Το ξανακτίσιμο της Σαντάς

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

H Σαντά το 1461, όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία κυριεύει τον Πόντο, σβήνει. Οι κάτοικοί της αφανίζονται απ' τη σφαγή, τις εξορίες, τις πυρκαϊές. Σαντά δεν υπάρχει επί ογδόντα περίπου χρόνια, εκτός από λίγα ερείπια. Μόλις όμως έρχεται το έτος 1541 η Σαντά ξαναχτίζεται για δεύτερη φορά. Το  νεώτερο κτίσιμο της Σαντάς οφείλεται στο εξής περίεργο περιστατικό.

Κάποια μέρα σ' ένα γειτονικό χωριό της ακατοίκητης Σαντάς, το Τάσκιοπρι, γίνεται ένας γάμος και οι Πόντιοι καλούν κι' ένα Τούρκο Αγά. Ο Τούρκος μεθά και μέσα στο μεθύσι του βρίζει τους Πόντιους. Οι Πόντιοι του Τάσκιοπρι  συνιστούν στον Αγά να κλείσει το στόμα του. Ο Αγάς διπλασιάζει τις ύβρεις με τα πιο χυδαία λόγια. Οι Πόντιοι τότε τον αρπάζουν, τον δέρνουν κι’ όταν τον βλέπουν να τους επιτίθεται με φονικό όργανο, τον ρίχνουν κάτω, τον σκοτώνουν κάνοντάς τον κομμάτια.

Αγιος Χριστοφορος Πιστοφαντων
 Μετά απ’ το επεισόδιο αυτό τα παλληκάρια σηκώνονται και φεύγουν απ' το Τάσκιοπρι κι' έρχονται στα ερείπια της αρχαίας Σαντάς, απ' όπου είχαν διωχθεί οι πρόγονοί τους. Βρίσκουν ένα ερειπωμένο αγρόκτημα του Μιτζινά κι' ένα ξεθεμελιωμένο εκκλησάκι του αγίου Χριστόφορου του Μάρτυρα, πού είχε μαρτυρήσει το 250 απ' τον Δέκιο στην πατρίδα του Καρά-τερέ των Σουρμένων κι' ανήκε στη φυλή των Μακροκεφάλων.
Παίρνουν λοιπόν πέτρες τα παλληκάρια, λάσπη, ξύλα και αρχίζουν να χτίζουν. Πρώτα-πρώτα οικοδομούν τον ναό του αγίου Χριστόφορου, κρεμούν σ' ένα κλαδί δένδρου ένα τζαλπαράν, δηλαδή ξύλινη σανίδα με ρόπτρο, χτίζουν έπειτα σπίτια, κάνουν φούρνο και νερόμυλο για αλεύρι.
 Σιγά-σιγά μαζεύονται μερικές οικογένειες κι' έτσι με το χρόνο ιδρύεται η πρώτη ενορία της Σαντάς. Η ενορία αυτή ονομάζεται, ενορία των Πιστοφάντων . Έτσι και η μικρή λίμνη της Σαντάς παίρνει το όνομα των Πιστοφάντων και στην  όχθη της έχουν χτίσει τον αλευρόμυλο. Μάλιστα είναι τόσο μικρή, ώστε θρυλείται πώς ένας πετεινός κάποτε άνοιξε τα φτερά του απ τον μύλο των Πιστοφάντων και πέταξε χωρίς να βραχεί στην απέναντι όχθη της λίμνης.
Με την πάροδο του χρόνου, χτίζονται επτά μεγάλες ενορίες σαν χωριά, σε επτά γραφικές καταπράσινες πλαγιές κι όλες μαζί οι ενορίες αποτελούν την  Σαντά . Οι ενορίες αυτές είναι : των Πιστοφάντων, των Κοσλαράντων, των Τερζάντων, των Ζουρνατζάντων, των Ισχανάντων, των Τσακαλάντων και των Πινιατάντων. Κάθε ενορία έχει τις εκκλησίες της, τους δημογέροντες της, το σχολείο της .
Έρχεται και για τη Σαντά το τρομερό έτος του 1660, όταν η Τουρκική Κυβέρνηση δημιουργεί τα στρατιωτικά Τάγματα των Τερέ-βέηδων, κρύβοντας πίσω τους την ωμότητα και βαρβαρότητα για την εξολόθρευση του Ελληνικού Γένους.
Στην περίσταση αυτή οι Σανταίοι με την ευφυΐα που τους χαρακτηρίζει προβαίνουν σε δυο ενέργειες.
Μόλις οι Τερέ-βέηδες αρχίζουν τις σφαγές και τις πυρπολήσεις των χωριών για να εκβιάσουν στον εξισλαμισμό τους Χριστιανούς, οι Σανταίοι παίρνουν τα όπλα. Τα ασκέρια των άτακτων Τερέ-βέηδων κάποτε πλησιάζουν τα μέρη της Χαλδίας κι' αρχίζουν τα φρικτά εγκλήματα. Οι κάτοικοι πολλών χωριών φεύγουν γυμνοί και νηστικοί, άλλοι στα βουνά της Τόνγιας, άλλοι του Ταύρου, άλλοι του Παρυάδρη, άλλοι του Σκυδίσκη, άλλοι του Κερκίτ, του Καρά-καπάν, όπου και βρίσκουν τραγικό θάνατο οκτώ χιλιάδες οικογένειες. 
Καρά-καπάν

Η Σαντά σαν ατίθαση πού είναι, πολιορκείται με τρεις χιλιάδες Τερέ-βέηδες, χωρίς ελπίδα. Τι να κάνουν; Προβαίνουν σε δυο, όπως είπαμε ενέργειες. 
Σηκώνονται έξι άνδρες Σανταίοι, οι πιο γενναίοι και τολμηροί κι' αφού με τον κίνδυνο της ζωής τους περνούν από νύχτα σε νύχτα τις λαγκαδιές, τις χαράδρες, τα δάση και τα βουνά, ανάμεσα σε ασκέρια Τουρκικού στρατού, φθάνουν στην Τραπεζούντα. Μπαίνουν στο Σαράι του ισχυρού άρχοντα Σεΐτ-αγά και με κεφάλι όρθιο σαν νάναι αυτοί οι κύριοι, του λένε.
 Σεΐτ-αγά, ερχόμαστε απ' τη Σαντά με χρήματα εφοδιασμένοι για σένα. Πάρτα, είναι χίλια φλουριά και δώσε μας ένα φιρμάνι της Κυβέρνησης, ώστε η Σαντά να μείνει ανενόχλητη απ' τους Τερέ-βέηδες.
Ποιο είναι το επάγγελμά σας; Τους ρωτά ο Τούρκος.
Μεταλλουργοί, του απαντούν.
Θα σας δώσω το φιρμάνι, τους λέγει, αρκεί να κλείσουμε μαζί μια συμφωνία.
Να την ακούσουμε Σεΐτ-αγά, του λένε οι Σανταίοι.
Η συμφωνία μας είναι να διδάξετε δικούς μας ανθρώπους τη μεταλλουργική τέχνη σας κι' εγώ να σας δώσω το φιρμάνι. Δέχεστε Γκιαούρηδες;
Δεχόμαστε απαντούν οι Σανταίοι και η συμφωνία κλείνει. Το φιρμάνι γράφει.
«Οι Σανταίοι είναι ελεύθεροι, ανενόχλητοι και απηλλαγμένοι πάσης αγγαρείας και πάντα τα υπάρχοντα αυτών και τα μεταλλεία των και τα παρχάρια των, τα δάση, οι μεζιρέδες, τα χωράφια, τα τσαΐρια κ.λ.π. να είναι απαραβίαστα και εις κανένα να μην επιτραπεί να επέμβη εις τα σύνορα αύτών». 
Το φιρμάνι αυτό το σφραγίζει ο Σεΐτ-αγάς, βάζει τη βούλα του Σουλτάνου και δίνει στο χέρι των Σανταίων, οι οποίοι με ψηλότερα ακόμα το κεφάλι επιστρέφουν στη Σαντά, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα αποσύρονται απ' τα όρια της Σαντάς.
Οι Σανταίοι εκμεταλλεύονται την ωραία περίσταση, ανοίγουν αμέσως δυο σχολεία στη Σαντά κι' ένα Παρθεναγωγείο, επίσης ανοίγουν σχολείο στην Άγουρσα κι' ένα στα Δουβερά.
Και τα χρόνια περνούν κι' έρχονται άλλα πικρότερα χρόνια με νέους διωγμούς, με νέες εξουθενώσεις, με νέα βασανιστήρια γιατί η Τουρκική Κυβέρνηση με το μαχαίρι πάνω απ' τα Ελληνικά κεφάλια, θερίζει χωρίς διάκριση, χωρίς φταίξιμο τους δυστυχισμένους σκλάβους.

Έτος 1854.
Ο Πόντος καίγεται απ' τους νεότουρκους Τσετέδες. Αυτοί με απόφαση να ξεκαθαρίσουν τον Πόντο απ' το Ελληνικό γένος πέφτουν πάνω τους σαν τους λύκους όταν κατασπαράζουν τα πρόβατα. Και τα πράγματα για τη Σαντά μεταβάλλονται αυτομάτως. Ούτε το φιρμάνι του Σεΐτ αγά ισχύει, ούτε όπλα μπορούν να εφοδιασθούν, ούτε ψωμί τους αφήνουν οι Τσετέδες. Βάζουν φωτιά στα χωράφια με τα σιτηρά, αρπάζουν τα ζώα, αποκλείουν τους Σανταίους στα όριά τους, ώστε να μην μπορούν να έλθουν σε επικοινωνία με κανένα. Οι Σανταίοι εφοδιάζονται όπλα μόνο από Τούρκους τους όποιους σκοτώνουν παίρνοντας τα όπλα τους.
Κάποια μέρα όμως οι Σανταίοι προβαίνουν στην παρακάτω ενέργεια. 
Τι γίνεται;
Χιλιάδες στρατός Τσετέδων πολιορκεί κάποια μέρα την περιοχή Χαλδίας, απ' την Αργυρούπολη ως τη Μονή Σουμελά μαζί και τη Σαντά. Κύριος σκοπός των Τσετέδων είναι να υποτάξουν επί τέλους τους ανυπότακτους Σανταίους και να κάψουν την επί τόσους αιώνες Ελληνική επαρχία, που κρατά την πίστη της και τη Ρωμιοσύνη της με τόσο πείσμα.
Πολιορκούν λοιπόν τη Σαντά περίπου 4 χιλιάδες Τουρκικός στρατός με ιππικό, με γιαταγάνια, με μαχαίρια και ντουφέκια. Οι αντάρτες της Σαντάς τους αντιλαμβάνονται. Έχουν καθίσει σταυροπόδι πάνω στον λόφο πού λέγεται Κωφολείβαδο και κάνουν το Ραμαζάνι τους, τρώγοντας, πίνοντας και μεθώντας. Το θέαμα είναι τρομερό και ελπίδα σωτηρίας δεν υπάρχει αυτή τη φορά.
 Οι αντάρτες Σανταίοι συσκέπτονται και αστραπιαία, βγάζουν μια απόφαση,  πιστεύοντας πως μ' αυτό τον τρόπο θα σώσουν τη Σαντά. Αποφασίζουν να γελάσουν τους Τούρκους και τους γελούν. Καμιά δεκαριά απ' αυτούς παίρνουν τον ανήφορο, πλησιάζουν μια παρέα μεθυσμένων Τούρκων, αρπάζουν από ένα φέσι τούρκικο, το φορούν και πηγαίνουν σε μια ομάδα αξιωματικών, που τρώνε ξέγνοιαστα. Κάθονται κοντά τους κι' αρχίζει ο ένας Σανταίος να μιλά στον άλλο προσφωνώντας τον με όνομα τουρκικό. Οι Τούρκοι τους δίνουν προσοχή κι' όταν ζητούν πληροφορίες για τα άτομα τους, εκείνοι απαντούν.
Σανταίοι είμαστε μα έχομε από μήνες ασπαστεί τον Ισλαμισμό. Οι Τούρκοι σηκώνονται όρθιοι, τους αγκαλιάζουν, τους φιλούν, τους συγχαίρουν κι' αφού τους προσκαλούν στο Ραμαζάνι τους, τους λέγουν.
Τι χάρη ζητάτε από μας;
Μια μόνο, απαντούν οι Σανταίοι, να αποτραβήξετε τα στρατεύματα σας απ' τη Σαντά και ν' αφήσετε εμάς να αντιπροσωπεύομε την ένδοξη  Οθωμανική Κυβέρνηση, γιατί ως κατάσκοποι, έχομε εργαστεί με δραστηριότητα υπέρ του Σουλτάνου.
Οι Τούρκοι πέφτουν σε παγίδα, αποσύρουν τα στρατεύματά τους και φεύγουν απ’ την περιοχή Χαλδίας.
Από τότε, οι δέκα αυτοί Σανταίοι, στα κρυφά Χριστιανοί, στα φανερά Τούρκοι, παίρνουν την ονομασία των «κλωστών» δηλαδή των κρυπτοχριστιανών. Βαφτίζονται Χριστιανικά στεφανώνονται και θάβονται Χριστιανικά σε Χριστιανικό Νεκροταφείο, φτιάχνοντας ψεύτικους τάφους στα Τούρκικα μνήματα, γεμίζοντάς τα με πέτρες κι' άπό πάνω δυο πλάκες κατά την τουρκική θρησκεία....

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah