Το έργο του Κώστα Νίγδελη «Τα Λίμνα ή Λιμνά (Γκιολτζούκ)
της Καππαδοκίας» ζωντανεύει την ιστορία των Καππαδόκων μέσα από τις αληθινές
αφηγήσεις των κατοίκων, αλλά και από την επιτόπια έρευνα του συγγραφέα.
Στο έργο, ο Κώστας Νίγδελης καταπιάνεται, επιτυχώς, με όλες
τις εκφάνσεις της ζωής των κατοίκων της κοινότητας Γκιολτζούκ, περιλαμβάνοντας
έτσι και τις χαρές αλλά και τις λύπες, τον πλούτο αλλά και την φτώχεια. Σε όλο
το συγγραφικό πόνημα ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει την πληροφορία ώστε ο
αναγνώστης να βγάλει τα συμπεράσματά του για την πραγματική ζωή αυτών των
ανθρώπων.
Το έργο, ως μια πλήρης καταγραφή ξεκινά με τα βασικά
στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει ο αναγνώστης ώστε να κατανοήσει
την περιοχή και την ιστορία της. Δηλαδή, αναφέρει τα τοπογεωγραφικά και
πληθυσμιακά δεδομένα του τόπου, καθώς και τις αναλύσεις
πού έχουν γίνει κατά καιρούς για το όνομα της κοινότητας και την ιστορική της
υπόσταση. Επίσης, αναλύει τον τρόπο διοίκησης του τόπου από τους δημογέροντες
αλλά και τις σχέσεις συνεργασίας που υπήρχαν με τις τουρκικές αρχές.
Ο ευρύτερος χώρος Λιμνών Καππαδοκίας(πηγη:http://diasporic.org/mnimes ) |
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας καταθέτει τα τοπογεωγραφικά
στοιχεία της ευρύτερης περιοχής, καθώς τα Λίμνα δεν ήταν μια αποκομμένη
περιοχή, αλλά κεντρική κοινότητα που γύρω της υπήρχαν, άλλοτε μικρότερης και
άλλοτε μεγαλύτερης σημασίας οικισμοί. Έτσι, αναλύοντας αυτήν την ευρύτερη
περιοχή, εμποτίζει αργά και σταθερά στο φυσικό περιβάλλον που αν μη τι άλλο
μόνον φτωχό δεν είναι. Βουνά, λόφοι, πηγές, πηγάδια, λίμνες, ποτάμια, ρεματιές
ξεδιπλώνονται ως εικόνες μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Ο συγγραφέας για την
ολοκλήρωση αυτής της ενότητας δεν θα μπορούσε παρά να αφήσει για το τέλος της,
τις κλιματολογικές συνθήκες και «τα λαξευτά». Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Νίγδελης,
αναφέρει χαρακτηριστικά «Η Καππαδοκία είναι ένα ποίημα της
φύσης. Μια πανέμορφη χώρα η οποία δημιουργήθηκε τότε, στα χρόνια εκείνα τα
παλιά, από τα σπλάχνα της γης αλλά με την βοήθεια των βροχών και των ανέμων, που τη σμίλεψαν με κέφι
και μεράκι, απέκτησε την άγρια ομορφιά της».
Ο συγγραφέας, έντεχνα, περνά από την
άγρια ομορφιά της κοινότητας Γκιολτζούκ στην οικονομική πραγματικότητα. Χρόνια
φτωχά, χρόνια σκληρά, που όμως ένωσαν και έδεσαν τους ραγιάδες Ρωμιούς,
δημιουργώντας την ταυτότητα του «ΕΜΕΙΣ»... Οι Καππαδόκες, λοιπόν, αρκετές φορές
αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, ώστε να μπορέσουν να
συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Αυτή η εσωτερική μετανάστευση, όμως, είχε και
τα θετικά της. Οι Λιμνιώτες δημιουργούσαν αδελφότητες και έτσι στήριζαν
οικονομικά την εκκλησία και το σχολείο. Όσοι έμεναν πίσω, κυρίως γυναίκες,
παιδιά αλλά και άντρες που είχαν επιστρέφει από την αναγκαστική αυτοεξορία, καλλιεργούσαν τα χωράφια,
φρόντιζαν τα ζώα. Επίσης, ασχολούνταν με τα αλατωρυχεία (του Τούζκιοϊ), τους
νερόμυλους αλλά και με την παροχή υπηρεσιών, όπως ιατροί, μαίες, χάνια,
καφενεία, παντοπωλεία, μανάβικα, σιδεράδικα, φούρνοι, υφασματοπωλεία,
καπνοπωλεία.
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ (http://diasporic.org/mnimes) |
Και παρόλο που ήδη ο συγγραφέας μπόλιασε τις ψυχές των
αναγνωστών με τον πόθο του νόστου, δεν σταματά, αλλά συνεχίζει για τα
εκκλησιαστικά πράματα, τον κλήρο, τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές δοξασίες
των Λιμνιωτών. Αναφέρει ότι η κοινότητα Γκιολτζούκ εκκλησιαστικά υπαγόταν στην
Επισκοπή Πέρτων της μητρόπολης Ικονίου και αντιπρόσωπος του μητροπολίτη στην
περιοχή ήταν ο δεσπότ’ βακιλή. Την καθημερινή εποπτεία και φροντίδα των ναών
την είχαν τρία όργανα διοίκησης, με συγκεκριμένο ρόλο η καθεμία από αυτές. Όπως
είναι φυσικό, καταλυτική παρουσία στα τοπικά εκκλησιαστικά πράματα
διαδραμάτιζε και ο εκάστοτε κληρικός που υπηρετούσε στη συγκεκριμένη περιοχή.
Πολλές φορές ο κληρικός ήταν αγράμματος και απαίδευτος, αλλά «μετέφερε
στις πλάτες του ενωμένο έναν ολάκερο λαό στο
διάβα
του χρόνου, που έμεινε αλώβητος, με τις πάτριες συνήθειες, τα ιδανικά, τα
πιστεύω του».
Άλλωστε,
το έντονο θρησκευτικό αίσθημα των κατοίκων της κοινότητας Γκιολτζούκ αποτυπώνεται στο πλήθος των εκκλησιών που υπάρχουν στην περιοχή. Ο μεγαλύτερος ναός ήταν
του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ο οποίος βρισκόταν στο κέντρο της μεγάλης
πλατείας και μπορούσε να χωρέσει γύρω στις δύο χιλιάδες χριστιανούς. Θα ήταν
άδικο, όμως, να μην αναφερθούμε και στις υπόλοιπες εκκλησίες γιαυτό τις
αναφέρουμε επιγραμματικά με τη σειρά που τις καταγράφει ο συγγραφέας
α) Αϊ
Κερκή — Κυριακή
β) Εξίζ εκκλησά
γ) Παπά Πελάν εκκλησία
δ) Αγία Σοφία
ε) Αγία
Παρασκευή
στ) Το παρεκκλήσι της Παναγιάς
ζ) Το παρεκκλήσι του Μιχαήλ Αρχάγγελου
η) ο ναός του Αγίου Μάμαντος και τέλος
θ) η εκκλησία του Αι Ρημήτ, δηλαδή, του
Αγίου Δημητρίου.
Έτσι ο συγκερασμός της βαθιάς
χριστιανικής πίστης με πανάρχαιες, πιθανότατα, ιεροτελεστίες δημιούργησαν
διάφορους θρύλους, μύθους, παραδόσεις και δοξασίες. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο
συγγραφέας «...στην περιοχή της Αγίας Κυριακής
και τον πηγών του Γκιολτσούκ μπασί, οι επτά πηγές, που αναβλύζουν καθαρό νερό,
σχηματίζουν μια μικρή λίμνη στο κέντρο της οποίας υπάρχει ένας μεγάλος βράχος
που μοιάζει με ασλάν - λιοντάρι. ...εκεί υπήρχαν θεραπευτικές δυνάμεις τόσο του νερού, όσο και
του λιονταριού. ... ».
Επίσης, η βαθιά χριστιανική πίστη των κατοίκων αποτυπώνεται
και στο όνειρο ζωής να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους. Ταξίδι δύσκολο, αν
αναλογιστεί κανείς τα μέσα μεταφοράς αλλά και το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων
εκείνης της εποχής. Παρόλα αυτά, κάποιοι είχαν την οικονομική δυνατότητα και
μπορούσαν να πραγματοποιήσουν το προσκύνημα στα μέρη που έζησε, δίδαξε και
σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Η επιστροφή τους στο χωριό αποτελούσε τελετουργική
διαδικασία καθώς τους υποδέχονταν οι δημογέροντες μαζί με τους ιερείς που
μετέφεραν το Άγιο Ευαγγέλιο. Όμως, το Άγιο Ευαγγέλιο δεν μπορούσε να το
κατανοήσει σχεδόν το σύνολο του χριστιανικού πληθυσμού καθώς με την πάροδο των
χρόνων έχασε την ελληνική γλώσσα «...εξαιτίας της μεγάλης
συνοίκησης με το μουσουλμανικό στοιχείο, και το σπουδαιότερο το ότι η γλώσσα
της διοίκησης, με ό,τι σημαίνει αυτό, ήταν η τουρκική» .
Όμως, οι χριστιανοί κάτοικοι της
κοινότητας Γκιολτζούκ δεν έχασαν την ελληνική συνείδηση και με την πρώτη
ευκαιρία που τους δόθηκε γύρω στο έτος 1850 προσπάθησαν να δημιουργήσουν
ελληνικά σχολεία. Η λειτουργία των σχολείων, δυστυχώς, δεν ήταν σταθερή
εξαιτίας των οικονομικών συνθηκών. Εντούτοις, υπήρξαν και καλές εποχές, χάρη
στους ευεργέτες- μετανάστες και την εκκλησία, που στα σχολεία εκπαιδεύονταν
σχεδόν διακόσιοι μαθητές.
Ο συγγραφέας, Κωνσταντίνος Νίγδελης, κατάφερε, σε 255 σελίδες,
να μεταφέρει και να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση και την αγάπη του για τον τόπο των
προγόνων μας.
Συμπληρωματικά αναφέρουμε ότι ο συγγραφέας Κώστας Νίγδελης
αναφέρει στο βιβλίο του στοιχεία και για τους τομείς:
α) της χλωρίδας και
της πανίδας της περιοχής
β) των ρυμοτομικών και αρχιτεκτονικών δεδομένων της
κοινότητας
γ) της λαϊκής ιατρικής
δ) των μέτρων και των σταθμών που
χρησιμοποιούσαν οι Λιμνιώτες
ε) των σχέσεων των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων
στ) τους τρόπους θρησκευτικού προσηλυτισμού αλλά και στοιχεία για τα ήθη των
Χριστουγέννων, του Πάσχα, του γάμου, του θανάτου και άλλων σημαντικών
θρησκευτικών εορτών που σχεδόν είναι ίδια μέχρι σήμερα.
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ |
Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι λίγους μήνες πριν από την
ανταλλαγή παρατηρήθηκαν ορισμένα παράξενα φαινόμενα. Κατά την διάρκεια της
ημέρας και των καθημερινών γυναικείων δράσεων, «άξαφνα της έπιανε ζάλη». Μια
κατάσταση υστερίας όπου έβλεπαν αγίους, κάποιες άλλες μιλούσαν ακατάπαυστα σε
γλώσσα που δεν τις καταλάβαινε κανείς, κάποιες προέλεγαν γεγονότα. Το πρώτο
γεγονός που τις επαλήθευσε ήταν αυτό της ξαφνικής καταστροφής της εκκλησίας του
Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, λίγες μέρες πριν την μεγάλη έξοδο. Οι πιστοί
χριστιανοί πίστεψαν τότε ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού, για να μην βεβηλωθεί
από τους μουσουλμάνους, καθώς σε λίγο καιρό, σύμφωνα με άλλη πρόβλεψη των
γυναικών, θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Έτσι
και έγινε... Οι κάτοικοι του Γκιολτζούκ, σε λίγο καιρό, πήραν τον δρόμο που
ξεριζωμού, τον δρόμο για την Ελλάδα. Αλλά αυτή η Ελλάδα δεν ήταν ο τόπος τους.
Δεν ήταν η γη τους. Και σε αυτόν τον τόπο δεν βρίσκονταν τα κόκαλα των προγόνων
τους. Η Ανταλλαγή, όμως, είχε αποφασισθεί να γίνει και πλέον δεν ήταν στο χέρι
τους η παραμονή τους στα Λιμνά. Όσοι από εδώ και πέρα θα έμεναν εκεί, θα
πρέπει να ήταν είτε μουσουλμάνοι είτε νεκροί. Η αγάπη για τον τόπο ή το άλλο
φύλο κάποιους τους κράτησε εκεί. Και πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να ξαναδούν
άνθρωπο δικό τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι η συνάντηση της χριστιανής Ευθυμίας
Λουκίδου και της μουσουλμάνας αδελφής της. Η μία έφυγε στην Ελλάδα και η
άλλη έμεινε εκεί, με Τούρκο άντρα. Αλλά το 1953 η Ευθυμία πήγε να τη δει.
Κακία, πια, δεν κρατούσε. Αγκαλιές, φιλιά και κλάματα από χαρά ήταν οι πρώτες
αντιδράσεις. Το χωριό ήταν απεριποίητο, αλλά ο τόπος ήταν ίδιος. Βουνά. λόφοι,
πηγές, λίμνες, ποτάμια, ρεματιές.
Τέλος κάνουμε μια διαπίστωση. Στη μήτρα του παλιού γεννιέται το καινούργιο. Έτσι και στην περίπτωση μας. οι κάτοικοι του Γκιολτζούκ ήρθαν και έκτισαν αυτόν τον τόπο με τα πανάρχαια ήθη και έθιμα τους.
Περιληπτική απόδοση του έργου του Κώστα Νίγδελη
Το βιβλίο το αναδημοσιεύομαι από την ιστοσελίδα http://diasporic.org/mnimes/
Το βιβλίο το αναδημοσιεύομαι από την ιστοσελίδα http://diasporic.org/mnimes/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου