Η άνοδος των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, ως αποτέλεσμα του κύματος των αλυσιδωτών καθεστωτικών αλλαγών στις αραβικές χώρες, προκάλεσε το ενδιαφέρον αλλά και τον προβληματισμό των πολιτικών αναλυτών για το τι μέλλει γενέσθαι σε αυτήν τη σημαντική από πολλές απόψεις χώρα της Μέση Ανατολής.
Η αναντικατάστατη γεωπολιτική της θέση, η ειδική της σχέση με τη Δύση και το Ισραήλ αλλά και η παραδοσιακά μεγάλη επιρροή της σε όλο τον αραβικό κόσμο, καθιστά την Αίγυπτο σημαντικό παίκτη στο περιφερειακό σύστημα, ιδιαίτερα ύστερα από τον ειδικό ρόλο που απέκτησε με την υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
Οι διαδηλώσεις της Πλατείας Ταχρίρ, μιας πλατείας-σύμβολο πλέον για τους απανταχού Άραβες, σήμαναν το οριστικό τέλος του καθεστώτος Χόσνι Μουμπάρακ, που αποτέλεσε πιστή συνέχεια των επιλογών του προκατόχου του Ανουάρ Σαντάτ. Ένα καθεστώς που αποδόμησε οριστικά το νασερικό δόγμα περί παναραβισμού και κάνοντας στροφή 180 μοιρών στην εξωτερική της πολιτική, στράφηκε σταθερά προς τη Δύση και στις περιφερειακές επιδιώξεις της Ουάσιγκτον.
Έτσι, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα, η Αίγυπτος αποτελούσε την ήρεμη γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και στον αραβικό κόσμο, επωφελούμενη των χειρισμών των ΗΠΑ στην περιοχή και διατηρώντας μία ψυχρή πλην όμως σταθερή ειρήνη με το Ισραήλ, ενώ παράλληλα κατάφερε να μην αμφισβητηθεί από κανένα άλλο αραβικό κράτος.
Η προσκόλληση του Καΐρου στη Δύση προσέδωσε στον Χόσνι Μουμπάρακ τον ρόλο του μεσολαβητή στις πολλαπλές κρίσεις που γνώρισε η περιοχή καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του, καθιστώντας το αιγυπτιακό θέρετρο Σαρμ Αλ-Σέιχ του Σινά ως το συνηθισμένο σημείο όπου τα αντιμαχόμενα μέρη «έσβηναν τη φωτιά», εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις αμερικανικές επιλογές και επιβεβαιώνοντας το αυτονόητο : η Αίγυπτος θα ανήκε πάντοτε στη Δύση και πουθενά αλλού.
Η σχετικά σύντομη μεταβατική περίοδος των στρατηγών, που διαδέχθηκε τα δραματικά γεγονότα της Πλατείας Ταχρίρ, έφερε μαζί της μία ιδιαίτερα σημαντική μεταβατική περίοδο στην αιγυπτιακή εξωτερική πολιτική, η οποία πλέον θα έπρεπε να παίρνει υπόψη της — ή έστω να δίνει την εντύπωση ότι σέβεται και υπολογίζει την κοινή γνώμη της χώρας.
Εκείνη την περίοδο άρχισαν να ακούγονται αντικρουόμενες πληροφορίες για το εάν και κατά πόσο η διάδοχη πολιτική κατάσταση στη χώρα θα ακολουθούσε τη φιλοδυτική επιλογή Μουμπάρακ, εάν και κατά πόσο η νέα Αίγυπτος θα συνέχιζε να σέβεται τη συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ, εάν και κατά πόσο θα ακολουθούσε τον "σωστό" ή τον "λάθος" πόλο στο περιφερειακό γίγνεσθαι, με άμεσες συνέπειες αποσταθεροποίησης στην περιοχή.
Οι στρατηγοί κατάφεραν να συγκρατήσουν όσο ήταν δυνατόν την κοινωνική συνοχή στο εσωτερικό της χώρας, φάνηκαν ιδιαίτερα εσωστρεφείς ως προς τις περιφερειακές τους επιλογές, ικανοποίησαν το λαϊκό αίσθημα με αντιισραηλινές κορώνες που είχαν πολλά χρόνια να ακουστούν τόσο έντονα στα τοπικά μέσα ενημέρωσης. Και ενόσω τα αντιδυτι-κά μηνύματα πλήθαιναν ανησυχητικά, η συνειδητοποίηση ότι η αιγυπτιακή κρατική και — κυρίως — στρατιωτική μηχανή δεν ελέγχει πλήρως τις ένοπλες ανταρτικές ομάδες στο Σινά, η μεταβατική ηγεσία των στρατηγών αποφάσισε ότι έπρεπε να αναλάβει δράση άμεσα, αντιλαμβανόμενη ίσως ότι είτε ήταν πολύ αργά είτε πολύ νωρίς για την Αίγυπτο να αλλάξει στρατόπεδο.
Η διακυβέρνηση των στρατηγών θα χρωματιστεί από τις εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη χερσόνησο του Σινά κατά των παλαιστινιακών ανταρτικών ομάδων, οι οποίες σε συνεργασία αφενός με ανάλογες περιθωριακές ισλαμιστικές ομάδες που δρούσαν στη Γάζα κατά της Χαμάς και αφετέρου με τις ντόπιες φυλές Βεδουίνων, έτειναν να καταστήσουν την ευαίσθητη αιγυπτοϊσραηλινή μεθόριο σε πεδίο επιθέσεων τόσο κατά του Ισραήλ όσο και ενδεχομένως κατά του καθεστώτος της Χαμάς στη Γάζα.
Η μη καταστολή ενός τέτοιου φαινομένου αργά ή γρήγορα θα ενέπλεκε το Ισραήλ και την Αίγυπτο σε στρατιωτική αναμέτρηση, με αποτέλεσμα ο βασικός άξονας ειρήνης στην περιοχή να καταρρεύσει διακυβεύοντας τα δυτικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή.
Το καλοκαίρι του 2011 η επί δεκαετίες ήρεμη μεθόριος Ισραήλ — Αιγύπτου τράβηξε το ενδιαφέρον των στρατιωτικών επιτελείων των δύο χωρών, ύστερα από την άριστα σχεδιασμένη ένοπλη ενέδρα που έστησαν μαχητές της ισλαμικής Τζιχάντ κατά ισραηλινών υπεραστικών λεωφορείων και IX, με αποτέλεσμα τον θάνατο και τον τραυματισμό Ισραηλινών πολιτών.
Η Χαμάς εξέπληξε με την μετριοπαθή της στάση και την άμεση διάψευση οποιασδήποτε εμπλοκής της στο συμβάν, δίνοντας με τον τρόπο αυτόν στον αιγυπτιακό στρατό το πράσινο φως να επιχειρήσει στη χερσόνησο του Σινά, αφού με αυτόν τον τρόπο θα εξυπηρετούσε την εξουδετέρωση της ισλαμικής Τζιχάντ που κέρδιζε τότε ολοένα και περισσότερο έδαφος στη Γάζα, θα καλλιεργούσε τις σχέσεις της με το νέο αιγυπτιακό καθεστώς, αλλά και δεν θα διακόπτονταν οι μυστικές της συνομιλίες με το ίδιο το Ισραήλ που διεξάγονταν τότε για την απελευθέρωση του Γκιλάντ Σαλίτ.
Ο αιγυπτιακός στρατός, με την ανοχή της Χαμάς αφενός και αφετέρου με την αυτοσυγκράτηση που επέδειξε η ισραηλινή ηγεσία, απέδειξε ότι ήταν τελικά σε θέση να εκκαθαρίσει τους αντάρτικους παλαιστινιακούς πυρήνες που είχαν αναπτυχθεί στο Σινά, εκμεταλλευόμενοι την πολιτειακή αλλαγή στο Κάιρο και το γενικότερο επαναστατικό κλίμα που εξαπλωνόταν στον αραβικό κόσμο.
Παρόλα αυτά, όμως,, η τελική στάση της Αιγύπτου στο περιφερειακό γίγνεσθαι δεν ήταν ακόμη γνωστή. Οι στρατηγοί καθ' όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους ήταν πάρα πολύ προσεκτικοί, ώστε με τις ενέργειές τους να μην προκαλέσουν το εύθραυστο πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας,, αλλά και να μη δημιουργήσουν τετελεσμένα στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, τη στιγμή μάλιστα που ακόμη οι νέες πολιτειακές δομές της χώρας δεν είχαν καν σχηματοποιηθεί.
Οι τελευταίες εκλογές στην Αίγυπτο έφεραν στην εξουσία τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τον Μωχάμεντ Μόρσι στο προεδρικό μέγαρο. Έφεραν μαζί τους, όμως, και τη στιγμή κατά την οποία η Αίγυπτος θα έπρεπε να καθορίσει ποια θα είναι η θέση της στην περιφερειακή σκακιέρα.
Αρχικά, η επίσημη μουσουλμανική ρητορική φαινόταν να ικανοποιεί την κοινή γνώμη και η μουσουλμανική μαντήλα άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο ανεκτή από την κρατική μηχανή. Από την άλλη, η αιγυπτιακή κυβέρνηση συνέχιζε να είναι πολύ προσεκτική για το πώς θα διαχειριστεί τις σχέσεις της με το Ισραήλ, τη στιγμή που στο εσωτερικό πλήθαιναν οι φωνές που απαιτούσαν την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το εβραϊκό κράτος και την αμέριστη συμπαράσταση στον παλαιστινιακό λαό χωρίς περιστροφές,, ακόμη και με ανάληψη ένοπλης δράσης.
Ενώ η δίκη Μουμπάρακ για τις συμφωνίες που είχε υπογράψει με το Ισραήλ για τη διαχείριση του φυσικού αερίου βρισκόταν στο επίκεντρο της επικαιρότητας, η αμηχανία του νέου προέδρου ήταν τόσο εμφανής για το πώς θα διαχειριστεί τις σχέσεις της χώρας του με το Ισραήλ, έως του σημείου να προσπαθήσει να αποκρύψει από την κοινή γνώμη της χώρας ότι αποδέχθηκε, έστω και αυτό το εθιμοτυπικό συγχαρητήριο τηλεγράφημα για την εκλογή του από τον ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες.
Η τελευταία στρατιωτική αναμέτρηση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς ανάγκασε τελικά την «νέα» Αίγυπτο να επιλέξει ξεκάθαρα πού θα είναι η θέση της στη Μέση Ανατολή του 2012. Συνοπτικά, η Αίγυπτος κλήθηκε για δεύτερη φορά στη σύγχρονη ιστορία της να επιλέξει ξεκάθαρα σε ποιόν περιφερειακό πόλο θέλει να ανήκει : Στον φιλοδυτικό/σουνιτικό πόλο (μαζί με την Τουρκία, την Ιορδανία, την Παλαιστινιακή Αρχή, τη Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Κόλπου) ή με τον σιιτικό/φιλοϊρανικό πόλο με το συριακό καθεστώς που παραπέει μέρα με τη μέρα, το απομονωμένο Ιράν και ενδεχομένως με τη Χαμάς και την Χεζμπολάχ που χαρακτηρίζονται συλλήβδην από τη Δύση ως τρομοκρατικές οργανώσεις.
Οι επιλογές του Μωχάμαντ Μόρσι ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, τελώντας υπό την ασφυκτική πίεση του Στέητ Ντηπάρτμεντ, αλλά και των υπογραφών που είχαν τεθεί το 1979 στο Καμπ Ντέηβιντ, χάρη στις οποίες επεστράφη στην Αίγυπτο η χερσόνησος του Σινά, χαρίζοντάς της, παράλληλα, γενναιόδωρη αμερικανική οικονομική βοήθεια και διπλωματική στήριξη.
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο κίνδυνος ανάφλεξης του αντάρτικου στη χερσόνησο του Σινά ήταν εξαιρετικά ορατός. Ένας μικρός αριθμός ρουκετών εκτοξεύθηκε κατά του Ισραήλ και από το Σινά — κάτι το οποίο αποσιωπήθηκε γρήγορα τόσο από τα αιγυπτιακά όσο και από τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πολεμικής αναμέτρησης Ισραήλ — Χαμάς. Τέλος, δεν ξεχάστηκε ποτέ το προηγούμενο της παρασκηνιακής συνεργασίας Αιγύπτου —Χαμάς κατά της ακραίας ισλαμικής Τζιχάντ το καλοκαίρι του 2011, προτρέποντας ακόμη περισσότερο την Αίγυπτο να αναδεχθεί τον ρόλο που ευχαρίστως ο πάλαι ποτέ πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ θα αποδεχόταν σε ανάλογη περίπτωση τον ρόλο του εγγυητή και διαμεσολαβητή.
Η Αίγυπτος, είτε υπό τη διακυβέρνηση Σαντάτ είτε υπό τη διακυβέρνηση Μουμπάρακ είτε, ακόμη, και υπό την παρούσα διακυβέρνηση Μόρσι δείχνει να μην έχει τη δυνατότητα να επιλέξει άλλη πορεία από αυτήν που της επιβάλει η γεωπολιτική της θέση. Κατά την επίσημη ανακοίνωση της επίτευξης συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, για πρώτη φορά ακούστηκε η λέξη «Ισραήλ» από επίσημα αιγυπτιακά χείλη, γεγονός το οποίο σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως από ισραηλινούς δημοσιογράφους. Το Κάιρο βρέθηκε να είναι εγγυητής των πράξεων και των παραλείψεων της Χαμάς, έναν ρόλο δύσκολο, που όμως θα προσδώσει στο Κάιρο ξανά την αίγλη που είχε αποκτήσει το μακρινό εκείνο 1979, στο Καμπ Ντέηβιντ.
Δεδομένων όλων των ανωτέρω, ο πρόεδρος Μωχάμαντ Μόρσι, ως ένας νέος Χόσνι Μουμπάρακ, λίγα εικοσιτετράωρα μετά την υπογραφή της συνθήκης κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα υπό τις επιταγές της Δύσης, έσπευσε να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του έκτακτες εξουσίες, προσπαθώντας να αποσοβήσει τις αναμενόμενες αντιδράσεις των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά και της έντονα αντιισραηλινής κοινής γνώμης, η οποία θα ανέμενε να δει ακόμη περισσότερες ρουκέτες και βομβιστικές επιθέσεις μέσα στο Ισραήλ. Και έτσι, η νέα αιγυπτιακή ηγεσία, και δη αυτή των Αδελφών Μουσουλμάνων δηλώνει έτοιμη να αντιμετωπίσει δυναμικά μια νέα οργισμένη Πλατεία Ταχρίρ, η οποία με το πρόσχημα της συγκέντρωσης εξουσιών στο πρόσωπο του νέου προέδρου, θα θελήσει να μεταβάλει τη θέση που εδώ και δεκαετίες τηρούσε η χώρα στο παγιωμένο πλέον περιφερειακό γίγνεσθαι.
Η λεγάμενη Αραβική Άνοιξη, όπως ενθουσιωδώς ονοματίστηκε από τη διεθνή αρθρογραφία, αλλά και τα υπερενθουσιώδη κοινωνικά δίκτυα, αποδεικνύεται ακόμη μια φορά πως τελικά ήταν μία απλή αλλαγή ηγεσίας. Ένας εύσχημος τρόπος πολιτειακής απενοχοποίησης του πολιτικού Ισλάμ, το οποίο ύστερα από δεκαετίες απαγορεύσεων και περιορισμών, έπρεπε με κάποιον τρόπο και αυτό να γευτεί τη χαρά της εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι περιφερειακές γεωπολιτικές ισορροπίες της σημερινής Μέσης Ανατολής επιβάλλουν πραγματιστικές επιλογές, τις οποίες τα νέα ισλαμικά καθεστώτα που αναρριχήθηκαν και θα συνεχίσουν να αναρριχώνται στις αραβικές χώρες στο άμεσο μέλλον, δεν θα έχουν την πολυτέλεια, ούτε τη δυνατότητα να αγνοήσουν.
Η Αίγυπτος, μια χώρα που έχει την τύχη αλλά και την ατυχία να κατέχει πολύ σημαντική γεωπολιτική και διπλωματική θέση —αλλά και σημαντικότατα κοιτάσματα φυσικού αερίου που ακόμη παραμένουν ανεκμετάλλευτα-, επέπρωτο να είναι ο «δοκιμαστικός σωλήνας» του νέου μοντέλου διακυβέρνησης που λίγο πολύ θα βλέπουμε να εφαρμόζεται στην νέα πολιτική παναραβική πραγματικότητα : σε μία νέα αραβική τάξη πραγμάτων - Σε μία Αραβική Άνοιξη που δεν ήρθε ποτέ.
Γαβριήλ Χαρίτος
Η αναντικατάστατη γεωπολιτική της θέση, η ειδική της σχέση με τη Δύση και το Ισραήλ αλλά και η παραδοσιακά μεγάλη επιρροή της σε όλο τον αραβικό κόσμο, καθιστά την Αίγυπτο σημαντικό παίκτη στο περιφερειακό σύστημα, ιδιαίτερα ύστερα από τον ειδικό ρόλο που απέκτησε με την υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
Οι διαδηλώσεις της Πλατείας Ταχρίρ, μιας πλατείας-σύμβολο πλέον για τους απανταχού Άραβες, σήμαναν το οριστικό τέλος του καθεστώτος Χόσνι Μουμπάρακ, που αποτέλεσε πιστή συνέχεια των επιλογών του προκατόχου του Ανουάρ Σαντάτ. Ένα καθεστώς που αποδόμησε οριστικά το νασερικό δόγμα περί παναραβισμού και κάνοντας στροφή 180 μοιρών στην εξωτερική της πολιτική, στράφηκε σταθερά προς τη Δύση και στις περιφερειακές επιδιώξεις της Ουάσιγκτον.
Έτσι, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα, η Αίγυπτος αποτελούσε την ήρεμη γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και στον αραβικό κόσμο, επωφελούμενη των χειρισμών των ΗΠΑ στην περιοχή και διατηρώντας μία ψυχρή πλην όμως σταθερή ειρήνη με το Ισραήλ, ενώ παράλληλα κατάφερε να μην αμφισβητηθεί από κανένα άλλο αραβικό κράτος.
Η προσκόλληση του Καΐρου στη Δύση προσέδωσε στον Χόσνι Μουμπάρακ τον ρόλο του μεσολαβητή στις πολλαπλές κρίσεις που γνώρισε η περιοχή καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του, καθιστώντας το αιγυπτιακό θέρετρο Σαρμ Αλ-Σέιχ του Σινά ως το συνηθισμένο σημείο όπου τα αντιμαχόμενα μέρη «έσβηναν τη φωτιά», εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις αμερικανικές επιλογές και επιβεβαιώνοντας το αυτονόητο : η Αίγυπτος θα ανήκε πάντοτε στη Δύση και πουθενά αλλού.
Η σχετικά σύντομη μεταβατική περίοδος των στρατηγών, που διαδέχθηκε τα δραματικά γεγονότα της Πλατείας Ταχρίρ, έφερε μαζί της μία ιδιαίτερα σημαντική μεταβατική περίοδο στην αιγυπτιακή εξωτερική πολιτική, η οποία πλέον θα έπρεπε να παίρνει υπόψη της — ή έστω να δίνει την εντύπωση ότι σέβεται και υπολογίζει την κοινή γνώμη της χώρας.
Εκείνη την περίοδο άρχισαν να ακούγονται αντικρουόμενες πληροφορίες για το εάν και κατά πόσο η διάδοχη πολιτική κατάσταση στη χώρα θα ακολουθούσε τη φιλοδυτική επιλογή Μουμπάρακ, εάν και κατά πόσο η νέα Αίγυπτος θα συνέχιζε να σέβεται τη συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ, εάν και κατά πόσο θα ακολουθούσε τον "σωστό" ή τον "λάθος" πόλο στο περιφερειακό γίγνεσθαι, με άμεσες συνέπειες αποσταθεροποίησης στην περιοχή.
Οι στρατηγοί κατάφεραν να συγκρατήσουν όσο ήταν δυνατόν την κοινωνική συνοχή στο εσωτερικό της χώρας, φάνηκαν ιδιαίτερα εσωστρεφείς ως προς τις περιφερειακές τους επιλογές, ικανοποίησαν το λαϊκό αίσθημα με αντιισραηλινές κορώνες που είχαν πολλά χρόνια να ακουστούν τόσο έντονα στα τοπικά μέσα ενημέρωσης. Και ενόσω τα αντιδυτι-κά μηνύματα πλήθαιναν ανησυχητικά, η συνειδητοποίηση ότι η αιγυπτιακή κρατική και — κυρίως — στρατιωτική μηχανή δεν ελέγχει πλήρως τις ένοπλες ανταρτικές ομάδες στο Σινά, η μεταβατική ηγεσία των στρατηγών αποφάσισε ότι έπρεπε να αναλάβει δράση άμεσα, αντιλαμβανόμενη ίσως ότι είτε ήταν πολύ αργά είτε πολύ νωρίς για την Αίγυπτο να αλλάξει στρατόπεδο.
Αλή Μαχίρ Πασάς |
Η μη καταστολή ενός τέτοιου φαινομένου αργά ή γρήγορα θα ενέπλεκε το Ισραήλ και την Αίγυπτο σε στρατιωτική αναμέτρηση, με αποτέλεσμα ο βασικός άξονας ειρήνης στην περιοχή να καταρρεύσει διακυβεύοντας τα δυτικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή.
Το καλοκαίρι του 2011 η επί δεκαετίες ήρεμη μεθόριος Ισραήλ — Αιγύπτου τράβηξε το ενδιαφέρον των στρατιωτικών επιτελείων των δύο χωρών, ύστερα από την άριστα σχεδιασμένη ένοπλη ενέδρα που έστησαν μαχητές της ισλαμικής Τζιχάντ κατά ισραηλινών υπεραστικών λεωφορείων και IX, με αποτέλεσμα τον θάνατο και τον τραυματισμό Ισραηλινών πολιτών.
Η Χαμάς εξέπληξε με την μετριοπαθή της στάση και την άμεση διάψευση οποιασδήποτε εμπλοκής της στο συμβάν, δίνοντας με τον τρόπο αυτόν στον αιγυπτιακό στρατό το πράσινο φως να επιχειρήσει στη χερσόνησο του Σινά, αφού με αυτόν τον τρόπο θα εξυπηρετούσε την εξουδετέρωση της ισλαμικής Τζιχάντ που κέρδιζε τότε ολοένα και περισσότερο έδαφος στη Γάζα, θα καλλιεργούσε τις σχέσεις της με το νέο αιγυπτιακό καθεστώς, αλλά και δεν θα διακόπτονταν οι μυστικές της συνομιλίες με το ίδιο το Ισραήλ που διεξάγονταν τότε για την απελευθέρωση του Γκιλάντ Σαλίτ.
Ο αιγυπτιακός στρατός, με την ανοχή της Χαμάς αφενός και αφετέρου με την αυτοσυγκράτηση που επέδειξε η ισραηλινή ηγεσία, απέδειξε ότι ήταν τελικά σε θέση να εκκαθαρίσει τους αντάρτικους παλαιστινιακούς πυρήνες που είχαν αναπτυχθεί στο Σινά, εκμεταλλευόμενοι την πολιτειακή αλλαγή στο Κάιρο και το γενικότερο επαναστατικό κλίμα που εξαπλωνόταν στον αραβικό κόσμο.
Παρόλα αυτά, όμως,, η τελική στάση της Αιγύπτου στο περιφερειακό γίγνεσθαι δεν ήταν ακόμη γνωστή. Οι στρατηγοί καθ' όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους ήταν πάρα πολύ προσεκτικοί, ώστε με τις ενέργειές τους να μην προκαλέσουν το εύθραυστο πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας,, αλλά και να μη δημιουργήσουν τετελεσμένα στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, τη στιγμή μάλιστα που ακόμη οι νέες πολιτειακές δομές της χώρας δεν είχαν καν σχηματοποιηθεί.
Οι τελευταίες εκλογές στην Αίγυπτο έφεραν στην εξουσία τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τον Μωχάμεντ Μόρσι στο προεδρικό μέγαρο. Έφεραν μαζί τους, όμως, και τη στιγμή κατά την οποία η Αίγυπτος θα έπρεπε να καθορίσει ποια θα είναι η θέση της στην περιφερειακή σκακιέρα.
Αρχικά, η επίσημη μουσουλμανική ρητορική φαινόταν να ικανοποιεί την κοινή γνώμη και η μουσουλμανική μαντήλα άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο ανεκτή από την κρατική μηχανή. Από την άλλη, η αιγυπτιακή κυβέρνηση συνέχιζε να είναι πολύ προσεκτική για το πώς θα διαχειριστεί τις σχέσεις της με το Ισραήλ, τη στιγμή που στο εσωτερικό πλήθαιναν οι φωνές που απαιτούσαν την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το εβραϊκό κράτος και την αμέριστη συμπαράσταση στον παλαιστινιακό λαό χωρίς περιστροφές,, ακόμη και με ανάληψη ένοπλης δράσης.
Ενώ η δίκη Μουμπάρακ για τις συμφωνίες που είχε υπογράψει με το Ισραήλ για τη διαχείριση του φυσικού αερίου βρισκόταν στο επίκεντρο της επικαιρότητας, η αμηχανία του νέου προέδρου ήταν τόσο εμφανής για το πώς θα διαχειριστεί τις σχέσεις της χώρας του με το Ισραήλ, έως του σημείου να προσπαθήσει να αποκρύψει από την κοινή γνώμη της χώρας ότι αποδέχθηκε, έστω και αυτό το εθιμοτυπικό συγχαρητήριο τηλεγράφημα για την εκλογή του από τον ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες.
Η τελευταία στρατιωτική αναμέτρηση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς ανάγκασε τελικά την «νέα» Αίγυπτο να επιλέξει ξεκάθαρα πού θα είναι η θέση της στη Μέση Ανατολή του 2012. Συνοπτικά, η Αίγυπτος κλήθηκε για δεύτερη φορά στη σύγχρονη ιστορία της να επιλέξει ξεκάθαρα σε ποιόν περιφερειακό πόλο θέλει να ανήκει : Στον φιλοδυτικό/σουνιτικό πόλο (μαζί με την Τουρκία, την Ιορδανία, την Παλαιστινιακή Αρχή, τη Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Κόλπου) ή με τον σιιτικό/φιλοϊρανικό πόλο με το συριακό καθεστώς που παραπέει μέρα με τη μέρα, το απομονωμένο Ιράν και ενδεχομένως με τη Χαμάς και την Χεζμπολάχ που χαρακτηρίζονται συλλήβδην από τη Δύση ως τρομοκρατικές οργανώσεις.
Οι επιλογές του Μωχάμαντ Μόρσι ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, τελώντας υπό την ασφυκτική πίεση του Στέητ Ντηπάρτμεντ, αλλά και των υπογραφών που είχαν τεθεί το 1979 στο Καμπ Ντέηβιντ, χάρη στις οποίες επεστράφη στην Αίγυπτο η χερσόνησος του Σινά, χαρίζοντάς της, παράλληλα, γενναιόδωρη αμερικανική οικονομική βοήθεια και διπλωματική στήριξη.
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο κίνδυνος ανάφλεξης του αντάρτικου στη χερσόνησο του Σινά ήταν εξαιρετικά ορατός. Ένας μικρός αριθμός ρουκετών εκτοξεύθηκε κατά του Ισραήλ και από το Σινά — κάτι το οποίο αποσιωπήθηκε γρήγορα τόσο από τα αιγυπτιακά όσο και από τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πολεμικής αναμέτρησης Ισραήλ — Χαμάς. Τέλος, δεν ξεχάστηκε ποτέ το προηγούμενο της παρασκηνιακής συνεργασίας Αιγύπτου —Χαμάς κατά της ακραίας ισλαμικής Τζιχάντ το καλοκαίρι του 2011, προτρέποντας ακόμη περισσότερο την Αίγυπτο να αναδεχθεί τον ρόλο που ευχαρίστως ο πάλαι ποτέ πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ θα αποδεχόταν σε ανάλογη περίπτωση τον ρόλο του εγγυητή και διαμεσολαβητή.
Η Αίγυπτος, είτε υπό τη διακυβέρνηση Σαντάτ είτε υπό τη διακυβέρνηση Μουμπάρακ είτε, ακόμη, και υπό την παρούσα διακυβέρνηση Μόρσι δείχνει να μην έχει τη δυνατότητα να επιλέξει άλλη πορεία από αυτήν που της επιβάλει η γεωπολιτική της θέση. Κατά την επίσημη ανακοίνωση της επίτευξης συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, για πρώτη φορά ακούστηκε η λέξη «Ισραήλ» από επίσημα αιγυπτιακά χείλη, γεγονός το οποίο σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως από ισραηλινούς δημοσιογράφους. Το Κάιρο βρέθηκε να είναι εγγυητής των πράξεων και των παραλείψεων της Χαμάς, έναν ρόλο δύσκολο, που όμως θα προσδώσει στο Κάιρο ξανά την αίγλη που είχε αποκτήσει το μακρινό εκείνο 1979, στο Καμπ Ντέηβιντ.
Δεδομένων όλων των ανωτέρω, ο πρόεδρος Μωχάμαντ Μόρσι, ως ένας νέος Χόσνι Μουμπάρακ, λίγα εικοσιτετράωρα μετά την υπογραφή της συνθήκης κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα υπό τις επιταγές της Δύσης, έσπευσε να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του έκτακτες εξουσίες, προσπαθώντας να αποσοβήσει τις αναμενόμενες αντιδράσεις των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά και της έντονα αντιισραηλινής κοινής γνώμης, η οποία θα ανέμενε να δει ακόμη περισσότερες ρουκέτες και βομβιστικές επιθέσεις μέσα στο Ισραήλ. Και έτσι, η νέα αιγυπτιακή ηγεσία, και δη αυτή των Αδελφών Μουσουλμάνων δηλώνει έτοιμη να αντιμετωπίσει δυναμικά μια νέα οργισμένη Πλατεία Ταχρίρ, η οποία με το πρόσχημα της συγκέντρωσης εξουσιών στο πρόσωπο του νέου προέδρου, θα θελήσει να μεταβάλει τη θέση που εδώ και δεκαετίες τηρούσε η χώρα στο παγιωμένο πλέον περιφερειακό γίγνεσθαι.
Η λεγάμενη Αραβική Άνοιξη, όπως ενθουσιωδώς ονοματίστηκε από τη διεθνή αρθρογραφία, αλλά και τα υπερενθουσιώδη κοινωνικά δίκτυα, αποδεικνύεται ακόμη μια φορά πως τελικά ήταν μία απλή αλλαγή ηγεσίας. Ένας εύσχημος τρόπος πολιτειακής απενοχοποίησης του πολιτικού Ισλάμ, το οποίο ύστερα από δεκαετίες απαγορεύσεων και περιορισμών, έπρεπε με κάποιον τρόπο και αυτό να γευτεί τη χαρά της εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι περιφερειακές γεωπολιτικές ισορροπίες της σημερινής Μέσης Ανατολής επιβάλλουν πραγματιστικές επιλογές, τις οποίες τα νέα ισλαμικά καθεστώτα που αναρριχήθηκαν και θα συνεχίσουν να αναρριχώνται στις αραβικές χώρες στο άμεσο μέλλον, δεν θα έχουν την πολυτέλεια, ούτε τη δυνατότητα να αγνοήσουν.
Η Αίγυπτος, μια χώρα που έχει την τύχη αλλά και την ατυχία να κατέχει πολύ σημαντική γεωπολιτική και διπλωματική θέση —αλλά και σημαντικότατα κοιτάσματα φυσικού αερίου που ακόμη παραμένουν ανεκμετάλλευτα-, επέπρωτο να είναι ο «δοκιμαστικός σωλήνας» του νέου μοντέλου διακυβέρνησης που λίγο πολύ θα βλέπουμε να εφαρμόζεται στην νέα πολιτική παναραβική πραγματικότητα : σε μία νέα αραβική τάξη πραγμάτων - Σε μία Αραβική Άνοιξη που δεν ήρθε ποτέ.
Γαβριήλ Χαρίτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου