Σε
παλαιοπωλείο του Λονδίνου και συγκεκριμένα στα καταστήματα Maurice
εντόπισε τον Οκτώβριο του 1932 τον επιτάφιο της Μονής Σουμελά, ο
Αντώνης Μπενάκης. Ο ιδρυτής του ομώνυμου μουσείου αγόρασε το πολύτιμο
εκκλησιαστικό κέντημα του 18ου αιώνα έναντι 200 λιρών Αγγλίας και το
έφερε στην Ελλάδα, για να το εκθέσει στο Μουσείο Μπενάκη. Το 1997, το
Μουσείο παραχώρησε τον επιτάφιο, ως μόνιμη παρακαταθήκη, στη Νέα Μονή
Σουμελά, στην Καστανιά Ημαθίας, όπου και βρίσκεται σήμερα.
Ο επιτάφιος είναι το λειτουργικό άμφιο που χρησιμεύει ως εικόνα του Θρήνου κατά την πομπή της Μεγάλης Παρασκευής και απλώνεται πάνω στην Αγία Τράπεζα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας από του τέλους του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου ως την Ανάληψη.
Ο επιτάφιος της Μονής Σουμελά, σύμφωνα με τους ειδικούς που τον έχουν μελετήσει, είναι κεντημένος με υλικό αρίστης ποιότητας, μετάξι και σύρμα, αργυρό και χρυσό. Κεντήτρια ήταν η Θεοδοσία του Κασυμπούρη και η μαθήτρια της, Ελισάβετ, όπως αναφέρεται πάνω στο εκκλησιαστικό άμφιο. «Η Θεοδοσία κεντά σε όλα τα επίπεδα πρώτα με ερυθρό ή πράσινο μετάξι και πάνω από αυτό περνά το χρυσό ή αργυρό σύρμα, ούτως ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται περί δυο ενδυμάτων εκ των οποίο το πρώτο διαφανές», σημειώνει στα μέσα του περασμένου αιώνα η Βυζαντινολόγος Ευγενία Βέη Χατζηδάκη, στο βιβλίο της «Εκκλησιαστικά κεντήματα» (Εκδόσεις: Μουσείο Μπενάκη, 1953).
Ο επιτάφιος απεικονίζει τον Χριστό να κείτεται σε λάρνακα, πίσω από την οποία η Παναγία σκύβει επάνω στον νεκρό, κρατώντας με το αριστερό της χέρι τον ώμο του γιου της. Δίπλα στην Παναγία απεικονίζεται ο Ιωάννης που σκύβει και φιλάει «την δεξιάν του Ιησού». Ακολουθεί ο Νικόδημος, ο οποίος στηρίζεται σε μια σκάλα, ενώ ο Ιωσήφ γονατισμένος στα πόδια του νεκρού αγγίζει την άκρη του νεκρικού σεντονιού.
Στα πλάγια στέκονται οι αρχάγγελοι με τα εσωτερικά φτερά ανοιχτά, τα οποία σχηματίζουν ένα είδος τόξου μαζί με τον σταυρό, πάνω από την σκηνή. Οι αρχάγγελοι φορούν στολή διακόνου και κρατούν θυμιατήρια και κηροπήγια. Στο βάθος διακρίνεται τμήμα του σταυρού, αριστερά και δεξιά του οποίου υπάρχει η επιγραφή :
«Τα πρόσωπα του Θρήνου είναι κεντημένα με πάρα πολύ λεπτό και ανοιχτό σιτόχρουν μετάξι και λεπτότατες βελονιές, ενώ οι κομμώσεις με ξανθό. Μόνο η κόμμωση του Νικόδημου είναι αργυρή με φαιά περιγράμματα», περιγράφει η Ευγενία Βέη - Χατζηδάκη και συνεχίζει πως «για τα ενδύματα της Παναγίας και του Ιωάννη η κεντήτρια χρησιμοποιεί χρυσό σύρμα ριζοβελονιά πάνω στην κεντημένη ήδη επιφάνεια με κόκκινο μετάξι ενώ για τα ρούχα των αγγέλων ασημένιο σύρμα σε κυανό μετάξι.
Για το έδαφος χρησιμοποιήθηκε χρυσό σύρμα με πράσινο μετάξι, ενώ για τη λάρνακα αργυρό σύρμα και αργυρό μετάξι. Ο σταυρός, η σινδώνη και η στολή των αγγέλων είναι κεντημένα με αργυρό σύρμα και διακοσμούνται με χρυσά κοσμήματα».
Ο επιτάφιος αφιερώθηκε στην τραπεζουντιακή μονή της Σουμελά με έξοδα του ηγουμένου Σωφρονίου, ο οποίος αναφέρεται μεταξύ των ανακαινιστών του ναού της μονής σε επιγραφή του 1732. «Η χρονολογία όμως ΑΦΛΗ (1538) οφείλεται εις ευνόητον σφάλμα της κεντήτριας (Φ αντί Ψ)», λέει η Ευγενία Βέη -Χατζηδάκη, παραθέτοντας εικόνα από άλλο κέντημα, όπου υπάρχει η υπογραφή της ίδιας κεντήτριας «Θεοδοσίας του Κασυμπούρη», με την χρονολογία ΑΨΛΑ (1731). Κατά τη Βυζαντινολόγο υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που ενισχύουν τη διόρθωση της χρονολογίας.
Η πλατιά ανθοφόρος παρυφή, αποδιδόμενη κατά φυσιοκρατικό μάλλον τρόπο, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του 18ου αιώνα, εποχή κατά την οποία η σημασία της κεντρικής παράστασης περιορίζεται συχνά, προς έξαρση δευτερευόντων θεμάτων. Το στοιχείο τούτο δεν το συναντάμε το 16ο αιώνα. Στη σύνθεση, εξάλλου, παρατηρούμε ότι τα πρόσωπα του θρήνου π.χ. δεν εξαίρονται με την ιεραρχία και σαφήνεια την οποία διακρίνουμε σε επιταφίους του 16ου αιώνα.
Ο Ιωάννης και ο Νικόδημος, παριστάνονται υπερβολικά ψηλοί, ενώ τα χέρια της Μαρίας Μαγδαληνής προβάλλουν με αδεξιότητα. Η προοπτική αντίληψη η οποία διαφαίνεται και δεν υπάρχει τον 16ο αιώνα συνήθως, δεν έχει εντελώς αφομοιωθεί, γι' αυτό και οι μορφές δεν έχουν άνεση στο χώρο. Εντούτοις, η παράσταση αναδεικνύεται με τους ψηλούς αγγέλους, οι οποίοι, καθώς στέκονται στα δυο πλάγια ως παραστάδες, προσδίδουν μνημειώδη χαρακτήρα, ανάλογο με το θέμα.
Οι αδυναμίες της σύνθεσης μπορούν να ερμηνευθούν λόγω της ανάπτυξης της εργαστηριακής χρυσοκεντητικής, η οποία αποβλέπει κατά την εποχή αυτή περισσότερο στην επίδειξη της δεξιοτεχνίας και λιγότερο στην αυστηρή τήρηση της παράδοσης. Κατά τον 16ο αιώνα η παράσταση του επιταφίου παρουσιάζεται ως οργανική εξέλιξη του αρχικού τύπου του Χριστού Αμνού, με τονισμένη ιερατική έκφραση στα πρόσωπα του Θρήνου και τυπολογική σαφήνεια στη σύνθεση, ώστε ο λειτουργικός χαρακτήρας να διέπει ακόμη την παράσταση.
Αντίθετα τον 18ο αιώνα διαπιστώνουμε μια ουσιαστική παραλλαγή. Διευρύνεται ο κύκλος της επιλογής των εικονογραφικών θεμάτων δια ποικίλων συνδυασμών, τα πρόσωπα αποκτούν ατομικά χαρακτηριστικά και ο χαρακτήρας του υφάσματος τείνει να μεταβληθεί από λειτουργικός και έπειτα αφηγηματικός σε διακοσμητικό. Στη μεταβολή αυτή συντελεί ασφαλώς και η εισδοχή των δυτικών επιδράσεων, οι οποίες είναι ορατές ως προς το σχέδιο και την τεχνική, στα ενδύματα, ιδίως στις στολές των αγγέλων, στο ανθισμένο έδαφος, τα εργαλεία της ταφής και την ανθική πλατιά παρυφή. Η τεχνική της Θεοδοσίας και της μαθήτριας της Ελισάβετ παρέχει ένα ακόμη αντιπροσωπευτικό δείγμα της ανανέωσης της χρυσοκεντητικής μέσω των δυτικών επιδράσεων.
Σημειώνεται πως ο επιτάφιος είναι δημιούργημα της ύστερης Βυζαντινής εποχής κι εξέλιξη του μεγάλου «αέρα», ενός λειτουργικού αμφίου με το οποίο κάλυπταν τα Τίμια Δώρα, το άγιο ποτήριο και το δισκάριο. Στους «αέρες» απεικονίζεται το sώμα του νεκρού Χριστού ως αμνού, συχνά μάλιστα ως νήπιο μέσα σε δισκάριο, δορυφορούμενου από τις αγγελικές δυνάμεις.
Όπως φαίνεται από τις πηγές και τις παραστάσεις σε τοιχογραφίες, ο επιτάφιος-μεγάλος αέρας χρησίμευε και ως λιτανευτικό πέπλο κατά τη διάρκεια της πομπής της Μεγάλης Εισόδου, συμβολίζοντας τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.
Τη μεταβυζαντινή περίοδο η χρήση του επιταφίου περιορίζεται στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, με αποτέλεσμα η εικονογραφία του να αποκτήσει βαθμιαία και αφηγηματικό χαρακτήρα, απεικονίζοντας όλα τα πρόσωπα του θρήνου.
Γιάννης Φώσκολος
Πηγή: εφημερίδα ΕΘΝΟΣ
Ο επιτάφιος είναι το λειτουργικό άμφιο που χρησιμεύει ως εικόνα του Θρήνου κατά την πομπή της Μεγάλης Παρασκευής και απλώνεται πάνω στην Αγία Τράπεζα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας από του τέλους του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου ως την Ανάληψη.
Ο επιτάφιος της Μονής Σουμελά, σύμφωνα με τους ειδικούς που τον έχουν μελετήσει, είναι κεντημένος με υλικό αρίστης ποιότητας, μετάξι και σύρμα, αργυρό και χρυσό. Κεντήτρια ήταν η Θεοδοσία του Κασυμπούρη και η μαθήτρια της, Ελισάβετ, όπως αναφέρεται πάνω στο εκκλησιαστικό άμφιο. «Η Θεοδοσία κεντά σε όλα τα επίπεδα πρώτα με ερυθρό ή πράσινο μετάξι και πάνω από αυτό περνά το χρυσό ή αργυρό σύρμα, ούτως ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται περί δυο ενδυμάτων εκ των οποίο το πρώτο διαφανές», σημειώνει στα μέσα του περασμένου αιώνα η Βυζαντινολόγος Ευγενία Βέη Χατζηδάκη, στο βιβλίο της «Εκκλησιαστικά κεντήματα» (Εκδόσεις: Μουσείο Μπενάκη, 1953).
Ο επιτάφιος απεικονίζει τον Χριστό να κείτεται σε λάρνακα, πίσω από την οποία η Παναγία σκύβει επάνω στον νεκρό, κρατώντας με το αριστερό της χέρι τον ώμο του γιου της. Δίπλα στην Παναγία απεικονίζεται ο Ιωάννης που σκύβει και φιλάει «την δεξιάν του Ιησού». Ακολουθεί ο Νικόδημος, ο οποίος στηρίζεται σε μια σκάλα, ενώ ο Ιωσήφ γονατισμένος στα πόδια του νεκρού αγγίζει την άκρη του νεκρικού σεντονιού.
Στα πλάγια στέκονται οι αρχάγγελοι με τα εσωτερικά φτερά ανοιχτά, τα οποία σχηματίζουν ένα είδος τόξου μαζί με τον σταυρό, πάνω από την σκηνή. Οι αρχάγγελοι φορούν στολή διακόνου και κρατούν θυμιατήρια και κηροπήγια. Στο βάθος διακρίνεται τμήμα του σταυρού, αριστερά και δεξιά του οποίου υπάρχει η επιγραφή :
Επιτάφιος Θρήνος
Μπροστά
από τη λάρνακα, στο έδαφος υπάρχει καλάθι με τα εργαλεία της ταφής :
ακάνθινο στεφάνι, μαστίγιο και αγγείο με ξίδι. Το χρυσοπράσινο έδαφος
κοσμούν λουλούδια: τουλίπες και γαρύφαλλα. Την παράσταση περιβάλλει
στενή ζώνη που περιέχει το ιδιόμελον της Μεγάλης Παρασκευής με κεφαλαία,
ενώ γύρω από αυτήν υπάρχει ένα πλατύ πλαίσιο με πλούσιο διάκοσμο από
λουλούδια και ελικοειδείς βλαστούς. Σε καθεμία από τις τέσσερις γωνίες
απεικονίζεται ένας Ευαγγελιστής, στο μέσο της πάνω πλευράς ένας
χερουβείμ και στο μέσο της κάτω αρχαΐζουσα επιγραφή με κεφαλαία σε
δαχτυλικό εξάμετρο, που αναφέρει την ταυτότητα του εκκλησιαστικού
αμφίου.«Τα πρόσωπα του Θρήνου είναι κεντημένα με πάρα πολύ λεπτό και ανοιχτό σιτόχρουν μετάξι και λεπτότατες βελονιές, ενώ οι κομμώσεις με ξανθό. Μόνο η κόμμωση του Νικόδημου είναι αργυρή με φαιά περιγράμματα», περιγράφει η Ευγενία Βέη - Χατζηδάκη και συνεχίζει πως «για τα ενδύματα της Παναγίας και του Ιωάννη η κεντήτρια χρησιμοποιεί χρυσό σύρμα ριζοβελονιά πάνω στην κεντημένη ήδη επιφάνεια με κόκκινο μετάξι ενώ για τα ρούχα των αγγέλων ασημένιο σύρμα σε κυανό μετάξι.
Για το έδαφος χρησιμοποιήθηκε χρυσό σύρμα με πράσινο μετάξι, ενώ για τη λάρνακα αργυρό σύρμα και αργυρό μετάξι. Ο σταυρός, η σινδώνη και η στολή των αγγέλων είναι κεντημένα με αργυρό σύρμα και διακοσμούνται με χρυσά κοσμήματα».
Ο επιτάφιος αφιερώθηκε στην τραπεζουντιακή μονή της Σουμελά με έξοδα του ηγουμένου Σωφρονίου, ο οποίος αναφέρεται μεταξύ των ανακαινιστών του ναού της μονής σε επιγραφή του 1732. «Η χρονολογία όμως ΑΦΛΗ (1538) οφείλεται εις ευνόητον σφάλμα της κεντήτριας (Φ αντί Ψ)», λέει η Ευγενία Βέη -Χατζηδάκη, παραθέτοντας εικόνα από άλλο κέντημα, όπου υπάρχει η υπογραφή της ίδιας κεντήτριας «Θεοδοσίας του Κασυμπούρη», με την χρονολογία ΑΨΛΑ (1731). Κατά τη Βυζαντινολόγο υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που ενισχύουν τη διόρθωση της χρονολογίας.
Η πλατιά ανθοφόρος παρυφή, αποδιδόμενη κατά φυσιοκρατικό μάλλον τρόπο, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του 18ου αιώνα, εποχή κατά την οποία η σημασία της κεντρικής παράστασης περιορίζεται συχνά, προς έξαρση δευτερευόντων θεμάτων. Το στοιχείο τούτο δεν το συναντάμε το 16ο αιώνα. Στη σύνθεση, εξάλλου, παρατηρούμε ότι τα πρόσωπα του θρήνου π.χ. δεν εξαίρονται με την ιεραρχία και σαφήνεια την οποία διακρίνουμε σε επιταφίους του 16ου αιώνα.
Ο Ιωάννης και ο Νικόδημος, παριστάνονται υπερβολικά ψηλοί, ενώ τα χέρια της Μαρίας Μαγδαληνής προβάλλουν με αδεξιότητα. Η προοπτική αντίληψη η οποία διαφαίνεται και δεν υπάρχει τον 16ο αιώνα συνήθως, δεν έχει εντελώς αφομοιωθεί, γι' αυτό και οι μορφές δεν έχουν άνεση στο χώρο. Εντούτοις, η παράσταση αναδεικνύεται με τους ψηλούς αγγέλους, οι οποίοι, καθώς στέκονται στα δυο πλάγια ως παραστάδες, προσδίδουν μνημειώδη χαρακτήρα, ανάλογο με το θέμα.
Οι αδυναμίες της σύνθεσης μπορούν να ερμηνευθούν λόγω της ανάπτυξης της εργαστηριακής χρυσοκεντητικής, η οποία αποβλέπει κατά την εποχή αυτή περισσότερο στην επίδειξη της δεξιοτεχνίας και λιγότερο στην αυστηρή τήρηση της παράδοσης. Κατά τον 16ο αιώνα η παράσταση του επιταφίου παρουσιάζεται ως οργανική εξέλιξη του αρχικού τύπου του Χριστού Αμνού, με τονισμένη ιερατική έκφραση στα πρόσωπα του Θρήνου και τυπολογική σαφήνεια στη σύνθεση, ώστε ο λειτουργικός χαρακτήρας να διέπει ακόμη την παράσταση.
Αντίθετα τον 18ο αιώνα διαπιστώνουμε μια ουσιαστική παραλλαγή. Διευρύνεται ο κύκλος της επιλογής των εικονογραφικών θεμάτων δια ποικίλων συνδυασμών, τα πρόσωπα αποκτούν ατομικά χαρακτηριστικά και ο χαρακτήρας του υφάσματος τείνει να μεταβληθεί από λειτουργικός και έπειτα αφηγηματικός σε διακοσμητικό. Στη μεταβολή αυτή συντελεί ασφαλώς και η εισδοχή των δυτικών επιδράσεων, οι οποίες είναι ορατές ως προς το σχέδιο και την τεχνική, στα ενδύματα, ιδίως στις στολές των αγγέλων, στο ανθισμένο έδαφος, τα εργαλεία της ταφής και την ανθική πλατιά παρυφή. Η τεχνική της Θεοδοσίας και της μαθήτριας της Ελισάβετ παρέχει ένα ακόμη αντιπροσωπευτικό δείγμα της ανανέωσης της χρυσοκεντητικής μέσω των δυτικών επιδράσεων.
Σημειώνεται πως ο επιτάφιος είναι δημιούργημα της ύστερης Βυζαντινής εποχής κι εξέλιξη του μεγάλου «αέρα», ενός λειτουργικού αμφίου με το οποίο κάλυπταν τα Τίμια Δώρα, το άγιο ποτήριο και το δισκάριο. Στους «αέρες» απεικονίζεται το sώμα του νεκρού Χριστού ως αμνού, συχνά μάλιστα ως νήπιο μέσα σε δισκάριο, δορυφορούμενου από τις αγγελικές δυνάμεις.
Όπως φαίνεται από τις πηγές και τις παραστάσεις σε τοιχογραφίες, ο επιτάφιος-μεγάλος αέρας χρησίμευε και ως λιτανευτικό πέπλο κατά τη διάρκεια της πομπής της Μεγάλης Εισόδου, συμβολίζοντας τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.
Τη μεταβυζαντινή περίοδο η χρήση του επιταφίου περιορίζεται στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, με αποτέλεσμα η εικονογραφία του να αποκτήσει βαθμιαία και αφηγηματικό χαρακτήρα, απεικονίζοντας όλα τα πρόσωπα του θρήνου.
Γιάννης Φώσκολος
Πηγή: εφημερίδα ΕΘΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου