Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ηγέτης του 20ου αιώνα. Εξέφρασε την προσπάθεια για την εθνική ολοκλήρωση του ελληνισμού, σε αντίθεση με τους βασιλικούς και τους Ελλαδίτες κομμουνιστές που υπήρξαν οι αντιδραστικές δυνάμεις, εκφράζοντας τον εθνικό συντηρητισμό της Παλαιάς Ελλάδας.
Ο Βενιζέλος όμως έχει στοιχεία στην πολιτική του ιστορία, τα οποία θα έπρεπε να κάνουν περισσότερο σκεπτικό τον Έλληνα πολίτη.
Η εικόνα που καλλιεργείται γιαυτόν τα τελευταία χρόνια έχει περισσότερο τα στοιχεία της αγιογράφησης ενός ηγέτη, παρά της αντικειμενικής παρουσίασης όλων των πλευρών της πολιτικής που ακολούθησε.
Eίναι γνωστή η συμβολή του Ελ. Βενιζέλου στην πορεία για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, την ενσωμάτωση των Νέων Χωρών, τη συμμετοχή στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία τοποθέτησε την Ελλάδα στο πλευρό το νικητών και τέλος τη συνθήκη των Σεβρών, η οποία ικανοποιούσε μεγάλο μέρος των αιτημάτων των αλύτρωτων της καθ' ημάς Ανατολής.
Ο Βενιζέλος της ήττας αποτελείται από ένα σύνολο αποφάσεων και πράξεων που αύξησαν τις προϋποθέσεις της μικρασιατικής καταστροφής και οδήγησαν στην περιθωριοποίηση των ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών.
Ξεκινώντας το μικρασιατικό εγχείρημα, ο Βενιζέλος έκανε δύο βασικά λάθη: τοποθέτησε κατ΄αρχάς ως αρμοστή στη Σμύρνη τον Στεργιάδη, άνθρωπο των Βρετανών, ο οποίος υπήρξε ο κακός δαίμονας των Μικρασιατών και παρόλες τις εκκλήσεις τους για αντικατάσταση, επέμενε στην αρχική του απόφαση, την οποία -όλως περιέργως- αποδέχτηκαν και σεβάστηκαν οι βασιλικοί διάδοχοί του.
Το δεύτερο βασικό λάθος του υπήρξε η υποτίμηση του ποντιακού κινήματος, ενός δυναμικότατου ελληνικού ένοπλου και πολιτικού κινήματος που δρούσε στη βόρεια Μικρά Ασία και απειλούσε άμεσα τις γραμμές εφοδιασμού των Κεμαλικών.
Αρμένιοι και Πόντιοι
Οι Έλληνες του Πόντου είχαν διατυπώσει από νωρίς το αίτημα δημιουργίας δεύτερου ελληνικού κράτους στις νότιες παραλίες της Μαύρης Θάλασσας, ως μοναδική δυνατότητα επιβίωσης του ελληνισμού στη γενέθλια γη. Τον Οκτώβριο του 1917 ο Κ. Κωνσταντινίδης, ένας από τους ηγέτες του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος της δυναμικής οργάνωσης της Μασσαλίας είχε ενημερώσει τον Βενιζέλο.
Στον Πόντο, όπου κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι Τούρκοι είχαν προβεί σε γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού, δρούσε ένα δυναμικό αντάρτικο ελληνικό κίνημα, το οποίο αριθμούσε σε 18.000 άντρες.
Το αίτημα των Ποντίων ήταν η ενίσχυση των ανταρτών κατά το υπόδειγμα του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Βενιζέλος, παρότι αρχικά αμφιταλαντεύτηκε, επέλεξε να αγνοήσει τα αιτήματα των Ποντίων και να υποστηρίξει στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 1918, την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία.
Μια θέση που εξόργισε τους Έλληνες του Πόντου και τις ποντιακές οργανώσεις, οι οποίες με επικεφαλής το μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο προσπάθησαν να παρέμβουν αυτοτελώς στις Συνδιασκέψεις Ειρήνης προωθώντας το αίτημα δημιουργίας Ελληνικού Κράτους στον Πόντο.
Ο Βενιζέλος συνέχισε την πολιτική του και στις 4 Φεβρουαρίου του 1919 δήλωσε στον Αμερικανό πρόεδρο Ουϊλσον ό,τι παρότι οι Έλληνες του Πόντου επιθυμούσαν την ανεξαρτησία, αυτός αντιτάχθηκε απόλυτα. Επίσης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sunday Times, δήλωσε ότι δέχεται να συμπεριληφθεί ο Πόντος στην Αρμενία. Σφοδρή υπήρξε η αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων.
Το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα κατακλύστηκε από τηλεγραφήματα διαμαρυρίας. Από τη Μασσαλία, το Λονδίνο, το Αλγέρι, τη Νέα Υόρκη κ.ά. οι ποντιακές οργανώσεις κατήγγειλαν "την προβαλλόμενη ιδέα καθ' ην η πατρίς ημών φέρεται περιλαμβανομένη εντός μέλλοντος αρμενικού κράτους."
Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων άλλαξε η πολιτική της κυβέρνησης. Απεστάλησαν στον Πόντο και στον Καύκασο ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο Ι. Σταυριδάκης για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ο Βενιζέλος φαίνεται να αποδέχεται εν μέρει τα ποντιακά σχέδια, επιτρέποντας τη δημιουργία ειδικού ποντιακού σώματος στον ελληνικό στρατό, ώστε μελλοντικά να μπορεί να αποσταλεί στον Πόντο.
Όμως, ακόμα και τότε ήταν ορατή η αποστασιοποίηση του Βενιζέλου από το Ποντιακό Ζήτημα το οποίο δεν το ενέτασσε στα ευρύτερα εθνικά σχέδια. Οι Πόντιοι συνέχισαν να επιζητούν την ελλαδική βοήθεια και να απαιτούν την αποστολή ελληνικού στρατού στον Πόντο.
Για το σκοπό αυτό είχαν συγκεντρώσει τους απαιτούμενους πόρους για τη χρηματοδότηση της επιχείρησης. Βασικό επιχείρημά τους ήταν ότι οι αντάρτικες ποντιακές δυνάμεις, θα μπορούσαν να αποκόψουν τις γραμμές εφοδιασμού των κεμαλικών από τους σοβιετικούς.
Το Νοέμβριο του 1919 οι Βρετανοί απέριψαν σχέδιο αποστολής του ποντιακού τμήματος του ελληνικού στρατού στο Βατούμι και τη συγκρότηση επί τόπου ποντιακού στρατού. Ο Ελ. Βενιζέλος, με αφορμή τη βρετανική άρνηση επανήλθε στις απορριπτικές του θέσεις και επαναμετάθεσε το Ποντιακό Ζήτημα στα πλαίσια του Αρμενικού.
Η στάση αυτή προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Εθνοσυνέλευσης του Πόντου ενώ ο μητροπολίτης Χρύσανθος χαρακτήρισε τον Βενιζέλο "απληροφόρητο στο ζήτημα του Πόντου." Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1920, ο Βενιζέλος θα λάβει τις εκθέσεις των Σταυριδάκη και Καθενιώτη, με τις οποίες προτρέπεται να αποδεχτεί αμέσως τα ποντιακά αιτήματα.
Ο Βενιζέλος άλλαξε για άλλη μια φορά στάση και ανακοίνωσε στο Βρετανό πρωθυπουργό Λόιδ Τζορτζ το σχέδιό του για επέμβαση στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί. Ήταν όμως πολύ αργά! Στην Ελλάδα άρχιζε η προεκλογική περίοδος.
Οι βασιλικοί διάδοχοι του Βενιζέλου δεν είχαν καμιά άποψη για τον Πόντο και αγνόησαν ολοκληρωτικά τις ποντιακές προτάσεις, ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ ολοκλήρωνε τη γενοκτονία του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού.
Ο Καζαντζάκης
Ενα από τα τραγικά λάθη του Βενιζέλου ήταν η προκήρυξη εκλογών εν μέσω πολέμου. Στις 14 Νοεμβρίου 1920 στην κυβέρνηση ανέβηκε η αντιβενιζελική φιλοβασιλική παράταξη με τις φήφους των Τούρκων της Μακεδονίας και των άλλων εθνικών μειονοτήτων.
Η συμπαγής ψήφος των Τούρκων, των Εβραίων, των Βουλγαροφρόνων κ.ά έδωσαν τη νίκη στους αντιβενιζελικούς, οι οποίοι πολιτεύτηκαν με αντιπολεμικά συνθήματα, συγκροτώντας μια ανίερη συμμαχία με τους Ελλαδίτες κομμουνιστές. Η τεράστια ευθύνη του Βενιζέλου ήταν ότι παραγνώρισε την αναγκαία προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση: Τον έστω και με τη βία εξαναγκασμό της Παλαιάς Ελλάδας να πάρει μέρος στην προσπάθεια και να καταβάλει τις απαιτούμενες θυσίες.
Όπως γράφει ο Γ. Βεντήρης: "Διότι η πλειοψηφία του λαού της Παλαιάς Ελλάδας, συστηματικώς εξαπατηθείσα, παραγνώριζε κατά βάση την πραγματικότητα... Δύο το πολύ εκατομμύρια προσώπων του παλαιού κράτους έκριναν την τύχη έξη εκατομμυρίων Ελλήνων των Νέων Χωρών και του αλύτρωτου Γένους."
Στα μεγάλα ιστορικά αινίγματα εντάσσονται τα κίνητρα του Βενιζέλου για προκήρυξη εκλογών. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι πίστευε πως θα κερδίσει, ως επιβράβευση για τις μεγάλες επιτυχίες που κατάφερε στο διπλωματικό τομέα.
Οι αντίπαλοί του ισχυρίζονται ότι ήταν μια συνειδητή απόφαση για εύσχημη αποχώρηση από την πολιτική σκηνή, ώστε να απεκδυθεί από κάθε ευθύνη πιθανής κακής εξέλιξης στο μικρασιατικό. Πάντως ο Νίκος Καζαντζάκης, συνεργάτης του Βενιζέλου, σε επιστολή του το Δεκέμβριο του 1921, υποστηρίζει ευθέως ότι έκανε τις εκλογές γνωρίζοντας ότι θα τις χάσει.
Γράφει: "Ανθρωπος που μ' επανάσταση κατάλαβε την αρχή και δικτατορικώς εκυβέρνησε τόσα χρόνια, Πώς; και Γιατί; θυμήθηκε το σύνταγμα και ενήργησε εκλογές αφού τόξερε πώς θα χάσει." (Αρχείο Κώστα Τριαρίδη).
Η εκτίμηση του Καζαντζάκη ισχυροποιείται με τη στάση Πόντιου Πιλάτου που κράτησε ο Βενιζέλος απέναντι στη Μικρασιατική Αμυνα, η οποία τον κάλεσε να μπει επικεφαλής ενός κινήματος σωτηρίας του μικρασιατικού ελληνισμού. Δεν αποδέχτηκε τον προτεινόμενο ρόλο και απέφυγε να συμβουλεύσει τους Μικρασιάτες για το σκόπιμο της ένοπλης αντιμετώπισης στην περίπτωση επαναφοράς του τουρκικού καθεστώτος στη Σμύρνη.
Όπως έγραψε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος στην τελευταία επιστολή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, λίγο πριν την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην πόλη:
"...Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το ελληνικό κράτος αλλά και σύμπαν το ελληνικό έθνος, καταβαίνει πλέον εις τον Αδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάσει και να το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος..."
Η Ανατολική Θράκη
Ως αποτέλεσμα της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο ξέσπασε το Σεπτέμβριο του 1922 η επανάσταση του Στρατού και του στόλου εναντίον της κυβέρνησης Γούναρη με επικεφαλής το συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα.
Η ανατροπή της βασιλικής κυβέρνησης και η παρουσία ισχυρού ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη δημιούργησε ελπίδες ότι η καταστροφή δεν θα ήταν πλήρης. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν όμως αποφασίσει την παράδοσή της στους Κεμαλικούς. Ο Ελ. Βενιζέλος, τον οποίο οι επαναστάτες κάλεσαν να αναλάβει τη διακυβέρνηση είχε ήδη αποδεχτεί την άποψη της Αντάντ για την Ανατολική Θράκη.
Έτσι, συνέδεσε την επιστροφή του στην κυβέρνηση με την αποδοχή της Γαλλοβρετανικής άποψης από τους επαναστάτες. Στο τηλεγράφημα προς τους επαναστάτες έγραφε: "Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης ήταν καταστροφή ανεπανόρθωτος... εφόσον αι Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδοσίν της εις την Τουρκία. Η κυβέρνηση είναι ανάγκη τάχιστα να χαράξη την πολιτικήν της.
Εάν η πολιτική αύτη περιλαμβάνη την απόφασιν να κρατήσωμεν την Θράκην και εναντίον της γνώμης των πρώην συμμάχων μας, αι θερμαί μου ευχαί θα συνοδεύουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι εν τοιαύτη περιπτώσει εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν."
Έτσι έγινε αποδεκτή η συμφωνία των Μουδανιών και τα μεσάνυχτα της 1ης/14ης Οκτωβρίου 1922 ο ελληνικός στρατός άρχισε να αποχωρεί από την Ανατολική Θράκη, ακολουθούμενος από 250.000 νέους πρόσφυγες.
Η Ελλάδα δεν έκανε ούτε το ελάχιστο για να διατηρήσει τον έλεγχό της σ' αυτή την βασική περιοχή του ελληνισμού, ενώ είναι βέβαιο ότι ούτε τα κεμαλικά στρατεύματα μπορούσαν να διασχίσουν τον Ελλήσποντο και τα Δαρδανέλλια, ούτε η Αντάντ να υποχρεώσει στρατιωτικά την Ελλάδα να αποχωρήσει. Η παράδοση της Ανατολικής Θράκης αποτελεί μια από τις πλέον λευκές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Η Λωζάννη
Ο Βενιζέλος έχει ήδη μετατραπεί σε ένα κλασσικό Παλαιοελλαδίτη πολιτικό. Τίποτα πια δεν θυμίζει το Βενιζέλο της κρητικής επανάστασης. Το μόνο του μέλημα είναι τα κρατικά συμφέροντα, όπως αυτός τα ερμηνεύει, ανεξαρτήτως αν γι' αυτό πρέπει να θυσιαστούν ελληνικοί πληθυσμοί.
Αγνοώντας πλήρως τους πρόσφυγες και τις οργανώσεις τους υπέγραψε το 1923 στη Λωζάννη την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών -"μετανάστευση" ονομάσθηκε στα επίσημα κείμενα- και στη συνέχεια αποδύθηκε σε μια προσπάθεια μη αποζημίωσης των προσφύγων με βάση τις πραγματικές τους περιουσίες που εγκατέλειψαν στους γενέθλιους χώρους τους.
Ειδικά στην εκλογική του περιφέρεια εγκατέστησε πολύ λιγότερους πρόσφυγες από τους μουσουλμάνους που είχαν απελαθεί στην Τουρκία. Ο λόγος ήταν προφανής:
Οι περιουσίες των μουσουλμάνων που δικαιωματικά θα έπρεπε να μοιραστούν στους πολλαπλάσιους πρόσφυγες, χρησιμοποιήθηκαν από την εκλογική του πελατεία.
Στη συνέχεια και με μεσολαβητή τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι, ο Βενιζέλος υπογράφει το 1930 την "Ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας" παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο.
Για να δείξει επί πλέον τα αισθήματά του προς την Τουρκία, ο Βενιζέλος προτείνει τον ΜουσταφάΚεμάλ για Νόμπελ Ειρήνης. Οι μεγάλοι χαμένοι της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ήταν οι πρόσφυγες.
Οι περιουσίες τους ισοψηφίστηκαν, παρότι δεκαπλάσιας αξίας, με αυτές των μουσουλμάνων που ανταλλάχθηκαν. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό κράτος πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις προς την Τουρκία.
Η αντιπροσφυγική συμπεριφορά του Βενιζέλου συνεχίστηκε με την απαγόρευση καθόδου στην Ελλάδα, το 1930, των προσφύγων με ελληνική υπηκοότητα από το μικρασιατικό Πόντο, που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση και υπόκειντο των διατάξεων της συνθήκης της Λωζάννης.
Η συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης και του Ελ. Βενιζέλου καταγγέλθηκε ως αντισυνταγματική τον Ιανουάριο του 1931 από τη γενική συνέλευση του Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων και χαρακτηρίστηκε "σκληρή, παράνομη, αντεθνική και απάνθρωπη".
Ζήτησαν επίσης να αναλάβει η Ελλάδα την υποστήριξη των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Ρωσίας και να ζητήσει αποζημιώσεις για τις τεράστιες ελληνικές περιουσίες που είχαν δημεύσει οι σοβιετικοί.
Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης είχε τραγικές επιπτώσεις στους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σοβιετική Ένωση. Εμφανίστηκαν περιπτώσεις άρνησης έκδοσης διαβατηρίων από την Ελληνική Πρεσβεία σε πρόσφυγες που ήταν υπό εκτόπιση στη Σιβηρία ή στην Κεντρική Ασία.
Η πολιτική αυτή εγκλώβισε στη Σοβιετική Ένωση, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από το μικρασιατικό Πόντο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ελληνική εθνότητα θρήνησε τόσο μεγάλο αριθμό (50.000) θυμάτων την περίοδο των μεγάλων σταλινικών διώξεων του 1937-1938.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου