ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ του Ιούνη του 1915, σ' όλες τις γωνιές του αρμένικου μαχαλά της Σαμψούντας βρέθηκε κολλημένη μια διαταγή τού πρωθυπουργού Εμβέρ πασά που έλεγε:
«Μέσα σε τρεις μέρες, όλοι οι Αρμένιοι κάτοικοι της πόλης να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναχωρήσουν προς τα μεσόγεια. Βεβαιώνεται επί τω λόγω τς τιμής ότι δεν θα διατρέξουν κανένα κίνδυνο, ούτε θα υποστούν καμιά ζημιά οι περιουσίες τους. Με τη λήξη δε του πολέμου, θα τους επιτραπεί να γυρίσουν στις εστίες τους. Οι αναχωρούντες θα συνοδεύονται από χωροφύλακες για να είναι τελείως ασφαλής η πορεία τους από κάθε ληστρική επίθεση».
Σαμψούντα (Εμπορικό λιμάνι) |
Οι Αρμένιοι της πόλης, πλούσιοι και φτωχοί, αναστατώθηκαν μόλις διάβασαν τη διαταγή, γιατί στο μεταξύ είχε μαθευτεί η τραγική τύχη των συμπατριωτών τους στις άλλες πόλεις τού Πόντου και της υπόλοιπης Μικρασίας.
Ένας δυνατός τρόμος τους χτύπησε και δεν τους άφηνε να σταθούν ούτε στιγμή στον τόπο τους. Μαζεύονταν σαν κυνηγημένα κοπάδια αρνιών στα σπίτια, στα καφενεία, στα σταυροδρόμια και συζητούσαν με αυξανόμενη αγωνία το φοβερό μαντάτο. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν καμιά από τις διαβεβαιώσεις της διαταγής, κι ας τις υπέγραφε με την τιμή του ο Εμβέρ πασάς, η κεφαλή των Νεότουρκων. Το προηγούμενο των σφαγών της Κιλικίας στα 1909 τροφοδοτούσε με φρίκη την ταραγμένη φαντασία τους. Κάποια ελπίδα σωτηρίας θα υπήρχε, αν βρισκόταν στη θέση του ο Μουτασαρίφης Χαλίλ Χαμδή εφέντης, μα ο αγαθός εκείνος Διοικητής του σαντζακιού του Τζανίκ αντικαταστάθηκε την περασμένη κιόλας χρονιά από τον Τουράν πασά, ένα φανατικό Νεότουρκο.
Ωστόσο, την τρίτη μέρα μετά τη διαταγή, ήταν όλοι έτοιμοι για το μακρινό ταξίδι. Μόνο πενήντα άτομα τόλμησαν να καταφύγουν σε σπίτια Ρωμιών φίλων τους, κι άλλα τόσα κρύφτηκαν από το Γερμανό Καραβαγγέλη στη Μητρόπολη.
Έτσι, την τέταρτη μέρα, τα χαράματα, ένα παρδαλό πλήθος από τέσσερις χιλιάδες Αρμένιους κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, συνοδευόμενο από άγριους ζαπτιέδες, ξεκινούσε για την εξορία. Γυναίκες όμορφες και σοβαρές, κορίτσια άβγαλτα στον ήλιο, γριούλες σεβάσμιες και γέροι επιβλητικοί, περπατούσαν φορτωμένοι τους μποξάδες τους. Τα παιδάκια που μόλις μπορούσαν να βαδίσουν και τα βρέφη στις αγκαλιές των μανάδων, έκλαιγαν και τσίριζαν κρατώντας το ίσο στη γενική οχλαγωγία του πλήθους, που ανηφόριζε προς το Κατήκιοϊ με την απόγνωση και την αβεβαιότητα στα μάτια.
Όσοι δέ μπορούσαν να περπατήσουν καθόλου, γέροι αιωνόβιοι, γριές και άρρωστοι, ήταν ανεβασμένοι πάνω σε νοικιασμένα βοϊδόκαρα που ακολουθούσαν το θλιβερό καραβάνι. Οι ρόδες τους κροτούσαν στο καλντερίμι σαν σφυριές, που θαρρείς και καρφώνανε κάποιον αόρατο σταυρό μαρτυρίου. Τη θλιβερή πομπή έκλειναν δεκαπέντε ζαπτιέδες με εφ' όπλου λόγχη.
Οι Ρωμιοί του Κατήκιοϊ βγήκαν από τα σπίτια τους και κατέβηκαν στο δημόσιο δρόμο για να δουν την πομπή. Το θέαμα που αντίκρισαν τους τάραξε τόσο πολύ, που τους έσπρωξε να κάνουν κάτι για να γλυτώσουν, τουλάχιστον, μερικά παιδάκια. Γυναίκες και έφηβοι ρίχτηκαν αμέσως στην επιχείρηση, επωφελούμενοι από την ανακατωσούρα και κατάφεραν να σώσουν καμιά δεκαριά Αρμενόπουλα.
Το σεφκιέτ των Αρμενίων, ωστόσο, τραβούσε προς το Ελέσκοϊ, βιαστικό και θορυβώδικο σαν κυνηγημένο κοπάδι, σηκώνοντας πίσω του ένα πυκνό σύννεφο σκόνης, ενώ από ψηλά ο ήλιος άρχισε να καίει με τις πυρωμένες σαΐτες του.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ μαθεύτηκε πως οι εξόριστοι διανυχτέρεψαν στην κωμόπολη Καβάκ και την παρ' άλλη πως συνέχισαν την πορεία τους για την Κάβζα. Αργότερα οι αποστάσεις κατάπιναν κάθε πληροφορία για την τύχη τους. Με τον καιρό οι Ρωμιοί της Σαμψούντας έπαψαν σχεδόν να συζητάνε γι' αυτούς και σιγά - σιγά άρχισαν να τους ξεχνάνε.
Μια μέρα, όμως, έπειτα από ένα ολόκληρο μήνα, έφτασαν στην πόλη οι ειδήσεις για την τραγωδία τους. Κατά την ατέλειωτη πορεία τους μέσα στην τραχιά και απέραντη ενδοχώρα, ξεφύτρωναν ξαφνικά, κάθε τόσο, πίσω από τους λόφους και τα δέντρα, ομάδες Τούρκων χωρικών, που χυμούσαν κατά πάνω στο πλήθος με ρόπαλα, μαχαίρια και τσεκούρια.
Κοπανούσαν θανάσιμα μ' αυτά, μαχαίρωναν, έκοβαν, ατίμαζαν, έσφαζαν και κατόπιν ρίχνονταν πάνω στα πτώματα και τα λήστευαν ! Οι ζαπτιέδες δεν εμπόδιζαν το έργο των σφαγιαστών. Απεναντίας. Πρόσεχαν να μη το σκάσει κανείς. Και πολλές φορές πυροβολούσαν καταπάνω σε κείνους πού έτρεχαν να γλυτώσουν.
Μέρα με τη μέρα οι επιδρομές των χωρικών πλήθαιναν και ο αριθμός των εξόριστων λιγόστευε. Οι φανατισμένοι Τούρκοι έπεφταν σαν τα κοράκια πάνω στους μισοπεθαμένους από την κούραση και την πείνα Αρμένιους και τούς κλάδευαν αλύπητα. Η θλιβερή κουστωδία βάδιζε ολοένα και πιο γυμνή, ολοένα και πιο ματωμένη, με λιγότερους οδοιπόρους, όλο και πιο κοντά στον τελειωτικό ξολοθρεμό.
Ώσπου, ένα σούρουπο, έσβησε ολότελα, σαν να την κατάπιε ή γης . . .
Στα βάθη εκείνα της Ανατολής, τον ίδιο μήνα, εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι οδηγούνταν έξω από τις ποντιακές πόλεις και σφάζονταν ομαδικά μέσα σε χαράδρες και σε ρέματα ποταμιών. Εκατοντάδες αρμένικα χωριά ξεθεμελιώθηκαν και χάθηκαν για πάντα, ενώ τα άταφα πτώματά τους γίνανε τροφή για τα κοράκια και τα άγρια θηρία. Όλος ο Πόντος γέμισε κουφάρια, μύριζε απαίσια και κινδύνευε από χολέρα.
ΣΤΗ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ ο διωγμός των Αρμενίων συνεχίστηκε και τους κατοπινούς μήνες. Οι ζαπτιέδες έψαχναν παντού τους κρυμμένους και, όσους έβρισκαν, τούς σκότωναν επί τόπου, χωρίς διαδικασία, μαζί με το Ρωμιό που τους είχε διαθέσει τον κρυψώνα του για να σωθούν. Μέρες και νύχτες ατέλειωτες συνέχιζαν το κυνηγητό, ώσπου πίστεψαν ότι δεν απόμεινε κανένας ζωντανός μέσα στην πόλη και στα προάστια.
Μεθυσμένοι από το αίμα και το πλιάτσικο οι Τούρκοι ρίχτηκαν κατόπιν και στους πλούσιους 'Αρμένιους, που είχαν αλλαξοπιστήσει από παλιά, για να γλυτώσουν από το μόνιμο διωγμό τής φυλής τους. Έναν - ένα τούς δολοφονούσανε κι αυτούς τις νύχτες και κατόπιν έκαναν κατάσχεση των περιουσιών τους.
Τα όμορφα κορίτσια και τις νεαρές γυναίκες τις κρατούσανε για τα χαρέμια. Τις άλλες τις έστελναν σε μικρές - μικρές ομάδες προς το εσωτερικό για να βρουν την ίδια τύχη με τους συμπατριώτες τους.
Η σφαγή και ο εξολοθρεμός των τεσσάρων χιλιάδων Αρμενίων της Σαμψούντας ήταν ένα απλό επεισόδιο από το ματωμένο τυφώνα που ξέσπασε και απλώθηκε ταυτόχρονα σ' όλο το γερασμένο κορμί της ετοιμόρροπης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Νεότουρκοι «ανανεωτές», σχεδίασαν και εκτέλεσαν, για λόγους εθνικιστικούς και οικονομικούς, την εγκληματική απόφαση να ξεριζώσουν με ομαδικές σφαγές το ζωηρό και εύπορο στοιχείο των απογόνων του Τιγράνη. Οι Ρωμιοί της Σαμψούντας και του Πόντου ολόκληρου, παρακολουθώντας με δέος τον αφανισμό και τη γενοκτονία των ομοθρήσκων τους, κυριεύτηκαν από μεγάλη ανησυχία.
Ένας σουβλερός φόβος φώλιασε ακοίμητος μέσα τους για τα φανερωμένα πια σχέδια των Εμβέρ, Ταλαάτ και Νιαζί. Μα ο φόβος τούτος στάθηκε και το κίνητρο για τη συσπείρωση και την άμυνά τους, γιατί προέβλεπαν ότι μετά τούς Αρμένιους θα ερχόταν και η δική τους η σειρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου