Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ Φωτιά

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Γιώργος Καλιεντζίδης έχει σχετικά μακρόχρονη προσφορά στην ελληνική ποίηση. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1981 με τις «Μικρές σιωπές», που δεν πέρασαν απαρατήρητες. Το τελευταίο του βιβλίο με ποιήματα και τον ασυνήθιστο για ποίηση τίτλο «Η ένδοξη αναχώρηση του Αι — Φωτιά», κυκλοφόρησε, σε πρώτη έκδοση, τον Νοέμβριο του 2008, από τις Εκδόσεις «Μεταίχμιο»
Η πρωτοτυπία σε αυτήν την ποιητική σύνθεση έγκειται στην αλληλουχία ποιητικών πεζογραφημάτων — σε μορφή διήγησης, που παραπέμπουν στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής - και καθαρά ποιητικών σονέτων, που παρουσιάζονται, μάλιστα, με αρίθμηση, για να θυμίζουν διαρκώς ότι πεζά και ποιήματα 
αποτελούν μια άρρηκτα δεμένη ενότητα.
Επειδή και ο ίδιος ο Γιώργος Καλιεντζίδης αναφέρεται στο χωριό καταγωγής του, χωρίς να αναφέρει το όνομά του, έχει σημασία να αναφερθεί ότι το χωριό αυτό που δέχτηκε τους πρόσφυγες είναι η Κορυφή Κιλκίς, σε έναν λόφο απέναντι από τη λίμνη Δοϊράνη, γενέτειρα και ενός άλλου σημαντικού ποιητή, του αξέχαστου Νίκου Γρηγοριάδη, φιλόλογου, που τον παρουσίασε, το 1963, ανάμεσα σε άλλους Μακεδόνες ποιητές, το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και που ήταν συγγενής του Γιώργου Καλιετζίδη.
Προσωποποιώντας επιτυχημένα ο ποιητής την αναμενόμενη από τους πολλούς επαναστατική κοινωνική αλλαγή στον καπετάνιο Αι Φωτιά, που εμφανίζεται καβάλα στο άσπρο του άλογο, αγνός και παντοτινά δεμένος με τη «γη και τη ρίζα του», με το φωτοστέφανο τριγύρω στο κεφάλι του,. «Κι ύστερα χύμηξε προς την Ανατολή κι έσυρε ξωπίσω του συντρόφους τρομαγμένους».
Ο Γιώργος Καλιεντζίδης με σφιχτά δομημένο στίχο συνδυάζει το κοινωικό αγωνιστικό στοιχείο με το λεπτά ερωτικό, χρησιμοποιώντας ελάχιστα τυποποιημένες στη σύγχρονη ποίηση ή εντυπωσιακές λέξεις και εκφράσεις.
 Το γεγονός αυτό συντελεί στο να μην ξενίζει τον αναγνώστη — μύστη της ποίησής του, αλλά, αντίθετα, να τον κερδίζει και να τον οδηγεί στους δικούς του κόσμους, αυτούς που βρίσκονται στα εσώβαθα κάθε σύγχρονου ανθρώπου, που δεν κλείνει τα μάτια του.

ΠΟΡΕΙΑ I

Τα ποτάμια σιγότρωγαν τις κοίτες.
 Με χέρια απλωμένα στον καιρό 
ένα σύννεφο ακόνιζε το αύριο,
 για να ’ρθει ο Αι Φωτιάς,
 με μυρωδιές και μουσικές της Ανοιξης,
 να μας γνέψει, όπως η μάνα τον πατέρα
 σαν έφευγε στην ξενιτιά,
 βαστώντας δύο βαλίτσες πάνινες,
 με το λουρί στη μέση τους δεμένο,
 κρατούσε μιαν ανείπωτη υπόσχεση,
 πως τάχα τ’ αύριο δικό μας θα ’ναι.

Κι εκείνο να κυκλώνει το χρόνο
 και να καρφώνει τα δόντια του στο χθες.
 Να ερμηνεύει με το σάλιο του τις μνήμες,
 π ’αναζητούν μικρές χαραματιές, 
να δώσουν χρώματα στο γκρίζο που περίσσευε.

ΣΟΝΑΤΑ III

Ένας κόμπος να πνίγει το αύριο.
Ποιος άνεμος φωλιάζει στα όνειρά σου
 και παίρνει μαζί του τόσους καημος
 και τόσα μικρά και μεγάλα


Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah