Ο Κάτσος, όταν τους είδε από μακριά, το 'βαλε στα πόδια, χωρίς να ειδοποιήσει τους άλλους. Οι Τούρκοι όρμησαν μέσα φωνάζοντας: «Τσεσλίμ» παραδοθείτε. Όλοι έμειναν ακίνητοι, παγωμένοι, με τα πιρούνια μετέωρα.
Τους πήραν και βγήκαν από τo σπίτι. Τότε είδαν δύο από τους άλλους που είχαν πέσει στο ποτάμι και προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι κολυμπώντας. Άρχισαν να τους πυροβολούν. Σκότωσαν τον ένα, ο άλλος όμως κατάφερε να ξεφύγει και να περάσει στη Ρωσία.
Οι τριάντα δύο που είχαν απομείνει έφευγαν τρέχοντας. Μερικοί Τούρκοι τους κυνήγησαν. Όμως η βροχή που άρχισε να πέφτει και η πυκνή ομίχλη που σκέπαζε την περιοχή τους έκαναν να σταματήσουν την καταδίωξη. Γύρισαν πίσω και μαζί με τους άλλους οδήγησαν τους πέντε κρατούμενούς τους στο Παϊπούρτ.
Σαντα |
Οι τριάντα δύο γύρισαν στη Σάντα, αλλά δεν βρήκαν κανένα. Ξεκίνησαν μια καινούργια πορεία, που τους έφερε στην Τραπεζούντα και από εκεί αργότερα στην Ελλάδα.
Στο μεταξύ, στο Παϊπούρτ ήρθε η μέρα της δίκης. Οι πέντε απέκρουσαν την κατηγορία ότι ήταν Σανταίοι αντάρτες και ισχυρίστηκαν ότι ήθελαν απλά να πάνε στη Ρωσία.
Οι δικαστές, μη βρίσκοντας κατηγορία εναντίον τους, είχαν σκοπό να τους αθωώσουν.
Τότε η Κυριακή Σπυριδοπούλου, που ήταν στην Τραπεζούντα, πήρε γράμμα από την κουνιάδα της, που βρισκόταν εξόριστη στο Παϊπούρτ, στο οποίο της ανάφερε την υπόθεση. Η Κυριακή, διαβάζοντας τα ονόματα των πέντε ανταρτών, σταμάτησε σε ένα.
Αυτός είχε συναντήσει παλαιότερα στο Πιστοφάντων τον άντρα της Πολυχρόνη Σπυριδόπουλο και του είχε ζητήσει το όπλο του, που ήταν επαναληπτικό, μια κι εκείνος δεν το χρησιμοποιούμε.
Ο Πολυχρόνης αρνήθηκε και τον έβρισε. Καθώς όμως έφευγε, ο αντάρτης θιγμένος τον πυροβόλησε πισώπλατα λίγο κάτω από τη μέση. Ο Πολυχρόνης σφαδάζοντας από τους πόνους παρακάλεσε αυτούς που ήταν κοντά να του δώσουν τη χαριστική βολή, για να μην υποφέρει, όπως και έγινε.
Η Κυριακή έγραψε αμέσως στην κουνιάδα της ότι ο ένας από τους πέντε ήταν ο δολοφόνος του Πολυχρόνη και της εξήγησε τι να κάνει.
Έτσι η Κυριακή στην Τραπεζούντα και η κουνιάδα της στο Παϊπούρτ εμφανίστηκαν στις αρχές και μαρτύρησαν ότι οι κατηγορούμενοι ήταν Σανταίοι αντάρτες. Όλα τα επιχειρήματα των πέντε καταρρίφθηκαν και το δικαστήριο τους καταδίκασε σε θάνατο με απαγχονισμό. Έτσι χάθηκαν πέντε γενναίοι άντρες..
Ήταν αρχές Ιανουαρίου και το χιόνι είχε σκεπάσει όλη την περιοχή. Μα σε λίγες μέρες ο καιρός γύρισε προς το νοτιά και τα χιόνια έλιωσαν. Μια μέρα, που είχαμε πάει όπως πάντα στο δάσος, είδαμε σε μικρή απόσταση από το σημείο που βρισκόμασταν μερικούς Τούρκους, πιθανόν από το χωριό Κοτύλι, να πυροβολούν και να σκοτώνουν τον πρόεδρο του Ντεμιρτσάντων Φίλιππο Κώστογλου, που πρόδιδε στους Τούρκους τους Έλληνες συγχωριανούς του, που λιποτακτούσαν από τον τουρκικό στρατό.
Πολλοί Τούρκοι κρυπτοχριστιανοί της περιοχής είχαν αγανακτήσει με τη συμπεριφορά του αυτή και η δολοφονία του ήταν κάτι που πολλοί το θεωρούσαν φυσικό και το περίμεναν.
Μια άλλη μέρα, καθώς βγήκαμε από το δάσος σε ένα δρόμο νότια του χωριού για να μπούμε σε ένα άλλο δάσος που ήταν κοντά, ακούσαμε τη θεία Ανατολή να μας φωνάζει πως μας είδαν δύο-τρεις χωροφύλακες και έρχονταν να μας πιάσουν. Γυρίσαμε και τους είδαμε να τρέχουν προς το μέρος μας. Ήμασταν πάνω σε ένα λόφο. Η βόρεια πλευρά ήταν γεμάτη έλατα και η νότια είχε ένα σωρό από ογκόλιθους.
Η μητέρα ήξερε, από τότε που έμενε στο χωριό, πως κάτω από τις πέτρες υπήρχε ένα βαθούλωμα με διαστάσεις 60X60 εκατοστά και βάθος 70 εκατοστά. Τρέξαμε γρήγορα προς τα εκεί. Κάτω απ' αυτό το λάκκο υπήρχε μια σήραγγα τεσσάρων μέτρων σε σχήμα περισπωμένης, που επικοινωνούσε με ένα κυκλικό θάλαμο.
Οι ογκόλιθοι σχημάτιζαν ένα θόλο και από τα κενά έμπαινε το φως του ήλιου. Μόλις που προλάβαμε να πάρουμε μια αναπνοή και ακούσαμε βήματα και τους Τούρκους να λένε: "Τι έγιναν αυτοί;" Τους ακούγαμε να ψάχνουν για λίγο. Στο τέλος απελπίστηκαν και έφυγαν. Μείναμε αρκετή ώρα στη σπηλιά, δεν μπορώ να καθορίσω πόσο, θυμάμαι όμως πως, όταν βγήκαμε έξω, χιόνιζε.
Η μητέρα μας είπε να περιμένουμε εκεί και πήγε να παρακαλέσει την ξαδέλφη της να μας φιλοξενήσει στο μαντρί της. Στα λίγα λεπτά που μεσολάβησαν μέχρι να γυρίσω οι χωροφύλακες πέρασαν πάλι από το δρόμο.
Κουλουριαστήκαμε από το φόβο, ενώ το χιόνι έπεφτε πυκνό και βαρύ και μας σκέπαζε. Και ίσως να αποτέλεσε ένα καμουφλάρισμα, γιατί αν και πέρασαν σε απόσταση μόλις δεκαπέντε μέτρων δεν μας είδαν. Σε λίγο η μητέρα γύρισε και μας είπε ότι η ξαδέλφη της θα μας φιλοξενούσε στο σπίτι της. Ήταν κι εκείνη χήρα με τρία αγόρια πέντε έως δέκα χρονών. Πήγαμε αμέσως εκεί. Στο μεταξύ οι Τούρκοι επιστράτευσαν τον άντρα της θείας Ανατολής και τον έστειλαν στα Τάγματα Εργασίας.
Εκείνες τις μέρες ετοιμαζόταν στο Ντεμιρτσάντων το ταχυδρομείο (πόστα).Έτσι ονομαζόταν μια ομάδα χωρικών και εμπόρων που μεγάλωνε καθώς περνούσε τα διάφορα χωριά και συνοδευόταν για περισσότερη ασφάλεια από χωροφύλακες. Σκοπός τους ήταν να πάνε στην Τραπεζούντα για να κάνουν αγοραπωλησίες. Όπως είχαν έρθει τα πράγματα, το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να φύγουμε μαζί τους, φροντίζοντας να μη μας αντιληφθούν οι χωροφύλακες.
Έτσι, την ημέρα που θα ξεκινούσαν, αποχαιρετήσαμε τη θεία Ανατολή και με τη θεία Σοφία ανακατευτήκαμε μαζί τους για τη μεγάλη πορεία. Ο άντρας της θείας Ανατολής της έστειλε γράμμα ρωτώντας: "Τα ρέφανα (ραπανάκια) που έβαλα στο πηγάδι τι έγιναν;»
Του απάντησε: "Μαζί με λεπτοκάρυα (φουντούκια) τα έστειλα στην Τραπεζούντα». Κατά τη διάρκεια της πορείας πρόσεξα πως οι άλλοι ήταν πολύ διαφορετικά ντυμένοι από μας και οι άντρες δεν φορούσαν παντελόνια άλλα κάτι υφαντά·
Μα εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν πως οι ίδιοι χωροφύλακες, που πριν λίγες μέρες μας κυνηγούσαν, περπατούσαν τώρα πίσω μας και παρόλο που μας είχαν γνωρίσει και από τα διαφορετικά ρούχα που φορούσαμε , δεν είπαν τίποτα. Τότε κατάλαβα πως ήταν κρυφοί χριστιανοί, με ελληνική καταγωγή, από τους πολλούς που υπήρχαν στην περιοχή.
Η πορεία αποδείχτηκε τελικά πολύ κουραστική για μας. Καθώς περνούσαν οι ώρες, μέναμε όλο και περισσότερο πίσω, μέχρι που οι άλλοι ξεμάκρυναν τόσο ώστε δεν μπορούσαμε να τους δούμε πια. Συνεχίσαμε να περπατάμε κι όταν βράδιασε, είδαμε με μεγάλη μας χαρά μερικά σπίτια κοντά στον παραλιακό δρόμο. Οι Σανταίοι που έμεναν εκεί μας περιποιήθηκαν σαν συγγενείς. Έπλυναν τα πονεμένα μας πόδια, μας έδωσαν φαγητό και μας έστρωσαν κρεβάτια με καθαρά σεντόνια για να κοιμηθούμε, κάτι που είχαμε στερηθεί για πολλούς μήνες.
Το πρωί μας έδωσαν φαγητό για το δρόμο και αφού τους ευχαριστήσαμε, ξεκινήσαμε και πάλι. Ακολουθήσαμε τον παραλιακό δρόμο και ύστερα από οκτώ ώρες φτάσαμε τελικά στη συνοικία Δαφνούντα της Τραπεζούντας. Εκεί καθίσαμε πάνω σε βάρκες που ήταν στην αμμουδιά και μας ήταν αδύνατο να σηκωθούμε.
Στο τέλος με πολύ κόπο σύραμε τα πρησμένα πόδια μας μέχρι το θέατρο «ΚΩΣΤΑΚΗ» στην συνοικία του Αγίου Γρηγορίου, που χρησίμευε τότε σαν κατάλυμα. Βρήκαμε εκεί την αδελφή του πατέρα Ελένη με τον σύζυγο της Θεόδωρο Κοπαλίδη και τα παιδιά της Κώστα, Γιώργο , Ευρύκλεια και Μαρίκα, τη Σοφία , σύζυγο του Γιώργου Χαράλαμπου Σισμανίδη, την Ειρήνη Σισμανίδου, σύζυγο του Γιώργου Χριστόφορου Σισμανίδη με τα παιδιά της Πελαγία, Εύα, Παρθένα και Σταύρο, τη σύζυγο του Στάυρου Μαρία, το γένος Αβραάμ Σισμανίδη, το Θεόφιλο Αβραάμ Σισμανίδη και άλλους.
Τις επόμενες μέρες μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε το Μητροπολίτη Χρύσανθο, που ήταν πρόεδρος του συλλόγου «Μέριμνα» μοίραζε ψωμί με το δελτίο στις κατεστραμμένες οικογένειες.
Η μητέρα του είπε να μας γράψει στον κατάλογο με το παλιό μας επώνυμο Χιονίδης αντί για Σισμανίδης, για να μην μπορέσουν να μας βρουν οι Τούρκοι κι εκείνος δέχτηκε.
Στο μεταξύ οι θείες μου, η μητέρα και οι αδελφές μου βρήκαν δουλειά· Μετέφεραν στην πλάτη τους καυσόξυλα από μακρινές αποστάσεις και κέρδιζαν αρκετά χρήματα, ώστε να περνάμε καλά.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός, όταν έφεραν στις φυλακές της Τραπεζούντας τον ξάδελφο μου Γιώργο, γιό του θείου Χαράλαμπου, που είχε βγει από καιρό στο αντάρτικο. Μετά την καταστροφή της Σάντας και την εξορία του πληθυσμού, οι αντάρτες μοιράστηκαν σε μικρές ομάδες, για να διαφύγουν ευκολότερα από τον κλοιό των Τούρκων.
Πολλοί απ' αυτούς αιχμαλωτίστηκαν, κρεμάστηκαν ή σφάχτηκαν. Μια από τις ομάδες που κατάφεραν να διαφύγουν αποτελείτο από οκτώ αντάρτες: τους ξαδέλφους μου Γιώργο και Στάθη Σισμανίδη (αδέλφια), τους αδελφούς Θεόδωρο και Ευκλείδη Κύρτογλου, δυο Αρμένιους και δυο ακόμη.
Κατάφεραν να φτάσουν στα Σούρμενα και είχαν σκοπό να νοικιάσουν μια βενζινάκατο για να περάσουν στη Ρωσία. Μέχρι να βρουν, έμειναν προσωρινά σε ένα αρμένικο ακατοίκητο σπίτι. Όμως κάποιος τους πρόδωσε και ένα τουρκικό τάγμα ξεκίνησε να τους αιχμαλωτίσει.
Οι έξι από τους αντάρτες ειδοποιήθηκαν και κατάφεραν να διαφύγουν, χωρίς πάνω στη βιασύνη τους να ειδοποιήσουν τον ξάδελφο μου Γ ιώργο Σισμανίδη και το Θεόδωρο Κύρτογλου, που ήταν στο διπλανό δωμάτιο.
Οι Τούρκοι κύκλωσαν το σπίτι και άρχισαν να ανταλλάζουν πυροβολισμούς με τους αντάρτες.
Τα δυο παλληκάρια πάλεψαν γενναία και κράτησαν για πολλή ώρα τις θέσεις τους, ώσπου τέλειωσαν και οι τετρακόσιες σφαίρες που είχε ο καθένας μαζί του.
Ο Θεόδωρος πρότεινε στο Γιώργο να κρατήσουν από μια σφαίρα για τον εαυτό τους. Ο Γιώργος δεν συμφώνησε, "Ας μας κάνουν κομμάτια" είπε.
Στο εννιάσφαιρο τουφέκι του είχε μείνει μια σφαίρα. Σκέφτηκε να σκαρώσει μια παγίδα στους Τούρκους. Είπε στον Θόδωρο να παραμερίσει πιο μέσα και άνοιξε την πόρτα, φωνάζοντας στους Τούρκους πως θα παραδινόταν. Ο Τούρκος ταγματάρχης και πίσω του ένας λοχαγός προχώρησαν προς το σπίτι.
Όταν είχαν πλησιάσει αρκετά, ο Γιώργος με μια απότομη κίνηση σήκωσε το τουφέκι και σημάδεψε, με σκοπό να πυροβολήσει και τους δυο μαζί. Μα η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Το τουφέκι έπαθε αφλογιστία. Νευριασμένος το άρπαξε από την κάνη και το χτύπησε με δύναμη πάνω στο κατώφλι της πόρτας. Το τουφέκι έσπασε με θόρυβο στα δύο. Πήρε τα κομμάτια και τους τα πέταξε. Τους πέταξε και το άδειο δεκάσφαιρο πιστόλι του.
"Τώρα μπορείτε να με συλλάβετε" τους είπε, "Παιδί μου, πραγματικά είχες σκοπό να μας σκοτώσεις;" τον ρώτησε ο ταγματάρχης. "Έβετ(μάλιστα) εφέντη" απάντησε.
Του έσφιξαν το χέρι και τον συγχάρηκαν για την ανδρεία του. Έβγαλαν πέντε χάρτινες λίρες ο ταγματάρχης και δυόμισι λίρες ο λοχαγός και του είπαν να τα δεχτεί σαν δώρο. Μετά τον ρώτησαν αν είχε κι άλλους συντρόφους. Τους απάντησε πως είχε έναν.
Έβαλαν και τους δύο σε ένα αμάξι και χωρίς να τους πειράξουν, τους πήγαν στη Λιβερά, όπου βρισκόταν το τουρκικό στρατηγείο για τις επιχειρήσεις της Σάντας.
Εκεί, επειδή δεν υπήρχε φυλακή, τους έβαλαν σε ένα ξωκλήσι και οι κάτοικοι τους πήγαιναν φαγητό, χωρίς να εμποδίζονται από τους φρουρούς. Από κει τους μετέφεραν στις φυλακές της Τραπεζούντας.
Τότε το έμαθε η μητέρα και κάθε μεσημέρι με έστελνε στη φυλακή για να του πάω φαγητό. Ήταν πολύς δρόμος, γιατί οι φυλακές βρίσκονταν έξω από την πόλη, κοντά στα παλιά τείχη.
Προχωρούσα, περνούσα μια μεγάλη γέφυρα, που από κάτω της έχασκε μια ρεματιά και αντίκρυζα μια μικρή πλατεία με μια θεόρατη μουριά στη μέση. Μόλις την προσπερνούσα, ξεπρόβαλαν στ' αριστερά μου οι φυλακές.
Περνούσα την καμάρα της εισόδου και πλησίαζα στη βαρειά σιδερένια εξώπορτα. 0 Γιώργος, που όλη τη μέρα έκανε βόλτες στην αυλή και κοίταζε από ένα ψηλό παράθυρο της εξώπορτας για να με δει, έλεγε στο φρουρό να ανοίξει την πόρτα, γιατί του έφεραν φαγητό. Ο φρουρός άνοιγε την πόρτα έπαιρνε το φαγητό και ξανάκλεινε. Έτσι δεν μπόρεσα να δω τον Θεόδωρο Κύρτογλου ούτε μια φορά.
Αλλά και το Γιώργο τον έβλεπα ελάχιστα. Ήταν ωραίος άντρας, ψηλός και γεροδεμένος και μόλις εικοσιπέντε χρονών. Ήταν πολύ ανήσυχος και στεναχωριόταν που ήταν κλεισμένος εκεί μέσα. Όταν τελείωνε το φαγητό του, ο φρουρός άνοιγε και μου έδινε τα σκεύη. Τα έπαιρνα και γύριζα στο θέατρο “Κωστάκη”.
Είχαν περάσει έτσι έξι μήνες, όταν μια μέρα η αδελφή μου Μαρία έπεσε στο κρεβάτι άρρωστη. Είχε φάει άπλυτα κοκκύμελα(κορόμηλα) και ο οργανισμός της,
εξασθενημένος από τη σκληρή δουλειά, δεν μπόρεσε να αντιδράσει στα μικρόβια. Έπαθε κοιλιακό τύφο και μετά από λίγες μέρες έπεσε σε αφασία. Τώρα πήγαιναν στη δουλειά μόνο η μητέρα και η άλλη αδελφή μου η Ελένη ενώ εγώ έμενα στο θέατρο με τα μικρά και περιποιόμουν τη Μαρία·
Έτσι δεν μπορούσα πια να πηγαίνω τα μεσημέρια φαγητό στο Γιώργο, Η Μαρία έμεινε αρκετές μέρες στο κρεβάτι· Μετά άρχισε να καλυτερεύει.
Τότε μάθαμε πως ο Γιώργος είχε αρρωστήσει βαριά από άγνωστη αιτία. Μα μετά από λίγες μέρες μας ήρθε η φριχτή είδηση. Ο φρουρός, που φύλαγε το κελί του Γιώργου, έλειψε για λίγο μετά από συνεννόηση με τον Σουλεϊμάν Κάλφα, που οι τουρκικές αρχές δεν τον χρειάζονταν πια και τον είχαν βάλει στις φυλακές της Τραπεζούντας, όπως και τον όμοιό του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα κι έτσι εκείνος βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία και τον έσφαξε με ένα μαχαίρι που του είχαν βάλει οι συγγενείς του μέσα στο γιαούρτι που του είχαν πάει, μετά από δική του παράκληση.
Όλοι στην Τραπεζούντα μετά το φόνο παραδέχονταν πως, αν ο Γιώργος δεν ήταν άρρωστος, ο Κάλφας δεν θα ξεμπέρδευε μαζί του τόσο εύκολα.
Η γυναίκα του Σοφία, που ήταν μαζί μας, έφτιαξε ένα μικρό μοιρολόι και το έλεγε ανάμεσα στα αναφιλητά της:
Ανάθεμα κι τη Σάντα καπάνια κι παήρια
Εκεί έχασα το ταίρι μ' σ' ατά τα ρασία
Άλλο κι λέω κι γελώ κι άλλο κι πάω ‘ς σ’ Σάντα
Εκάεν η καρδία μ’
‘Σ σ' Τραπεζούντα ‘ς σ' φυλακάς εμαχαίρωσαν άτον
με δίκοχο μαχαίρι
Άλλο πα κι είδ' ατον
Εκάεν η καρδία μ', εκάεν η καρδία μ'
που σημαίνει:
Ανάθεμα στη Σάντα, στους βράχους καί στις βουνοπλαγιές
Εκεί έχασα το ταίρι, σ’ αυτές τις οροσειρές
Άλλο δε λέω, δε γελώ κι άλλο δεν πάω στη Σάντα
Κάηκε η καρδιά μου
Στην Τραπεζούντα στις φυλακές τον μαχαίρωσαν
Με δικοπο μαχαίρι
Άλλο δεν τον είδα
Κάηκε η καρδιά μου ,κάηκε η καρδιά μου.
Θυμόταν τα τραγούδια που είχαν φτιάξει τα κορίτσια της Σάντας, για να εξυμνήσουν την ονομαστή ομορφιά του που τις είχε ξετρελάνει αλλά και την πίστη του στη γυναίκα του. Ένα από αυτά τα τραγούδια ήταν και το ακόλουθο:
Κορίτσια: Εσ' κι έρχεται ο Σισμάν, για κρού’τε τα κωδώνια
Κι ας αναλλάζ’νε όλα τα κορτσόπα
Κι ας αναλλάζ’νε όλα τα κορτσόπα
Εβγαί’νε απάν’ σ’ αλώνια
Ο Σισμάν ο τελίγαρης, υγιεύν’ ατον τα τσίνια
Ολίγον στενάχωρα ειν’ τ’ ατουνού τα καλτσίνια.
Σοφία:Τα πουλόπα κι εφτάγ’νε φιλία. Πας κι ακούν τ’εμόνι;
Κορίτσια: Τα αρνία έχ’νε σκληρόν καρδία
Τόσα πουλία αγλώσσοτα ‘ς σα έρημα ζούνε
Εκείνα πα εφτάγ’νε έρωτα και γροικούν κι’ αγαπούν
Η ομορφία εν’ όλεν της Σοφίας
Μη τραγουδάς νε κορτσόπον κι τρως την καρδία’σ
Που σημαίνει:
Κορίτσια: Έρχεται ο Σισμάν, χτυπάτε τις καμπάνες
Κι ας αλλάξουν (να φορέσουν γιορτινά) όλα τα κορίτσια να βγουν στα επάνω αλώνια(πλατεία του χωριού)
Ο Σισμάν το τρελλόπαιδο, του ταιριάζουν τα τσίνια (γκέτες από κατσικίσιο μαλλί)
Του είναι λίγο στενάχωρα τα καλτσίνια του
Σοφία: Τα πουλάκια δεν κάνουν φιλία. Μήπως ακούν το δικό μου;
Κορίτσια: Τα αρνιά έχουν σκληρή καρδιά;
Τόσα πουλιά χωρίς φωνή στις ερημιές ζούνε
Εκείνα ερωτεύονται και καταλαβαίνουν κι αγαπούν
Η ομορφιά του όλη είναι της Σοφίας
Μην τραγουδάς λοιπόν κορίτσι μου και τρως την καρδιά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου