Μια συγκινητική ιστορία απο τη Σαντά του Πόντου

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

 Κάποιος Τούρκος Αλή Ουζούν Χαλήλ Ογλού, που κατοικεί έξω απ’ το τουρκοχώρι Ισχάν, πολλές φορές σώζει τους αντάρτες, απ’ το θάνατο. Απ’ το 1918 μέχρι το 1923 αφήνει την υπηρεσία του, γιατί είναι χωροφύλακας και τρέχει κρυφά απ’ τούς άλλους Τούρκους στο Χαντζάρ ή στ’ 'Ασπρα τα Καπάνια, που κρύβονται οι Σανταίοι αντάρτες και τους δίνει πληροφορίες για τίς κινήσεις του τουρκικού στρατού και της χωροφυλακής για να λάβουν τα μέτρα τους και να κρυφθούν. Κι’ όταν καμιά φορά του είναι αδύνατο να τους συναντήσει, τότε κρεμά στην αυλή του σπιτιού του ένα πάπλωμα κόκκινο. 
Οι αντάρτες με τα κιάλια αντιλαμβάνονται πως διατρέχουν κίνδυνο κι’ έτσι παίρνουν τα μέτρα τους. Άλλοτε πάλι κρεμά λευκό πανί, σημάδι ησυχίας.
 Κι’ όταν οι αντάρτες κρυώνουν ή πεινούν, τότε κατεβαίνουν στο Ισχάν, έρχονται κρυφά-κρυφά στο σπίτι του καλού Τούρκου Αλή Ουζούν, που βρίσκεται στην άκρη του χωριού και οι σπιτικοί του τους δίνουν απ’ όλα τα αγαθά. 
Σπίτι στων Πιστοφάντων
Μα κάποτε οι Τούρκοι του χωριού αντιλαμβάνονται το μυστικό, ειδοποιούν τον Μουφτή και ένα μανιασμένο απόσπασμα τουρκικής χωροφυλακής πολιορκεί το σπίτι του καλού χωροφύλακα, Τούρκου Αλή.
Που είναι οι Σανταίοι που κρύβεις; τον ρωτούν άγρια.
Δεν καταλαβαίνω τι λέτε, τούς απαντά.
Μπήκαν τέσσερις Σανταίοι, τους είδαμε, επιμένουν εκείνοι. Εν τω μεταξύ η δεκαεξάχρονη κόρη του Αλή Ουζούν τρέχει μέσα, ειδοποιεί τους Σανταίους και τούς φυγαδεύει από ένα μικρό παράθυρο.
Το Τουρκικό απόσπασμα απευθύνεται τώρα στο δεκαεξάχρονο 
κορίτσι. Κορίτσι, της λένε, ήλθαν εδώ Σανταίοι;
Όχι, απαντά.
Οι Τούρκοι μπαίνουν, κάνουν έρευνα κι’ έπειτα απευθύνονται πάλι στο κορίτσι.
Ο πατέρας σου αλής Ουζούν Χαλήλ Ογλού βοηθά τους Σανταίους;
Όχι, απαντά το κορίτσι.
Απλώνει κόκκινο και άσπρο πανί στην αυλή δίνοντας σ’ αυτούς συνθήματα;
Ποτέ.
Ο αξιωματικός της Χωροφυλακής, τραβά το μαχαίρι του, το φέρνει στον λαιμό του  Αλή, με σκοπό να τον σφάξει. Έπειτα λέει στο κορίτσι.
Θα σφάξω τον πατέρα σου αν δεν μου πεις την αλήθεια, βοηθά τους Σανταίους ή όχι;
Όποιος σας κατηγόρησε τον πατέρα μου, λέει το κορίτσι, είναι ψεύτης και τον συκοφαντεί, μη τον πιστεύετε.
Πιστεύουμε στα μάτια μας, απαντά ο αξιωματικός, δίνοντας μ’ ένα κόπανο, στο κεφάλι του Αλή, γερό χτύπημα. Ο Αλής σωριάζεται κι ο αξιωματικός πυρώνει στη φωτιά ένα μυτερό σίδερο κι’ αφού αυτό κοκκινίζει προστάζει την παιδούλα ν’ απλώσει τις παλάμες. Το κορίτσι υπακούει και με θάρρος ανοίγει τις παλάμες. Ο αξιωματικός ακουμπά το πυρακτωμένο σίδερο στη μέση της παλάμης λέγοντας. Βοηθά ο πατέρας σου τους Σανταίους;
Παρ’ όλο τον πόνο που χτυπά στην καρδιά το τσιγαρισμένο κρέας, το κορίτσι απαντά, όχι.
Ο αξιωματικός χώνει το σίδερο ακόμα βαθύτερα, ενώ επαναλαμβάνει τον ίδιο
 λόγο.
Βοηθά ο πατέρας σου τούς Σανταίους ;
Όχι, όχι, απαντά το κορίτσι, έτοιμο να σωριαστεί, απ’ τους δριμείς πόνους.
Ο αξιωματικός ακουμπά τα τρυφερά χέρια στο πάτωμα, σπρώχνει το πυρακτωμένο σίδερο μ’ όλη τη δύναμη του και το βγάζει απ’ την άλλη μεριά της παλάμης. Το κορίτσι λιποθυμά κι’ ο άσπλαχνος αξιωματικός τραβά το μυτερό σίδερο, το ξαναπυρώνει και το χώνει στην καρδιά του κοριτσιού. Έπειτα περνά απ’ το ξίφος τον πατέρα, τη μητέρα και τα υπόλοιπα 
παιδιά.
Μια τουρκική οικογένεια προστίθεται στο Μαρτυρικό χορό…

Μαγδαληνή Ηγουμένη
Ι. Μονή Αναλήψεως 
Κοζάνη



Σ.Σ.  Στο ημερολόγιο της δράσης των Ελλήνων ανταρτών του Πόντου παρουσιάζεται διαφορετικά το συμβάν...και ευχαριστούμε τον κ. Κώστα Κουρτίδη (Πρόεδρο Συλλόγου Ποντίων Νέας Σάντας ) για την επισήμανση


 Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες  γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη,  σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση.
 Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω" εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.

ΙΟΥΛΗΣ 1923

18 - Ήλθε ο Αλής και είπε ότι προ τινων ημερών ήλθε στρατός στο χωριό και τσετέδες μαζί· επίσης ότι τα παιδιά προχθές έπεσαν στα φυλάκιά τους και ότι εσκότωσαν ένα δεκανέα εις το σπίτι του Πεσίρ ογλού.
Ο Αλής σήμερα δεν είναι διόλου καλά και από την φυσιογνωμία του καταλάβαμε ότι κάτι σπουδαίο συμβαίνει και τον ερωτούμε διά την αιτία.
Διά πρώτη φορά ο άνθρωπος αυτός έχασε το ψυχικόν του θάρρος και μας είπε: «Παιδιά αυτήν την φοράν εγώ τουλάχιστον δεν γλιτώνω και ασφαλώς θα με κρεμάσουν. Θα είμαι όμως ικανοποιημένος, έστω και πεθαμένος, αν εσείς γλιτώσετε και πάτε στα σπίτια σας. Αν όμως σκοτωθείτε ή συλληφθείτε, τότες κι εμένα πήρατε στο λαιμό σας. Διότι όλοι οι Τούρκοι θα πουν ότι, αφού η κυβέρνησις και όλη η Τουρκιά τους κυνηγούσε, ο Αλής βρέθηκε έξυπνος να τους υποστήριξή και θα με βρίζουν.
 Ενώ, αν γλιτώσετε, θα βρεθή και κάποιος Τούρκος να πη “μπράβο στον Αλήν, έκανε την θέλησίν του,διότι μόνος αυτός κατώρθωσε να υπεράσπιση τους Σανταίους και εγλίτωσαν”. 
Αυτό μόνον, έλεγε, με αρκεί. Διότι είμαι γέρων και ούτως ή άλλως δεν θα ζούσα και πολύ». Εις παρατήρησίν μας, γιατί τόσον φοβήθηκε την κατάστασιν, μας είπε ότι και άλλοτε συνελήφθη, αλλά δικαιολογήθηκε εις τον νομάρχη, λέγων: "πώς είναι δυνατόν να έχω σχέσεις μαζί τους, αφού αυτοί εις Ζουρνατσιάντων εσκότωσαν την θυγατέρα μου με τον υιόν της; Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν, βέη μου, να σκοτώση κανείς το παιδί σου και εσύ να τον έχης φίλον; Είναι καθαρά συκοφαντία, διότι πολλοί στο χωριό δεν με χωνεύουν. Μάλιστα, πριν σκοτώσουν την κόρην μου, ήλθαν στο σπίτι μου και ζήτησαν ψωμί και τους έδωσα, διότι δεν ήτο δυνατόν να αρνηθώ, αφού θα μου έκαιγαν το σπίτι. Άλλωστε όχι μόνον σ’ εμένα αλλά σ’ όλο το χωριό γυρνούσαν».
Ιδών ο βαλής την δικαίαν απολογία του, τον απέλυσε. Αλλά είπε «αυτή την φορά διαφέρει, διότι η χήρα γυναίκα του αδελφού μου που την έφερα μαζί και πήραμε καβουρμάδες και άλλα πράγματα ομολόγησε στους αξιωματικούς την αλήθειαν και είναι αδύνατον να αρνηθώ. Και τώρα που με βλέπετε κοντά σας ήλθον διά κατασκοπία. Κατώρθωσα να καταπείσω τους αξιωματικούς να μου δώσουν τριήμερον προθεσμίαν, να έλθω να ανακαλύψω το λημέρι σας και να τους οδηγήσω να σας συλλάβουν.
 Το έκανα αυτό, διά να μπορώ να σας δω διά μια φορά ακόμη και να συνεννοηθούμε, αν θα κατορθώσουμε να γλιτώσουμε.
 Και πώς; Έχω την γνώμη απόψε ή αύριο να φύγετε από εδώ να πάτε μακριά κατά την Μάτσκαν και να κάνετε ένα μεγάλο επεισόδιον με φόνους. 
 Εγώ αύριον, διότι έχω καιρόν ακόμη, θα παρουσιασθώ και θα τους πω ότι βρήκα μεν τα λημέρια τους, αλλά οι ίδιοι δεν ήσαν εκεί. Έτσι θα με δικαιολογήση το επεισόδιον που θα κάνετε, αυτούς δε θα φέρω εδώ και θα τους δείξω το λημέρι σας. Ίσως δι’ αυτού του τρόπου, τον οποίον δεν πιστεύω κατά βάθος να γλιτώσω. 
Το σπίτι μου το ελεηλάτησαν και δεν άφησαν τίποτε, τα πήραν όλα. Τη μικρή μου κόρη έκαψαν διά πυρακτωμένου σιδήρου στο χέρι να ομολογήση, αλλά εστάθη αδύνατον καθώς και ο δεκαετής υιός μου Χασάν δεν υπέκυψε. Η δε μεγάλη κόρη μου έφυγε προς το δάσος και δεν μπόρεσαν να την συλλάβουν και δεν ξέρω πού βρίσκεται τώρα. Ένα μόνον σας τονίζω, διά να μη με βρίζετε κατόπιν. Να ξέρετε ότι παντού ευρίσκεται στρατός, και στα πιο απόκεντρα μέρη και μονοπάτια, να έχετε τον νουν σας, διά να μην πάθετε κακόν και λέτε ότι ο Αλής έγινε αιτία." 
Αν και το ξέραμε καλά τον άνθρωπο,εθαυμάσαμε την αξίαν του και τας σκέψεις του. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να αντέξει σ'αυτά που έπαθε ο Αλής.


ΜΑΗΣ 1924


25. Εδώ θα ήταν παράλειψις, αν δεν σημειώναμε και λίγα περί του φίλου μας Αλή, όχι όμως με ορισμένη ημερομηνία, διότι εντός της φυλακής δεν ήτο δυνατόν να έχω σημειώσει κάτι, διότι και διά το ημερολόγιον αυτό μου έγινε μεγάλη βία να το φανερώσω, διότι οι προδότες το γνώριζαν και ο ανακριτής επανειλημμένως με ερωτούσε τι το έκανα- εδικαιολογήθην ότι κατά την κάθοδό μας εις την Τραπεζούντα το έκαψα· αλλά και πολλές φορές μας έγινε σωματική έρευνα μέχρι κοκάλων.

Αλλά θα τα γράψω, όπως συνέβησαν. Μόλις συνελήφθημεν, μετ’ ολίγας ημέρας ήλθε εις την Τραπεζούντα ο Αλής και μας επεσκέφθη στην φυλακήν· μακρόθεν όμως και με νεύματα ρωτούσε πώς περνάμε, διότι εφοβείτο την μήνιν του λαού.
Μας έστειλε μέσω του δεσμοφύλακος, όστις δεν κατήγετο από αυτά τα μέρη και αδιαφορούσε, λίγο τυρί, βούτυρο και γιαούρτι και διάφορα άλλα. Μετά τινας ημέρας πάλι ήλθε και μας έφερε πάλιν τρόφιμα και συνεννοήθη μετά του δεσμοφύλακος ότι άλλη φοράν θα φέρη και εις αυτόν δώρα, αν του επιτρέψη να έλθη μέσα στην φυλακήν, διότι κανείς Τούρκος δεν ήτο μέσα.
Και πράγματι, όταν κατέβη άλλην φοράν, κατώρθωσε και μόλις εβράδιασε ο δεσμοφύλακας άνοιξε την πόρτα και τον έβαλε μέσα. Όλη την νύκτα δεν κοιμήθηκε ο άνθρωπος και ήθελε να κουβεντιάση μαζί μας. Μας εξώρκισε, μόλις φθάσωμε στην Ελλάδα να του γράψωμε την διεύθυνσίν μας, διότι μας έλεγε ότι «εξάπαντος το φθινόπωρον κατά Αύγουστον μήνα θα έλθω και εγώ· εδώ δεν μπορώ να μείνω πια». «Τώρα», έλεγε, «μου είναι αδύνατον, διότι εκτός που δεν έχω στο χέρι καθόλου λεφτά, ίσως να με παρακολουθούν και να με συλλάβουν».
 «Έχω», έλεγε, «τα δύο κορίτσια μου, τα οποία θα φροντίσω να πανδρέψω αμέσως και θα πουλήσω τα ζώα και μερικά πράγματα και θα έλθω εις Κων/πολιν, όπου δεν με ξέρει κανείς και εκείθεν ευκόλως θα έλθω να σας βρω με την γυναίκα μου Χαβάν και τον μικρόν μου Χασάν, διά τον οποίον» έλεγε, «θα εκπατρισθώ μόνον και μόνον να γίνη αυτός άνθρωπος. Θέλω να μάθη γράμματα και να μην μείνη σαν κι εμένα αγράμματος, ενώ εδώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε, διότι ούτε σχολεία υπάρχουν και ούτε μου είναι δυνατόν να τον στέλνω μακριά». Και ήτο η μόνη αγνή και ειλικρινής επιθυμία του. Και άξιζε πραγματικώς το παιδί αυτό να μάθη γράμματα, διότι είχε μίαν μεγάλην ιδιοφυίαν και εξυπνάδα, ώστε μπορούσε μίαν των ημερών να αναδειχθή. Επίσης εδείκνυε, αν και παιδί ακόμη, μίαν μεγάλην τόλμην και ετοιμότητα.
Θυμούμαι ακόμη ένα περιστατικόν, το οποίον ολίγον έλειψε να του στοιχίση την ζωήν. Όταν μερικές φορές πηγαίναμε στο σπίτι τους και ο γέρος έλειπε, αμέσως ήρχετο ο μικρός Χασάν μας χαιρετούσε και μας έλεγε «τώρα θα πεινάσατε βέβαια, τι θέλετε να φάτε να το πω στην μαμά να σας ετοιμάση. Ο πατέρας δεν είναι εδώ, αλλά δεν πειράζει εγώ ξέρω την δουλειά και μη φοβάστε, έβαλα τα κορίτσια και φυλάνε». Και εις ερώτησίν μας, γιατί αυτός ως άνδρας που είναι δεν φυλάγει και βάζει τα κορίτσια, μας έλεγε: «τώρα εγώ είμαι μικρός και δεν έχω όπλον όταν θα με δώσητε ένα πιστόλι, τότες εγώ θα σας φυλάγω». Ήτο η μανία του το πιστόλι και πολλές φορές μας το ’λεγε να του φέρωμε ένα.
Όταν σε κάποιο επεισόδιον βρήκαμε ένα πιστόλι, για μας άχρηστο ήτο, από εκείνα τα αυστριακά με σφαίρες μολύβδινες, το φέραμε δώρον στον Χασάν και ήτο απερίγραπτος η χαρά του με αυτό. Και όταν το καλοκαίρι θα πήγαιναν στο παρχάρι τους, ο Αλής πήγαινε εκείνην την χρονιά με κάτι αγάδες εκ Σουρμένων, τους μεγάλους και πολύ Σουϊτσμέζ ογλού, διότι η κόρη του ήτο, όπως γράψαμε και παραπάνω, φυγάς και αυτοί τους επροστάτευαν. Ο Χασάν τότε βρήκε την ευκαιρίαν, διά να επίδειξη το πιστόλι του και σαν άνδρας το κρέμασε στην μέσην του και ξεκίνησαν, ενώ θα ήτο τότες μόνον ένδεκα χρονών. Μόλις ανέβηκαν στο βουνό και αντάμωσαν με τους αγάδες, εκεί που πήγαιναν στον δρόμον, ο Χασάν επιδεικτικώς εφανέρωνε το πιστόλι του.
Άρχισαν τότε τα παιδιά των αγάδων να τον κοροϊδεύουν και να τον βρίζουν· ήσαν και μεγαλύτερά του και δεν μπορούσε να κάνη τίποτε, ενώ αυτά τον πείραζαν συνεχώς· δεν είχε άλλη διέξοδο ο Χασάν και έβγαλε το πιστόλι και με τις λέξεις «Ανανουζί σικέρουμ», επρότεινε το πιστόλι εναντίον ενός εξ αυτών πιέζων την σκανδάλην. Ευτυχώς δεν άναψε και το παιδί εσώθη, ενώ ο Χασάν ετοιμάζετο να κτυπήση διά δευτέραν φοράν, αλλά προλαβών ο Αλής το πήρε από τα χέρια του και σπάσας αυτό το πέταξε μακριά, ενώ ο Χασάν έκλαιγε από το κακό του και απειλούσε τον πατέρα του ότι θα τον καταγγείλη σ’ εμάς που έσπασε το πιστόλι. Ήτο καθόλα παιδί δαιμόνιο, αλλά δεν έζησε ο δυστυχής πατέρας του να το χαρή.
 Όσον καιρόν ήμαστε εκεί οι Τούρκοι εφοβούντο να τον πειράξουν, διότι ήξεραν ότι μεγάλη θα ήτο η εκδίκησις διά τον Αλήν, αλλά, μόλις φύγαμε, ύστερα από είκοσι ημέρας, όπως είχαμε μάθει από πατριώτας μας που ήλθαν κατόπιν, τον εσκότωσαν.
Είχαμε ξενυχτίσει λοιπόν την βραδιά εκείνη μαζί του και το πρωί άνοιξε την πόρτα ο δεσμοφύλαξ και τον έβγαλε έξω. Και την ημέραν ακριβώς που θα φεύγαμε διά το πλοίον, ο Αλής κατέβηκε πάλιν και πήγε στην φυλακήν, αλλά επληροφορήθη ότι μόλις φύγαμε. Έτρεξε στο κατόπιν μας, αλλά εμείς φύγαμε με αυτοκίνητον και αυτός έφθασε αργά, όταν εμείς διά της βάρκας ανεβαίναμε στο πλοίον.
Και μαθών το αίσιον της φυγής μας ο Αλής, είπε εις παρευρισκομένους πατριώτας μας «Δόξαν να ’χη ο Αλλάχ, ας γλίτωσαν αυτοί και εγώ ας πεθάνω». Και μας διεβίβασε τας ευχάς του διά το ταξίδι και διά την καλήν αντάμωσιν.
Δεν λησμονούνται κάτι τέτοιοι άνδρες που η μεγαλοψυχία τους είναι ανώτερη και των δυνάμεών των. Από τον Άγιον Γεώργιον του Πειραιώς, όπου πήγαμε αρχικώς, του γράψαμε το πρώτον και τελευταίον γράμμα, στο οποίον δεν πρόλαβε να απαντήση. Από τας καρδίας μας όμως δεν εξαλείφεται ποτέ η μνήμη και φυσιογνωμία του.










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah