Το σπίτι της Φιλικής Εταιρείας |
Η διάδοση των ελληνικών γραμμάτων, η δημιουργία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων, η επικοινωνία με τις ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, η γνωριμία με τα έργα των Ελλήνων πεφωτισμένων λογίων, όλα αυτά λειτούργησαν ευνοϊκά και δημιούργησαν το πρόσφορο έδαφος στη δράση των Εταιριστών.
Τρεις έμποροι, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος συνέπραξαν στην ίδρυση της Εταιρείας που ανέλαβε να προωθήσει συνωμοτικά την ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο Σκουφάς που καταγόταν από την Άρτα, κατείχε μικρό εμπορικό κατάστημα στην Οδησσό, ο Ξάνθος, που είχε γεννηθεί στην Πάτμο, υπηρετούσε στον εμπορικό οίκο του Βασίλη Ξένη, ενώ ο Τσακάλωφ με καταγωγή από την Άρτα ήταν γιος πλούσιου Έλληνα εμπόρου γουναρικών της Μόσχας.
Η σχέση τους με τη μασονία είναι δεδομένη, όσο και ο επηρεασμός τους από τον τρόπο οργάνωσης των μασονικών στοών της εποχής. Εξίσου η προσφορά τους στη δημιουργία της επαναστατικής οργάνωσης που κινητοποίησε τον Ελληνισμό και διέδωσε το λυτρωτικό πνεύμα είναι τεράστια.
Στον Σκουφά, άλλωστε, οφείλεται το σχήμα των «αποστόλων», των πληρεξουσίων της Εταιρείας που ανέλαβαν τη μύηση και οργάνωση εκτεταμένων περιοχών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι μόνο κατάφερε να ριζώσει η Εταιρεία στις περιοχές του υπόδουλου Ελληνισμού και να περάσει το απελευθερωτικό κήρυγμα των ιδρυτών της.
Κύρια ενασχόληση των Εταιριστών ήταν η μύηση των χριστιανών (όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των άλλων χριστιανικών λαών της Βαλκανικής) στην κοινή προσπάθεια για την «ελευθέρωση από την τουρκική κατοχή.
Γι' αυτό και επιχειρήθηκε η προσχώρηση στη Φιλική Εταιρεία και ατόμων από τις υπόλοιπες χριστιανικές εθνότητες των Βαλκανίων. Επίκεντρο της συνωμοτικής δράσης των μελών ήταν τα κέντρα διαμονής του παροικιακού Ελληνισμού στο εξωτερικό και φυσικά ο ελλαδικός χώρος. Ως εκ τούτου, η Νότια Ρωσία και οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν από τους τόπους όπου κατεξοχήν δραστηριοποιήθηκαν οι Φιλικοί.
Ανάμεσα στα 1818-1820 η δραστηριότητα της Εταιρείας στη Ρωσία αναπτύχθηκε σημαντικά. Τούτο αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό των μυήσεων που πραγματοποιήθηκαν σ' αυτό το διάστημα στις πόλεις της Ρωσίας. Πέρα από τη Μόσχα και την Οδησσό, στην Πετρούπολη, το Κίεβο, τη Νίζνα, το Νικολάιεφ, τη Χερσώνα, τη Σεβαστούπολη, το Ταϊγάνιο, το Κισνόβι και το Ισμαήλι επεκτάθηκε η κατηχητική δράση των Φιλικών.
Ο περίφημος όρκος των Φιλικών άρχιζε με τη διαβεβαίωση του νεοεισερχόμενου μέλους: «Ορκίζομαι ενώπιον του Αληθινού Θεού, οικειοθελώς, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρεία κατά πάντα». Παρακάτω συνέχιζε: «Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της Πατρίδος μου, των οπαδών και ομοφρόνων με τούτους· θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην των και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίπτωσις συγχωρήση...»
Η τελευταία φράση ήταν το αποκορύφωμα της αφοσίωσης στον ιερό σκοπό της απελευθέρωσης, η ένδειξη της απόλυτης πίστης στον Αγώνα, η υποταγή στις αρχές της συνωμοτικής οργάνωσης.
«Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω Ιερά Πατρίς! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου· ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα, τα οποία επί αιώνας έχυσαν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου· εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα εις ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν Ελευθερίαν των Ομογενών μου, ότι αφιερώνωμαι όλος εις Σε.
Εις το εξής Συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το Όνομα Σου — οδηγός των πράξεων μου, και η ευτυχία Σου — η ανταμοιβή των κόπων μου.
Η θεία Δικαιοσύνη να εξαντλησει επί της κεφαλής μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομα μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου — το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, ανίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των, και δεν εκπληρώσω το χρέος μου.
Τέλος ο θάνατος μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματος μου, διά να μη μολύνω την αγιότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».
Εσωτερικό του σπιτιού της Φιλικής Εταιρείας |
Οι έμποροι της Οδησσού, αλλά και ευρύτερα της Νότιας Ρωσίας ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των ιδρυτών της Εταιρείας με αυταπάρνηση στον δίκαιο λυτρωτικό αγώνα. Πρωταγωνιστές στον χώρο της Οδησσού ήταν οι μεγαλέμποροι Ιωάννης Αμβροσίου, Ηλίας Μάνεσης, Αλέξανδρος Μαύρος και Αλέξανδρος Κουμπάρης, οι οποίοι, μάλιστα, συνέδραμαν οικονομικά τη δράση της μυστικής οργάνωσης.
Ασφαλώς, δεν είναι διόλου τυχαίο, ότι οι ίδιοι υπήρξαν στελέχη της Εφορίας της Εταιρείας στην Οδησσό, αλλά και έφοροι της Ελληνεμπορικής Σχολής. Είχαν απόλυτη συνείδηση της ανάγκης του ελληνισμού για μόρφωση και αγώνα. Συνδύαζαν τη χρηματοδοτική στήριξη για την εξάπλωση της ελληνικής παιδείας σε όλους τους Έλληνες, με την ενεργό ανάμειξη στην εθνικοαπελευθερωτική κίνηση του Γένους.
Γι' αυτό και η συμμετοχή τους απέβει καθοριστική στις δύο μεγάλες εθνικές προσπάθειες που ξεκίνησαν στην Οδησσό, τη Σχολή, στην οποία σπούδασαν πολλά ελληνόπουλα και τη μυστική οργάνωση, την κινητήρια δύναμη της ελληνικής εξέγερσης.
Ο Ιωάννης υιός Αμβροσίου (συνηθίζεται και σήμερα στη ρωσική κοινωνία το πατρώνυμο να ακολουθεί το όνομα κατά την προσφώνηση ενός ατόμου) καταγόταν από την Τρίπολη, όπου φέρεται να γεννήθηκε το 1794· Είναι άγνωστο πώς και πότε έφτασε στην Οδησσό. Πάντως, επί Ρισελιέ (1803-1816) χρημάτισε δήμαρχος της Οδησσού, θέση στην οποία τον διόρισε ο διοικητής της πόλης, μία ένδειξη της μεγάλης υπόληψης που απολάμβανε ο Αμβροσίου και οι Έλληνες μεγαλέμποροι γενικότερα από τις ρωσικές αρχές.
Ο Σταμάτης Κουμπάρης αναφέρει, ότι όταν ο ίδιος έφτασε στην Οδησσό βρήκε τρεις εμπόρους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία. Τον Ιωάννη Αμβροσίου, τον Ηλία Μάνεση και τον Αθανάσιο Σέκερη. Για τον Αμβροσίου είναι βέβαιο, ότι μυήθηκε στην Εταιρεία τον Απρίλιο του 1819 από τον κατηχητή Α. Τζούνη.
Ο Ηλίας Μάνεσης, γεννημένος το 1778 κατηχήθηκε νωρίτερα, συγκεκριμένα τον Μάιο του 1818, ενώ ο Αθανάσιος Σέκερης ήταν από τους πρώτους που προσχώρησαν στην Εταιρεία, αφού μυήθηκε το 1816 από τον Σκουφά.
Φαίνεται, ότι η προσωπικότητα του Αμβροσίου ενέπνεε μεγάλη εμπιστοσύνη στους Εταιριστές· έτσι εξηγείται η ανάθεση σ’ αυτόν του ταμείου της Φιλικής Εταιρείας, όσο και της Φιλανθρωπικής Εταιρείας, που υπήρξε ο συνεχιστής της πρώτης μετά την αποτυχία του κινήματος του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία.
Οι αδελφοί Κουμπάρη μεγαλούργησαν ως έμποροι στην Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη και συγχρόνως φωτοδότησαν με την παρουσία τους την Εταιρεία, αφού υπήρξαν όλοι τους στελέχη της ιεραρχίας της Φιλικής Εταιρείας. Η οικογένεια καταγόταν από τη Μεσημβρία του Εύξεινου Πόντου.
Εκεί γεννήθηκε στα 1760 ο Κυριάκος, στα 1763 ο Αλέξανδρος και στα 1778 ο Σταμάτης. Ο Κυριάκος κατηχήθηκε στην οργάνωση από τον Ιωάννη Φαρμάκη τον Ιούνιο του 1818.0 Σταμάτης κατηχήθηκε το 1819 στο Ισμαήλι από τον Γ. Π. Κορφινό ενώ, τέλος, ο Αλέξανδρος Κουμπάρης μυήθηκε το 1820 από τον Ιωάννη Αμβροσίου. Ο Κυριάκος αποτέλεσε ιιέλος της Εφορίας της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύων γενικός έφορος, με αρμοδιότητα να εποπτεύει όλες τις Εφορίες της Ανατολής. Στο γράμμα που του εστάλη από την «Σεβαστήν Αρχήν» και του γνωστοποιούσε τα καθήκοντα του τονιζόταν χαρακτηριστικά:
«Το έθνος, φίλε, τοιαύτα μέλη ζητεί, και η πατρίς τοιαύτα τέκνα, διά να φθάση εις την αρχαίαν της λαμπρότητα». Να σημειωθεί, ότι ο Κυριάκος ήταν στην επιτροπή φύλαξης των μυστικών εγγράφων και των χρημάτων ολόκληρης της οργάνωσης της Εταιρείας.
Η Αρχή τού ανέθεσε τον Νοέμβριο του 1820 βάσει σχεδίου να κινηθεί την κατάλληλη στιγμή στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να ανατραπεί ο σουλτανικός θρόνος, σχέδιο το οποίο ένθερμα αποδέχθηκε ο Κουμπάρης και οι υπόλοιποι έφοροι, βέβαιοι όντες για την επιτυχία τους:
«Ο βάρβαρος έχει την πρόληψιν, ότι ήγγικεν η ώρα. Το γράφουν τα κιτάπια του. Έχει και όλας τας εκ του δεσποτισμού μοχθηρίας και, άμα οπού πάθη την παραμικράν δυστυχίαν, απώλετο εις τον αιώνα». Μοιάζει ίσως με υπερβολή το καθήκον που ανέλαβε ο Κυριάκος, αλλά δείχνει και την εμπιστοσύνη των ηγετών της Εταιρείας στο πρόσωπο του.
Ο Κυριάκος διέσωσε πάνω από 1οοο χριστιανικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης από την εκδίκηση των τουρκικών αρχών μετά την έναρξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία και τον ελλαδικό χώρο, μαζί με τα αδέλφια του δε περιέθαλψε πολλούς πατριώτες στην Οδησσό, ασφαλές καταφύγιο των Ελλήνων.
Έγγραφο της Φιλικής Εταιρείας σε κωδική γραφή |
Ο Σταμάτης έγινε θερμός κατηχητής. Αυτός ο τελευταίος είναι και ο περισσότερο αρμόδιος για να εξιστορήσει την ανταπόκριση που είχε η οργάνωση στους Έλληνες ομογενείς της Νότιας Ρωσίας:
«Αρχισα, να εμβάζω κάθε Έλληνα εις την Φιλικήν Αιτερίαν, ο καθείς οπού έμβενε την ακόλουθον ημέραν έφερνε τους συγγενείς και τους φίλους του, οπού εις εικοσιτέσσαρας ώρας έγινε κοινόν εις όλους τους εν Οδησσώ Έλληνας και έτρεχαν εις την κάμαράν μου και από μιας μαζύ όρκονα, όσοι τύχαιναν».
Είναι σαφές από το πνεύμα του χειρογράφου του Σταμάτη Κουμπάρη που διασώθηκε, ότι στις παραμονές της Εξέγερσης η προσχώρηση στην Εταιρεία είχε λάβει μαζικό χαρακτήρα για τους Οδησσινούς Έλληνες.
Ο Γρηγόριος Ιωάννου Μαρασλής διαδέχθηκε στην Εφορία της Οδησσού τον Ηλία Μάνεση, ο οποίος παραιτήθηκε για άγνωστη αιτία. Το σπίτι του Γ. I. Μαρασλή στην οδό Κράσνι Περεούλοκ, έχει χαρακτηρισθεί ως το «σπίτι των Φιλικών», ο τόπος όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις των Εταιριστών.
Ένα απλό σπίτι στο κέντρο της πόλης, σε ένα κάθετο στενό προς την Οδό των Ελλήνων, του οποίου το πίσω μέρος βλέπει προς την πλατεία των Ελλήνων. Με άλλα λόγια ένας τόπος σχεδόν στην καρδιά της ελληνικής παρουσίας στην Οδησσό, ένας τόπος που στέγασε τους πόθους των ηγετών της Εταιρείας στην προοπτική της εθνικής απελευθέρωσης.
Αξίζει να περιγράφουμε τη μορφή της οικίας Μαρασλή.
Στο ισόγειο υπήρχε το «εργαστήρι», δηλαδή το μαγαζί του εμπόρου, ενώ το αίθριο στο κεντρικό σημείο του ισογείου παρείχε φως στο εσωτερικό του κτιρίου, έτσι ώστε οι απασχολούμενοι στο «εργαστήρι» να μπορούν να εργαστούν.
Ο πάνω όροφος ανήκε στην οικογένεια και στηριζόταν σε κίονες του ισογείου. Πρόκειται για μια, μάλλον, απλή και απέριττη οικοδομή, που χρησίμευε ως εμπορικός οίκος και οικία ταυτόχρονα, κι αυτό ήταν ένα δείγμα ότι ο ιδιοκτήτης συμπεριφερόταν με σύνεση και προσοχή στις επιχειρήσεις του.
Ο Γ. I. Μαρασλής διέθετε βιβλιοθήκη με τα έργα των Ελλήνων λογίων της εποχής του, τα τυπωμένα βιβλία που κυκλοφορούσαν στα σπίτια των περισσότερων ομογενών εμπόρων της Οδησσού.
Αξίζει να ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση για το μέλλον που επιφύλαξε ο χρόνος στην οικία Μαρασλή. Ο υιός του Γρηγόριος Γρηγορίου Μαρασλής, μέγας ευεργέτης της Ελλάδας και της Οδησσού, δώρισε την πατρική οικία στην Ελληνική Αγαθοεργό Κοινότητα της Οδησσού με τον όρο τα εισοδήματά της να διανέμονται στους άπορους ομογενείς της παροικίας, σε ενδεχόμενη δε διάλυση της Κοινότητας το οίκημα να περιέλθει στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου. Εννοείται, ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 εμπόδισε την ομαλή μεταβίβαση της ιδιοκτησίας της οικίας Μαρασλή.
Μετά την ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας η δημοτική αρχή της Οδησσού αποφάσισε να διαθέσει αντί ευτελούς ενοικίου την οικία στο ελληνικό κράτος για τη στέγαση του Μουσείου της Φιλικής Εταιρείας, τον ρόλο δηλαδή που επιτελεί ο χώρος σήμερα, ο οποίος ταυτόχρονα στεγάζει και το Παράρτημα Οδησσού του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού.
Εδώ στο σπίτι της Κράσνι Περεούλοκ σύχναζαν στις παραμονές του 1821 κρυφά οι Εταιριστές. Οι μυστικές συνεννοήσεις αφορούσαν την κατήχηση νέων μελών, στην είσπραξη οικονομικής βοήθειας από τους εύπορους εμπόρους,στην οργάνωση των περιοδειών σε γειτονικά, αλλά και απομακρυσμένα εδάφη (Ισμαήλι, Ρένι και Κισνόβι στη Βεσσαραβία, στη χερσόνησο της Κριμαίας, στο Νικολάιεφ, την Αζοφική, πιο πέρα στη Μόσχα και μέχρι την Πετρούπολη ακόμη).
Πάνω απ’ όλα όμως οι συνεννοήσεις με την Αρχή, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, νου και ψυχή της Εταιρείας στην εξάπλωση του απελευθερωτικού κηρύγματος και πρώτου μαχητή της Εξέγερσης του 1821 στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Προτομή του ποιητή Πούσκιν |
Πραγματικά ήδη από το 1819 ο Ξάνθος ανέλαβε να μεταφέρει προς την «Σεβαστήν Αρχήν» την άποψη των Οδησσινών Εταιριστών να επιταχυνθούν οι συνωμοτικές κινήσεις για την έναρξη του Αγώνα. Ο λόγος του Σταμάτη Κουμπάρη είναι πλήρως κατατοπιστικός:
«Το υποκείμενον [εννοείται, ο Εμμανουήλ Ξάνθος] οπού επίγενε δια να παραστήση και παρακινίση την Σεβαστήν Αρχήν [εννοείται. Ο Αλέξ. Υψηλάντης], όπου πλέον είναι καιρός να κινιθή διά να εβγάλωμεν πλέον την προσωπίδα επειδή και πλέον εκτάνθη η Φιλική Αιτερία εις όλα τα μέρη όπου ευρίσκονταν Έλληνες και όλοι ανάμεναν την ώραν με μεγάλον ενθουσιασμόν». Να τι του απάντησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον Φεβρουάριο του 1821 από το Κισνόβι της Βεσσαραβίας: «Αδελφέ Σταμάτη Κουμπάρη! είναι καιρός· ήλθεν η ώρα, οπού θα αποφασισθή η τύχη της πατρίδος μας και των αδελφών μας ...την πρώτην Κυριακήν της Αγίας Τεσσαρακοστής, της ονομαζόμενης της Ορθοδοξίας υψώνων εις Ιάσιον την Σημαίαν της ελευθερίας της πατρίδος μας, και αρχίζει ο αγώνας περί της ελευθερίας μας και των αδελφών μας».
Όπως ειπώθηκε η Οδησσός παρέμεινε το λίκνο των δραστηριοτήτων της Εταιρείας, το στρατηγικό κέντρο που διηύθυνε τη δράση της. Ήταν, συνεπώς, επόμενο στην Οδησσό να συγκεντρωθεί ικανός αριθμός Ελλήνων εθελοντών που τέθηκαν υπό τις διαταγές του Υψηλάντη.
Πληθώρα μαχητών από την Οδησσό και τα άλλα μέρη της Νότιας Ρωσίας εγκατέλειπε οικογένειες και περιουσίες για να ενταχθεί στον ελληνικό στρατό. Το μεγαλύτερο τμήμα των εθελοντών είχε πάρει μέρος στις εξεγέρσεις του ελλαδικού χώρου στη διάρκεια των δύο Ρωσοτουρκικών Πολέμων.
Αρκετοί ήταν μέλη των στρατιωτικών σωμάτων, που είχαν συγκροτηθεί στα κέντρα που διέμενε ο παροικιακός Ελληνισμός στη Ρωσία κατ’ αυτό τον τρόπο διατηρούσαν την ετοιμότητα τους. Οι περισσότεροι, πάντως, ήταν έμποροι, δείγμα του πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος του εμπορικού στοιχείου στο ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα.
Η κατάληξη του επαναστατικού κινήματος στις ηγεμονίες τον Ιούνιο του 1821 και στη συνέχεια το τραγικό τέλος του Υψηλάντη είναι σε όλους γνωστά. Ο ηρωισμός των Ελλήνων πατριωτών στις εύφορες πεδιάδες της Μολδοβλαχίας, και κυρίως η θυσία των μαχητών του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι, που είχε συσταθεί από νέους Έλληνες των πόλεων της Νότιας Ρωσίας, ακόμη και η αυταπάρνηση των υπερασπιστών της μονής του Σέκου, δεν στάθηκαν ικανά να λυγίσουν τον οθωμανικό στρατό. Προανήγγειλαν όμως την απελευθέρωση του έθνους και την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Παράλληλα τα γεγονότα στα πριγκιπάτα προετοίμασαν το έδαφος της ανεξαρτησίας σε όλα τα βαλκανικά έθνη. Μια μικρή αναφορά απαιτείται να γίνει στη στάση της ρωσικής διπλωματίας απέναντι στην Εταιρεία.
Είναι σίγουρο, ότι οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας γνώριζαν την ύπαρξη της Εταιρείας και παρακολουθούσαν στενά τις κινήσεις των Φιλικών. Βεβαίως, οι Αρχές δεν ευνοούσαν την επέκταση της επαναστατικής οργάνωσης.
Πιθανός επηρεασμός των Ρώσων υπηκόων που ζούσαν στο τσαρικό απολυταρχικό σύστημα, προοιωνιζόταν επικίνδυνες εξελίξεις για τη σταθερότητα του δεσποτικού καθεστώτος, έτσι ο φόβος της επιρροής των Φιλικών ήταν ισχυρός. Το επιβεβαιώνει και η συνεργασία των Εταιριστών με τη ρωσική επαναστατική κίνηση των Δεκεμβριστών.
Από την άλλη πλευρά όμως, στη ρωσική διοίκηση, το στρατό και τις διπλωματικές υπηρεσίες της χώρας είχαν αναρριχηθεί πολλοί Έλληνες, που είχαν φτάσει στα ανώτατα αξιώματα.
Ο Καποδίστριας ήταν η κορυφαία προσωπικότητα αυτού του είδους, αφού υπηρετούσε ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας. Αρκετοί Έλληνες κατείχαν ανώτερες θέσεις στο στράτευμα και τον πολεμικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας.
Αυτή η ελληνική παρουσία στους θεσμούς του ρωσικού κράτους αναμφισβήτητα επηρέασε θετικά τη στάση της κυβέρνησης της Πετρούπολης προς τους ηγέτες της Εταιρείας, που κράτησε σχεδόν ουδέτερη θέση, ό,τι καλύτερο για την εδραίωση του επαναστατικού πνεύματος στους Έλληνες ομογενείς.
Η Ελληνική Επανάσταση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στους κύκλους της ρωσικής διανόησης και του λαού που υποστήριζαν τη φιλελευθεροποίηση του τσαρικού καθεστώτος.
Περισσότερο στους Δεκεμβριστές, ένα φιλελεύθερο κίνημα που πάλευε για τις ελευθερίες του ρωσικού λαού και οι οποίοι προσέβλεπαν στην επιτυχία του εγχειρήματος της Φιλικής Εταιρείας και της Ελληνικής Επανάστασης. Θεωρούσαν, ότι η εξάπλωση της Εταιρείας και η λύτρωση του ελληνικού έθνους αποτελούσε ένα θρίαμβο του φιλελεύθερου επαναστατικού κινήματος, που αντανακλούσε και την προοπτική του δικού τους ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος.
Τα λόγια του μεγάλου Ρώσου ποιητή Πούσκιν που έμαθε την έκρηξη της εξέγερσης του ελληνικού έθνους στο Κισνόβι, όπου τα νέα διαδίδονταν σαν ηλεκτρικός σπινθήρας, είναι ενδεικτικά:
«Η έξαρση των πνευμάτων έφθασε στον πιο μεγάλο βαθμό» και ο ίδιος σπουδαίος Ρώσος αξιολογεί ότι «Τίποτα δεν ήταν τόσο δημοφιλές όσο το έργο των Ελλήνων». Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι Ρώσοι που ευελπιστούσαν ότι η χώρα τους θα ενίσχυε την επαναστατική κίνηση του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία τον Φεβρουάριο του 1821 και αργότερα τον Αγώνα στον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο διαψεύστηκαν οικτρά. Είναι γνωστό ότι ο Ρώσος αυτοκράτορας αποδοκίμασε τον Υψηλάντη και την εκστρατεία στη Μολδαβία, απειλώντας μάλιστα ότι θα συμμαχήσει με την Πύλη για την καταστολή της εξέγερσης.
Στην Οδησσό συγκεντρώθηκε μεγάλο μέρος από τα λείψανα του εκστρατευτικού σώματος των Φιλικών. Κύρια φροντίδα των Ελλήνων εμπόρων ήταν πλέον η περίθαλψή τους. Οι παλαιοί έφοροι της Εταιρείας πρωτοστάτησαν σ’ αυτό το σπουδαίο έργο, που απαιτούσε χρήματα για διατροφή και στέγη.
Οδησσός 1820 (Λιθογραφία) |
Η πρώτη κίνηση των εφόρων αφορούσε τη μετονομασία της Φιλικής Εταιρείας σε Φιλανθρωπική Εταιρεία της ελληνικής κοινότητας της Οδησσού. Ο τρόπος των ενεργειών τους δεν διέφερε από το παρελθόν, ούτε και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν για να αποφύγουν την ενοχλητική παρέμβαση των ρωσικών αρχών.
Ο συνωμοτισμός συνέχισε να είναι η ασφαλής δικλίδα στις κινήσεις τους. Ο Ιωάννης Αμβροσίου, ο Αλέξανδρος Κουμπάρης, ο Αλέξανδρος Μαύρος και ο Γρηγόριος I. Μαρασλής ήταν και πάλι οι ηγέτες της Φιλανθρωπικής Εταιρείας. Δεν ήταν μόνο που συγκέντρωσαν υψηλά ποσά από Έλληνες ομογενείς, οι ίδιοι συνεισέφεραν σημαντικό ποσό χρημάτων σ’ αυτή την προσπάθεια της περίθαλψης εκείνων που κατέφυγαν στην Οδησσό.
Και ήταν αυτό το έργο της περίθαλψης των μαχητών του κινήματος της Μολδοβλαχίας, εξίσου σπουδαίο με το έργο που είχαν αξιωθεί να πραγματοποιήσουν λίγους μήνες πριν, την αφύπνιση της πατριωτικής συνείδησης των Ελλήνων στη μάχη για την λύτρωση του Έθνους.
Βασίλης Καρδάσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου