Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΧΟΥΡΜΟΥΖΗΣ

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Ο Μιχαήλ Χουρμούζης είναι περισσότερο γνωστός στο θεατρόφιλο κοινό από τα έργα που έγραψε και εξέδωσε στην Αθήνα μεταξύ 1835 και 1839, δηλαδή τα έργα «Ο Λεπρέντης», «Ο τυχοδιώκτης», «Ο υπάλληλος» και «Ο χαρτοπαίκτης», που όχι μόνον επανεκδόθηκαν, αλλά και παρουσιάστηκαν στις θεατρικές σκηνές. 
Θέμα όλων αυτών των έργων ήταν η βαυαροκρατία (σ. σ. το καθεστώς του βασιλιά Όθωνα), η πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του ελεύθερου βασιλείου και η σάτιρα των διαφόρων τύπων της ελληνικής κοινωνίας. Αντίθετα, το έργο «Μαλακώφ» έχει ως θέμα του την κατασπατάληση του πλούτου, που είχε συγκεντρωθεί στα χέρια των ελληνορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης και τον πιθηκισμό ξενόφερτων προτύπων και τοποθετείται χρονικά στην περίοδο που ακολουθεί τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853-1856.

Η προκλητική ζωή των νεόπλουτων και άλλων
Η Κωνσταντινούπολη κατοικείται, την περίοδο εκείνη, από διάφορες κοινότητες, που διατηρούν τις πολιτισμικές τους καταβολές, έχουν ξεχωριστή εθνική συνείδηση και κοινωνική οργάνωση.
 Ο ελληνισμός είχε τη δική του κυβέρνηση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που ρύθμιζε κάθε, σχεδόν, έκφανση της ζωής των ορθοδόξων, όπως οι επεμβάσεις του σε θέματα σχετικά με την εκπαίδευση, την έγκριση ή την απόρριψη των προς έκδοση υποβαλλόμενων βιβλίων, την ονοματοδοσία, την «υπέρμετρη» ανάπτυξη των θετικών επιστημών, τον σχολαστικισμό και τη συντήρηση της αρχαΐζουσας γλώσσας, τις οικογενειακές σχέσεις και, βέβαια, τον περιορισμό των προικών και ειδικά της πολυτέλειας, που οι Πατέρες της Εκκλησίας, στο παρελθόν, είχαν κατ’ επανάληψη καταδικάσει σε όλες τις μορφές της: πολυτέλειας εδεσμάτων, καλλωπισμού, κατοικίας, ρούχων, πλούτου.
 Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1804, ο μητροπολίτης Καισαρείας Παΐσιος, με εγκύκλια επιστολή του, που διαβάστηκε σε όλους τους ναούς της επαρχίας του, απαγόρευσε στις γυναίκες να φορούν τα ογκώδη, πολυτελή και δαπανηρά καλύμματα κεφαλής (τακκέδες), ενώ, το 1827, οι πρόκριτοι και ο λαός της Κωνσταντινούπολης υπέβαλαν στον πατριάρχη Αγαθάγγελο και στη Σύνοδο κοινή αναφορά, με την οποία ζητούσαν να παύσουν οι καταχρήσεις, που γίνονταν κατά τις προικοδοσίες.

Το «μεγάλον κακόν της πολυτελείας»
Το θέμα της πολυτέλειας, όμως, φαίνεται ότι είχε απασχολήσει και τους πιστούς της επαρχίας. Σχετική είναι η είδηση της εφημερίδας «Αμάλθεια» της Σμύρνης, του 1846, σύμφωνα με την οποία «οι προύχοντες του γένους μας, εκ συμφώνου μετά της Μεγάλης Εκκλησίας (σ. σ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο) συσκέπτονται, οποία να λάβωσι μέτρα δια να απαλλάξωσι τους ομογενείς του μεγάλου κακού της πολυτελείας, ήτις εισχωρήσασα εις το γένος μας, κινδυνεύει να καταστρέψη ολόκληρον μίαν κοινωνίας και να απορροφήση και την τελευταίαν σταγόνα του ορθού λόγου ομού με το τελευταίον άσπρον μας» (σ. σ. άσπρο και άσπρα = χρήματα).
Το γενικότερο αίσθημα αποδοκιμασίας της πολυτέλειας και της σπατάλης οδήγησε, αργότερα, τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρύσανθο να πάρει θέση κατά της πολυτέλειας των γυναικών της Σμύρνης και να εκδώσει την εξής ιεραρχική επιστολή, που ανακοινώθηκε σε όλους τους ναούς της Σμύρνης: «Φεύγετε του συρμούς ... ως θανατηφόρον νόσον, αδιαφορούσαι ολοτελώς εις οιασδήποτε επικρίσεις και παρατηρήσεις των την πολυτέλειαν αγαπώντων,... Ωσαύτως παυσατε του λοιπού και την συνήθειαν του να προσφέρητε εις τας επισκέψεις γλυκίσματα και ποτά, των οποίων η προετοιμασία και η δι’ αργυρών σκευών χρήσις είναι, ως γνωστόν, και οχληρά και πολυδάπανος,...».

Περίεργες απαγορεύσεις από την Εκκλησία
Συμμορφούμενες με το πνεύμα της Εκκλησίας, ανάλογες αποφάσεις πήραν και οι κοινοτικές αρχές των μικρασιατικών πόλεων και χωριών. Πληθώρα σχετικών πληροφοριών παρέχουν οι κώδικες της Καππαδοκίας. Στη Ζαλέλα, το 1848, οι ιερείς και οι δημογέροντες απαγόρευσαν το «κοφτέρι» (μουσταλευριά) και τα δώρα, όταν οι άνδρες έφευγαν για την Κωνσταντινούπολη, τα δώρα μεταξύ συγγενών, σε περίπτωση γάμου, ενώ φλουριά επιτρεπόταν να φορούν μόνον τα νήπια. 
Στο Ιντζέσου, ανάμεσα στα άλλα, απαγορευόταν να στέλνουν οι αρραβωνιασμένοι νέοι από την Πόλη δώρα εκτός από χρυσό, να φέρνει ο νέος κουρέα στο σπίτι του, για να ξυριστεί μαζί με τους φίλους του, πριν από τον γάμο, να εκτίθεται σε κοινή θέα η προίκα της μελλόνυμφης, ή να δέχονται δώρα οι αρραβωνιασμένες κοπέλες, όταν οι άνδρες έφευγαν για την Πόλη, ενώ στην Καισάρεια, την επομένη Κυριακή του γάμου, κερνούσαν στους συγγενείς και τους φίλους μόνον γλυκό του κουταλιού, λουκούμι και καφέ, γιατί «ο μπακλαβάς εντελώς απαγορεύεται».

Οι αλλαγές με το Τανζιμάτ (μεταρρυθμίσεις)
Πολλοί, όμως, από τους περιορισμούς της Εκκλησίας έχασαν την ισχύ τους, όταν στα μέσα στου 19ου αιώνα η Ευρώπη επέβαλε τους όρους της στη ζωή των κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. 
Συγκεκριμένα, στα χρόνια 1839 — 1856, η οθωμανική αυτοκρατορία αναγκάστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και από τα αιτήματα των υπόδουλων, να προβεί σε σειρά μεταρρυθμίσεων, τις γνωστές ως Τανζιμάτ, με σκοπό τον εξευρωπαϊσμό και εκσυγχρονισμό της. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι, μετά το 1856, η ζωή των Ελλήνων ορθόδοξων άλλαξε αισθητά, αφού πλέον, τυπικά τουλάχιστον, είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους Οθωμανούς.

Πολλές οι ευκαιρίες για τους Έλληνες ορθόδοξους
Η Κωνσταντινούπολη, λοιπόν, την εποχή εκείνη προσέφερε πολλές ευκαιρίες πλουτισμού, εκσυγχρονισμού και εκδυτικισμού, με δραματικές συνέπειες για την κοινωνία των Ελλήνων ορθοδόξων, που ήταν μοιραίο να επηρεαστεί από τις αλλαγές αυτές.
Ο Κριμαϊκός πόλεμος, στα λίγα χρόνια που διήρκεσε (1853-1856), αναστάτωσε την κοινωνία της Κωνσταντινούπολης. Ο Ανδρέας Συγγρός, ως αυτόπτης μάρτυρας, κατέγραψε τις συνέπειες του πολέμου αυτού στη σύγχρονη κοινωνία. "Η Κωνσταντινούπολη από της ενάρξεως του Κριμαϊκού πολέμου ήλλαξε καθ’ όλα όψιν δηλαδή και εμπορικώς και οικονομικώς ως και υπό κοινωνικήν και πολιτειακήν έποψιν". Η ανάγκη εξυπηρέτησης των στρατευμάτων των Αγγλογάλλων, η μεγάλη ζήτηση αγαθών και η εισροή αμύθητων κεφαλαίων σήμανε τη συσσώρευση αστρονομικών ποσών στα χέρια μιας μερίδας των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, που παραδόθηκαν στη λαγνεία του πλούτου, της διασκέδασης και της επίδειξης. 
«Ακόμη και σήμερον», αναφέρει ο Συγγρός το 1894, όταν έγραψε τα Απομνημονεύματά του, «οι επιζώντες της εποχής εκείνης ... ενθυμούνται και ως μύθους διηγούνται τα κέρδη τα πραγματοποιηθέντα όχι μόνον υπό των ανέκαθεν εμπορευομένων και της εμπορικής ναυτιλίας, αλλά και παρά πλείστων ‘νεοφωτίστων’ και ουδεμίαν πριν γνώσιν εχόντων της εμπορίας, ούτε το ελάχιστον εχόντων κεφάλαιον».

Η ευρωπαϊκή οικονομική διείσδυση
Την ίδια περίοδο, η ευρωπαϊκή επίδραση επέβαλε αλλαγές στους θεσμούς, αλλά και στους τρόπους διοίκησης, που επέτρεψαν την ευρωπαϊκή οικονομική διείσδυση. Η οικοδόμηση των νέων ανακτόρων στο Ντολμά Μπαξέ, σε ύφος που αντέγραφε τα σύγχρονα κτήρια, που οικοδομούνταν στη Δύση, αποτελεί σύμβολο της μετάβασης από την μία εποχή στην άλλη.
Την περίοδο ακριβώς αυτή, μετά δηλαδή την ανακοίνωση του Χάττι Χουμαγιούν στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων στις 18 Φεβρουάριου 1856 και την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων τον Μάρτιο του ίδιου έτους, ο Χουρμούζης επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Μπορεί να φανταστεί κανείς την έκπληξή του στο θέαμα της Κωνσταντινούπολης και της κοινωνίας της, που αντίκρισε τόσο αλλαγμένες ύστερα από 35 χρόνια απουσίας. Μέλημά του τώρα είναι η κριτική της νέας κοινωνίας, ο εκμαυλισμός των ηθών, που προκάλεσε η επέλαση του εξευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού, οι υποθέσεις του Πατριαρχείου και τα κακώς κείμενα της Εκκλησίας.
Η μόνη σχέση με τον Χουρμούζη του παρελθόντος είναι η θητεία του στον αγώνα εναντίον της Αντιβασιλείας, που πιθανόν να διαμόρφωσε και την ευαισθησία του σε ό,τι αφορούσε τους ξένους.
Βέβαια, στη στροφή του αυτή έπαιξαν ρόλο και οι προσωπικές του πεποιθήσεις, που έδειξε με τις επιλογές του στη ζωή. Ο ίδιος ήταν εξαιρετικά θρήσκος στον τύπο, αλλά και την ουσία, ενήργησε, μάλιστα, να κτιστεί η εκκλησία της Παναγίας Θεοκορυφώτου στην Αντιγόνη, χωρίς να χαρίζεται, όμως, στις οποιεσδήποτε παρεκτροπές του ιερατείου. Χριστιανός και πατριώτης είδε ως απειλή τον εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό της κοινωνίας με όλες τις υπερβολές στις οποίες αποδύθηκαν οι σύγχρονοι του. 
Ήταν επόμενο, λοιπόν, να ταχθεί υπέρ της λιτότητας σε όλα τα επίπεδα της ζωής, υπέρ της ευσέβειας, της διατήρησης των παραδόσεων, θρησκευτικών και εθνικών, και κατά των νεωτερικών στοιχείων, από τα οποία θεωρούσε ότι κινδύνευε ο ελληνισμός.
 Ένα όπλο διέθετε για να πολεμήσει, και αυτό ήταν το θέατρο, στο οποίο είχε στο παρελθόν διακριθεί και με το οποίο αποφάσισε να διασκεδάσει, αλλά και να διδάξει

Η στροφή του Χουρμούζη στο θέατρο
Μιχαήλ Χουρμούζης
Γνώστης οπωσδήποτε της στάσης που κατά καιρούς είχε πάρει η Εκκλησία για το θέμα της πολυτέλειας, στράφηκε στο θέατρο. Το πρώτο από τα έργα που συνέγραψε στην Κωνσταντινούπολη, ο «Διάλογος ανδρογύνου», δημοσιεύτηκε ένα χρόνο πριν από το «Μαλακώφ» και αποτελεί στην πραγματικότητα πρόγευσή του.
Ένα ζευγάρι καβγαδίζει εξαιτίας των υπερβολικών ποσών που η σύζυγος καταθέτει στη μοδίστρα της, για να προμηθευτεί «καπελίνο» και «φουστάνι της μόδας μεταξωτό, ντεκολτέ».
Η σύζυγος υποστηρίζει τις προτιμήσεις της με επιχειρήματα του τύπου «όταν, άνδρα μου, είναι της μόδας ένα πράγμα γρόσια δεν λογαριάζουνε» και «....εγώ, άνδρα μου, οπίσω από τις άλλαις δεν μένω, είδες προχθές στην Πρίγκηπον όπου όλες ήσαν ντεκολτέ;», στα οποία ο σύζυγος αντιτείνει «... σήμερον το κατόρθωσες να εύρ’ η κορφή τον πάτο». Τελικά, η σύγκρουση λύνεται, όταν ο σύζυγος αποφασίζει να επιδείξει πυγμή: «βλέπεις αυτό το μπαστούνι; κατάγεται από την ράβδον του Μωυσέως και καθώς εκείνη εύγαλεν ύδωρ εκ της πέτρας ούτω και αυτό ευγάζει δάκρυα από τα μάτια και όταν μάλιστα ανεβοκατέβη επί ντεκολτέ...».

Η συγγραφή του έργου «Μαλακώφ»
Λίγο αργότερα ο Χουρμούζης θα γράψει το «Μαλακώφ», η υπόθεση του οποίου έχει ως εξής: Ο Παυλάκης, σύζυγος της Σμαράγδας και πατέρας του Αλέκου και της Κατίγκως, μόνιμος κάτοικος Φαναριού, παραθερίζει στην Πρίγκηπο.
Είναι έμπορος, ο οποίος σε προχωρημένη ηλικία πλούτισε ανέλπιστα στα χρόνια του κριμαϊκού πολέμου. Στο σπίτι τους υπάρχει μάγειρας, ο Δανίλης, και υπηρέτρια, η Φλουρού, αλλά και μία «αρχαία υπηρέτρια», η Φεταή, η οποία μιλά τη δική της γλώσσα, την ανατολίτικη. Δεν λείπουν βέβαια από τη σκηνή του «Μαλακώφ» και οι φιλενάδες της γυναίκας του, οι οποίες, στο πρόσωπο της Δουδούς και της κόρης της Ραλούς, υποδαυλίζουν τις τάσεις κατανάλωσης και επίδειξης των γυναικών της οικογένειάς του.
Τις γυναίκες της οικογένειας ακολουθεί και ο γιος του Αλέκος, ο οποίος αντιγράφει τους γόνους εύπορων οικογενειών και ξοδεύει ανάλογα σε διασκεδάσεις και ρουχισμό. Από τον οικογενειακό πλούτο, που εξανεμίζεται, επωφελούνται η μοδίστρα, η Τερεζίνα, ο έμπορος και προμηθευτής ειδών πολυτελείας, ο Καζαμίας, και ο καζινιέρης, ο Ζαφείρης. Αντίθετα, ο Παυλάκης χαίρεται να ευεργετεί την Εκκλησία και την κοινότητα της Πριγκήπου, ενώ οι δικές του απολαύσεις περιορίζονται σε πλουσιοπάροχα γεύματα.
 Βέβαια, στην κατασπατάληση του πλούτου δεν μένει απαθής, σαρκάζει τη γυναίκα του, την κόρη του και το γιό του, εξεγείρεται όμως και παίρνει τις αποφάσεις του μόνο όταν ο κατεστραμμένος οικονομικά φίλος του Στεφανάκης έρχεται να του ζητήσει βοήθεια. Τι να κάνει; Η γυναίκα του έφθασε στο σημείο να πουλήσει ακόμη και το σπίτι τους προκειμένου να εξασφαλίζει τα λούσα της. Η αντίδραση του Παυλάκη είναι καταπέλτης. Σχίζει τα φορέματα των γυναικών, υποχρεώνει τον γιο του να εργαστεί και απαιτεί την υποταγή και κηδεμονία των γυναικών.
Κωνσταντινούπολη

Οι αλλαγές στην κοινωνία και ο Χουρμούζης
Κατάπληκτος ο Χουρμούζης παρακολουθεί τις αλλαγές που συνέβαιναν στην Kωνσταντινουπολίτικη κοινωνία. Όπως και στα θεατρικά έργα, που είχε γράψει στην Ελλάδα, σατιρίζει την κοινωνία της εποχής του, ζωγραφίζει αποτελεσματικά τα πρόσωπα και προσθέτει ζωντάνια στο και ιδιωματική γλώσσα, που χρησιμοποιεί. Και έχει δίκαιο.
Η Κωνσταντινούπολη, που γνώριζε, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αισθάνεται και αυτός την υποχρέωση να καυτηριάσει την πραγματικότητα και επιλέγει τον τρόπο εκείνο που γνωρίζει να χειρίζεται αποτελεσματικά έργο την κωμωδία.
Κατασπατάληση περιουσιών, πολυτέλεια, μόδα, μίμηση ευρωπαϊκών προτύπων, αυτά είναι τα βασικά θέματα του Χουρμούζη. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι τοποθετεί τη δράση του έργου του στο έτος 1857, ακριβώς δηλαδή ένα έτος μετά το τέλος του κριμαϊκού πολέμου και το ονομάζει «Μαλακώφ», από το όνομα του φρουρίου, που αποτέλεσε το κύριο στήριγμα της άμυνας της Σεβαστούπολης, για την κατάληψη του οποίου είχαν δοθεί φονικότατες μάχες. Όμως, «Μαλακώφ» ονομάστηκε, εξαιτίας της ομοιότητας του σχήματος, και το φουντωτό μεσοφόρι, που χρησιμοποιούσαν οι κομψευόμενες της εποχής.
Ήταν μάλιστα τόσο φουντωτό ώστε, σύμφωνα με την εφημερίδα "Αρμονία", ο πατριάρχης Σωφρόνιος ο Γ' αποφάσισε το έτος 1864, να απαγορευθεί πλέον η είσοδος γυναικών στη Θεολογική Σχολή κατά την τελετή απόλυσης των αποφοίτων της σχολής, εκτός της μητέρας του αποφοίτου και εφόσον αυτή δεν φορούσε «Μαλακώφ», εξαιτίας του προβλήματος της στενότητας χώρου που δημιουργήθηκε από τη μαζική προσέλευση γυναικών με «Μαλακώφ».
Ποιες όμως ήταν οι αλλαγές που ο Χουρμούζης αισθάνθηκε την ανάγκη να καυτηριάσει; Ας τις δούμε ξεκινώντας από το χώρο.
Παραδοσιακά, το κέντρο των δραστηριοτήτων των Ελλήνων βρισκόταν στο Φανάρι. Εδώ είχε την έδρα του το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εδώ κατοικούσε, στα περίφημα γκιαργκίρια (σ. σ. πέτρινα σπίτια) η ελληνική αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης, εδώ βρίσκονταν σχεδόν στο σύνολο τους, οι πρεσβείες και τα προξενεία. Τη μετακίνηση, όμως, των ξένων πρεσβειών από το Φανάρι στο Πέραν θα ακολουθήσουν πολλοί Φράγκοι, γιατί αυτό τους επέτρεπε να βρίσκονται κοντά στον αντιπρόσωπο της χώρας τους, όπου μπορούσαν να καταφύγουν σε ώρα κινδύνου ή αμηχανίας.
Ο εκδυτικισμός της Πόλης άρχισε με γρήγορους ρυθμούς από αυτή ακριβώς την περιοχή, που εξελίχθηκε σε εστία όχι μόνον εμπορικής και τραπεζικής δραστηριότητας, αλλά και εντεινόμενης διεθνούς πολιτικής και κοινωνικής ζύμωσης. Ο εξευρωπαϊσμός επηρέασε όχι μόνον την οικιστική κατανομή των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και την αρχιτεκτονική των οικημάτων στα οποία διέμεναν. Τα παλιά, πέτρινα, φαναριώτικα σπίτια, τα γκιαργκίρια, εγκαταλείφθηκαν. Εκτός από τα μέγαρα των πρεσβειών και κάποιες ιδιωτικές κατοικίες, που ήταν λιθόκτιστες, οι περισσότερες κατοικίες της περιοχής κτίζονταν πλέον ξύλινες με το απαραίτητο σαχνισί της εγχώριας αρχιτεκτονικής (σ. σ. στεγασμένη κλειστή προεξοχή του σπιτιού, κάτι σαν μπαλκόνι).

Μετακομίσεις στη συνοικία του Πέραν
Τους Φράγκους, με τις πρεσβείες και τις κατοικίες τους, ακολούθησαν οι χριστιανοί, ορθόδοξοι και αρμενοκαθολικοί, γιατί στο Πέραν τους καλούσαν οι δουλειές τους, αφού είχε εξελιχθεί πλέον σε κέντρο. Ανάμεσα σε αυτούς που μετακόμισαν στο Πέραν συμπεριλαμβάνονται ο Δημητράκης Ζαφειρόπουλος και ο Γεώργιος Ζαρίφης (σ. σ. Μεγάλος ευεργέτης στον Πόντο και τη Θράκη). Χαρα­κτηριστική η διαδρομή της οικογένειας Ζαρίφη. Ο προ­πάτορας Ζαρίφης βρίσκεται στην Πόλη το 1786. Έχει δύο σπίτια, ένα στο Φανάρι, πέτρινο, χειμερινό, και ένα στο Μέγα Ρεύμα, ξύλινο, καλοκαιρινό. Οι καιροί, όμως, αλλάζουν και ο γιος του Γεώργιος Ζαρίφης, πριν από το 1848, μετακομίζει στο Σταυροδρόμι, σε πολύ μεγαλύτε­ρο πέτρινο σπίτι.

Ειρωνείες για τους νέους προσανατολισμούς
Ας γυρίσουμε όμως στο «Μαλακώφ». Ο ήρωας μας, ο Παυλάκης, ο οποίος κατοικεί στο Φανάρι, ειρωνεύεται τους νέους προσανατολισμούς της κοινωνίας και αρνείται να υπακούσει στα κελεύσματα της εποχής και να μετακομίσει στο Πέραν.
 Αλίμονο όμως, η μεταφορά του κέντρου της Πόλης στο Σταυροδρόμι είναι πλέον γεγονός, που θα σηματοδητήσει μία σειρά από αλλαγές στον τρόπο ζωής, γιατί το Σταυροδρόμι, αχ! το Σταυροδρόμι, απ’ όλα έχει. 
Και ο Σκαρλάτος Βυζάντιος προσθέτει χαρακτηριστικά: «Τις να πιστεύσει ότι αι δύο αύται όχθαι του Κόλπου μόλις απέχουσιν αλλήλων ημίωρον;».
Ο Ανδρέας Συγγρός στην Κωνσταντινούπολη Βέβαια, ακόμη και το 1852, οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης διαμαρτύρονται για τους στενούς και επικίνδυνους τη νύχτα δρόμους του Πέραν, που εμπόδιζαν τις κοινωνικές επαφές και περιόριζαν τους κατοίκους του κατ’ οίκον. Ο Συγγρός, όμως, ως ανατολίτης, είναι λιγότερο απαιτητικός. Ήδη από το 1845, όταν βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έπαιρνε μέρος σε «βεγγέρες» καθο­λικών οικογενειών, αλλά και παρακολουθούσε θεατρικές παραστάσεις.

Θεόφιλος Γκωτιέ
Εντυπωσιάστηκε και ο Θεόφιλος Γκωτιέ
Το 1852, ο Γάλλος λογοτέχνης Θεόφιλος Γκωτιέ βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και εντυπωσιάζεται από την παρουσία μεγάλου αριθμού καφωδίων οι θαμώνες των οποίων μπορούσαν να πιουν ένα ποτό «με την ευχαρίστηση μιας υπαίθριας ορχήστρας πλανόδιων μουσικών που παίζουν γερμανικά βαλς και ουβερτούρες από παλιές όπερες ... η μουσική που δεν σταματάει ποτέ, αφού η μία ορχήστρα ξαναρχίζει πριν προλάβει να τελειώσει η άλλη ...».
Έχει δίκαιο, λοιπόν, η Κατίγκω, η κόρη του Παυλάκη, όταν προσπαθεί να πείσει τον πατέρα της να μετακομίσουν στο Σταυροδρόμι, όπου υπάρχει και θέατρο. «Νενέκα! Να καταπείσετε τον μπαμπά να μας πιάση κ’ ένα ’σπήτι ’ς το Σταυροδρόμι, εκεί και μπάλλοι γένονται συχνά, και θέατρον είναι, και τόσαις άλλαις διασκέδασες ...». Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, θα κτιστούν πολλά άλλα θέατρα στο Σταυροδρόμι, αντίθετα με το Φανάρι, στο οποίο είναι γνωστό μόνον από το Γράφει η

Εντυπωσιάστηκε και ο Θεόφιλος Γκωτιέ
Το 1852, ο Γάλλος λογοτέχνης Θεόφιλος Γκωτιέ βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και εντυπωσιάζεται από την παρουσία μεγάλου αριθμού καφωδίων οι θαμώνες των οποίων μπορούσαν να πιουν ένα ποτό «με την ευχαρίστηση μιας υπαίθριας ορχήστρας πλανόδιων μουσικών που παίζουν γερμανικά βαλς και ουβερτούρες από παλιές όπερες ... η μουσική που δεν σταματάει ποτέ, αφού η μία ορχήστρα ξαναρχίζει πριν προλάβει να τελειώσει η άλλη ...».
Έχει δίκαιο, λοιπόν, η Κατίγκω, η κόρη του Παυλάκη, όταν προσπαθεί να πείσει τον πατέρα της να μετακομίσουν στο Σταυροδρόμι, όπου υπάρχει και θέατρο. «Νενέκα! Να καταπείσετε τον μπαμπά να μας πιάση κ’ ένα ’σπήτι ’ς το Σταυροδρόμι, εκεί και μπάλλοι γένονται συχνά, και θέατρον είναι, και τόσαις άλλαις διασκέδασες ...». Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, θα κτιστούν πολλά άλλα θέατρα στο Σταυροδρόμι, αντίθετα με το Φανάρι, στο οποίο είναι γνωστό μόνον από το 1862 θέατρο της Λέσχης «Μνημοσύνη».
Και βέβαια, οι κάτοικοι των εξευρωπαϊσμένων αυτών συνοικιών (σ. σ. της Κωνσταντινούπολης) δεν παρέλειπαν να ντύνονται με ευρωπαϊκό τρόπο. «Θα τους ξεχώριζε κανείς από τους κομψευόμενους Παριζιάνους μόνον από το φανταχτερό τους γούστο», γράφει ο Θεόφιλος Γκωτιέ.

Κάθε πόλεμος αφήνει πίσω του και νεόπλουτους!
Όλα αυτά επιτάθηκαν με τον Κριμαϊκό πόλεμο (σ. σ. 1854 — 1856) και κυρίως από τους οψίπλουτους (σ. σ. νεόπλουτους), οι οποίοι κέρδισαν εξαιτίας του πολέμου μεγάλες περιουσίες και οι οποίοι δεν έχαναν ευκαιρία να επιδειχθούν.
 Επιπλέον, η λήξη του Κριμαϊκού πολέμου έφερε πνεύμα ευφορίας και χαράς σε όλους τους κατοίκους της Πόλης (εκτός, βέβαια, από τους ορθόδοξους, οι οποίοι, στη διάρκεια του πολέμου, είχαν υποστηρίξει τους Ρώσους), που εκδηλώθηκε με τη διοργάνωση κατ’ οίκον εορτών, αλλά και πολυάριθμων γευμάτων και χορών από την πλευρά των πρεσβειών, χορών, από τους οποίους δεν έλειψε ούτε αυτός ο σουλτάνος.
 «Τότε, κατά πρώτον, ενεκαινίσθησαν (σ. σ. εγκανιάστηκαν) τα μετά το μεσονύκτιον πλούσια δείπνα επί το ευρωπαϊκότερον, κατ’ απομίμησιν των εν ταις πρεσβείαις παρατιθεμένων, μετ’ εκλεκτών οίνων Γαλλίας και Παραρρηνίων και προ πάντων καμπανίτου», (σ. σ. από αμπέλια γύρω από τον ποταμό Ρήνο, και κυρίως σαμπάνιας).
Πρίγκηπος-Buyukada
Γρήγορα εκσυγχρονιστικά βήματα στην Πόλη
Με το τέλος του πολέμου (το 1856), ο εκσυγχρονισμός της Κωνσταντινούπολης έγινε με γρήγορα βήματα. Χτίστηκαν θέατρα και ξενοδοχεία δυτικού τύπου, σταδιακά άρχισε να φωτίζεται η πόλη με γκάζι, κατασκευάστηκαν λεωφόροι από Οθωμανούς και Γάλλους, αντοκοδομήθηκε τμήμα του Σταυροδρομίου, που είχε καεί, λιθοστρώθηκε η κεντρική οδός του Πέραν, από το Ταξίμ μέχρι το Τζαμί Αγά, αλλά και άρχισε η σταδιακή σύνδεση της Κωνσταντινούπολης, με τηλέγραφο, με τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα και την Αθήνα.
Μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, και η Πρίγκηπος, που οι εύποροι Κωνσταντινουπολίτες τη θεωρούσαν αριστοκρατικό τόπο παραθερισμού, μαζί με τα Θεραπειά και τον Βαθυρρύακα.
Βεβαίως, η Πρίγκηπος δεν ήταν μόνον τόπος παραθερισμού, αλλά και καταφύγιο των πλουσιότερων, που έφευγαν από την Κωνσταντινούπολη από τον φόβο των διαφόρων επιδημιών. Ειδικώς για την περίοδο αυτή είναι γνωστό ότι, στη διάρκεια του κριμαϊκού πολέμου, είχαν σημειωθεί στην Κωνσταντινούπολη κρούσματα χολέρας, που είχαν μεταφέρει τα στρατεύματα από την Κριμαία.
Ήταν φυσικό, επομένως, εφόσον η Πρίγκηπος συγκέντρωνε την αριστοκρατία της εποχής, να προσφέρει στους επισκέπτες της και την ανάλογη διασκέδαση. Ο Χουρμούζης δεν υπερβάλλει, όταν περιγράφει την Πρίγκηπο ως τόπο, όπου το καλοκαίρι υπήρχε μεγάλη ελευθερία ή σύμφωνα με άλλον επισκέπτη, «η ευθυμία ... υπερβαίνει κατά τινα μέρη το μέτρον της ευπρεπείας». 
Μπορεί, βεβαίως, το νησί να μην είχε θέατρο, είχε, όμως, πολλά άλλα: καφενεία με μπαλκόνια στη θάλασσα, στα οποία οι αξιότιμοι θαμώνες τους έτρωγαν παγωτά, έπιναν καφέ, κάπνιζαν και, αν ήταν ερωτευμένοι, έκαιγαν για χάρη της καλής τους βεγγαλικά, τα μαϊτάπια. Φυσικά, δεν έλειπαν τα θαλάσσια μπάνια και, βεβαίως, ο περίπατος, με τον οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να διασκεδάσουν, αλλά και να επιδείξουν βαρύτιμα μεταξωτά φορέματα, γυμνά μπράτσα και μπούστα, εντυπωσιακές κωμώσεις και καπέλα, βαρύτιμα κοσμήματα. Ακόμη καζίνα, όπου οι θαμώνες μπορούσαν να παίξουν χαρτιά ή μπιλιάρδο και να καπνίσουν τον ναργιλέ τους.

Η κοινωνία της Πόλης και η θέση της γυναίκας
Ο Μιχαήλ Χουρμούζης, με το έργο του «Μαλακώφ», ήθελε να καταδικάσει τον εκσυγχρονισμό και τον εκδυτικισμό της κοινωνίας, εύκολο θύμα των οποίων ήταν η γυναίκα... Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης θα απασχοληθεί έντονα με το πρόβλημα του ρόλου και επομένως της εκπαίδευσης της γυναίκας. 
Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, θα αναζητήσει λύσεις μέσα από τη δραστηριότητα του «Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως» και του «Συλλόγου προς διάδοσιν της γυναικείας παιδεύσεως», μέσα από την ίδρυση παρθεναγωγείων και διδασκαλείων νηπιαγωγών και διδασκαλισσών, αλλά και μέσα από την ίδρυση ποικίλων γυναικείων συλλόγων, που θα προσφέρουν στη γυναίκα, όχι μόνον μόρφωση, αλλά και συμμετοχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι.


 
Λήδα Ιστικοπούλου
Δρ ιστορίας και συγγραφέας










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah