Αποχαιρετισμός απο την πατρίδα μου Σαντά

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Τήν 10 του Σεπτέμβρη του 1908 επρόκειτο νά ταξιδέψω στον Καύκασο μέ όλη μου τήν οικογένεια, δηλ. νά εγκαταλείψω δια παντός τήν πατρίδα μου  Σάνταν.  Ή σκέψη πώς πρόκειται ν' αφήσω γιά πάντα τήν γλυκειά μου πατρίδα που φάνηκε σέ μένα τόσο στοργική μάνα, μου κατάτρωγε τά σωθικά.
Μόνη ακτίνα παρηγοριάς σ' όλη αυτή τήν υπό­θεση μου έμεινε ή ιδέα πώς άν ταξιδέψω στή Ρωσία θά έχω τό ευτύχημα πρώτον νά μορφώσω ελληνοπρεπώς εκατοντάδες παιδιών τών μετανα­στών συμπατριωτών μου Σανταίων, καί δεύτερον νά χτυπήσω κατακέφαλα μέσα στή φωλιά της τήν Πανσλαυιστική Ύδρα, που έμπλεξε στά δίχτυα ιης όλους τους  Έλληνας της Ρωσίας, και προπαντός τους  Έλληνας κληρικούς.
Ξεκινήσαμε άπό τήν Σάντα μέ τήν μητέρα μου Μαρούλαν, τήν γυναίκα μου Έλένην, τήν κόρη μου Μαγδαληνή, και τά αδέλφια μου Εύανθίαν, Αικατερίνην καί Γιάννην. Μας συνώδεψαν τότε ώς τό Φουρνόπον δακρυ­σμένοι όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι.
Ή τοποθεσία του Φουρνόπου όπου μας αποχαιρέτησαν οι συγγενείς μας ήταν ό άφωνος μάρτυρας της ιερής μας συγκίνησης που κατέβαινε ώς τά βάθη του είναι μας!
Καταντή­σαμε βουβοί, στέρεψε τό μυαλό μας και δε βρίσκαμε λέξεις νά ευχαριστή­σωμε τούς καλούς μας συγγενείς και φίλους πού είχαν εκδηλώσει όλη τους τή θλίψη γιά τόν αποχωρισμό.
Σκεπτόμουν τότε: Αλλοίμονο πατρίδα μου άν έξακολουθήση μέ τόν ίδιο ρυθμό ό εκπατρισμός τών τέκνων σου! Πόσα ξενιτεμένα παιδιά σου καί πόσες οικογένειες σ' εγκατέλειψαν μέ ανείπωτο καημό! Πόσα μοιρολόγια αντήχησαν στις φαράγγες καί στις κοιλάδες σου, αιτία ή ξενιτιά τών ανδρών σου καί ή μετανάστευση χιλιάδων οικογενειών σου!
Όχι αγαπημένη μου πατρίδα δέν θά σέ εγκαταλείψω διαπαντός, θά επανέλθω νά σέ αγ­καλιάσω και νά ζήσω κάτω άπό τά φτερούγα σου. Ή πνοή σου είναι πνοή μου, και ή ζωή σου ζωή μου. Ποίος κακός δαίμων φθόνησε τήν δόξα  σου, και σκόρπισε τά τέκνα σου στον Καύκασο; Πώς καί πότε θά σταματήσει τό κακό; Μήπως  μ' αυτό πού γίνεται προχωρούμε στήν ερήμωση  καί στήν καταστροφή σου; Μήπως κι εγώ σάν δάσκαλος πού είμαι δίνω τό κακό παράδειγμα; Κάψε με αγαπημένη μου πατρίδα αν καταλαβαίνεις πως  πήρα τόν κατήφορο αυτό χωρίς νά  μέ έλκουν οί σκληρές συνθήκες της ζωής και ή συναίσθηση του καθήκοντος μου προς το έθνος.
Αχ καλή μου πατρίδα, στοργική μου μάννα! Ομολογώ πώς ή εξομολόγηση αυτή δέν είναι ικανή νά ξεπλύνη τό έγκλημα μου. Πέτρες  κάθονται στα  στήθια μου σαν βλέπω τά βουνά σου νά κρύβεται πίσω μου το ενα υστερ' άπό τό άλλο.
Πόσες εθνικές συμφορές  είδαν τά βουνά σου αυτά στα παλιά τά χρόνια, και πόση δόξα άντίκρυσαν και θ' άντικρύσουν εις το  μέλλον ενας Θεός τό  ξέρει. Ή σκέψις πώς μπορεί, άν έξακολουθήση αυτή ή κατάσταση, νά   έρημωθή μία  Σάντα, μια δεύτερη Ελλάδα, μου παγώνει τό αίμα στις φλέβες!
Λυπούμαι αφάνταστα τό εθνος μας πού με  τήν ερήμωση σου θά χάση τό καλύτερο διαμάντι του Πόντου!
 Αυτη  τη  στιγμή είμαι ό πιο δυστυχισμένος Έλλην, ό πιό  δυστυχισμένος άνθρωπος  του κόσμου! Νά δώ τήν μάνα μου, τήν δοξασμένη μου πατρίδα πως  κλαίει για τόν αποχωρισμό μας, κι εγώ νά μην μπορέσω νά τήν παρηγορήσω.
Είναι φοβερό ν'αφήσω τή γλυκειά μου, τήν πρώτη μου μανούλα, και να πάγω νά ζητήσω μητρυιά στόν παγωμένο Καύκασο! Αν ό θεός δεν μου έπιτρέψη νά σ' αγκαλιάσω γιά δεύτερη φορά,   εγώ θά κινήσω γήν και ουρανόν γιά σένα, θά προπαγανδίσω, θά γράψω, θα σε απαθανατίσω!
 Και είσαι αθάνατη στ' αληθινά,  αφού κατώρθωσες νά περισώσης από τόσες μπόρες τόν έθνισμόν σου καί τη θρησκεία σου, έθρεψες πολλές χιλιάδες Ελλήνων  γιά πολλούς αιώνας μέσ' στους  δοξασμένους βράχους σου, και σκέπασες κάτω από τις φτερούγες σου ατέλειωτα κύματα φυγάδων Ελλήνων.
 Όσοι σέ ονομάζουν Ακρόπολη του Πόντου έχουν δίκαιο ίσο μ' εκείνους που ονομάζουν τόν Πόντο Ακρόπολη του Ελληνισμού.
 Χαίρε πατρίδα μου, δέν σε βλέπω πιά !
Καλή αντάμωση!

Το κείμενο αποδίδεται όπως είναι γραμμένο στην "Ιστορία της Σαντάς του Πόντου"  του Μιλτιάδη Νυμφόπουλου

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah