Δεν
μπορεί παρά να στέκεται κανείς με δέος και τον ανάλογο σεβασμό στη
μνήμη των πρωταγωνιστών — πολιτικών και στρατιωτικών — που συμμετείχαν
στις αποφάσεις που οδήγησαν τον μικρασιατικό ελληνισμό στην αποτυχία.
Η ιστορία,
όμως, πρέπει να διδάσκεται πλήρης και ολοκληρωμένη στους Έλληνες και
αυτό δεν έγινε στα σχολεία, ως προς την εκστρατεία του ελληνικού στρατού
στη Μικρά Ασία.
Δεν έμαθε ο ελληνισμός γιατί οδηγήθηκε η Ελλάδα στην ήττα και στην εξόντωση ενός εκατομμυρίου και πλέον ελληνικού πληθυσμού και άλλου τόσου, που εγκατέλειψε τις πατρογονικές του εστίες στην Ιωνία και το μαρτυρικό Πόντο.
Δεν έμαθε ο ελληνισμός γιατί οδηγήθηκε η Ελλάδα στην ήττα και στην εξόντωση ενός εκατομμυρίου και πλέον ελληνικού πληθυσμού και άλλου τόσου, που εγκατέλειψε τις πατρογονικές του εστίες στην Ιωνία και το μαρτυρικό Πόντο.
Ξεκίνησαν ως αυτοάμυνα κατά των τσετέδων
Τα
ποντιακά ανταρτικά σώματα, που συγκροτήθηκαν στα βουνά κατά την περίοδο
1915-1922, στην αρχή ξεκίνησαν ως προσπάθεια αυτοάμυνας από τις
συνεχιζόμενες αυθαιρεσίες των τουρκικών αρχών σε βάρος των χριστιανών
Ελλήνων. Οι αποτυχίες των Νεότουρκων στους βαλκανικούς πολέμους
ενοχοποίησαν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, γι’αυτό
έπρεπε να πληρώσουν. Αργότερα, όμως, ως κύριο σκοπό τους τα ανταρκτικά
σώματα είχαν τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.
Μια δύναμη 20.000 - 30.000 ανταρτών στα βουνά
Όταν
το 1909, ο μακεδονομάχος μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης
έγινε μητροπολίτης στην Αμάσεια του Πόντου, οι Πόντιοι βρήκαν στο πρόσωπο του τον προστάτη τους.
Όταν,
ως μητροπολίτης, διαμαρτυρήθηκε στους πασάδες, τον έκλεισαν φυλακή.
Επανήλθε το 1918 στο θρόνο του. Είναι ο άνθρωπος που οργάνωσε το
αντάρτικο στον Πόντο και κατά τους υπολογισμούς του, την εποχή του,
έφτανε τους 20.000 άντρες και γυναίκες. Κάποιοι άλλοι τους υπολόγισαν
περίπου 30.000.
Είναι
γεγονός ότι το ποντιακό ζήτημα αντιμετωπίστηκε από την αρχή ως πρόβλημα
των Ποντίων και όχι ως μέρος του ευρύτερου εθνικού ζητήματος. Στην αρχή
ο Βενιζέλος, σε απόρρητη απόφαση του, χαρακτήριζε τη δημιουργία
«ποντιακών στρατιωτικών τμημάτων» ως πρόπλασμα ενός μελλοντικού
ποντιακού στρατού. Η απόφαση αυτή καταλήγει:
«Εννοείται
ότι δεν θα διστάσωμεν και χρηματικώς και κατά πάντα δυνατόν τρόπον να
επικουρήσουμε (βοηθώντας) οργάνωσιν στρατού Ποντίων αλλά δέον και ούτοι
να επιτηρήσωσιν εαυτούς αφ' ών και δύνανται να θέλουσιν, ούτω δε και ο
αγών των θα έχει μεγαλυτέραν δύναμιν».
Λίγο
αργότερα, στη Διάσκεψη Ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου
1918, ο ίδιος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, πρότεινε την ενσωμάτωση του
Πόντου στη Δημοκρατία της Αρμενίας, ενώ την ίδια στιγμή ο μητροπολίτης
Τραπεζούντας Χρύσανθος, με ξεχωριστό υπόμνημα που υπέβαλε στη Διάσκεψη
Ειρήνης, ζητούσε τη δημιουργία ελληνικού κράτους στην περιοχή του
Πόντου.
Στο
υπόμνημα του ο δραστήριος ιεράρχης ανέπτυσσε την επιχειρηματολογία του,
η οποία στηριζόταν στο εξής γεγονός: μετά την παλιννόστηση των
προσφύγων από τον Καύκασο και τη Ρωσία ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου
εξισώθηκε με τον μουσουλμανικό.
Γινόταν,
μάλιστα, και η παρατήρηση ότι πολλοί από τους ελληνόφωνους
μουσουλμάνους είναι ελληνικής καταγωγής. Επομένως, ήταν δίκαιο ο
ελληνικός πληθυσμός του Πόντου να αποτελέσει αυτόνομο ελληνικό κράτος. Η
απάντηση ήρθε από το Βενιζέλο. Σε αντίθεση από τους στόχους του
Ποντιακού Κινήματος ο Βενιζέλος δήλωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1919 στον
Αμερικανό πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον ότι, παρόλο που οι Έλληνες Πόντιοι
επιθυμούσαν την ανεξαρτησία, ο ίδιος αντιτάχθηκε απόλυτα.
Σε
συνέντευξη του, που παραχώρησε σε αμερικανική εφημερίδα, δήλωσε ότι
«δέχεται να συμπεριληφθεί ο Πόντος στο αρμενικό κράτος». Επόμενο ήταν να
δυσαρεστηθούν οι ανά τον κόσμο Πόντιοι και να καταγγείλουν και να
διαμαρτυρηθούν για την εγκατάλειψη των αγώνων τους. Οι Πόντιοι αντάρτες
ζήτησαν επίσημα την ενίσχυση της Ελλάδας. Δυστυχώς, οι παρακλήσεις για στρατιωτική βοήθεια έμειναν χωρίς απάντηση.
Ο Δημήτριος Καθενιώτης και οι δραστηριότητες του
Ο
Ελευθέριος Βενιζέλος, πιθανώς επηρεάστηκε από την αναφορά που του έκανε
ο συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού Δημήτριος Καθενιώτης, που
στάλθηκε στον Πόντο, ως ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, να αναλάβει
τη στρατιωτική οργάνωση των Ποντίων και να του υποβάλει, μετά την
επιστροφή του, την αναφορά του.
Ο
Δ. Καθενιώτης κατά τη μετάβαση του στον Πόντο είχε μαζί του στην
αποστολή εκείνη και τους ποντιακής καταγωγής αξιωματικούς
Καραπαναγιωτίδη και Ανδρεάδη. Όταν έφτασε εκεί, γρήγορα κατάλαβε ο
Καθενιώτης ότι η στρατιωτική οργάνωση των Ποντίων θα προκαλούσε στους
Τούρκους τον φόβο για τυχόν συγκρούσεις μαζί τους.
Τον
Οκτώβριο του 1919 επέστρεψε στην Αθήνα. Αφού έκανε διάφορες επαφές με
τον Βρετανό πρέσβη για δημιουργία ελληνικού στρατού στο κατεχόμενο από
Βρετανούς Βατούμ, η σκέψη του απορρίφθηκε ως πρόταση, οργάνωσε, όμως,
τους Πόντιους στην Ελλάδα. Ήθελε να τους στείλει στον Καύκασο ως
ενίσχυση. Και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε.
Στην
έκθεση που υπέβαλε στην Αθήνα, την 9η Ιανουαρίου 1920, έγραφε τις
σκέψεις του για την ανάγκη οργάνωσης των Ποντίων. Σημασία μεγάλη έχει το
γεγονός ότι την από 61 σελίδες αναφορά του δεν την έστειλε μόνον στον
πρωθυπουργό, τα υπουργεία Εξωτερικών και Στρατιωτικών, αλλά και στον
αρχηγό στρατού της εκστρατείας στη Μικρά Ασία .
Ως αξιωματικός πίστευε ότι ο αρχηγός στρατού θα λάβαινε υπόψη του την αναφορά από στρατηγικής σημασίας. Κανένας δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενα — γραφόμενά του.
Ο θερμότατος πατριώτης Χρυσόστομος Καραΐσκος
Αλλά και ο θερμότατος πατριώτης από την Οινόη του Πόντου αξιωματικός Χρυσόστομος Καραΐσκος παραιτήθηκε από τον ελληνικό στρατό,για να πάει στον Πόντο και, ως φαρμακοποιός, να βοηθήσει στον αγώνα των Ποντίων.
Για
να μαζέψει διάφορες πληροφορίες, είχε μαζί του στις περιοδείες του στον
Πόντο τον Πόντιο οπλαρχηγό Στέλιο Κοσμίδη (Ιστύλ Αγά).
Ο
Καραΐσκος έστειλε αμέσως έκθεση στον πρόεδρο της επιτροπής των Ποντίων
στην Αθήνα Χρήστο Καλαντίδη, για να ενεργήσει ανάλογα. Αλλά η ανδρεία
και η αυτοθυσία των Ποντίων υπερασπιστών υπέρ βωμών και εστιών
συνετρίβετο προ της καταθλιπτικής και αγνώμονης στάσης της ευρωπαϊκής
διπλωματίας, η οποία,
«ενώ
παρενέβαλε μύρια προσκόμματα εις την υποστήριξιν του ποντιακού αγώνος
παρά της μητρός Ελλάδος, προστάτευε εξ ετέρου και ενίσχυε ηθικώς και
υλικώς τους δολοφόνους των χριστιανών».
Με αφορμή τη βρετανική άρνηση, ο Βενιζέλος έσπευσε να δηλώσει:
«θεωρώ
όλως απίθανον ότι θα ληφθεί περί τούτων (των Ποντίων) ειδική πρόνοια,
πλην των γενικών εγγυήσεων, ως ζητούν να επιτύχουν υπέρ των ξένων
εθνοτήτων, όσαι θα παραμείνωσι υπό τουρκικήν κυριαραχίαν».
Ο Πόντιος αξιωματικός Χρυσόστομος Καραΐσκος, όταν επιχείρησε να πάει για δεύτερη φορά προς ενίσχυση του αγώνα των ανταρτικών ομάδων, γράφει στην αναφορά του:
«Παρ' όλη
την αποτυχία των ενεργειών μου (στην Αθήνα) επιχείρησα να ξαναπάω στον
Πόντο. Εμποδίστηκα όμως από την Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή
Κωνσταντινούπολης και περίμενα να φύγω με άλλον τρόπο. Εννοείται ότι δεν
το κατόρθωσα».
Τίθεται,
λοιπόν, το ερώτημα. Γιατί δεν αξιοποιήθηκε η αξιόμαχη δύναμη των
ανταρτικών σωμάτων του Πόντου; Αν ληφθεί υπόψη η εκτίμηση του Γερμανού
Καραβαγγέλη ότι ήταν 20 χιλιάδες αντάρτες μόνον, και στις 20 Αυγούστου
1922, ο στρατηγός Τρικούπης, όταν πολεμούσε κοντά στο Ούσακ, δεχόταν
ξαφνικά μια βοήθεια από δύο μεραρχίες μπαρουτοκαπνισμένων Ποντίων στα
μετόπισθεν του εχθρού, δεν θα αναγκαζόταν να παραδώσει ολόκληρο το Β' Σ
Σ. Η δύναμη του ήταν δύο στρατηγοί (ο Τρικούπη και ο Διγενής) διοικητές
των Α' και Β' Σωμάτων Στρατού, ο διοικητής της 13ης μεραρχίας, 190
αξιωματικοί και 4.400 οπλίτες με έξι ορειβατικά πυροβόλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου