη σκέφτηκε να υποβάλει τα χαρτιά μας για να πάρουμε προσφυγική αποζημίωση. Τα ετοίμασε και στις14 Ιανουαρίου τα κατάθεσε. Η αρμόδια επιτροπή όμως τα απόρριψε σαν εκπρόθεσμα.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, ο Κώστας αφού έμεινε λίγο καιρό στη Χαλκίδα, μεταφέρθηκε με τα άλλα παιδιά στον Ωρωπό και αργότερα στο ορφανοτροφείο της Σύρου. Το 1928 ήρθε στην Αθήνα και έμεινε με τη Μαρία, που είχε παντρευτεί πριν λίγους μήνες το Γιώργο Μιχόπουλο.
Πήγε μαθητευόμενος ηλεκτρολόγος και μετά από λίγο καιρό άρχισε συγχρόνως να παρακολουθεί μαθήματα ηλεκτρολογίας στο Βαρβάκειο. Αργότερα έπιασε δουλειά σαν συντηρητής της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης σε μια εφημερίδα.
Τη θέση αυτή τη διατήρησε και μετά τη θητεία του. Στην εφημερίδα όμως του ζήτησαν να βοηθάει και στο τύπωμα. Έτσι έμαθε καλά τη δουλειά του και αργότερα της αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά, εγκαταλείποντας το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου.
Γύρισα από την Καλαμάτα το 1929 και πήγα στη Μακεδονία σε αναζήτηση συγγενών μου, ώσπου το Μάρτιο του 1930 γύρισα για να υπηρετήσω θητεία μου. Όταν τελείωσα, έπιασα δουλειά στην "Πάουερ" στη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο Κερατσίνι.
Για να μη μονιμοποιηθώ, με απόλυσαν και μετά από μερικές βδομάδες με ειδοποίησαν να ανανεώσω τη σύμβαση μου. Αρνήθηκα· Άρχιζα να δουλεύω σαν οικοδόμος.
Τέλη του 1931 η δεύτερη σύζυγος του Γιάννη, Μαυροπουλου Παρθένα μου είπε ότι είχαν δωρίσει στο Αρχαιολογικό Μουσείο την παραδοσιακή φορεσιά της Σάντας. Πήγα στην Πατησίων και είδα στο ισόγειο του Μουσείου τη φορεσιά αυτή σε γυάλινη προθήκη. Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα της μητέρας μου με μία ολόιδια φορεσιά.
Το 1932 ο ξάδελφος μου Σταύρος Σισμανίδης, που έμενε στην κοινότητα Οχυρό Δράμας, έκανε μια απογραφή της περιουσίας του παππού Χριστόφορου, του πατέρα του Γιώργου και του πατέρα μου Μιχάλη και τα υπόβαλε στην επιτροπή που ήταν αρμόδια για την ανταλλαγή.
0 Γιάννης Μαυρόπουλος και Χριστόφορος Μουρατχανίδης από το Κοσλαράντων με βοήθησαν να υποβάλω τα δικά μας χαρτιά για να μεταφερθεί η περιουσία του πατέρα από το όνομα του Σταύρου στο δικό μας·
Η επιτροπή πραγματικά τη μετάφερε στο όνομά μας και αποφάσισε γα κρατηθεί, ισχυρή και να μας διανεμηθεί. Μεσολάβησαν όμως η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος και έτσι η απόφαση αυτή έμεινε ανεκτέλεστη και δεν πήραμε τίποτα·
Το 1936 η Ελένη παντρεύτηκε τον Ανδρέα Θωμόπουλο. Το 1938 αγόρασα ένα οικόπεδο και το 1941 παντρεύτηκα την Ανδριανή Ζαχαράτου, Ο Κώστας παντρεύτηκε το 1958 τη Γεσθημανή Κωνσταντινίδου.
Ο Μιχάλης, όπως μάθαμε αργότερα, είχε υιοθετηθεί από μια καθολική οικογένεια του Αργοστολίου. Έβγαλε το γυμνάσιο, έμαθε γερμανικά και ιταλικά και έπιασε δουλειά σαν μαθητευόμενος σε συμβολαιογραφικό γραφείο, με τη προοπτική να γίνει συμβολαιογράφος. Παράλληλα έπαιζε φλάουτο στη μπάντα του δήμου. 'Ομως το 1947 τον τρίτο μήνα της θητείας του, ενώ υπηρετούσε στις διαβιβάσεις σκοτώθηκε στο Γράμμο.
Το 1947,πήγα πάλι στο Αρχαιολογικό Μουσείο και ζήτησα να δω τη φορεσιά της Σάντας. Μου είπαν ότι είχε μεταφερθεί μαζί με άλλα κουστούμια στο Εθνολογικό Μουσείο, που στεγάζεται στην Παλιά Βουλή. Πήγα εκεί, αλλά η υπάλληλος μου είπε ότι λόγω έλλειψης χώρου για την έκθεση των κοστουμιών, τα περισσότερα βρίσκονταν σε μπαούλα. Προσφέρθηκε να ψάξει, αλλά ήταν τόσα πολλά τα μπαούλα που στάθηκε αδύνατο να τη βρει.
Ξαναπήγα αρκετές φορές, αλλά παρόλο το ψάξιμο η φορεσιά δεν βρέθηκε και είναι η μοναδική γνήσια φορεσιά της Σάντας που υπάρχει στον κόσμο.
Τον Οκτώβριο του 1969 πήγα για πρώτη φορά στον Άγιο Χαράλαμπο του Κιλκίς για να επισκεφτώ τους συγγενείς μας. Όπως ήταν φυσικό, δεν τους βρήκα όλους ζωντανούς και αυτό με λύπησε αφάνταστα. Κυρίως με στενοχώρησε ο θάνατος της θείας Ελένης, αδελφής του πατέρα και συζύγου του Θεόδωρου Κοπαλίδη.
Πέθανε στις 17 Ιουνίου 1966 στα ογδόντα της χρόνια. Βρήκα όμως ακμαιότατο και υγιέστατο, το Γιώργο Παντελή Κοπαλίδη, τον Πέτρο Φουλίδη, τη Μάγδα, σύζυγο του Συμεών Κοπαλίδη και άλλους συγχωριανούς μου.
Έμεινα έντεκα μέρες μαζί τους και συζητήσαμε για τα παλιά. Ήταν ανείπωτη η χαρά και η συγκίνησή μου που έβλεπα και πάλι, ύστερα από σαρανταοκτώ χρόνια, γνωστά και αγαπημένα μου πρόσωπα. Οι στιγμές που έζησα μαζί τους μου έμειναν αξέχαστες και με έκαναν να ξαναπάω πολλές φορές στη Μακεδονία για να ψάξω για συγγενείς και να ανασυνθέσω το ιστορικό της οικογένειας.
Ευθυμίου Μ. Σισμανίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου