Κατά το 1880 εγκαταστάθηκαν στο Γάμισλη 70 οικογένειες , στο Τσορμήκ (Απάν και Αφκά) 60 οικογένειες
στο Πεληκπάσσκιοι Παρτούς Γενήκιοϊ άγνωστο πόσοι και σε άλλα χωριά από
λίγες οικογένειες Σανταίων.
Τα χωριά αυτά βρίσκονται σε ύψος 1.500 μέτρα και περισσότερο, τα γεννήματα τους πολλές χρονιές πάγωναν και γενικά η γεωργία δεν τους αντάμειβε για τους κόπους τους. Γι' αυτό ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία. Λίγοι έμαθαν γράμματα και μόνο ο Βασ. Χαρατσίδης, αν δε κάνω λάθος πήρε ανώτατη μόρφωση.
Οι Σανταίοι της περιφέρειας Κάρς είχαν την τύχη όλων των άλλων Καρσιωτών, γι αυτό γράφω τις περιπέτειες πριν και μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο όλων των Καρσιωτών.
Τον Οκτώβριο του 1914 η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Τα ρωσικά στρατεύματα πέρασαν τα σύνορα και έφθασαν ως το Κιοπρήκιοϊ πλησίον του Ερζερούμ , τότε έγιναν εκ μέρους των Αρμενίων του Καρς βιαιοπραγίες σε βάρος των Τούρκων. Στο μέτωπο αυτό η Ρωσία δεν είχε μεγάλες δυνάμεις, γι' αυτό στις 12 Δεκεμβρίου τα τουρκικά στρατεύματα με αρχηγό τον Εμβέρ - πασά, παρά την άθλια τους κατάσταση έκαναν αντεπίθεση και έφθασαν ως το Σαρή καμίς, και παρ' ολίγο να αιχμαλωτίσουν τον Τσάρο που είχε επισκεφθεί το μέτωπο, για να τονώσει το ηθικό του στρατού του.
Κατά καλή τύχη τη νύχτα εκείνη είχε παγωνιά μεγάλη και ο τούρκικος στρατός ανυπόδητος και νηστικός, με λίγο καβουρντισμένο στάρι στο σακίδιο του και τσαρούχια με λίγο χόρτο στα πόδια του έμεινε καθηλωμένος στα υψώματα, γιατί ο κατάσκοπος τους από άγνοια είπε ότι στο Σαρή καμίς ήσαν δύο σώματα στρατού, ενώ στην πραγματικότητα ήσαν δύο τάγματα βοηθητικών. Οι περισσότεροι Τούρκοι πέθαναν από την παγωνιά, οι υπόλοιποι έγιναν ανίκανοι για τη μάχη από κρυοπαγήματα.
Στην αντεπίθεση των Τούρκων πανικός κατέλαβε τα ποντιακά χωριά. Οι κάτοικοι της περιφέρειας Όλτης δεν πρόφτασαν να φύγουν, τα τουρκικά στρατεύματα και οι εντόπιοι μωαμεθανοί έκαναν βιαιοπραγίες σε βάρος των ομογενών. Οι κάτοικοι όμως μερικών χωριών της Γκιόλας παράτησαν την περιουσία τους και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες έφθασαν στην περιφέρεια Σουραγκέλ και σκορπίστηκαν στα διάφορα χωριά . Οι Πόντιοι της περιφέρειας Σογανλούκ εγκατέλειψαν τις εστίες τους και έφθασαν στο Κάρς.
Στο μεταξύ έφθασαν ενισχύσεις από Κοζάκους, που καταδίωξαν τον τουρκικό στρατό και κατέλαβαν το Χασάνκαλε, το Ερζερούμ και αργότερα Τραπεζούντα και το Ερζιγκιάν. Βιαιοπραγίες σε βάρος των μωαμεθανών έγιναν από τους Κοζάκους και ασήμαντες από τους Πόντιους. Τότε επέστρεψαν στα χωριά τους οι άνδρες των ποντιακών οικογενειών και οι γυναίκες αργότερα. Μαζί με το ρωσικό στρατό μάχονταν και μερικές ανεξάρτητες ομάδες από εντόπιους και τουρκοϋπήκοους Αρμένιους , αυτοί ταλαιπώρησαν πολύ τον μωαμεθανικό πληθυσμό.
Τον Οκτώβριο του 1917 έγινε η «επανάσταση των Μπολσεβίκων, ο ρωσικός στρατός αποσύρθηκε από τα σύνορα του '78 και το άφθονο πολεμικό υλικό και τα στρατιωτικά εφόδια και ζώα που είχαν εγκαταλειφθεί ανακούφισαν τον τούρκικο στρατό. Τότε συστήθηκε το Κομισαριάτο του Καυκάσου από την Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν και σχηματίστηκαν εθνικές μεραρχίες Γεωργιανών, Αρμενίων και Αζερμπαϊτζιανών για να αποκρούσουν τον εχθρό που θα επιβουλευόταν τα σύνορα τους.
Και οι Πόντιοι, για να διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους και να προφυλάσσονται από κάθε κίνδυνο διοργάνωσαν μία μεραρχία από 3 συντάγματα και ένα ανεξάρτητο τάγμα υπό τον Έλληνα στρατηγό Ανάνιο και τον συνταγματάρχη του πυροβολικού Τανταλίδη. Αλλά το Κομισαριάτο διαλύθηκε πολύ γρήγορα και δημιουργήθηκαν οι ανεξάρτητες δημοκρατίες της Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν.
Για το σχηματισμό του ελληνικού τάγματος του Αρταγάν μια ομάδα από νέους με οδηγούς αξιωματικούς και πολιτικούς οπλισμένους πήρε κατεύθυνση προς την Γκιόλαν. Στο Μαλακάνικο όμως στο χωριό Ραδιόνοβκα κυκλώθηκε από Τούρκους και έδωσε μάχη, έγινε ανακωχή, αλλά οι Τούρκοι αθέτησαν τη συμφωνία και αφόπλισαν τους Έλληνες.
Το Μάρτιο του 1918 έγινε η συνθήκη του Μπρεσ - Λιτόφσκ, με την οποία η Ρωσία παραχώρησε στην Τουρκία το Καρς και Αρταχάν ,τότε ο τουρκικός στρατός κινήθηκε για να καταλάβει τα Ποντιακά χωριά της περιφέρειας Σογανλούκ. Οι Πόντιοι παράτησαν τα υπάρχοντα τους και μετακινήθηκαν προς το Καρς , μερικά χωριά του Καγισμάν συγκεντρώθηκαν στο Καρακλής. Ένοπλα Αρμενικά τμήματα έκαμαν επίθεση για να ληστεύσουν, έγινε σκληρή μάχη στην οποία ένα μέρος των Ποντίων κατάφερε να διαφύγει προς το Καρς άλλο όμως μέρος υποχρεώθηκε να επιστρέψει στις εστίες του, όπου ταλαιπωρήθηκε από τους Τούρκους.
Τα
χωριά της Όλτης και του Χοροσάν δεν πρόφθασαν να διαφύγουν και
κατελήφθησαν από τους Τούρκους. Τα χωριά του Αρταγάν και της Γκιόλας,
που οι Τούρκοι δεν τα κατάλαβαν εξ αιτίας του χειμώνα έμειναν και
συγκρότησαν οπλισμένες ομάδες για να αμύνονται εναντίον των γύρω
μωαμεθανικών χωριών. Οι Άγγλοι φοβούμενοι μήπως η Τουρκία καταλάβει τα
πετρέλαια του Βακού έκαναν απόβαση αρχές του 19 και υποχρέωσαν τους
Τούρκους να επανέλθουν στα παλιά τους σύνορα.
Τότε τη διακυβέρνηση του Καρς ανέλαβε η λεγομένη Μελισούρα, η οποία όμως δεν έζησε πολύ, γιατί οι Άγγλοι έφθασαν στο Καρς το Μάιο και την διέλυσαν, παραχώρησαν δε την περιοχή του Καρς, Καγισμάν,Όλτης και Γκιόλιας στην Αρμενική δημοκρατία, το δε Αρταγάν και Αρτβίν ως τον ποταμό Τσορόχ στη Γεωργιανική.
Κατά την υποχώρηση του τουρκικού στρατού οι Κούρδοι προκάλεσαν συγκρούσεις, στα χωριά της Γκιόλας έκαναν σκληρές μάχες στις οποίες επικράτησαν οι Έλληνες και οι Κούρδοι έφυγαν προς την Τουρκία, αλλά οι Άγγλοι καταφθάνουν στην Γκιόλα, αφοπλίζουν μερικούς δικούς μας και επαναφέρουν τους Κούρδους , έτσι μεταξύ των Κούρδων και των Ελλήνων δημιουργήθηκε εκρηκτική κατάσταση από την οποία πολλά δυσάρεστα ήταν δυνατόν να συμβούν.
Οι Έλληνες έστειλαν επιτροπή στην Τιφλίδα για να ζητήσει την επέμβαση της αγγλικής αποστολής του Βατούμ, με τις ενέργειες της οποίας έφθασαν αρμενικά στρατεύματα στην Γκιόλια και καθησύχασαν τους Κούρδους.
Υπήρξε όμως ανάγκη να οργανωθούν οπλισμένες ελληνικές ομάδες με επικεφαλής εμπειροπόλεμους αξιωματικούς Έλληνες, για να αμύνονται εναντίον των μωαμεθανών, άλλα και των αρπαγών αρμενικών ομάδων του αρμένικου Στρατού.
Τότε συστήθηκε το Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας που αγωνίστηκε υπεράνθρωπα για την υπεράσπιση της ζωής και των συμφερόντων των Ελλήνων, γιατί στη νεοσχηματισθείσα αρμενική δημοκρατία επικρατούσε αναρχία και όχι ισότητα μεταξύ όλων των εθνικοτήτων, αφού σε μερικά ελληνικά χωριά ζητήθηκε να στρατευθούν με τη βία οι Έλληνες, όχι όμως και οι Ρώσοι και μουσουλμάνοι των γειτονικών χωριών.
Στις συνεδριάσεις του Εθνικού Συμβουλίου υπήρξε κατακραυγή κατά των υπηρεσιών και των οργάνων της Αρμενικής δημοκρατίας, γιατί ο βίος των Ελλήνων έγινε αβίωτος και πάρθηκε η απόφαση να γίνουν ενέργειες για την ταχεία μετανάστευση στην Ελλάδα όλων των Ελλήνων της Αρμενίας.
Το Εθνικό Συμβούλιο αγωνίσθηκε και για την περίθαλψη των προσφύγων απελευθέρωσε τα ελληνικά χωριά της Όλτης και του Καγισμάν που παρέμειναν στην τουρκική κατοχή και τον Αύγουστο του 1919 τα μετέφερε στα ελληνικά χωριά της Γκιόλιας. Δυο μόνο χωριά το Μπεμπερέκ και Τοροσχώβ δεν μετακινήθηκαν και παρέμειναν στις εστίες τους. Ταυτόχρονα το Εθνικό Συμβούλιο φρόντισε και για τους Πόντιους του Καρς και Καγισμάν και ως το τέλος του 1920 τους προώθησε προς την Τιφλίδα και από κει στο Βατούμ.
Για τη μετακίνηση των Ελλήνων της Γκιόλιας από την Αρμενία στη Γεωργία ζήτησε τη συγκατάθεση του αντιπροσώπου της Αρμενίας του Αρταγάν και κατόπιν του κυβερνήτη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε συνεννοήθηκαν τα ελληνικά χωριά, ετοιμάστηκαν και το Σεπτέμβριο του 1920 μετακινήθηκαν ένοπλοι με όλα τα υπάρχοντα τους και έφθασαν στον Κύρο Ποταμό, σύνορο Αρμενίας και Γεωργίας.
Οι Αρμένιοι ζήτησαν ζώα και φόρους, οι Έλληνες πρότειναν τα όπλα, οι Αρμένιοι υποχώρησαν και οι Έλληνες πέρασαν τη διαχωριστική γραμμή και εγκαταστάθηκαν σε σκηνές, ανάμεσα στα ελληνικά χωριά της Γεωργίας περιμένοντας οδηγίες από την ελληνική αποστολή της Τιφλίδας για τη μετανάστευση στην Ελλάδα.
Πήραν τη συγκατάθεση της Γεωργίας να περάσουν ανενόχλητοι και να κατευθυνθούν προς το Βατούμ. Η Ελληνική Αποστολή έστειλε αντιπρόσωπο της, που συνεννοήθηκε με το Γεωργιανό Διοικητή και συνόδευσε τον πληθυσμό ως το Βατούμ, δίδοντας και βοήθημα στους απόρους για αγορά τροφίμων.
Όπως είπα παραπάνω το Μπεμπερέκ και Τοροσχώβ παρέμειναν στις εστίες τους ως τη δεκάτη Φεβρουαρίου του 21. Τότε τους επιτέθηκε ο ντόπιος μωαμεθανικός πληθυσμός, λεηλάτησε την περιουσία τους, σκότωσε πολλούς και αιχμαλώτισε γυναίκες. Όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν πήραν το δρόμο προς το Βατούμ, όπου και έφθασαν ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες.
Οι Καρσιώτες που μετακινήθηκαν πρώτοι, σκόρπισαν στο Κουμπάν, Κριμαία και αλλού και μετανάστευσαν στην Ελλάδα από διάφορους λιμένες. Όλοι δε οι Καρσιώτες υπολογίζονταν σε 70.000 από το Στυλ. Μαυραγένη, το βιβλίο του οποίου μεταξύ άλλων είχα υπόψη στη σύνταξη του παρόντος άρθρου. Ο συγγραφέας αυτός στο τέλος του βιβλίου του επαινεί την Ολλανδική Αποστολή, την ελληνική Πρεσβεία και τον Πολεμαρχάκη.
Αλλά το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου (Βατούμ) του οποίου πρόεδρος ήταν ο με αδαμάντινο χαρακτήρα, Βασ. Ιωαννίδης είχε διαφορετική αντίληψη για τη δράση όλων των παραπάνω.
Από τα πρακτικά του αντιγράφω το παρακάτω:
Τον Ιούλιο του 1919 έφθασε η ελληνική Αποστολή στην Τιφλίδα, το Εθνικό Συμβούλιο Βατούμ είχε σύσκεψη με την Αποστολή, στην οποία πάρθηκε η απόφαση να μη μετακινηθεί κανένας από τους Έλληνες του Καυκάσου, για να μην παρασυρθούν και οι νέοι πρόσφυγες από τον Πόντο. Στο τέλος του Ιουλίου ο Αρχηγός της Αποστολής Πολεμαρχάκης πήγε στο Κάρς. Σε λίγες μέρες 30.000 περίπου ομογενείς κατέβηκαν στο Καρς αφήνοντας τα σπαρτά τους αθέριστα, σε λίγο άρχισαν να πεινούν, γιατί η μετακίνηση τους έγινε χωρίς καμιά προπαρασκευή.
Το Εθνικό Συμβούλιο του Βατούμ φρόντισε για την περίθαλψη τους, όσο του επέτρεπαν τα λιγοστά μέσα του, συνάμα έστειλε στην Αθήνα τον Θεοφύλακτο για να ενεργήσει για την περίθαλψη και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα.
Στη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης του Βατούμ της 16-4-20 ο Λεωνίδας Ιασωνίδης στηλίτευσε το έργο της ελληνικής Αποστολής: Γραφειοκρατία, υποβιβασμός βοηθουμένων σε ζητιάνους, έξοδα προσωπικού τεράστια, απουσία ιατρικής περίθαλψης, τραγελαφικές ταλαιπωρήσεις στο ζήτημα της μετανάστευσης.
Ο Κ. Θ. Παπαδόπουλος ανακοίνωσε ότι μπορεί να αποδείξει με έγγραφα τα λάθη, την αδικία, την εγκληματικότητα της αποστολής τις επαίσχυντες κλοπές των οργάνων της Γιαννοπούλου - Κάλτσεφ στο Καρς- Αρταγάν. Ο Αριστ. Παπαδόπουλος κατηγορεί τον αρχηγό της αποστολής I. Ζερβό γιατί έδειξε ανάλγητη αμεριμνησία απέναντι 2000 προσφύγων του Νοβοροσίσκ τους άφησε άστεγους, έκθετους στη βροχή και στη πείνα.
Στη συνεδρίαση της 11-5-20 ο Ι. Κάλφογλου ανακοίνωσε ότι η Ελληνική κυβέρνηση «δεν ανταπεκρίθη, παρά τις πολλαπλές ενέργειες του Συμβουλίου διότι ο μητροπολίτης Χρύσανθος (αντιπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου) συκοφάντησε τους Καρσιώτας ότι απώλεσαν την εθνικήν των συνείδησιν».
Ο Α. Λαζαρίδης είπε ότι, το γράμμα του Χρύσανθου προς την Ελληνική κυβέρνηση «επέφερε τόσους θανάτους εις τους Καρσιώτας».
Μόνο το Μάιο του 1920 ο Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Β. Ιωαννίδης ναύλωσε το ατμόπλοιο Parthian αντί 27 χάρτινων λιρών για κάθε πρόσφυγα από Σοχούμ στην Ελλάδα για τη μεταφορά 2.500 προσφύγων που είχαν να πλερώσουν το ναύλο τους. Οι άλλοι Καρσιώτες αργά και αφού αποδεκατίστηκαν από τύφο, ελλείψη καθαριότητας και τροφής ως τον Απρίλιο του 21 ( με το τελευταίο ατμόπλοιο Παναγιώτης)έφτασαν στην Ελλάδα και αποβιβάσθηκαν στην Καλαμαριά Θεσ/νίκης.
Στάθης Αθανασιάδης(Γεροστάθης)
Santeos
Τα χωριά αυτά βρίσκονται σε ύψος 1.500 μέτρα και περισσότερο, τα γεννήματα τους πολλές χρονιές πάγωναν και γενικά η γεωργία δεν τους αντάμειβε για τους κόπους τους. Γι' αυτό ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία. Λίγοι έμαθαν γράμματα και μόνο ο Βασ. Χαρατσίδης, αν δε κάνω λάθος πήρε ανώτατη μόρφωση.
Οι Σανταίοι της περιφέρειας Κάρς είχαν την τύχη όλων των άλλων Καρσιωτών, γι αυτό γράφω τις περιπέτειες πριν και μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο όλων των Καρσιωτών.
Τον Οκτώβριο του 1914 η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Τα ρωσικά στρατεύματα πέρασαν τα σύνορα και έφθασαν ως το Κιοπρήκιοϊ πλησίον του Ερζερούμ , τότε έγιναν εκ μέρους των Αρμενίων του Καρς βιαιοπραγίες σε βάρος των Τούρκων. Στο μέτωπο αυτό η Ρωσία δεν είχε μεγάλες δυνάμεις, γι' αυτό στις 12 Δεκεμβρίου τα τουρκικά στρατεύματα με αρχηγό τον Εμβέρ - πασά, παρά την άθλια τους κατάσταση έκαναν αντεπίθεση και έφθασαν ως το Σαρή καμίς, και παρ' ολίγο να αιχμαλωτίσουν τον Τσάρο που είχε επισκεφθεί το μέτωπο, για να τονώσει το ηθικό του στρατού του.
Κατά καλή τύχη τη νύχτα εκείνη είχε παγωνιά μεγάλη και ο τούρκικος στρατός ανυπόδητος και νηστικός, με λίγο καβουρντισμένο στάρι στο σακίδιο του και τσαρούχια με λίγο χόρτο στα πόδια του έμεινε καθηλωμένος στα υψώματα, γιατί ο κατάσκοπος τους από άγνοια είπε ότι στο Σαρή καμίς ήσαν δύο σώματα στρατού, ενώ στην πραγματικότητα ήσαν δύο τάγματα βοηθητικών. Οι περισσότεροι Τούρκοι πέθαναν από την παγωνιά, οι υπόλοιποι έγιναν ανίκανοι για τη μάχη από κρυοπαγήματα.
Στην αντεπίθεση των Τούρκων πανικός κατέλαβε τα ποντιακά χωριά. Οι κάτοικοι της περιφέρειας Όλτης δεν πρόφτασαν να φύγουν, τα τουρκικά στρατεύματα και οι εντόπιοι μωαμεθανοί έκαναν βιαιοπραγίες σε βάρος των ομογενών. Οι κάτοικοι όμως μερικών χωριών της Γκιόλας παράτησαν την περιουσία τους και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες έφθασαν στην περιφέρεια Σουραγκέλ και σκορπίστηκαν στα διάφορα χωριά . Οι Πόντιοι της περιφέρειας Σογανλούκ εγκατέλειψαν τις εστίες τους και έφθασαν στο Κάρς.
Στο μεταξύ έφθασαν ενισχύσεις από Κοζάκους, που καταδίωξαν τον τουρκικό στρατό και κατέλαβαν το Χασάνκαλε, το Ερζερούμ και αργότερα Τραπεζούντα και το Ερζιγκιάν. Βιαιοπραγίες σε βάρος των μωαμεθανών έγιναν από τους Κοζάκους και ασήμαντες από τους Πόντιους. Τότε επέστρεψαν στα χωριά τους οι άνδρες των ποντιακών οικογενειών και οι γυναίκες αργότερα. Μαζί με το ρωσικό στρατό μάχονταν και μερικές ανεξάρτητες ομάδες από εντόπιους και τουρκοϋπήκοους Αρμένιους , αυτοί ταλαιπώρησαν πολύ τον μωαμεθανικό πληθυσμό.
Τον Οκτώβριο του 1917 έγινε η «επανάσταση των Μπολσεβίκων, ο ρωσικός στρατός αποσύρθηκε από τα σύνορα του '78 και το άφθονο πολεμικό υλικό και τα στρατιωτικά εφόδια και ζώα που είχαν εγκαταλειφθεί ανακούφισαν τον τούρκικο στρατό. Τότε συστήθηκε το Κομισαριάτο του Καυκάσου από την Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν και σχηματίστηκαν εθνικές μεραρχίες Γεωργιανών, Αρμενίων και Αζερμπαϊτζιανών για να αποκρούσουν τον εχθρό που θα επιβουλευόταν τα σύνορα τους.
Και οι Πόντιοι, για να διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους και να προφυλάσσονται από κάθε κίνδυνο διοργάνωσαν μία μεραρχία από 3 συντάγματα και ένα ανεξάρτητο τάγμα υπό τον Έλληνα στρατηγό Ανάνιο και τον συνταγματάρχη του πυροβολικού Τανταλίδη. Αλλά το Κομισαριάτο διαλύθηκε πολύ γρήγορα και δημιουργήθηκαν οι ανεξάρτητες δημοκρατίες της Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν.
Για το σχηματισμό του ελληνικού τάγματος του Αρταγάν μια ομάδα από νέους με οδηγούς αξιωματικούς και πολιτικούς οπλισμένους πήρε κατεύθυνση προς την Γκιόλαν. Στο Μαλακάνικο όμως στο χωριό Ραδιόνοβκα κυκλώθηκε από Τούρκους και έδωσε μάχη, έγινε ανακωχή, αλλά οι Τούρκοι αθέτησαν τη συμφωνία και αφόπλισαν τους Έλληνες.
Το Μάρτιο του 1918 έγινε η συνθήκη του Μπρεσ - Λιτόφσκ, με την οποία η Ρωσία παραχώρησε στην Τουρκία το Καρς και Αρταχάν ,τότε ο τουρκικός στρατός κινήθηκε για να καταλάβει τα Ποντιακά χωριά της περιφέρειας Σογανλούκ. Οι Πόντιοι παράτησαν τα υπάρχοντα τους και μετακινήθηκαν προς το Καρς , μερικά χωριά του Καγισμάν συγκεντρώθηκαν στο Καρακλής. Ένοπλα Αρμενικά τμήματα έκαμαν επίθεση για να ληστεύσουν, έγινε σκληρή μάχη στην οποία ένα μέρος των Ποντίων κατάφερε να διαφύγει προς το Καρς άλλο όμως μέρος υποχρεώθηκε να επιστρέψει στις εστίες του, όπου ταλαιπωρήθηκε από τους Τούρκους.
Καρς |
Τότε τη διακυβέρνηση του Καρς ανέλαβε η λεγομένη Μελισούρα, η οποία όμως δεν έζησε πολύ, γιατί οι Άγγλοι έφθασαν στο Καρς το Μάιο και την διέλυσαν, παραχώρησαν δε την περιοχή του Καρς, Καγισμάν,Όλτης και Γκιόλιας στην Αρμενική δημοκρατία, το δε Αρταγάν και Αρτβίν ως τον ποταμό Τσορόχ στη Γεωργιανική.
Κατά την υποχώρηση του τουρκικού στρατού οι Κούρδοι προκάλεσαν συγκρούσεις, στα χωριά της Γκιόλας έκαναν σκληρές μάχες στις οποίες επικράτησαν οι Έλληνες και οι Κούρδοι έφυγαν προς την Τουρκία, αλλά οι Άγγλοι καταφθάνουν στην Γκιόλα, αφοπλίζουν μερικούς δικούς μας και επαναφέρουν τους Κούρδους , έτσι μεταξύ των Κούρδων και των Ελλήνων δημιουργήθηκε εκρηκτική κατάσταση από την οποία πολλά δυσάρεστα ήταν δυνατόν να συμβούν.
Οι Έλληνες έστειλαν επιτροπή στην Τιφλίδα για να ζητήσει την επέμβαση της αγγλικής αποστολής του Βατούμ, με τις ενέργειες της οποίας έφθασαν αρμενικά στρατεύματα στην Γκιόλια και καθησύχασαν τους Κούρδους.
Υπήρξε όμως ανάγκη να οργανωθούν οπλισμένες ελληνικές ομάδες με επικεφαλής εμπειροπόλεμους αξιωματικούς Έλληνες, για να αμύνονται εναντίον των μωαμεθανών, άλλα και των αρπαγών αρμενικών ομάδων του αρμένικου Στρατού.
Τότε συστήθηκε το Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας που αγωνίστηκε υπεράνθρωπα για την υπεράσπιση της ζωής και των συμφερόντων των Ελλήνων, γιατί στη νεοσχηματισθείσα αρμενική δημοκρατία επικρατούσε αναρχία και όχι ισότητα μεταξύ όλων των εθνικοτήτων, αφού σε μερικά ελληνικά χωριά ζητήθηκε να στρατευθούν με τη βία οι Έλληνες, όχι όμως και οι Ρώσοι και μουσουλμάνοι των γειτονικών χωριών.
Στις συνεδριάσεις του Εθνικού Συμβουλίου υπήρξε κατακραυγή κατά των υπηρεσιών και των οργάνων της Αρμενικής δημοκρατίας, γιατί ο βίος των Ελλήνων έγινε αβίωτος και πάρθηκε η απόφαση να γίνουν ενέργειες για την ταχεία μετανάστευση στην Ελλάδα όλων των Ελλήνων της Αρμενίας.
Το Εθνικό Συμβούλιο αγωνίσθηκε και για την περίθαλψη των προσφύγων απελευθέρωσε τα ελληνικά χωριά της Όλτης και του Καγισμάν που παρέμειναν στην τουρκική κατοχή και τον Αύγουστο του 1919 τα μετέφερε στα ελληνικά χωριά της Γκιόλιας. Δυο μόνο χωριά το Μπεμπερέκ και Τοροσχώβ δεν μετακινήθηκαν και παρέμειναν στις εστίες τους. Ταυτόχρονα το Εθνικό Συμβούλιο φρόντισε και για τους Πόντιους του Καρς και Καγισμάν και ως το τέλος του 1920 τους προώθησε προς την Τιφλίδα και από κει στο Βατούμ.
Για τη μετακίνηση των Ελλήνων της Γκιόλιας από την Αρμενία στη Γεωργία ζήτησε τη συγκατάθεση του αντιπροσώπου της Αρμενίας του Αρταγάν και κατόπιν του κυβερνήτη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε συνεννοήθηκαν τα ελληνικά χωριά, ετοιμάστηκαν και το Σεπτέμβριο του 1920 μετακινήθηκαν ένοπλοι με όλα τα υπάρχοντα τους και έφθασαν στον Κύρο Ποταμό, σύνορο Αρμενίας και Γεωργίας.
Οι Αρμένιοι ζήτησαν ζώα και φόρους, οι Έλληνες πρότειναν τα όπλα, οι Αρμένιοι υποχώρησαν και οι Έλληνες πέρασαν τη διαχωριστική γραμμή και εγκαταστάθηκαν σε σκηνές, ανάμεσα στα ελληνικά χωριά της Γεωργίας περιμένοντας οδηγίες από την ελληνική αποστολή της Τιφλίδας για τη μετανάστευση στην Ελλάδα.
Πήραν τη συγκατάθεση της Γεωργίας να περάσουν ανενόχλητοι και να κατευθυνθούν προς το Βατούμ. Η Ελληνική Αποστολή έστειλε αντιπρόσωπο της, που συνεννοήθηκε με το Γεωργιανό Διοικητή και συνόδευσε τον πληθυσμό ως το Βατούμ, δίδοντας και βοήθημα στους απόρους για αγορά τροφίμων.
Όπως είπα παραπάνω το Μπεμπερέκ και Τοροσχώβ παρέμειναν στις εστίες τους ως τη δεκάτη Φεβρουαρίου του 21. Τότε τους επιτέθηκε ο ντόπιος μωαμεθανικός πληθυσμός, λεηλάτησε την περιουσία τους, σκότωσε πολλούς και αιχμαλώτισε γυναίκες. Όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν πήραν το δρόμο προς το Βατούμ, όπου και έφθασαν ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες.
Οι Καρσιώτες που μετακινήθηκαν πρώτοι, σκόρπισαν στο Κουμπάν, Κριμαία και αλλού και μετανάστευσαν στην Ελλάδα από διάφορους λιμένες. Όλοι δε οι Καρσιώτες υπολογίζονταν σε 70.000 από το Στυλ. Μαυραγένη, το βιβλίο του οποίου μεταξύ άλλων είχα υπόψη στη σύνταξη του παρόντος άρθρου. Ο συγγραφέας αυτός στο τέλος του βιβλίου του επαινεί την Ολλανδική Αποστολή, την ελληνική Πρεσβεία και τον Πολεμαρχάκη.
Αλλά το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου (Βατούμ) του οποίου πρόεδρος ήταν ο με αδαμάντινο χαρακτήρα, Βασ. Ιωαννίδης είχε διαφορετική αντίληψη για τη δράση όλων των παραπάνω.
Από τα πρακτικά του αντιγράφω το παρακάτω:
Τον Ιούλιο του 1919 έφθασε η ελληνική Αποστολή στην Τιφλίδα, το Εθνικό Συμβούλιο Βατούμ είχε σύσκεψη με την Αποστολή, στην οποία πάρθηκε η απόφαση να μη μετακινηθεί κανένας από τους Έλληνες του Καυκάσου, για να μην παρασυρθούν και οι νέοι πρόσφυγες από τον Πόντο. Στο τέλος του Ιουλίου ο Αρχηγός της Αποστολής Πολεμαρχάκης πήγε στο Κάρς. Σε λίγες μέρες 30.000 περίπου ομογενείς κατέβηκαν στο Καρς αφήνοντας τα σπαρτά τους αθέριστα, σε λίγο άρχισαν να πεινούν, γιατί η μετακίνηση τους έγινε χωρίς καμιά προπαρασκευή.
Το Εθνικό Συμβούλιο του Βατούμ φρόντισε για την περίθαλψη τους, όσο του επέτρεπαν τα λιγοστά μέσα του, συνάμα έστειλε στην Αθήνα τον Θεοφύλακτο για να ενεργήσει για την περίθαλψη και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα.
Στη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης του Βατούμ της 16-4-20 ο Λεωνίδας Ιασωνίδης στηλίτευσε το έργο της ελληνικής Αποστολής: Γραφειοκρατία, υποβιβασμός βοηθουμένων σε ζητιάνους, έξοδα προσωπικού τεράστια, απουσία ιατρικής περίθαλψης, τραγελαφικές ταλαιπωρήσεις στο ζήτημα της μετανάστευσης.
Ο Κ. Θ. Παπαδόπουλος ανακοίνωσε ότι μπορεί να αποδείξει με έγγραφα τα λάθη, την αδικία, την εγκληματικότητα της αποστολής τις επαίσχυντες κλοπές των οργάνων της Γιαννοπούλου - Κάλτσεφ στο Καρς- Αρταγάν. Ο Αριστ. Παπαδόπουλος κατηγορεί τον αρχηγό της αποστολής I. Ζερβό γιατί έδειξε ανάλγητη αμεριμνησία απέναντι 2000 προσφύγων του Νοβοροσίσκ τους άφησε άστεγους, έκθετους στη βροχή και στη πείνα.
Στη συνεδρίαση της 11-5-20 ο Ι. Κάλφογλου ανακοίνωσε ότι η Ελληνική κυβέρνηση «δεν ανταπεκρίθη, παρά τις πολλαπλές ενέργειες του Συμβουλίου διότι ο μητροπολίτης Χρύσανθος (αντιπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου) συκοφάντησε τους Καρσιώτας ότι απώλεσαν την εθνικήν των συνείδησιν».
Ο Α. Λαζαρίδης είπε ότι, το γράμμα του Χρύσανθου προς την Ελληνική κυβέρνηση «επέφερε τόσους θανάτους εις τους Καρσιώτας».
Μόνο το Μάιο του 1920 ο Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Β. Ιωαννίδης ναύλωσε το ατμόπλοιο Parthian αντί 27 χάρτινων λιρών για κάθε πρόσφυγα από Σοχούμ στην Ελλάδα για τη μεταφορά 2.500 προσφύγων που είχαν να πλερώσουν το ναύλο τους. Οι άλλοι Καρσιώτες αργά και αφού αποδεκατίστηκαν από τύφο, ελλείψη καθαριότητας και τροφής ως τον Απρίλιο του 21 ( με το τελευταίο ατμόπλοιο Παναγιώτης)έφτασαν στην Ελλάδα και αποβιβάσθηκαν στην Καλαμαριά Θεσ/νίκης.
Στάθης Αθανασιάδης(Γεροστάθης)
Santeos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου