Ο όρος
«Γενιά», κατά κανόνα, δεν είναι δόκιμος. Δεν υπόκειται σε σαφή χρονολογικά ή
άλλα όρια, υπονοεί μια οριζόντια ενότητα απλώς ηλικιακή, αγνοεί ουσιώδεις διαφορές,
- ταξικές, τοπικές, ιστορικές, οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές. Ωστόσο
κάποιες φορές είναι χρήσιμος. Μπορεί να εντοπίσει στοιχεία νοοτροπιών και να
βοηθήσει στο σχεδίασμα μιας πρώτης εικόνας. Που, βεβαίως, απαιτεί
εμπεριστατωμένη έρευνα, προκειμένου να ελεγχθεί.
Ο ελληνικός 20ός αιώνας διαιρείται, βίαια, από τη δεκαετία
1940-1950. Οι απολήξεις του δεσμεύουν καθοριστικά τη χώρα μέχρι το 1974, ενώ
συνεχίζουν να δρουν ακόμη. Η μακρόσυρτη επιβίωση του όρου «μεταπολίτευση» και
η τρέχουσα ρητορική της Ακροδεξιάς το πιστοποιούν εύγλωττα.
Μπορούμε να πούμε ότι τρεις διαδοχικές γενιές βλέπουν το
φως μετά τον Εμφύλιο. Η πρώτη προσπαθεί να επουλώσει τα τραύματα και να
οργανώσει τη ζωή της. Καημός της το σπίτι, χτισμένο πέτρα την πέτρα, και μέλημά της το να σπουδάσει τα παιδιά της. Το οικονομικό θαύμα που επιτέλεσε είναι,
τουλάχιστον, εφάμιλλο εκείνου της μεταπολεμικής Γερμανίας. Γιατί πραγματοποιήθηκε
σχεδόν αποκλειστικά με ιδρώτα και πείσμα. Και με όνειρο να γίνουν τα πράγματα
καλύτερα για τους επόμενους. Η αντιπαροχή και το αυθαίρετο βοήθησαν. Όσο κι αν
κληροδότησαν προβλήματα.
Τα παιδιά αυτής της γενιάς κατάφεραν να σπουδάσουν. Πολλά
να προκόψουν. Αναγνωρίζοντας ότι οι γονείς είχαν τάξει μια ζωή στο να ζήσουν
αυτά καλύτερα και με έντονη τη μνήμη της δικής της παιδικής συμμετοχής στα
κοινά βάρη. Διατηρώντας, έτσι, τη σχέση της με την παλιά, η νέα γενιά κράτησε
το όνειρο ζωντανό. Επειδή τα πράγματα είχαν, όντως, γίνει καλύτερα, μπορούσαν
να γίνουν και περισσότερο. Οπότε η γενιά ασχολήθηκε με τα κοινά.
Πολιτικοποιήθηκε. Ακολουθώντας τη γραμμή των γονιών ή επαναστατώντας εναντίον
τους.
Κάποια
στιγμή, η ενότητά τους ράγισε. Σε συνθήκες προχωρημένης) ευημερίας, το πρωτοπόρο κλικ έθεσε τη στροφή
στον εαυτό και στην εικόνα του σαν κάτι πολιτικό πρόταγμα. Το life style άρχισε να κερδίζει
έδαφος.
Η τρίτη γενιά είναι εκείνη της εμπεδωμένης ευμάρειας. Που
τα βρήκε σχεδόν όλα έτοιμα. Η στροφή στον εαυτό
ολοκληρώθηκε και τα μελήματα έγιναν ατομικά. Κάποτε εγωκεντρικά. Έτσι, όχι
μόνον διέκοψε κάθε σχέση με την πολιτική, τουλάχιστον όπως την εννοούσαν οι
παλαιότεροι, αλλά, τελικά, την αρνήθηκε μέχρι περιφρονήσεως. Η ίδια
διασπάστηκε. Μια μερίδα συνέχισε στη γραμμή του life style και της εικόνας. Η
άλλη, περισσότερο ευαίσθητη, ακολούθησε γραμμές προσωπικής έκφρασης,
εξερεύνησης εμπειριών, πολύμορφης αυτονομίας. Οι δύο μερίδες ανήκουν στην ίδια
γενιά, μόνον γιατί αρνούνται να στρατευθούν. — λέξη απελπιστικά παλιομοδίτικη —
στον πολιτικό ή στον συνδικαλιστικό φορέα.
Η Ελλάδα είναι χώρα περίεργη. Γενιές και νοοτροπίες
συμπλέκονται παρά τους ασύμβατους νέους τρόπους επικοινωνίας. Οι οικογένειες,
με τις κατά καιρούς εντάσεις, παρέχουν ασφάλεια και παραμένουν καταφυγή.
Βεβαίως, οι κλασικές μορφές πολιτικής δραστηριότητας συνεχίζονται. Έστω κι αν
φαίνονται να επιβεβαιώνουν ηθικά εκείνους, που αρνούνται, συστηματικά, κάθε
σχέση μαζί τους.
Η
κρίση έχει ανατρέψει πλήρως τις παγιωμένες βεβαιότητες. Μια νέα γενιά
αναδύεται. Σε συνθήκες εξαιρετικά δυσμενείς. Γιατί η ευμάρεια έχει εκλείψει και
το όνειρο δεν εκλαϊκεύεται ούτε κινητοποιεί πλατιά. Ωστόσο, το μέλλον υπόκειται
στις δικές τους δυνάμεις. Σε συνάρτηση με τις δικές τους. Ξανά.
Αριστείδης Μπαλτάς
Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού
Ο Αριστείδης Μπαλτάς γεννήθηκε το 1943 στην Κέρκυρα. Είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας των Επιστημών του τμήματος Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών (πρ. Γενικού Τμήματος) του ΕΜΠ.
Μετά τις βασικές σπουδές μηχανολόγου-ηλεκτρολόγου στο ΕΜΠ (1962-67), έκανε μεταπτυχιακά και διδακτορικό στη Θεωρητική Φυσική στο Πανεπιστήμιο Παρισίων XI (1972). Το 1982 εκλέχθηκε λέκτορας στον Τομέα Φυσικής του ΕΜΠ, το 1984 επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας και μεθοδολογίας της φυσικής στο ίδιο Τμήμα/Τομέα, το 1992 αναπληρωτής καθηγητής και το 2002 καθηγητής φιλοσοφίας των επιστημών.
Στο πλαίσιο των ερευνητικών ενδιαφερόντων του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την επιστημολογία του Λουί Αλτουσέρ, ως απόρροια της λεγόμενης Γαλλικής Σχολής Επιστημολογίας (Μπασελάρ, Canguilhem, Κοϋρέ, Cavailles), καθώς και με την αγγλοσαξονική φιλοσοφία της επιστήμης, με βάση τη σκέψη των K. Popper, T.S. Kuhn, I. Lakatos, P. Feyerabend, L. Laudan, κ.ά.
Ενδιαφέρθηκε, επίσης, για τη φιλοσοφία της επιστήμης στο πλαίσιο μιας γενικότερης φιλοσοφικής θεώρησης του κόσμου και της γνώσης, με βάση το έργο των Βιτγκενστάιν, Νίτσε, Σπινόζα, Ντεριντά, McDowell, Μπένγιαμιν, κ.ά.Το 2002 τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής για το βιβλίο του "Αντικείμενα και όψεις εαυτού" (εκδ. Εστία). Τον Δεκέμβριο του 2010 του απονεμήθηκε το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας στη μνήμη των Βασίλη Ξανθόπουλου-Στέφανου Πνευματικού.
Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ -υπήρξε μεταξύ εκείνων οι οποίοι υπέγραψαν την ιδρυτική διακήρυξη δημιουργίας του κόμματος- και πρόεδρος του Ινστιτούτου "Νίκος Πουλαντζάς".
Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Υπουργός Παιδείας - Πολιτισμού και Θρησκευμάτων στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ -υπήρξε μεταξύ εκείνων οι οποίοι υπέγραψαν την ιδρυτική διακήρυξη δημιουργίας του κόμματος- και πρόεδρος του Ινστιτούτου "Νίκος Πουλαντζάς".
Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Υπουργός Παιδείας - Πολιτισμού και Θρησκευμάτων στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου