Το 1937 λοιπόν, κάποιοι κάτοικοι της Βέροιας, θέλησαν ν’ αγοράσουν μια έκταση από το Δημόσιο, λίγο πιο πέρα από την Καστανιά.
Οι Καστανιώτες "έπαίραν φωτίαν". Κατέβηκαν στην Βέροια, διαμαρτυρήθηκαν στις Αρχές, έτρεξαν δεξιά και αριστερά, αλλά δεν έγινε τίποτα. Δεν πέτυχαν την ματαίωση της άδειας.
Τι να κάνουν; Άρχισαν να σκέπτονται., πότε το ένα και πότε το άλλο.
-"Δε θα τους αφήσουμε" είπαν οι γυναίκες.
-"Καλά, πώς;" Τις κοιτάζουν οι άνδρες με απορία.
-"Ντό πώς; Κι θ’ άφίνωμ’ άτ’ς".
Δέχτηκαν οι' άνδρες να εφαρμόσουν το σχέδιο των γυναικών.
Παραμόνευαν κάθε αυτοκίνητο που περνούσε. Και τότε ήσαν λίγα τα αυτοκίνητα, ώσπου μια μέρα, να σου οι τοπογράφοι με τα σύνεργά τους και με δύο εργάτες, ήλθαν και άρχισαν να μετράνε την έκταση.
-Ποιος είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε;
Ειδοποιήθηκαν οι γυναίκες, όρμησαν όλες μαζί, με ξύλα στα χέρια και φώναζαν αγριεμένες, μισά Ελληνικά και μισά Ποντιακά και απειλούσαν να τους δείρουν.
Τρόμαξαν οι άνθρωποι. Επαγγελματίες ήσαν, δεν ήσαν πολεμιστές.
Ένας που δούλευε στον τρίποδα, τις μίλησε με κάποια υπεροψία και τότε η Θεοδοσίνα, του αρπάζει τον τρίποδα και τον κομματιάζει στα γόνατά της.
Κατάχλωμος ο φουκαριάρης ο τοπογράφος, κατάφερε ν’ αποσπάσει τη μηχανή και φοβισμένος, μάζεψε τους συνεργάτες και φύγανε άρον-άρον.
Οι άντρες, άλλοι μαζεμένοι στο καφενείο "ΓΡΑ-ΓΡΟΥ" κι άλλοι πιο κοντά στις γυναίκες, κρυμμένοι στους θάμνους, για ώρα ανάγκης, έσκασαν στα γέλια, όταν τους είδαν να τα μαζεύουν και να φεύγουν.
Αυτές ήσαν οι γυναίκες της Καστανιάς, που ήλθαν από την Σαντά του Πόντου και δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους.
Γυναίκες ήσαν: Μπροστά-μπροστά Θεοδοσίνα (Κυριακή Χειμωνίδου), η Γεναρία η Παρθένα ( Πιστοφίδου), η Τσόφα, η Ευτυχία ..., η Θαλεία ..., δεν θυμάμαι όμως τα επίθετα τους ...
Οι γυναίκες της Καστανιάς με την τόλμη και την παλικαριά τους, έδωσαν την λύση στο πρόβλημα.
Κατάφεραν να μη δημιουργηθεί άλλος οικισμός δίπλα στο χωριό τους, που θα μπορούσε να ήταν και ανταγωνιστικός, γιατί τα χρήματα που έπαιρναν οι Καστανιώτες από την ενοικίαση των σπιτιών τους, συμπλήρωναν κατά ένα μεγάλο μέρος το φτωχικό τους εισόδημα..
Οι Καστανιώτες "έπαίραν φωτίαν". Κατέβηκαν στην Βέροια, διαμαρτυρήθηκαν στις Αρχές, έτρεξαν δεξιά και αριστερά, αλλά δεν έγινε τίποτα. Δεν πέτυχαν την ματαίωση της άδειας.
Τι να κάνουν; Άρχισαν να σκέπτονται., πότε το ένα και πότε το άλλο.
-"Δε θα τους αφήσουμε" είπαν οι γυναίκες.
-"Καλά, πώς;" Τις κοιτάζουν οι άνδρες με απορία.
-"Ντό πώς; Κι θ’ άφίνωμ’ άτ’ς".
Δέχτηκαν οι' άνδρες να εφαρμόσουν το σχέδιο των γυναικών.
Παραμόνευαν κάθε αυτοκίνητο που περνούσε. Και τότε ήσαν λίγα τα αυτοκίνητα, ώσπου μια μέρα, να σου οι τοπογράφοι με τα σύνεργά τους και με δύο εργάτες, ήλθαν και άρχισαν να μετράνε την έκταση.
-Ποιος είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε;
Ειδοποιήθηκαν οι γυναίκες, όρμησαν όλες μαζί, με ξύλα στα χέρια και φώναζαν αγριεμένες, μισά Ελληνικά και μισά Ποντιακά και απειλούσαν να τους δείρουν.
Τρόμαξαν οι άνθρωποι. Επαγγελματίες ήσαν, δεν ήσαν πολεμιστές.
Ένας που δούλευε στον τρίποδα, τις μίλησε με κάποια υπεροψία και τότε η Θεοδοσίνα, του αρπάζει τον τρίποδα και τον κομματιάζει στα γόνατά της.
Κατάχλωμος ο φουκαριάρης ο τοπογράφος, κατάφερε ν’ αποσπάσει τη μηχανή και φοβισμένος, μάζεψε τους συνεργάτες και φύγανε άρον-άρον.
Οι άντρες, άλλοι μαζεμένοι στο καφενείο "ΓΡΑ-ΓΡΟΥ" κι άλλοι πιο κοντά στις γυναίκες, κρυμμένοι στους θάμνους, για ώρα ανάγκης, έσκασαν στα γέλια, όταν τους είδαν να τα μαζεύουν και να φεύγουν.
Αυτές ήσαν οι γυναίκες της Καστανιάς, που ήλθαν από την Σαντά του Πόντου και δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους.
Γυναίκες ήσαν: Μπροστά-μπροστά Θεοδοσίνα (Κυριακή Χειμωνίδου), η Γεναρία η Παρθένα ( Πιστοφίδου), η Τσόφα, η Ευτυχία ..., η Θαλεία ..., δεν θυμάμαι όμως τα επίθετα τους ...
Οι γυναίκες της Καστανιάς με την τόλμη και την παλικαριά τους, έδωσαν την λύση στο πρόβλημα.
Κατάφεραν να μη δημιουργηθεί άλλος οικισμός δίπλα στο χωριό τους, που θα μπορούσε να ήταν και ανταγωνιστικός, γιατί τα χρήματα που έπαιρναν οι Καστανιώτες από την ενοικίαση των σπιτιών τους, συμπλήρωναν κατά ένα μεγάλο μέρος το φτωχικό τους εισόδημα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου