Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ του Ιούνη του 1915, σ' όλες τις γωνιές του αρμένικου μαχαλά της Σαμψούντας βρέθηκε κολλημένη μια διαταγή τού πρωθυπουργού Εμβέρ πασά που έλεγε:
«Μέσα σε τρεις μέρες, όλοι οι Αρμένιοι κάτοικοι της πό­λης να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναχωρήσουν προς τα μεσόγεια. Βεβαιώνεται επί τω λόγω τς τιμής ότι δεν θα διατρέξουν κανένα κίνδυνο, ούτε θα υποστούν καμιά ζημιά οι περιουσίες τους. Με τη λήξη δε του πολέμου, θα τους επι­τραπεί να γυρίσουν στις εστίες τους. Οι αναχωρούντες θα συνοδεύονται από χωροφύλακες για να είναι τελείως ασφαλής η πορεία τους από κάθε ληστρική επίθεση».
Σαμψούντα (Εμπορικό λιμάνι)
Οι Αρμένιοι της πόλης, πλούσιοι και φτωχοί, αναστατώθηκαν μόλις διάβασαν τη διαταγή, γιατί στο μεταξύ είχε μα­θευτεί η τραγική τύχη των συμπατριωτών τους στις άλλες πόλεις τού Πόντου και της υπόλοιπης Μικρασίας. 
Ένας δυ­νατός τρόμος τους χτύπησε και δεν τους άφηνε να σταθούν ούτε στιγμή στον τόπο τους. Μαζεύονταν σαν κυνηγημένα κοπάδια αρνιών στα σπίτια, στα καφενεία, στα σταυροδρό­μια  και συζητούσαν με αυξανόμενη αγωνία το φοβερό μαν­τάτο. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν καμιά από τις διαβε­βαιώσεις της διαταγής, κι ας τις υπέγραφε με την τιμή του ο Εμβέρ πασάς, η κεφαλή των Νεότουρκων. Το προηγούμενο των σφαγών της Κιλικίας στα 1909 τροφοδοτούσε με φρίκη την ταραγμένη φαντασία τους. Κάποια ελπίδα σωτηρίας θα υπήρχε, αν βρισκόταν στη θέση του ο Μουτασαρίφης Χαλίλ Χαμδή εφέντης, μα ο αγαθός εκείνος Διοικητής του σαντζακιού του Τζανίκ αντικαταστάθηκε την περασμένη κιόλας χρονιά από τον Τουράν πασά, ένα φανατικό Νεότουρκο.
Ωστόσο, την τρίτη μέρα μετά τη διαταγή, ήταν όλοι έτοι­μοι για το μακρινό ταξίδι. Μόνο πενήντα άτομα τόλμησαν να καταφύγουν σε σπίτια Ρωμιών φίλων τους, κι άλλα τόσα κρύφτηκαν από το Γερμανό Καραβαγγέλη στη Μητρόπολη.
Έτσι, την τέταρτη μέρα, τα χαράματα, ένα παρδαλό πλή­θος από τέσσερις χιλιάδες Αρμένιους κάθε ηλικίας και κοι­νωνικής τάξης, συνοδευόμενο από άγριους ζαπτιέδες, ξεκι­νούσε για την εξορία. Γυναίκες όμορφες και σοβαρές, κορί­τσια άβγαλτα στον ήλιο, γριούλες σεβάσμιες και γέροι επι­βλητικοί, περπατούσαν φορτωμένοι τους μποξάδες τους. Τα παιδάκια που μόλις μπορούσαν να βαδίσουν  και τα βρέφη στις αγκαλιές των μανάδων, έκλαιγαν και τσίριζαν κρατών­τας το ίσο στη γενική οχλαγωγία του πλήθους, που ανηφόριζε προς το Κατήκιοϊ με την απόγνωση και την αβεβαιότητα στα μάτια.
 Όσοι δέ μπορούσαν να περπατήσουν καθό­λου, γέροι αιωνόβιοι, γριές και άρρωστοι, ήταν ανεβασμένοι πάνω σε νοικιασμένα βοϊδόκαρα που ακολουθούσαν το θλι­βερό καραβάνι. Οι ρόδες τους κροτούσαν στο καλντερίμι σαν σφυριές, που θαρρείς και καρφώνανε κάποιον αόρατο σταυρό μαρτυρίου. Τη θλιβερή πομπή έκλειναν δεκαπέντε ζαπτιέ­δες με εφ' όπλου λόγχη.
Οι Ρωμιοί του Κατήκιοϊ βγήκαν από τα σπίτια τους και κατέβηκαν στο δημόσιο δρόμο για να δουν την πομπή. Το θέαμα που αντίκρισαν τους τάραξε τόσο πολύ, που τους έ­σπρωξε να κάνουν κάτι για να γλυτώσουν, τουλάχιστον, με­ρικά παιδάκια. Γυναίκες και έφηβοι ρίχτηκαν αμέσως στην επιχείρηση, επωφελούμενοι από την ανακατωσούρα  και κα­τάφεραν να σώσουν καμιά δεκαριά  Αρμενόπουλα.
Το σεφκιέτ των Αρμενίων, ωστόσο, τραβούσε προς το Ελέσκοϊ, βιαστικό και θορυβώδικο σαν κυνηγημένο κοπάδι, σηκώνοντας πίσω του ένα πυκνό σύννεφο σκόνης, ενώ από ψηλά ο ήλιος άρχισε να καίει με τις πυρωμένες σαΐτες του.


ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ μαθεύτηκε πως οι εξόριστοι διανυχτέρεψαν στην κωμόπολη Καβάκ και την παρ' άλλη πως συνέ­χισαν την πορεία τους για την Κάβζα. Αργότερα οι αποστάσεις κατάπιναν κάθε πληροφορία για την τύχη τους. Με τον καιρό οι Ρωμιοί της Σαμψούντας έπαψαν σχεδόν να συζητάνε γι' αυτούς και σιγά - σιγά άρχισαν να τους ξεχνάνε. 
Μια μέρα, όμως, έπειτα από ένα ολόκληρο μήνα, έφτασαν στην πόλη οι ειδήσεις για την τραγωδία τους. Κατά την ατέλειωτη πο­ρεία τους μέσα στην τραχιά και απέραντη ενδοχώρα, ξεφύ­τρωναν ξαφνικά, κάθε τόσο, πίσω από τους λόφους και τα δέντρα, ομάδες Τούρκων χωρικών, που χυμούσαν κατά πάνω στο πλήθος με ρόπαλα, μαχαίρια και τσεκούρια. 
Κοπανού­σαν θανάσιμα μ' αυτά, μαχαίρωναν, έκοβαν, ατίμαζαν, έ­σφαζαν και κατόπιν ρίχνονταν πάνω στα πτώματα και τα λή­στευαν ! Οι ζαπτιέδες δεν εμπόδιζαν το έργο των σφαγιαστών. Απεναντίας. Πρόσεχαν να μη το σκάσει κανείς. Και πολλές φορές πυροβολούσαν καταπάνω σε κείνους πού έτρεχαν να γλυτώσουν.
Μέρα με τη μέρα οι επιδρομές των χωρικών πλήθαιναν και ο αριθμός των εξόριστων λιγόστευε. Οι φανατισμένοι Τούρκοι έπεφταν σαν τα κοράκια πάνω στους μισοπεθαμέ­νους από την κούραση και την πείνα Αρμένιους και τούς κλά­δευαν αλύπητα. Η θλιβερή κουστωδία βάδιζε ολοένα και πιο γυμνή, ολοένα και πιο ματωμένη, με λιγότερους οδοιπόρους, όλο και πιο κοντά στον τελειωτικό ξολοθρεμό.
Ώσπου, ένα σούρουπο, έσβησε ολότελα, σαν να την κατάπιε ή γης . . .
Στα βάθη εκείνα της Ανατολής, τον ίδιο μήνα, εκατοντάδες χιλιάδες  Αρμένιοι οδηγούνταν έξω από τις ποντιακές πό­λεις και σφάζονταν ομαδικά μέσα σε χαράδρες και σε ρέματα ποταμιών. Εκατοντάδες αρμένικα χωριά ξεθεμελιώθηκαν και χάθηκαν για πάντα, ενώ τα άταφα πτώματά τους γίνανε τροφή για τα κοράκια και τα άγρια θηρία. Όλος ο Πόντος γέμισε κουφάρια, μύριζε απαίσια και κινδύνευε από χολέρα.
ΣΤΗ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ ο διωγμός των Αρμενίων συνε­χίστηκε και τους κατοπινούς μήνες. Οι ζαπτιέδες έψαχναν παντού τους κρυμμένους και, όσους έβρισκαν, τούς σκότω­ναν επί τόπου, χωρίς διαδικασία, μαζί με το Ρωμιό που τους είχε διαθέσει τον κρυψώνα του για να σωθούν. Μέρες και νύχτες ατέλειωτες συνέχιζαν το κυνηγητό, ώσπου πίστεψαν ότι δεν απόμεινε κανένας ζωντανός μέσα στην πόλη και στα προάστια.
Μεθυσμένοι από το αίμα και το πλιάτσικο οι Τούρκοι ρίχτηκαν κατόπιν και στους πλούσιους 'Αρμένιους, που είχαν αλλαξοπιστήσει από παλιά, για να γλυτώσουν από το μό­νιμο διωγμό τής φυλής τους. Έναν - ένα τούς δολοφονούσανε κι αυτούς τις νύχτες και κατόπιν έκαναν κατάσχεση των περιουσιών τους.
 Τα όμορφα κορίτσια και τις νεαρές γυναί­κες τις κρατούσανε για τα χαρέμια. Τις άλλες τις έστελναν σε μικρές - μικρές ομάδες προς το εσωτερικό για να βρουν την ίδια τύχη με τους συμπατριώτες τους.
Η σφαγή και ο εξολοθρεμός των τεσσάρων χιλιάδων Αρ­μενίων της Σαμψούντας ήταν ένα απλό επεισόδιο από το μα­τωμένο τυφώνα που ξέσπασε και απλώθηκε ταυτόχρονα σ' όλο το γερασμένο κορμί της ετοιμόρροπης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 
Οι Νεότουρκοι «ανανεωτές», σχεδίασαν και εκτέλεσαν, για λόγους εθνικιστικούς και οικονομικούς, την εγκληματική απόφαση να ξεριζώσουν με ομαδικές σφαγές το ζωηρό και εύπορο στοιχείο των απογόνων του Τιγράνη. Οι Ρωμιοί της Σαμψούντας και του Πόντου ολόκληρου, παρα­κολουθώντας με δέος τον αφανισμό και τη γενοκτονία των ο­μοθρήσκων τους, κυριεύτηκαν από μεγάλη ανησυχία. 
Ένας σουβλερός φόβος φώλιασε ακοίμητος μέσα τους για τα φα­νερωμένα πια σχέδια των Εμβέρ, Ταλαάτ και Νιαζί. Μα ο φόβος τούτος στάθηκε και το κίνητρο για τη συσπείρωση και την άμυνά τους, γιατί προέβλεπαν ότι μετά τούς Αρμένιους θα ερχόταν και η δική τους η σειρά.


Χρήστος Σαμουηλίδης 

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah