Ακρίτες στον Πόντο, εκτός από τον έναν που αντιπροσωπεύει όλους, αναφέρονται αρκετοί με τα ονόματά τους, όπως Μάραντον, Ξαντίνον, Φωκάς, Γαβράς κ. ά. Πουθενά δεν ανα-φέρεται Ακρίτας με τα ονόματα Διγενής ή Βασίλειος, εκτός από κάποιο «δημοτικό μόρφωμα», που έγραψε κάποιος λόγιος ή κάποιοι λόγιοι.
Ότι γράφηκε από λόγιο το επιβεβαιώνει η λογιότατη γλώσσα του, που δεν έχει καμία σχέση με τη λαϊκή γλώσσα της βυζαντινής εποχής, οπότε διαμορφώθηκαν όλα σχεδόν τα ποντιακά δημοτικά τραγούδια.
Άλλωστε, και οι μελετητές των ακριτικών τραγουδιών, που μιλούν για Διγενή και για Βασίλειο, αναφέρουν ότι αυτός ο Ακρίτας με τα ονόματα Βασίλειος και Διγενής προήλθε από τη γραφίδα κάποιου ή κάποιων λογίων.
Από τους γνωστότερους Ακρίτες του Πόντου είναι ο Πορφύρας. Αποτελεί συνέχεια των μύθων της αρχαιότητας, όπως ο Διόνυσος — λικνίτης, βρέφος που ανδρώνεται αυτόματα, σύμφωνα με την αρχαιότατη προέλευση του μύθου.
Στους «Κούκουρους» ή «Χούχουτους» της Θράκης υπάρχει, επίσης, το βρέφος που ανδρώνεται αυτόματα.
Το ίδιο και το εφταμηνίτικο παιδί, που προβάλλεται σαν υπερφυσικό νήπιο και ξαφνικά ανδρώνεται, αναλογεί σε πανάρχαιους μύθους, όπου παιδιά σαν τον Νήπιο Δία και τον Ερμή, μεγαλώνουν με θαυμαστή ταχύτητα. Όλα αυτά τα διηγήθηκαν και οι ποιητές των ελληνιστικών χρόνων Καλλίμαχος και Άρατος.
Το θαυμαστό μωρό, που ανδρώνεται ξαφνικά, παντρεύεται, θανατώνεται, ανασταίνεται και τελεί τους ιερούς «αρότους» (αυτούς που οργώνουν τη γη), που εξασφαλίζουν την καλή χρονιά (ευετηρία), έχουν ξεκάθαρα μαγική πανάρχαιη προέλευση. Οι θεοί της βλάστησης, που πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται, φαίνεται συχνά ότι παρουσιάζονταν και ως Νήπιοι Θεοί. Ο Κρητογενής Ζεύς ήταν υποκαταστάτης μινωικού Νηπίου Θεού.
Η περίπτωση του Πόρφυρα των Ποντίων
Στην περίπτωση του Πόρφυρα και εν μέρει των Ακριτών αναφέρεται το γεγονός της απόκτησης ισχύος από μέρους κάποιων τοπαρχών, όπως ήταν οι Γαβράδες, και της εν συνεχεία αμφισβήτησης της βασιλικής ισχύος. Για τον Πόρφυρα, μάλιστα, τονίζεται ιδιαίτερα στο δημοτικό τραγούδι η αλαζονεία του να καυχιέται ότι δεν φοβάται τον βασιλιά.
Το ποντιακό δημοτικό τραγούδι, του οποίου την αρχή γνωρίζουν και τραγουδάνε οι απλοί Πόντιοι και που οι Πόντιοι φιλόλογοι, προφασιζόμενοι τη δυσκολία της διαλέκτου, δεν φρόντισαν να το διδάξουν και σε μη Πόντιους σπουδαστές τους και να υπογραμμίσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, λέει:
Να σαν την μάναν που γεννά τα τράντα χρόνα μίαν,
ευτάει υιόν τραντέλλενον και νύφεν γαλαφόραν.
Κανείς υιόν 'κ' εγέννεσεν, κανείς υιόν 'κ' εποίκεν,
καλόγρα γιον εγέννεσεν απάνου ’ς σον Πορφύρην.
Ατόναν πώς θα λέγουμε, ατόν πώς θα καλούμε;
Ατόν Πορφύρ’ κολλίστ’ ατον, ατόν Πορφύρην πέτεν
Μονοήμερος εγένετον, έφαγεν το φουντάριν,
πενταήμερος εγένετον, έφαγεν την φουρνέαν,
εννεάμερος εγένετον, εξέβεν κ’ εκαυχέθεν,
εκείνος κορ’ εγάπεσεν και έν’ του βασιλέα.
Νε Πόρφυρα, νε Πόρφυρα, βαρέα μη καυκάσαι,
ο βασιλάς γεράκια ’χει, στείλει και κυνηγεί σε.
Μουδέ τον Βάρναν φοβηθώ μουδέ τον βασιλέαν
μουδέ το βαρύν το σπαθίν, ντο κόφτ’ εμπρός κι οπίσω.
Μαθάν’ ατο κι ο βασιλέας ο πολυχρονισμένον,
Απόθεν έν’ ο Πορφύρας, εμέν που ’κι φογάται;
έχω απάν’ ατ’ πόλεμον, απάν’ ατου σεφέριν.
Ερμάτωσεν τους στρατηγούς και όλον το φουσάτον.
Αχπάσκεται ο στρατηγόν και πάγει ’ς το σεφέριν.
’Σ τη μέσην έν’ ο σερασκέρτς, ’ς την άκρην έν’ τ’ ασκέριν.
Σίτ’ έλεγεν, σίτ’ έκλαιγεν, σίτ’ χαμελά τραγώδ’νεν.
Να πάμε να ευρήκομε τον Πορφύραν ’ς τον ύπνον,
να ν’ το σπαθίν ατ’ ’ς την σπαθάν, ο μαύρος ατ’ ’ς τον κάμπον,
να δένω, να ξεδέν’ ατον, να διπλοσιδεράζω,
’ς το πρωτοσιδερίασμαν να μη ξυπνονοΐζει,
’ς το διπλοσιδερίασμαν να μη ξυπνοστορίζει,
να δένω κ’ εις τ’ ομμάτα ’του εννά κάτα μετάξιν,
κι αρ’ επεκεί να εγνεφίζ’ ας το γλυκόν τον ύπνον.
Επέκ’σεν ατον ο Χριστόν, ευρήκ’ ατον ’ς σον ύπνον
και δένει και ξεδέν’ ατον και διπλοσιδεράζει,
έδεσεν εις τ’ ομμάτα του εφτά κάτα μετάξιν.
Εγνέφιξεν κι ο Πορφύρας ας τον γλυκόν τον ύπνον.
Παρακαλώ σε, σερασκέρ’, Θεού παρακαλίαν
’ς όλα τα κάστρα φέρον με δεμένον και φλιμμένον
και ’ς την Κωνσταντινούπολή λυτόν και χαρεμένον,
εκεί κοράσον αγαπώ, ελέπ’ και περιπαίζ’ με.
’Σ όλα τα κάστρα φέρ’ν ατον, τα δάκρα’ τ’ ’κ’ εκατήβαν,
και ’ς σην Κωνσταντινούπολή τα δάκρα τ’ εκατήβαν,
τα δάκρα ’τ’ εκατήβανε, εσέπ’σαν το μετάξιν.
Βασιλοπούλα λάλεσεν από ψηλόν παλάτιν.
Και ’κ’ είπα σε, νε Πόρφυρα, βαρέα μη καυκάσαι.
ο βασιλάς γεράκια έχ’, θα στείλ’ και κυνηγεύ’ σε;
συ έπαιξες τον βασιλάν, τον μέγαν τον αφέντην.
Ελέπ’ ατον κ’ η κάλη ’του κι ατόναν δαρμενεύει.
Πορφύρ’, σείξον τ’ ωμίτσα σου, να σείνταν τα ραχία,
σείξον και τα βραχόνας σου να κόφκουν τ’ αλυσίδα,
ας τ’ αλυσοδοκόμματα έναν ’ς σο χέρι σ’ έπαρ’...
Έσειξεν τα ποδάρα ’του εσείγαν τα χωρία,
έσειξεν και τ’ ωμίτσα του, εσείγαν τα ραχία,
έσειξεν τα βραχόνας ατ’, εκόπαν τ’ αλυσίδα,
ας τ’ αλυσοδοκόμματα έναν ’ς σο χέρ’ν ατ’ παίρει,
χίλιους έμπρα ’τ’ εσκότωσεν και μύριους αποπίσ’ ατ’
εννά καντάρα φόρτωσεν ωτία και μυτία
και στείλ’ ατα τον βασιλάν μεγάλον αρμαγάδιν.
Ω βασιλά πολύχρονε και πολυχρονισμένε,
- ερμάτωσες και έστειλες ’ς εμέν απάν’ φουσάτον,
θίγα σπαθίν, θίγα κοντάρ’ ’γω ατουνούς εντώκα,
τώρα εζώστα το σπαθίν, ’ς σον πόλεμον εξέβα.
Αν έεις ασκέρ’ αρμάτωσον, αρμάτωσον και στείλον,
Αν έεις σπαθία ’ς ση σπαθάν, ζώσον ατ’ς και ας έρχουν.
Έσυρεν το σπαθίτσιν ατ’, ’ς σον πόλεμον εξέβεν,
Επέρεν και το κόρασον και την βασιλοπούλαν.
Ο Γάλλος ελληνιστής Γκι Σομέ έγραψε προ ετών στην εφημερίδα της Αθήνας «Το Βήμα» ότι το όνομα «Πορφύρας» ή «Πορφύρης» το πήρε ο γνωστός ήρωας του δημοτικού τραγουδιού από το πορφυρό αίμα που έτρεξε, όταν οι άνθρωποι του βασιλιά του έδεσαν τα μάτια με μεταξένια ράμματα.
Κάπου αλλού υπάρχει ο ισχυρισμός ότι ο Πορφύρης είναι ο Βυζαντινός ήρωας του 4ου αιώνα Φαρφούριος, που τον αναφέρει ο Πέρσης ποιητής Φιρντουσί στο ποίημά του «Σιάχ ναμέ» (Βιβλίο των βασιλιάδων).
Εμείς απαντήσαμε στον Γάλλο ελληνιστή με άλλο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Μακεδονία», αναφέροντας το πολύ απλό, ότι ο Πορφύρας ονομάστηκε έτσι από τον τόπο καταγωγής του, το χωριό Πορφύριν του Πόντου.
Προφανώς ο Γάλλος καθηγητής της Σορβόνης αγνοούσε παντελώς τον Πόντιο Πόρφυρα και γνώριζε μόνον κάποιους από τους ελλαδίτες , όχι τόσο από την υπαιτιότητα του όσο από την αδιαφορία των Ποντίων που δεν φροντίζουν να προβάλλουν από τα πανελλήνια μέσα ενημέρωσης την ιστορία και τον πολιτισμό τους.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Ότι γράφηκε από λόγιο το επιβεβαιώνει η λογιότατη γλώσσα του, που δεν έχει καμία σχέση με τη λαϊκή γλώσσα της βυζαντινής εποχής, οπότε διαμορφώθηκαν όλα σχεδόν τα ποντιακά δημοτικά τραγούδια.
Άλλωστε, και οι μελετητές των ακριτικών τραγουδιών, που μιλούν για Διγενή και για Βασίλειο, αναφέρουν ότι αυτός ο Ακρίτας με τα ονόματα Βασίλειος και Διγενής προήλθε από τη γραφίδα κάποιου ή κάποιων λογίων.
Από τους γνωστότερους Ακρίτες του Πόντου είναι ο Πορφύρας. Αποτελεί συνέχεια των μύθων της αρχαιότητας, όπως ο Διόνυσος — λικνίτης, βρέφος που ανδρώνεται αυτόματα, σύμφωνα με την αρχαιότατη προέλευση του μύθου.
Στους «Κούκουρους» ή «Χούχουτους» της Θράκης υπάρχει, επίσης, το βρέφος που ανδρώνεται αυτόματα.
Το ίδιο και το εφταμηνίτικο παιδί, που προβάλλεται σαν υπερφυσικό νήπιο και ξαφνικά ανδρώνεται, αναλογεί σε πανάρχαιους μύθους, όπου παιδιά σαν τον Νήπιο Δία και τον Ερμή, μεγαλώνουν με θαυμαστή ταχύτητα. Όλα αυτά τα διηγήθηκαν και οι ποιητές των ελληνιστικών χρόνων Καλλίμαχος και Άρατος.
Το θαυμαστό μωρό, που ανδρώνεται ξαφνικά, παντρεύεται, θανατώνεται, ανασταίνεται και τελεί τους ιερούς «αρότους» (αυτούς που οργώνουν τη γη), που εξασφαλίζουν την καλή χρονιά (ευετηρία), έχουν ξεκάθαρα μαγική πανάρχαιη προέλευση. Οι θεοί της βλάστησης, που πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται, φαίνεται συχνά ότι παρουσιάζονταν και ως Νήπιοι Θεοί. Ο Κρητογενής Ζεύς ήταν υποκαταστάτης μινωικού Νηπίου Θεού.
Η περίπτωση του Πόρφυρα των Ποντίων
Στην περίπτωση του Πόρφυρα και εν μέρει των Ακριτών αναφέρεται το γεγονός της απόκτησης ισχύος από μέρους κάποιων τοπαρχών, όπως ήταν οι Γαβράδες, και της εν συνεχεία αμφισβήτησης της βασιλικής ισχύος. Για τον Πόρφυρα, μάλιστα, τονίζεται ιδιαίτερα στο δημοτικό τραγούδι η αλαζονεία του να καυχιέται ότι δεν φοβάται τον βασιλιά.
Το ποντιακό δημοτικό τραγούδι, του οποίου την αρχή γνωρίζουν και τραγουδάνε οι απλοί Πόντιοι και που οι Πόντιοι φιλόλογοι, προφασιζόμενοι τη δυσκολία της διαλέκτου, δεν φρόντισαν να το διδάξουν και σε μη Πόντιους σπουδαστές τους και να υπογραμμίσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, λέει:
Να σαν την μάναν που γεννά τα τράντα χρόνα μίαν,
ευτάει υιόν τραντέλλενον και νύφεν γαλαφόραν.
Κανείς υιόν 'κ' εγέννεσεν, κανείς υιόν 'κ' εποίκεν,
καλόγρα γιον εγέννεσεν απάνου ’ς σον Πορφύρην.
Ατόναν πώς θα λέγουμε, ατόν πώς θα καλούμε;
Ατόν Πορφύρ’ κολλίστ’ ατον, ατόν Πορφύρην πέτεν
Μονοήμερος εγένετον, έφαγεν το φουντάριν,
πενταήμερος εγένετον, έφαγεν την φουρνέαν,
εννεάμερος εγένετον, εξέβεν κ’ εκαυχέθεν,
εκείνος κορ’ εγάπεσεν και έν’ του βασιλέα.
Νε Πόρφυρα, νε Πόρφυρα, βαρέα μη καυκάσαι,
ο βασιλάς γεράκια ’χει, στείλει και κυνηγεί σε.
Μουδέ τον Βάρναν φοβηθώ μουδέ τον βασιλέαν
μουδέ το βαρύν το σπαθίν, ντο κόφτ’ εμπρός κι οπίσω.
Μαθάν’ ατο κι ο βασιλέας ο πολυχρονισμένον,
Απόθεν έν’ ο Πορφύρας, εμέν που ’κι φογάται;
έχω απάν’ ατ’ πόλεμον, απάν’ ατου σεφέριν.
Ερμάτωσεν τους στρατηγούς και όλον το φουσάτον.
Αχπάσκεται ο στρατηγόν και πάγει ’ς το σεφέριν.
’Σ τη μέσην έν’ ο σερασκέρτς, ’ς την άκρην έν’ τ’ ασκέριν.
Σίτ’ έλεγεν, σίτ’ έκλαιγεν, σίτ’ χαμελά τραγώδ’νεν.
Να πάμε να ευρήκομε τον Πορφύραν ’ς τον ύπνον,
να ν’ το σπαθίν ατ’ ’ς την σπαθάν, ο μαύρος ατ’ ’ς τον κάμπον,
να δένω, να ξεδέν’ ατον, να διπλοσιδεράζω,
’ς το πρωτοσιδερίασμαν να μη ξυπνονοΐζει,
’ς το διπλοσιδερίασμαν να μη ξυπνοστορίζει,
να δένω κ’ εις τ’ ομμάτα ’του εννά κάτα μετάξιν,
κι αρ’ επεκεί να εγνεφίζ’ ας το γλυκόν τον ύπνον.
Επέκ’σεν ατον ο Χριστόν, ευρήκ’ ατον ’ς σον ύπνον
και δένει και ξεδέν’ ατον και διπλοσιδεράζει,
έδεσεν εις τ’ ομμάτα του εφτά κάτα μετάξιν.
Εγνέφιξεν κι ο Πορφύρας ας τον γλυκόν τον ύπνον.
Παρακαλώ σε, σερασκέρ’, Θεού παρακαλίαν
’ς όλα τα κάστρα φέρον με δεμένον και φλιμμένον
και ’ς την Κωνσταντινούπολή λυτόν και χαρεμένον,
εκεί κοράσον αγαπώ, ελέπ’ και περιπαίζ’ με.
’Σ όλα τα κάστρα φέρ’ν ατον, τα δάκρα’ τ’ ’κ’ εκατήβαν,
και ’ς σην Κωνσταντινούπολή τα δάκρα τ’ εκατήβαν,
τα δάκρα ’τ’ εκατήβανε, εσέπ’σαν το μετάξιν.
Βασιλοπούλα λάλεσεν από ψηλόν παλάτιν.
Και ’κ’ είπα σε, νε Πόρφυρα, βαρέα μη καυκάσαι.
ο βασιλάς γεράκια έχ’, θα στείλ’ και κυνηγεύ’ σε;
συ έπαιξες τον βασιλάν, τον μέγαν τον αφέντην.
Ελέπ’ ατον κ’ η κάλη ’του κι ατόναν δαρμενεύει.
Πορφύρ’, σείξον τ’ ωμίτσα σου, να σείνταν τα ραχία,
σείξον και τα βραχόνας σου να κόφκουν τ’ αλυσίδα,
ας τ’ αλυσοδοκόμματα έναν ’ς σο χέρι σ’ έπαρ’...
Έσειξεν τα ποδάρα ’του εσείγαν τα χωρία,
έσειξεν και τ’ ωμίτσα του, εσείγαν τα ραχία,
έσειξεν τα βραχόνας ατ’, εκόπαν τ’ αλυσίδα,
ας τ’ αλυσοδοκόμματα έναν ’ς σο χέρ’ν ατ’ παίρει,
χίλιους έμπρα ’τ’ εσκότωσεν και μύριους αποπίσ’ ατ’
εννά καντάρα φόρτωσεν ωτία και μυτία
και στείλ’ ατα τον βασιλάν μεγάλον αρμαγάδιν.
Ω βασιλά πολύχρονε και πολυχρονισμένε,
- ερμάτωσες και έστειλες ’ς εμέν απάν’ φουσάτον,
θίγα σπαθίν, θίγα κοντάρ’ ’γω ατουνούς εντώκα,
τώρα εζώστα το σπαθίν, ’ς σον πόλεμον εξέβα.
Αν έεις ασκέρ’ αρμάτωσον, αρμάτωσον και στείλον,
Αν έεις σπαθία ’ς ση σπαθάν, ζώσον ατ’ς και ας έρχουν.
Έσυρεν το σπαθίτσιν ατ’, ’ς σον πόλεμον εξέβεν,
Επέρεν και το κόρασον και την βασιλοπούλαν.
Ο Γάλλος ελληνιστής Γκι Σομέ έγραψε προ ετών στην εφημερίδα της Αθήνας «Το Βήμα» ότι το όνομα «Πορφύρας» ή «Πορφύρης» το πήρε ο γνωστός ήρωας του δημοτικού τραγουδιού από το πορφυρό αίμα που έτρεξε, όταν οι άνθρωποι του βασιλιά του έδεσαν τα μάτια με μεταξένια ράμματα.
Κάπου αλλού υπάρχει ο ισχυρισμός ότι ο Πορφύρης είναι ο Βυζαντινός ήρωας του 4ου αιώνα Φαρφούριος, που τον αναφέρει ο Πέρσης ποιητής Φιρντουσί στο ποίημά του «Σιάχ ναμέ» (Βιβλίο των βασιλιάδων).
Εμείς απαντήσαμε στον Γάλλο ελληνιστή με άλλο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Μακεδονία», αναφέροντας το πολύ απλό, ότι ο Πορφύρας ονομάστηκε έτσι από τον τόπο καταγωγής του, το χωριό Πορφύριν του Πόντου.
Προφανώς ο Γάλλος καθηγητής της Σορβόνης αγνοούσε παντελώς τον Πόντιο Πόρφυρα και γνώριζε μόνον κάποιους από τους ελλαδίτες , όχι τόσο από την υπαιτιότητα του όσο από την αδιαφορία των Ποντίων που δεν φροντίζουν να προβάλλουν από τα πανελλήνια μέσα ενημέρωσης την ιστορία και τον πολιτισμό τους.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου