Στην Καλαμαριά...

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Η μικρή Πάργα δεν μπορεί να χωρέσει τα πρόσφυγες. Το βαπόρι έρχεται κάθε εβδομάδα και παίρνει οικογένειες, για να τους μεταφέρει σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, που προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές τους από τον υπερδεκαετή πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
 Η Ανταλλαγή και η αποκατάσταση των προσφύγων είναι το μεγάλο πρόβλημα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι παραμένουν στοιβαγμένοι σε αντίσκηνα και σε καραντίνες, περιμένοντας τη σειρά τους για να βρουν τη δική τους νέα ιδιαίτερη πατρίδα.
Ήρθε και η σειρά μας να ξαναετοιμάσουμε τους μπόγους μας. Είμαστε ακόμη χωρίς χαρτιά, χωρίς όνομα, χωρίς πατρίδα. Πού θέλετε να πάτε, μας ρωτούν. Στην Καλαμαριά, απαντούμε. Πάλι στο βαπόρι, πάλι στη θάλασσα, ψάχνοντας πατρίδα...
Κάποτε φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, απέναντι από τα απολυμαντήρια της Αρετσούς. Εκεί μέσα στο βαπόρι μας κράτησαν κάμποσες μέρες... σαν να 'μασταν ζώα για σφάξιμο.
Μας κατέβασαν μια μέρα που ο Βαρδάρης έδιωξε τα σύννεφα, στέγνωσε λίγο τη γη, αλλά είχε τσουχτερό κρύο. Περάσαμε μέσα από συρματοπλέγματα, μας μάζεψαν μπροστά σε μια ξύλινη παράγκα. 

Λίγους, λίγους, μας οδηγούσαν μέσα. Δύο κύριοι, καθισμένοι σε ένα τραπέζι, ζητούσαν τα χαρτιά μας, ρωτούσαν τα ονόματά μας. Μπροστά τους είχαν κάποια χαρτιά και έγραφαν σε αυτά. Λίγο παραπέρα, είδαμε αυτοκίνητα. Δύο τρία ήταν, δεν θυμάμαι καλά, κάτι πράσινα, όχι μικρά, αλλά ούτε πολύ μεγάλα, αυτοκίνητα. 
Μέχρι να έρθει η σειρά μας να περάσουμε από την Επιτροπή, όπως μάθαμε να λέμε αργότερα, βλέπαμε να ανεβάζουν σχεδόν όλους τους ανθρώπους, που ήταν μπροστά τους στη σειρά, στα αυτοκίνητα αυτά.
Έφτασε η ώρα να περάσουμε κι εμείς από την Επιτροπή. Μας ζητούν τα χαρτιά μας. Εμείς φύγαμε κρυφά από την Τραπεζούντα και έτσι δεν έχουμε χαρτιά. «Τι να κάνουμε με αυτούς!», μουρμουρίζουν.
Από πού είστε; ρωτούν. Πώς σας λένε; Πόσα άτομα είστε; Σε ποιο χωριό να σας στείλουμε;
 Και μας δείχνουν τα αυτοκίνητα.Ας σην Τραπεζούνταν είμες, απαντά η γιαγιά Λισάφ’, ας σοι Μιχαηλάντας, τοι ωρολογάδες τη Τραπεζούντας... Ατώρα, μαναχόν δύο γυναίκ’ με τα παιδία επέμ’ναμε. Εμείς ας σην πολιτείαν είμες, χωράφα κι αΐκα ’κ’ εξέρομε. Σε χωρίον μη στείλτς μας. Αδά ’ς σην Καλαμαρίαν θέλομε ν’ απομένομε. Έχομε συγγενούς αδά.
—Ποιος σας ξέρει εδώ; Να έρθει, να βρούμε μια άκρη, είπαν τα μέλη της Επιτροπής Η πεθερά μου τότε είπε το όνομα του κουμπάρου της. Ήρθε ο Πέτρος ο Σαριπανίδης, να ’ναι καλά, βεβαίωσε για εμάς, πήρε την ευθύνη για όλους και έτσι μας άφησε η Επιτροπή να φύγουμε.
«Ο Πέτρος μας πήρε τις πρώτες μέρες στον θάλαμο όπου έμενε η οικογένειά του... και έτσι μείναμε κι εμείς στην Καλαμαριά», έλεγε στα γεράματά της η Χρυσάννα στην εγγονή της Χρυσούλα, την κόρη της Όλγας.

Ελισάβετ Ακριτίδου Κύπαρλη
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah