Ήθη και έθιμα σχετικά με τη γενικότερη ζωή των Ποντίων Παφραίων.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Στα περισσότερα χωριά της Πάφρας και όλου γενικότερα του Πόντου οι περισσότεροι ήσαν συγγενείς μεταξύ τους. Από το γεγονός αυτό είχε επικρατήσει, όταν απευθύνονταν οι μικροί στους μεγάλους, να λένε πρώτα τη λέξη «Νταϊ» (Θείε) και, όταν οι μεγάλοι απευθύνονταν στους μικρούς να λένε τη λέξη «ανεψιέ», χωρίς να έχουν τις περισσότερες φορές μεταξύ τους καμία συγγενική σχέση. Η λέξη «εξάδελφε» συνηθίζονταν περισσότερο μεταξύ ανθρώπων της ίδιας περίπου ηλικίας. Η λέξη «κύριε» χρησιμοποιούνταν σε ξένους και προπάντων στους δασκάλους.
Τα χαρούμενα και δυσάρεστα γεγονότα αντιμετωπίζονταν συλλογικά απ’ όλους τους Παφραίους. Η ημέρα της κηδείας ήταν ημέρα πένθους για όλο το χωριό, για όλους τους κατοίκους.
Σχολικά Εθνικά τραγούδια που τραγουδιούνταν από τους μαθητές αναφέρονταν στην Ελευθερία, στην καταγωγή, στο μεγαλείο της πατρίδας. Ένα παρόμοιο τραγούδι ήταν και το παρακάτω:

«Είμαι Έλλην το καυχώμαι, ξέρω την καταγωγή μου
και η Ελληνική ψυχή μου ελευθέρα πάντα ζει...»
«Μια μέρα η πατρίδα μας ήτο λαμπρά,
 μεγάλη και πώς την εφαρμάκωσε η μαύρη γη!

Την Ήπειρον, Μακεδονίαν, την Κρήτην και όλα τα νησιά
και την Μικράν είχες Ασίαν στην πολυθρόνα βασιλιά.
Τώρα μας δίνεις τα βιβλία, αύριο ντουφέκι και σπαθί
και απ’ τα μικρά μας τα θρανία θα βγει στρατός για τη γραμμή).


Στους αλύτρωτους τόπους του Πόντου και ιδιαίτερα της Πάφρας, λόγω πολλών δεινών, ο Επίσκοπος της περιοχής συμβόλιζε το υπόδουλο γένος, τον ηγέτη, τον εθνάρχη, τον υπεύθυνο αρχηγό της Ελληνικής μειονότητας. Στα χέρια του ήταν εμπιστευμένη η τύχη της κοινωνίας. Αυτόν αναγνώριζαν οι αρχές ως αρχηγό της μειονότητας. Λογοδοτούσε μόνο στον ανώτερο θρησκευτικό μας αρχηγό, τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Αυτός ήταν ο υπερασπιστής των προνομίων μας, ο επιβλέπων και ρυθμίζων τη διαχείριση των κοινοτικών σχολείων και Εκκλησιαστικών υποθέσεων και γενικά υπέρμαχος των ελευθεριών και των πολιτικών δικαιωμάτων μας. Γι' αυτό εύλογα ο ερχομός του προκαλούσε μεγάλο ενδιαφέρον σ’ όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του Δεσπότη σε μια πόλη ή χωριό διοργανώνονταν πανηγυρικές, σχολικές, εκκλησιαστικές τελετές, που άφηναν εντυπώσεις πολύ ζωηρές.
Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων αγίαζαν ή μάλλον εξόρκιζαν τις βρύσες για να διώξουν τα κακά πνεύματα, τα οποία πίστευαν από παράδοση ότι εξαιρετικά τη νύχτα εκείνη που γεννιόταν ο Χριστός, εγκαθίσταντο σ’ αυτές, για να φέρουν περισπασμό στη χαρά των πιστών και στο κοσμοσωτήριο αυτό γεγονός. Μετά τον εξορκισμό όμως, όπως πίστευαν, τα πνεύματα επειδή δεν είχαν τόπο για μόνιμη εγκατάσταση, περιπλανιόνταν αναγκαστικά όλο το δωδεκαήμερο, από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, οπότε εξαφανίζονταν με τον Αγιασμό των υδάτων τα Θεοφάνια. Κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου μετά τη δύση του ήλιου δεν έβγαιναν έξω από τα σπίτια τους, για να μη μεταφέρουν τα κακά πνεύματα υπό μορφή Καλικάντζαρων στα σπίτια τους.
Από μια αρκετά ελευθεριάζουσα αντίληψη μπορεί να θεωρηθεί σαν παραλλαγή του αγιασμού των υδάτων των βρυσών και το ρίξιμο σήμερα του Τίμιου Σταυρού στη Θάλασσα, στα ποτάμια ή στις δεξαμενές.
Το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν βαθιά ριζωμένο στους Έλληνες χριστιανούς του Πόντου. Οι Τουρκόφωνοι Παφραίοι γνώριζαν λίγα Ελληνικά ή καθόλου μερικοί, αλλά τηρούσαν με ακρίβεια, όσα θέσπισαν οι Πατέρες και οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Οι γιορτές, οι νηστείες της Σαρακοστής, των Αγίων Αποστόλων, της Παναγίας, η Τετάρτη, η Παρασκευή, παλαιότερα και η Δευτέρα, είχαν ιδιαίτερη σοβαρότητα. Το αποκορύφωμα των νηστειών ήταν το «Θεοδώρισμα», που ήταν νηστεία προαιρετική. Ήταν μια δοκιμασία, στην οποία υποβάλλονταν τα κορίτσια σε ηλικία γάμου. Ίσως το είχαν τάμα για τον εκλεκτό της ψυχής τους.
Την καθαρή Δευτέρα και την Τρίτη νήστευαν και από νερό. Την Τετάρτη πήγαιναν στην Εκκλησία για την κατάλληλη ευχή και τη Θεία Προηγιασμένη Λειτουργία και Κοινωνία και στη συνέχεια έτρωγαν νηστίσιμα φαγητά. Το Θεοδώρισμα αυτό θεωρούνταν μεγάλος άθλος.

Στη Σαμψούντα και στην ενδοχώρα λέγονταν τα κάλαντα με το φανάρι στο χέρι την παραμονή των Χριστουγέννων. Τη νύχτα σηκώνονταν αγόρια και κορίτσια και πήγαιναν στη βρύση και την καλάντιζαν. Άφηναν δίπλα ένα κλαδί από ελιά, ψημένο σιτάρι, αλάτι, και μετά έπαιρναν νερό, και κάνανε Χριστουγεννιάτικα κουλούρια. Την παραμονή οι νιόπαντρες έκαναν μάγια για να κάνουν παιδιά, διότι η ημέρα θεωρούνταν γόνιμη, γούρικη. Ειδικά στην περιοχή της Πάφρας δίδονταν ιδιαίτερη βαρύτητα στα κάλαντα, που λέγονταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς από ομάδες μικρών και μεγάλων ανδρών με νταούλια και ζουρνάδες στην τουρκική γλώσσα. Υπήρχαν και βιογραφίες Αγίων σε ποιητική γλώσσα και πρώτα απ’όλες του Οσίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού (Αλλαχίν ανταμί) γραμμένη στην τουρκική γλώσσα.
Το Πάσχα γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια και πανηγυρισμούς. Τηρούνταν με ακρίβεια όλες οι καθιερωμένες τελετές της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στο τριήμερο του Πάσχα γίνονταν χοροί στις πλατείες και στ’ αλώνια. Τσούγκριζαν τα βαμμένα αυγά. Νικητής, που έπαιρνε τα σπασμένα αυγά, ήταν αυτός που δεν έσπαγε το αυγό του. Ρίχνονταν πυροβολισμοί με κάθε είδους όπλα και χρησιμοποιούνταν πυροτεχνήματα.
Τις χρονιάρες μέρες οι Πόντιοι Παφραίοι, άντρες και γυναίκες, όταν συναντούσαν στο δρόμο μεγαλύτερό τους στην ηλικία του φιλούσαν το χέρι.
Τα Πρωτοτόκια, ένα πανάρχαιο έθιμο για τα προνόμια του πρώτου παιδιού είτε ήταν αγόρι είτε κορίτσι, ίσχυε και στους Πόντιους γενικά. Η μεγάλη αδελφή ήταν η «Τρανέσα» και ο δικός της λόγος μετρούσε απέναντι στα αγόρια και στα κορίτσια της οικογένειας ύστερα από τη μητέρα. Βάραινε η δική της γνώμη προνομιακά στα οικογενειακά θέματα και όταν ακόμη ήταν παντρεμένη. Η προνομιακή θέση του πρώτου παιδιού μέσα στην οικογένεια μέχρι και σήμερα παραμένει ακλόνητη. Είναι ο αντικαταστάτης των γονέων σε κάθε τι οικογενειακό, είτε ζουν οι γονείς είτε όχι.

Νικόλαος Κυνηγόπουλος
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah