Κατάρες και αντικατάρες

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Οι κατάρες που είναι ένδειξη αδυναμίας, είναι περισσότερο συνήθεια των γυναικών.
Οι άνδρες συνήθως ζητούν εκδίκηση στην αδικία που τους γίνε­ται. Μόνο οι γέροντες, που δεν μπορούν λόγω ηλικίας να εκδικηθούν και οι ιερωμένοι λόγω του "σχήματος" καταριόταν, καμιά φορά και την κατάρα τους την έτρεμαν οι Σανταίοι.
Οι Σανταίες πίστευαν απόλυτα στη Θεία Δίκη, γι' αυτό και προ­σπαθούσαν να μη την προκαλέσουν με κακές πράξεις.
Ο Στάθης Αθανασιάδης - Γεροστάθης μας διηγείται μια ιστο­ρία που δείχνει την πίστη που είχαν στην Θεία Δίκη.
Κάποτε, λέει, ο Γεώργιος Κούρτσος, μουχτάρης (Πρόεδρος) στο χωριό Κοζλαράντων Σάντας πήγαινε στην Γέμουρα, ένα παραλιακό χωριό κοντά στην Τραπεζούντα, να φορτώσει καλαμπόκι.
Πηγαίνοντας, πέρασε πρώτα από το σπίτι της Σόνας Χειμωνίδη και της ζήτησε ένα μικρό χρηματικό ποσό που του χρωστούσε.
- Αχ! Αφέντη, του είπε, η Σόνα. Αυτή τη στιγμή δεν έχω να σε  δώσω. Όχι πως ξέχασα το χρέος μου. Περίμενε λίγες μέρες, θα τα βολέψω κάπως και θα στα φέρω.
Εκείνος θύμωσε και σήκωσε το ραβδί του να την χτυπήσει. Η Σόνα το κατάλαβε και έκανε να φύγει. Την πέτυχε όμως το ραβδί  ξυστά στο σβέρκο και της έκοψε την πλεξούδα των μαλλιών της.
Όταν η Σόνα γύρισε και είδε την πλεξούδα της καταγής, πληγώθηκε τόσο που σήκωσε τα χέρια της προς τον Ουρανό και φώναξε  με πόνο ψυχής:
- "Αν είμαι Θεού πλάσμαν, νά κόφκεται τό χέρ'-ν'ατ!" (Αν είμαι πλάσμα του Θεού, να του κοπεί το χέρι!).
 Ο Κούρτσος συνέχισε τον δρόμο του, φόρτωσε το καλαμπόκι και γυρίζοντας για το χωριό, στον δρόμο συνάντησε δύο Τούρκους ληστές.
 Συγκρούστηκε μαζί τους και κάποια στιγμή τον χτύπησε ο Τούρκος με την μαχαίρα του και σχεδόν του έκοψε το χέρι, που κρε­μάστηκε στον ώμο του. Το συγκρατούσε μόνο λίγο κρέας και το δέρ­μα.
Έφτασε στο χωριό, φώναξαν ένα χότζα - χειρουργό, του έκοψε το χέρι και έτσι έμεινε κουλός.
Όλοι τότε και η Σόνα και οι συγχωριανοί είπαν: "Τη Σόνας η κατάρα επήφτασεν' ατόν", τον έπιασε η κατάρα της Σόνας.
Ο Θεός τον τιμώρησε. Οι συνηθέστερες κατάρες των γυναικών ήσαν:
- Αίματα και φαρμάκια να έρχουν ας 'ς σην καρδία σ'!
- Ανάπαγος να γίνεσαι!
- Απάν' 'ς σήν κοιλίαν να σύρκεσαι (να σέρνεσαι στη γη)!
- Γιλτουρούμ' να κρεμίζ' απάν-ισ' ο Θεόν (κεραυνός να σε κά­ψει)
- Καλόν ημέραν να μη ελέπ'ς (δείς)!
- Να καίει 'σε ο Θεόν!
- Κοχράκαν και κουτούλαν να έλέπω 'σε! (μαυροντυμένη και χήρα να σε δω!)
- Να μη χαίρεσαι!
- Να σκούται τ' όνεμα σ'! (Να αφανιστεί το σόι σου).
- Να μη σταυρών'ν και θεκ'ν' έσε! (Να πας ασταύρωτος)
- Ανόμματος να λάσκεσαι! (Τυφλός να γυρίζεις)!
- Να τσακούνταν τα χέρα σ', τα ποδάρα σ'! (Να σπάσουν τα χέ­ρια σου, τα πόδια σου!)
- Να λαγγάεις άμον σκύλλος και η ψή σ' να μη έβγαίν'! (Να ουρλιάζεις σαν το σκύλο και να μη βγαίνει η ψυχή σου!)
- Τη Τροιάδας τα κακά να έρχουν 'ς σο κιφάλι σ'! (Να σου έρ­θουν οι συμφορές της Τροίας!)
- Χαΐρ να μη ελέπ'ς! (Καλό να μη δεις!)
- Ψωμίν να μη χορτάεις!
- Σ' σον πουρνόν να μη ρούεις! (Να μη ξημερωθείς!)
- Να ψοφάς και να χάσαι! (Να ψοφήσεις και να χαθείς!)
- Ο Θεόν να κόφτ' τα χρόνα σ'!
- Σ' σην κοιλίαν να έεις και ς' σην αγκάλαν να μη έεις! (Να μέ­νεις έγκυος, αλλά στην αγκαλιά σου παιδί να μη κρατήσεις!)
Για να μη πραγματοποιηθούν, "να μη πιάν'νε" οι κατάρες χρη­σιμοποιούσαν τις απευχές - αντικατάρες:
Έφτυναν τον κόρφο τους λέγοντας:
"Απ' εμέν και ς' εσέν!", (από μένα σε σένα).
Έκαμναν στον Σταυρό τους και λέγανε:
"Ό Θεόν κατά την καρδίαν άτ, να δί' τον κάθα είναν!" (Ο Θεός ανάλογα με την καρδιά του να δίνει στον καθένα!).
Έλεγαν: "Εξ' και μακρά!", (μακριά από μένα!). "Κωφά τ' ωτία π' άκούγ'ν' άτο" (Η κατάρα να μη εισακουστεί!). "Ας σο στόμα σ' και ς' σον κόλο σ'", (εσύ να κακοπάθεις).
Πολλές φορές όταν δίνανε βαριές κατάρες στα παιδιά τους, το μετάνοιωναν.
Τότε έπεφταν στα γόνατα και κοιτάζοντας τον ουρανό έλεγαν:
- Να ξεραίνεται η γλώσσα μ', ή
- Θέ μ' σχώρα 'με, κι έξερα ντο έλεγα. Εσύ έμέν μ' ακούς, ή
- Θέ μ' ς' έμέν να έρ'ται το κακόν, ή
- Θέ μ', γιατί κι' εφίνες 'με ς' σον τόπο μ'!
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah