Τάμαν Μαρτί' από βραδής έτοιμος ενεμέν'νες
νάρχουν Αγγέλ' απ' Ουρανού και ας σον Άεν Τάφον.
Κι εδέβες, Ηλία, άμον ντ' έλεεν τη ψής-ι-σ' η λαλία
τα γαλενά, τ' ουρανοδέβατα, τα στράτας των Αγίων,
όθεν παρχάρα ολόχρονα καταπρασινισμένα
κι ο ουρανόν ανύχτωτον και ηλεν φωταγμένον.
Την 1η Μαρτίου 1999, γύρω στις 8 το βράδυ, έτοιμος ο Ηλίας, όπως έγραφε και στα ποιήματα του: «τ' οσήμερον, το αύριον, η ώρα με την ώραν, ολίγον έν' και-ν έτοιμος, έτοιμος πρέπ' να είμαι», περίμενε τη συνάντηση του με τους Αγίους και τον Χριστό. Και έφυγε γαλήνιος.
Τα στράτας-ι-σ' τραντάφυλλα κ' η δέβα σ' μανουσάκια
κι ο ύπνος-ι-σ' γλυκύς-γλυκύς, άμον τα τραωδίας
ντο έλεες και έγροφτες κ' εχαίρουτον ο κόσμον.
Από παιδί είχε μέσα του την Ελλάδα ο Ηλίας, γιος του Αβραάμ και της Σοφίας - Σόνιας, από το Σταυρίν του Πόντου, γεννήθηκε στην ξενιτιά, στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, το 1915. Το 1925, η οικογένεια του έρχεται στην Ελλάδα και εγκα θίσταται στην Καλλιθέα Αττικής. Με αγάπη για την Ελλάδα και πατριωτικές αρετές, που στολίζουν τον ψυχικό του κόσμο, έρχεται στην πατρίδα ο δεκάχρονος Ηλίας.
Στις παιδικές αναμνήσεις του από το Νοβοροσίσκ, ξεχωριστή θέση κατέχουν στιγμές πατριωτικού ενθουσιασμού. «Όταν ερχόταν», έλεγε, «στο λιμάνι ελληνικό πλοίο, κατέβαινα με τους γονείς μου στην προκυμαία. Ώρες ολόκληρες καμάρωνα σιωπηλός, με την παιδική ψυχή πλημμυρισμένη από μυστική ευφροσύνη, τη γαλανόλευκη σημαία να κυματίζει στην πρύμνη του πλοίου. Εφτάχρονο παιδί, δοκίμαζα μια συγκλονιστική αίσθηση σε ολόκληρο το κορμί μου για την Πατρίδα, Σημαία και Γενιά».
Με αυτά τα αισθήματα, με αυτά τα εφόδια στον ψυχικό του κόσμο, έφτασε ο μικρός Ηλίας στην Ελλάδα. Τις γυμνασιακές σπουδές του ακολουθούν σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών Επιστημών (ΑΣΟΕ) και μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων και τη συμμετοχή του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, μπαίνει ως υπάλληλος στη δημόσια διοίκηση.
Η καριέρα του στη δημόσια διοίκηση
Οι ξεχωριστές διοικητικές του ικανότητες τον προωθούν στα ανώτερα κλιμάκια της διοικητικής ιεραρχίας. Το 1946 διορίζεται έπαρχος Σιντικής Σερρών, στο Σιδηρόκαστρο, όπου παραμένει μέχρι το 1949. Στη συνέχεια, τοποθετείται έπαρχος Γρεβενών (όταν ακόμη τα Γρεβενά ανήκαν διοικητικά στο νομό Κοζάνης), όπου γνωρίζεται και ενώνει τη ζωή του με τη Χριστίνα.
Ακολουθούν οι επαρχίες Παιονίας Κιλκίς και Διδυμοτείχου Ορεστιάδας, και το 1960 τοποθετείται νομάρχης Θεσπρωτίας. Ακολουθούν οι νομαρχίες Λευκάδας και Καβάλας, απ' όπου και συνταξιοδοτείται το 1965.
Αποκάλυψη του λογοτεχνικού του ταλέντου
Στον ποντιακό λογοτεχνικό ορίζοντα πρωτοεμφανίζεται ο Ηλίας Τσιρκινίδης το 1939, σε ηλικία 22 ετών, με το ποίημα του «Το γήτεμαν», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ποντιακά Φύλλα». Αποκάλυψη, πράγματι, το ποιητικό ταλέντο του νεαρού Τσιρκινίδη. Η νεράιδα του δάσους, που τη συναντά κανείς σε πολλά ποντιακά παραμύθια, γίνεται από τον Ηλία Τσιρκινίδη τραγούδι μαγευτικό, συγκλονιστικό. «Με το υπέροχο αυτό ποίημα», γράφει ο αείμνηστος Ιορδάνης Παμπούκης, «βλέπομε κυριολεκτικά φως: Εγεννάτο ημίν ποιητής!».
Ο ποιητής Ηλίας Τσιρκινίδης, απλός και φρόνιμος και γνωστικός, μας φέρνει εκεί που θέλει μ' έναν τρόπο αληθινά ποιητικό, τον τρόπο του λαού, που αφήνει τη φαντασία να πετάξει ελεύθερη.
Το πρώτο ποίημα ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλα: Ο τσοπάνον, Η Μάννα, Ο τραβωδάνον, Ο Δήμον ο κεμεντζετσής και άλλα, που δημοσιεύονται στα «Χρονικά του.
Ο Παντελής Μελανοφρύδης, συγγραφέας του υπέροχου διηγήματος «Οι κλωστοί», συνεπαρμένος από τα ποιήματα του Ηλία Τσιρκινίδη, γράφει μεταξύ άλλων:
«Νέπε Λία, εσύ πολλά αφορισμένον μωρόν εξέβες. Μέρ' ηύρες ατά τα έμορφα τα λόγια και έγραψες ατα; Ελίγωσαν εμέ! Λελεύω σε, Λία, γράψον κι άλλα, μη οκνείς!». Και δεν οκνεί ο Ηλίας. Το 1958 τυπώνει την πρώτη ποιητική του συλλογή με 15 ποιήματα και τίτλο «Το γήτεμαν και άλλα ποιήματα», και το 1983 τη δεύτερη με 29 ποιήματα και τίτλο «Το μένεμαν κι άλλα ποιήματα».
Όλα τα ποιήματα του, για τον Πόντο και τους Πόντιους
Όλα τα ποιήματα του Ηλία για τον Πόντο, για τη ζωή στον Πόντο μιλούν και τον Πόντο έχουν ως περιεχόμενο τους. Αποτελούν αναδρομή νοσταλγική ανθρώπου, που γεννήθηκε, έζησε και μεγάλωσε στον Πόντο. Ο Ηλίας, που δεν γεννήθηκε στον Πόντο, μέσα από τα ποιήματα του μοιάζει να γνωρίζει τόσο πολύ τον Πόντο, ώστε και τον Μελανοφρύδη ξεγέλασε, που έγραψε εκείνο το θαυμάσιο: «Σάγκιταμ', Ηλία, εντάμαν έπαμε νερόν 'ς ση Σταυρί τα παρχάρα».
Από κανένα ποίημα του Ηλία Τσιρκινίδη δεν λείπουν τα σύμβολα-άνθη του Πόντου. Τα κάθε είδους «άθα», τα μανουσάκια, τα μάραντα-Παναΐας δάκρα, τα χιολονίτας, τα χιονοτσίτσεκα και τόσα άλλα. Πάντοτε κάποιο από αυτά τα λουλούδια ευωδιάζει μέσα στους στίχους του και συνοδεύει την αγιάτρευτη νοσταλγία του.
"Νοσταλγημένη ποντιακή ψυχή", γράφει ο Σίμος Λιανίδης, συγκλονίζει τον πονεμένο νοσταλγό Πόντιο. Θάφτανε μόνον "Ο Δήμον ο κεμεντζετσής", αν δεν είχε γραφτεί τίποτε άλλο, για να δώσει τόσο δραματικά, τόσο τραγικά, το δράμα των ξεριζωμένων Ποντίων από το χώμα της πατρώας γης».
Τα θεατρικά και ποιητικά έργα του Τσιρκινίδη
Βαθύς γνώστης της ποντιακής διαλέκτου, ο Ηλίας άφησε τη σφραγίδα του και στο ποντιακό θέατρο. Ένα από τα έργα του, το «Δαβίδ ο Μέγας Κομνηνός», σε σκηνοθεσία του ιδίου, ανέβηκε από την Ποντιακή Σκηνή του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Ποντίων Αθηνών, το 1983.
Όπως και τα ποιήματα του, έτσι και τα θεατρικά του έργα, «Τ' όρωμαν και το κρίμαν», 1985, «Ο πόλεμον κατάρα έν'», «Ιωάννης Καλογιάννης Μέγας Κομνηνός» (και με τον ίδιο τίτλο στη δημοτική), «Τη Τρίχας το γεφύριν», χαρακτηρίζονται για το πλούσιο λεξιλόγιο, την ομαλή και γνήσια ποντιακή διάλεκτο και τη λατρεία για καθετί ποντιακό.
Το 1990, σε μια έκδοση με τίτλο «Ο τραβωδάνον», περιλαμβάνει τις δύο προηγούμενες συλλογές, «Το γήτεμαν» και το «Μένεμαν» και τα ποιήματα που μέχρι τότε έγραψε, εννέα στο σύνολο, με εισαγωγικό τίτλο «Στοχασία».
Οι δυο πρωτότυπες εργασίες του
Ακούραστος εργάτης του ποντιακού πνεύματος, ο Ηλίας Τσιρκινίδης, τα τρία τελευταία χρόνια άφησε δύο πρωτότυπες εργασίες του:
α) Το 1996, την εργασία του, με τίτλο «Πόντιοι ποιητές - Ανθολόγιο», έκδοση του Συλλόγου «Αργοναύται - Κομνηνοί», όπου, με την επιμέλεια που τον διέκρινε, περιέλαβε αντιπροσωπευτικά ποιήματα σύγχρονων Ποντίων ποιητών, στο σύνολο τριάντα ένα, που ήσαν κατεσπαρμένα σε περιοδικά, εφημερίδες και άλλες περιοδικές εκδόσεις.
β) Το 1998, την εργασία του, με τίτλο «Ποντιακά δημοτικά τραγούδια», έκδοση του ιδίου, όπου ο αναγνώστης θα βρει συγκεντρωμένα κατά κατηγορίες, ακριτικά, ιστορικά, λατρευτικά, της αγάπης, του γάμου κ. τ. λ., τα δημοτικά τραγούδια του Πόντου.
Η γενικότερη προσφορά του στο θέατρο
Το 1967, κάτω από δύσκολες συνθήκες, ύστερα από τη διάλυση του Ποντιακού Καλλιτεχνικού Οργανισμού, που έγινε από την κρατούσα τότε κατάσταση (σ. σ. από τη χούντα), ο Ηλίας Τσιρκινίδης πρωτοστατεί στην ίδρυση νέου σωματείου, του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Ποντίων Αθηνών (ΚΟΠΑ), του οποίου και αναλαμβάνει την προεδρία.
Με αξιόλογους Πόντιους σκηνοθέτες και θερμούς νέους Πόντιους καλλιτέχνες, δημιουργεί την Ποντιακή Σκηνή του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Ποντίων Αθηνών και ανεβάζει, μέχρι το 1991, έντεκα ποντιακά θεατρικά έργα. Προκηρύσσει και φέρνει σε πέρας πέντε θεατρικούς διαγωνισμούς συγγραφής έργων στην ποντιακή διάλεκτο και παίρνει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου (στο Ντιτρόιτ και στο Λος Αντζελες των ΗΠΑ και στην Κύπρο). Επιβράβευση των προσπαθειών του ήταν το ευρωπαϊκό βραβείο λαϊκής τέχνης, από το ίδρυμα F. V. S. του Αμβούργου, το 1980.
Επιβράβευση των δραστηριοτήτων του
Η θητεία του Ηλία Τσιρκινίδη ως προέδρου στον ΚΟΠΑ, από το 1967 μέχρι το 1991, δηλαδή για 24 χρόνια, είναι γεμάτη δημιουργική δραστηριότητα. Για τη διοικητική του δραστηριότητα, ο Ηλίας Τσιρκινίδης τιμήθηκε με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος των Ταξιαρχών του βασιλιά Γεωργίου Α' και το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής της Ιταλική Δημοκρατίας.
Για την προσφορά του στα ποντιακά, τιμήθηκε με δίπλωμα τιμής από το Σωματείο «Παναγία Σουμελά», από την Ομοσπονδία Ποντιακών Συλλόγων της τότε Δυτικής Γερμανίας και Δυτικού Βερολίνου, από τον Καλλιτεχνικό Οργανισμό Ποντίων Αθηνών, από την Ένωση Ποντίων Σουρμένων Αττικής και από άλλους συλλόγους.
«Έναν εγκάλαν μάραντα έγκο ας σον παρχάριν»
Ο ίδιος ο Ηλίας Τσιρκινίδης, με τη μετριοφροσύνη που τον διέκρινε, δεν αποζητούσε τιμές ούτε δικαιώματα για τον πλούσιο θησαυρό που άφησε. Στο «Τετράδιον», τελευταίο ποίημα της συλλογής του «Ο τραβωδάνον», γράφει:
Έναν εγκάλαν μάραντα έγκα ας σον παρχάριν
κ' εντάμαν το τετράδιον όθεν τα τραβωδίας
ντο έγραψα με την σειράν, 'ς σα χρόνα ντο εδέβαν
Ευρετικά 'κι ψαλαφώ, τάξιμον 'κι αναμένω.
Μια αγκαλιά αμάραντα του βουνού, τα ποιήματα του Ηλία Τσιρκινίδη και μαζί το τετράδιο με τα τραγούδια του, που έγραψε στα χρόνια που πέρασαν. Για όλον αυτό τον θησαυρό που αφήνει, δεν ζητάει τίποτε. Ούτε εύρετρα ούτε τάξιμο - ανταπόδοση. Και, όμως, πολλά του άξιζαν.
Οι Πόντιοι τον τίμησαν με την αγάπη τους, οι άλλοι, όμως...
Οι Πόντιοι τον τίμησαν ιδιαίτερα. Τον έβαλαν στην καρδιά τους, στην ψυχή τους. Τον αποκάλεσαν «Παλαμά των Ποντίων». Του έλειψε, όμως, η αναγνώριση, η τιμητική διάκριση από τους Πανέλληνες. Οι κριτές του ανωτάτου πνευματικού ιδρύματος της χώρας, της Ακαδημίας Αθηνών, δεν κατάλαβαν ή δεν διάβασαν τα έργα του, τα ποιήματα του.
Για τους Πόντιους, το έργο του θα μείνει αθάνατο και θα μιλάει στην ψυχή όλων και στις ψυχές των γενεών που θα ακολουθήσουν. Πιστοί στην παραγγελία του:
Αφήνω και 'ς σ' οσπιτανούς έναν παραγγελιαν,
εμέν να παραβγάλ'νε με οι συενοί και φίλοι
με τη λύρας το παίξιμον και με τα τραβωδίας.
Οι σπιτικοί του, η αγαπημένη του σύντροφος Χριστίνα, τα αγαπημένα του παιδιά Αβραάμ και Σόνια, οι αγαπημένοι του, νύφη και γαμπρός, Μαρία και Γιώργος, τα αγαπημένα του εγγόνια και όλοι οι συγγενείς και φίλοι του, τον ξεπροβοδίσαμε με τη λύρα.
Πριν κατεβεί στην τελευταία του κατοικία, γαλήνιος ο Ηλίας Τσιρκινίδης, έδειχνε να χαίρεται το παίξιμο της λύρας του Γιώργου Αμαραντίδη, το μοιρολόγι του Χρόνη Αμανατίδη και την απαγγελία του ποιήματος του «Ο Δήμον ο κεμεντζετσής» από τον Γιώργο Σαρακενίδη.
Λαφρύ το χώμα της αττικής γης, που σε δέχθηκε στα σπλάχνα του και ο Πανάγαθος θεός, που τόσο ύμνησες, αξέχαστε Ηλία, ν' αναπαύσει την ψυχή σου.
Κι αν έν' και κάποιος απ' εμάς πάει 'ς σο Σταυρίν
έναν βουρόπον χώμαν ας φέρ' οντές κλώσκεται
κι ας σύρ' ατο απάν 'ς σο ταφί σ', ν' αναπέεται η ψή σ'
Αιωνία σου η Μνήμη
Χριστόφορος Στ. Χριστοφορίδης - Σάρπογλης
γεωπόνος και συγγραφέας, τ. πρόεδρος τον ΚΟΠΑ
νάρχουν Αγγέλ' απ' Ουρανού και ας σον Άεν Τάφον.
Κι εδέβες, Ηλία, άμον ντ' έλεεν τη ψής-ι-σ' η λαλία
τα γαλενά, τ' ουρανοδέβατα, τα στράτας των Αγίων,
όθεν παρχάρα ολόχρονα καταπρασινισμένα
κι ο ουρανόν ανύχτωτον και ηλεν φωταγμένον.
Την 1η Μαρτίου 1999, γύρω στις 8 το βράδυ, έτοιμος ο Ηλίας, όπως έγραφε και στα ποιήματα του: «τ' οσήμερον, το αύριον, η ώρα με την ώραν, ολίγον έν' και-ν έτοιμος, έτοιμος πρέπ' να είμαι», περίμενε τη συνάντηση του με τους Αγίους και τον Χριστό. Και έφυγε γαλήνιος.
Τα στράτας-ι-σ' τραντάφυλλα κ' η δέβα σ' μανουσάκια
κι ο ύπνος-ι-σ' γλυκύς-γλυκύς, άμον τα τραωδίας
ντο έλεες και έγροφτες κ' εχαίρουτον ο κόσμον.
Από παιδί είχε μέσα του την Ελλάδα ο Ηλίας, γιος του Αβραάμ και της Σοφίας - Σόνιας, από το Σταυρίν του Πόντου, γεννήθηκε στην ξενιτιά, στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, το 1915. Το 1925, η οικογένεια του έρχεται στην Ελλάδα και εγκα θίσταται στην Καλλιθέα Αττικής. Με αγάπη για την Ελλάδα και πατριωτικές αρετές, που στολίζουν τον ψυχικό του κόσμο, έρχεται στην πατρίδα ο δεκάχρονος Ηλίας.
Στις παιδικές αναμνήσεις του από το Νοβοροσίσκ, ξεχωριστή θέση κατέχουν στιγμές πατριωτικού ενθουσιασμού. «Όταν ερχόταν», έλεγε, «στο λιμάνι ελληνικό πλοίο, κατέβαινα με τους γονείς μου στην προκυμαία. Ώρες ολόκληρες καμάρωνα σιωπηλός, με την παιδική ψυχή πλημμυρισμένη από μυστική ευφροσύνη, τη γαλανόλευκη σημαία να κυματίζει στην πρύμνη του πλοίου. Εφτάχρονο παιδί, δοκίμαζα μια συγκλονιστική αίσθηση σε ολόκληρο το κορμί μου για την Πατρίδα, Σημαία και Γενιά».
Με αυτά τα αισθήματα, με αυτά τα εφόδια στον ψυχικό του κόσμο, έφτασε ο μικρός Ηλίας στην Ελλάδα. Τις γυμνασιακές σπουδές του ακολουθούν σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών Επιστημών (ΑΣΟΕ) και μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων και τη συμμετοχή του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, μπαίνει ως υπάλληλος στη δημόσια διοίκηση.
Η καριέρα του στη δημόσια διοίκηση
Οι ξεχωριστές διοικητικές του ικανότητες τον προωθούν στα ανώτερα κλιμάκια της διοικητικής ιεραρχίας. Το 1946 διορίζεται έπαρχος Σιντικής Σερρών, στο Σιδηρόκαστρο, όπου παραμένει μέχρι το 1949. Στη συνέχεια, τοποθετείται έπαρχος Γρεβενών (όταν ακόμη τα Γρεβενά ανήκαν διοικητικά στο νομό Κοζάνης), όπου γνωρίζεται και ενώνει τη ζωή του με τη Χριστίνα.
Ακολουθούν οι επαρχίες Παιονίας Κιλκίς και Διδυμοτείχου Ορεστιάδας, και το 1960 τοποθετείται νομάρχης Θεσπρωτίας. Ακολουθούν οι νομαρχίες Λευκάδας και Καβάλας, απ' όπου και συνταξιοδοτείται το 1965.
Αποκάλυψη του λογοτεχνικού του ταλέντου
Στον ποντιακό λογοτεχνικό ορίζοντα πρωτοεμφανίζεται ο Ηλίας Τσιρκινίδης το 1939, σε ηλικία 22 ετών, με το ποίημα του «Το γήτεμαν», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ποντιακά Φύλλα». Αποκάλυψη, πράγματι, το ποιητικό ταλέντο του νεαρού Τσιρκινίδη. Η νεράιδα του δάσους, που τη συναντά κανείς σε πολλά ποντιακά παραμύθια, γίνεται από τον Ηλία Τσιρκινίδη τραγούδι μαγευτικό, συγκλονιστικό. «Με το υπέροχο αυτό ποίημα», γράφει ο αείμνηστος Ιορδάνης Παμπούκης, «βλέπομε κυριολεκτικά φως: Εγεννάτο ημίν ποιητής!».
Ο ποιητής Ηλίας Τσιρκινίδης, απλός και φρόνιμος και γνωστικός, μας φέρνει εκεί που θέλει μ' έναν τρόπο αληθινά ποιητικό, τον τρόπο του λαού, που αφήνει τη φαντασία να πετάξει ελεύθερη.
Το πρώτο ποίημα ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλα: Ο τσοπάνον, Η Μάννα, Ο τραβωδάνον, Ο Δήμον ο κεμεντζετσής και άλλα, που δημοσιεύονται στα «Χρονικά του.
Ο Παντελής Μελανοφρύδης, συγγραφέας του υπέροχου διηγήματος «Οι κλωστοί», συνεπαρμένος από τα ποιήματα του Ηλία Τσιρκινίδη, γράφει μεταξύ άλλων:
«Νέπε Λία, εσύ πολλά αφορισμένον μωρόν εξέβες. Μέρ' ηύρες ατά τα έμορφα τα λόγια και έγραψες ατα; Ελίγωσαν εμέ! Λελεύω σε, Λία, γράψον κι άλλα, μη οκνείς!». Και δεν οκνεί ο Ηλίας. Το 1958 τυπώνει την πρώτη ποιητική του συλλογή με 15 ποιήματα και τίτλο «Το γήτεμαν και άλλα ποιήματα», και το 1983 τη δεύτερη με 29 ποιήματα και τίτλο «Το μένεμαν κι άλλα ποιήματα».
Όλα τα ποιήματα του, για τον Πόντο και τους Πόντιους
Όλα τα ποιήματα του Ηλία για τον Πόντο, για τη ζωή στον Πόντο μιλούν και τον Πόντο έχουν ως περιεχόμενο τους. Αποτελούν αναδρομή νοσταλγική ανθρώπου, που γεννήθηκε, έζησε και μεγάλωσε στον Πόντο. Ο Ηλίας, που δεν γεννήθηκε στον Πόντο, μέσα από τα ποιήματα του μοιάζει να γνωρίζει τόσο πολύ τον Πόντο, ώστε και τον Μελανοφρύδη ξεγέλασε, που έγραψε εκείνο το θαυμάσιο: «Σάγκιταμ', Ηλία, εντάμαν έπαμε νερόν 'ς ση Σταυρί τα παρχάρα».
Από κανένα ποίημα του Ηλία Τσιρκινίδη δεν λείπουν τα σύμβολα-άνθη του Πόντου. Τα κάθε είδους «άθα», τα μανουσάκια, τα μάραντα-Παναΐας δάκρα, τα χιολονίτας, τα χιονοτσίτσεκα και τόσα άλλα. Πάντοτε κάποιο από αυτά τα λουλούδια ευωδιάζει μέσα στους στίχους του και συνοδεύει την αγιάτρευτη νοσταλγία του.
"Νοσταλγημένη ποντιακή ψυχή", γράφει ο Σίμος Λιανίδης, συγκλονίζει τον πονεμένο νοσταλγό Πόντιο. Θάφτανε μόνον "Ο Δήμον ο κεμεντζετσής", αν δεν είχε γραφτεί τίποτε άλλο, για να δώσει τόσο δραματικά, τόσο τραγικά, το δράμα των ξεριζωμένων Ποντίων από το χώμα της πατρώας γης».
Τα θεατρικά και ποιητικά έργα του Τσιρκινίδη
Βαθύς γνώστης της ποντιακής διαλέκτου, ο Ηλίας άφησε τη σφραγίδα του και στο ποντιακό θέατρο. Ένα από τα έργα του, το «Δαβίδ ο Μέγας Κομνηνός», σε σκηνοθεσία του ιδίου, ανέβηκε από την Ποντιακή Σκηνή του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Ποντίων Αθηνών, το 1983.
Όπως και τα ποιήματα του, έτσι και τα θεατρικά του έργα, «Τ' όρωμαν και το κρίμαν», 1985, «Ο πόλεμον κατάρα έν'», «Ιωάννης Καλογιάννης Μέγας Κομνηνός» (και με τον ίδιο τίτλο στη δημοτική), «Τη Τρίχας το γεφύριν», χαρακτηρίζονται για το πλούσιο λεξιλόγιο, την ομαλή και γνήσια ποντιακή διάλεκτο και τη λατρεία για καθετί ποντιακό.
Το 1990, σε μια έκδοση με τίτλο «Ο τραβωδάνον», περιλαμβάνει τις δύο προηγούμενες συλλογές, «Το γήτεμαν» και το «Μένεμαν» και τα ποιήματα που μέχρι τότε έγραψε, εννέα στο σύνολο, με εισαγωγικό τίτλο «Στοχασία».
Οι δυο πρωτότυπες εργασίες του
Ακούραστος εργάτης του ποντιακού πνεύματος, ο Ηλίας Τσιρκινίδης, τα τρία τελευταία χρόνια άφησε δύο πρωτότυπες εργασίες του:
α) Το 1996, την εργασία του, με τίτλο «Πόντιοι ποιητές - Ανθολόγιο», έκδοση του Συλλόγου «Αργοναύται - Κομνηνοί», όπου, με την επιμέλεια που τον διέκρινε, περιέλαβε αντιπροσωπευτικά ποιήματα σύγχρονων Ποντίων ποιητών, στο σύνολο τριάντα ένα, που ήσαν κατεσπαρμένα σε περιοδικά, εφημερίδες και άλλες περιοδικές εκδόσεις.
β) Το 1998, την εργασία του, με τίτλο «Ποντιακά δημοτικά τραγούδια», έκδοση του ιδίου, όπου ο αναγνώστης θα βρει συγκεντρωμένα κατά κατηγορίες, ακριτικά, ιστορικά, λατρευτικά, της αγάπης, του γάμου κ. τ. λ., τα δημοτικά τραγούδια του Πόντου.
Η γενικότερη προσφορά του στο θέατρο
Το 1967, κάτω από δύσκολες συνθήκες, ύστερα από τη διάλυση του Ποντιακού Καλλιτεχνικού Οργανισμού, που έγινε από την κρατούσα τότε κατάσταση (σ. σ. από τη χούντα), ο Ηλίας Τσιρκινίδης πρωτοστατεί στην ίδρυση νέου σωματείου, του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Ποντίων Αθηνών (ΚΟΠΑ), του οποίου και αναλαμβάνει την προεδρία.
Με αξιόλογους Πόντιους σκηνοθέτες και θερμούς νέους Πόντιους καλλιτέχνες, δημιουργεί την Ποντιακή Σκηνή του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Ποντίων Αθηνών και ανεβάζει, μέχρι το 1991, έντεκα ποντιακά θεατρικά έργα. Προκηρύσσει και φέρνει σε πέρας πέντε θεατρικούς διαγωνισμούς συγγραφής έργων στην ποντιακή διάλεκτο και παίρνει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου (στο Ντιτρόιτ και στο Λος Αντζελες των ΗΠΑ και στην Κύπρο). Επιβράβευση των προσπαθειών του ήταν το ευρωπαϊκό βραβείο λαϊκής τέχνης, από το ίδρυμα F. V. S. του Αμβούργου, το 1980.
Επιβράβευση των δραστηριοτήτων του
Η θητεία του Ηλία Τσιρκινίδη ως προέδρου στον ΚΟΠΑ, από το 1967 μέχρι το 1991, δηλαδή για 24 χρόνια, είναι γεμάτη δημιουργική δραστηριότητα. Για τη διοικητική του δραστηριότητα, ο Ηλίας Τσιρκινίδης τιμήθηκε με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος των Ταξιαρχών του βασιλιά Γεωργίου Α' και το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής της Ιταλική Δημοκρατίας.
Για την προσφορά του στα ποντιακά, τιμήθηκε με δίπλωμα τιμής από το Σωματείο «Παναγία Σουμελά», από την Ομοσπονδία Ποντιακών Συλλόγων της τότε Δυτικής Γερμανίας και Δυτικού Βερολίνου, από τον Καλλιτεχνικό Οργανισμό Ποντίων Αθηνών, από την Ένωση Ποντίων Σουρμένων Αττικής και από άλλους συλλόγους.
«Έναν εγκάλαν μάραντα έγκο ας σον παρχάριν»
Ο ίδιος ο Ηλίας Τσιρκινίδης, με τη μετριοφροσύνη που τον διέκρινε, δεν αποζητούσε τιμές ούτε δικαιώματα για τον πλούσιο θησαυρό που άφησε. Στο «Τετράδιον», τελευταίο ποίημα της συλλογής του «Ο τραβωδάνον», γράφει:
Έναν εγκάλαν μάραντα έγκα ας σον παρχάριν
κ' εντάμαν το τετράδιον όθεν τα τραβωδίας
ντο έγραψα με την σειράν, 'ς σα χρόνα ντο εδέβαν
Ευρετικά 'κι ψαλαφώ, τάξιμον 'κι αναμένω.
Μια αγκαλιά αμάραντα του βουνού, τα ποιήματα του Ηλία Τσιρκινίδη και μαζί το τετράδιο με τα τραγούδια του, που έγραψε στα χρόνια που πέρασαν. Για όλον αυτό τον θησαυρό που αφήνει, δεν ζητάει τίποτε. Ούτε εύρετρα ούτε τάξιμο - ανταπόδοση. Και, όμως, πολλά του άξιζαν.
Οι Πόντιοι τον τίμησαν με την αγάπη τους, οι άλλοι, όμως...
Οι Πόντιοι τον τίμησαν ιδιαίτερα. Τον έβαλαν στην καρδιά τους, στην ψυχή τους. Τον αποκάλεσαν «Παλαμά των Ποντίων». Του έλειψε, όμως, η αναγνώριση, η τιμητική διάκριση από τους Πανέλληνες. Οι κριτές του ανωτάτου πνευματικού ιδρύματος της χώρας, της Ακαδημίας Αθηνών, δεν κατάλαβαν ή δεν διάβασαν τα έργα του, τα ποιήματα του.
Για τους Πόντιους, το έργο του θα μείνει αθάνατο και θα μιλάει στην ψυχή όλων και στις ψυχές των γενεών που θα ακολουθήσουν. Πιστοί στην παραγγελία του:
Αφήνω και 'ς σ' οσπιτανούς έναν παραγγελιαν,
εμέν να παραβγάλ'νε με οι συενοί και φίλοι
με τη λύρας το παίξιμον και με τα τραβωδίας.
Οι σπιτικοί του, η αγαπημένη του σύντροφος Χριστίνα, τα αγαπημένα του παιδιά Αβραάμ και Σόνια, οι αγαπημένοι του, νύφη και γαμπρός, Μαρία και Γιώργος, τα αγαπημένα του εγγόνια και όλοι οι συγγενείς και φίλοι του, τον ξεπροβοδίσαμε με τη λύρα.
Πριν κατεβεί στην τελευταία του κατοικία, γαλήνιος ο Ηλίας Τσιρκινίδης, έδειχνε να χαίρεται το παίξιμο της λύρας του Γιώργου Αμαραντίδη, το μοιρολόγι του Χρόνη Αμανατίδη και την απαγγελία του ποιήματος του «Ο Δήμον ο κεμεντζετσής» από τον Γιώργο Σαρακενίδη.
Λαφρύ το χώμα της αττικής γης, που σε δέχθηκε στα σπλάχνα του και ο Πανάγαθος θεός, που τόσο ύμνησες, αξέχαστε Ηλία, ν' αναπαύσει την ψυχή σου.
Κι αν έν' και κάποιος απ' εμάς πάει 'ς σο Σταυρίν
έναν βουρόπον χώμαν ας φέρ' οντές κλώσκεται
κι ας σύρ' ατο απάν 'ς σο ταφί σ', ν' αναπέεται η ψή σ'
Αιωνία σου η Μνήμη
Χριστόφορος Στ. Χριστοφορίδης - Σάρπογλης
γεωπόνος και συγγραφέας, τ. πρόεδρος τον ΚΟΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου