Ισχανάντων- Πινατάντων-Τερζάντων |
Χάριζαν
δηλαδή στη βρύση φρούτα, έπαιρναν όμως εκείνα με τα οποία ο προηγούμενος
εκαλαντίασεν το πεγάδ, λέγοντας Κάλαντα, καλός καιρός, πάντα και του
χρόνου.
Άμον
ντό τρέχ το νερόν να τρέχ και η ευλοΐα. Το βράδυ και το πρωί έδιναν
άφθονο χόρτο στα ζώα, για να έχουν αφθονία όλον το χρόνο, βιάζονταν δε
να ποτίσουν πρώτοι τα ζώα τους, προπάντων εκείνοι που ήσαν κοντά στη
βρύση. Δεν θεωρούσαν καλό (γουρλήν) να δώσουν κάτι σε ξένο.
Το
πρωί η νοικοκυρά σκόρπιζε διάφορους σπόρους στο στάβλο, και
εκαλαντίαζεν τα ζά, κόβοντας λίγο τις τρίχες της ουράς τους, χτυπούσε
ελαφρά με μια βίτσα τα ζώα και τα παιδιά λέγοντας: Άλλαξον το χούι 'σ
(τις ιδιοτροπίες σου).
Τα
κορίτσια εκαλαντίαζαν τα μαλλία 'τουν, δηλ. τα έκοβαν λιγάκι στις άκρες
για να μεγαλώσουν, κρατούσαν έναν σκουλίν μαλλίν (μπούκλα) κάτω από τη
βρύση, να παίρει ατο και τρέχ και τρανύνν τα μαλλία 'τουν και τρέχ και η τύχη ατουν.
Την
ημέρα αυτή δοκίμαζαν το ποδαρικόν του πρώτου που θα έμπαινε στο σπίτι,
δηλαδή θυμούνταν ποιος μπήκε πρώτος, και πως πέρασε η χρονιά, ευτυχισμένα ή
όχι, γ’ αυτό μερικοί φρόντιζαν πρωί πρωί να βάλουν στο σπίτι ένα
παιδάκι που είναι ανημάρτωτον (αναμάρτητο) αν το χρόνο εκείνο συνέβαινε
στο σπίτι κακό, ατύχημα, τον άλλο χρόνο καλούσαν άλλο παιδί.
Την Πρωτοχρονιά απέφευγαν να αναφέρουν βλαβερά ζώα ή έντομα για να μη πληθύνονται, απέφευγαν επίσης κακολογίες και μαλώματα, για να μη μαλώσουν όλο το χρόνο.
Μετά την απόλυση της εκκλησίας τα παιδιά γύριζαν τα συγγενικά σπίτια μ' ένα μήλο ή πορτοκάλι για να καλαντιάζνε τους άντρες που κάρφωναν στο πορτοκάλι, μερικά καπίκια ή μονόγροσα ή δίγροσα δηλ. μια ή δυο σημερινές δραχμές.
Μεταφορικά καλαντιάζω σημαίνει δέρνω, βρίζω. Πάντα κάλαντα 'κ εν. Όλα έχουν τον καιρό τους, την ευκαιρία τους.
Καλανταρί αίμαν και μη νερόν.
Προτιμότερο να βρέξει αίμα παρά βροχή, διότι τότε πρέπει να χιονίσει, να σκεπαστεί η γη για να προφυλαχθούν τα γεννήματα από την παγωνιά.
Καλανταρί αγγούρια, λέγεται για κείνους που ζητούν πράγματα παράκαιρα ή παράλογα.
Την Πρωτοχρονιά απέφευγαν να αναφέρουν βλαβερά ζώα ή έντομα για να μη πληθύνονται, απέφευγαν επίσης κακολογίες και μαλώματα, για να μη μαλώσουν όλο το χρόνο.
Μετά την απόλυση της εκκλησίας τα παιδιά γύριζαν τα συγγενικά σπίτια μ' ένα μήλο ή πορτοκάλι για να καλαντιάζνε τους άντρες που κάρφωναν στο πορτοκάλι, μερικά καπίκια ή μονόγροσα ή δίγροσα δηλ. μια ή δυο σημερινές δραχμές.
Μεταφορικά καλαντιάζω σημαίνει δέρνω, βρίζω. Πάντα κάλαντα 'κ εν. Όλα έχουν τον καιρό τους, την ευκαιρία τους.
Παροιμίες:
Τη Καλαντάρ τ' αιχτριάσματα και τη γραίας τ' ομνύγματα μ' ινανεύς.
Άστατος ο καιρός τότε όπως και οι όρκοι της γριάς.
Άστατος ο καιρός τότε όπως και οι όρκοι της γριάς.
Καλανταρί αίμαν και μη νερόν.
Προτιμότερο να βρέξει αίμα παρά βροχή, διότι τότε πρέπει να χιονίσει, να σκεπαστεί η γη για να προφυλαχθούν τα γεννήματα από την παγωνιά.
Καλανταρί αγγούρια, λέγεται για κείνους που ζητούν πράγματα παράκαιρα ή παράλογα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου