Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι αποτέλεσαν μία νόμιμη οργάνωση κατά την περίοδο 1928 — 1954, με την εξαίρεση της διετίας 1948 — 1950. Ιδρύθηκαν υπό τον Χασάν αλ Μπάνα, έναν νεαρό δάσκαλο αραβικής γλώσσας, στην Ισμαηλίγια το 1928.
 Η Ισμαηλίγια ήταν ουσιαστικά μια πόλη— δημιούργημα των Γάλλων που δραστηριοποιούνταν στην κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Έκτοτε το ευρωπαϊκό στοιχείο στην πόλη υπήρξε έντονο, ενώ προστέθηκαν σε αυτήν, μετά το 1882, Βρετανοί αξιωματικοί και στρατιώτες, που φρουρούσαν το Σουέζ, καθώς και μέλη των οικογενειών τους.
 Η στρατηγική θέση του λιμανιού για την λειτουργία της διώρυγας, η ζήτηση άφθονων εργατικών χεριών, καθώς και oι ανάγκες εξυπηρέτησης του αυξανόμενου αριθμού των ξένων, σταδιακά οδήγησαν στη δημιουργία ενός ντόπιου προλεταριάτου των φελάχων, που είχαν μεταναστεύσει από τα γύρω χωριά. 
Επομένως την εποχή που ο Χασάν αλ Μπάνα διορίστηκε στην Ισμαηλίγια η αντίθεση μεταξύ Ευρωπαίου και Άραβα ήταν ήδη καλά εδραιωμένη σε ένα ταξικό — κοινωνικό επίπεδο, ενώ εντός του πολιτικού λόγου των Αδελφών έμελλε να αποκτήσει και θρησκευτικό-πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αρχικά οι εκκλήσεις της οργάνωσης επικεντρώνονταν στο να περιοριστούν οι δραστηριότητες των χριστιανικών ιεραποστολών, να κλείσουν οι οίκοι ανοχής, να απαγορευθεί η πώληση αλκοόλ, η λειτουργία των κινηματογράφων καθώς και άλλα παρεμφερή αιτήματα, όχι υψηλής πολιτικής σημασίας, που σχετίζονταν κυρίως με τις δυτικές επιρροές στην αιγυπτιακή κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες. Γρήγορα όμως οι Αδελφοί άρχισαν να έχουν λόγο και για άλλα ζητήματα, κοινωνικά και εθνικά.
Χασάν αλ Μπάνα
Ο Μπάνα θωρείται πατέρας του ισλαμισμού, επειδή ακριβώς ανέπτυξε τόσο κατά την κατήχηση των νέων μελών, όσο και στα συνέδρια της οργάνωσης τη θεωρία του «‘πλήρους ισλάμ’», βάσει της οποίας το ισλάμ δεν είναι απλώς μια θρησκεία, αλλά ένα πλήρες σύστημα, το οποίο είναι σε θέση να ρυθμίσει όλα τα ζητήματα του δημόσιου βίου (εκπαίδευση, εξωτερική πολιτική, διακυβέρνηση, οικονομία κ.α.).
 Ο Μπάνα καλούσε, τόσο την κοινωνία όσο και τους κυβερνώντες να επιστρέφουν σε αυτό το "αληθινό ισλάμ", που υποτίθεται πως υπήρχε την εποχή του ισλαμικού μεγαλείου, όμως λησμονήθηκε με το πέρασμα των αιώνων με αποτέλεσμα την παρακμή της Ούμα. 
Μόνον έτσι θα πετυχαινόταν η πολυπόθητη μεταρρύθμιση. Η έννοια της μεταρρύθμισης επιβίωσε στη γλώσσα των Αδελφών Μουσουλμάνων μέχρι σήμερα, αποκτώντας, όμως, ένα πιο σαφές περιεχόμενο, αφού πλέον ταυτίζεται με το αίτημα της πολιτικής μεταρρύθμισης, η οποία βέβαια εντέχνως παρουσιάζεται ως υπόθεση ισλαμική!
 Από αυτό και το σύγχρονο σύνθημα των Αδελφών: αλ ισλάμ χούα αλ χάλ ( το Ισλάμ είναι η λύση). Ουσιαστικά ο Μπάνα με τη θεωρία του «πλήρους ισλάμ», ακόμη και αν φάνταζε αναχρονιστικός, εντούτοις απαντούσε σε μοντέρνα ζητήματα, που απασχολούσαν την κοινωνία του καιρού του. Η Αδελφότητα ενσάρκωνε το μέσο εκείνο για την υλοποίηση του προγράμματος αυτού. Όμως το ίδιο το γεγονός της δημιουργίας μιας τέτοιας οργάνωσης κατά το πέρασμα στη δεκαετία του 1930 ήταν ένα σημείο των καιρών. 
Ήταν ένα ακόμα προϊόν του εκσυγχρονισμού της πολιτικής ζωής σε μια τυπικά ανεξάρτητη κοινοβουλευτική μοναρχία, που συνέχιζε να βρίσκεται υπό την επιρροή των Βρετανών. Οι Αδελφοί ακόμη και αν δεν ήταν οι ίδιοι κόμμα, ουσιαστικά αλληλεπιδρούσαν, παράλληλα και με την αύξηση της δύναμής τους, με το πρώτο κόμμα των Αιγυπτίων, το Ουάφντ, με το Παλάτι και τα μεταγενέστερα φιλομοναρχικά κόμματα, καθώς και με τις παλαιότερες μη πολιτικές, ισλαμικές οργανώσεις, που ασχολούνταν με αγαθοεργίες.
 Παράλληλα, συμμετείχαν και αυτοί στο πολιτικό παιχνίδι της προπαγάνδας και της χειραγώγησης τμημάτων της κοινωνίας , είχαν συγκροτήσει τα δικά τους σωματεία μεταξύ των εργατών, που είχαν στο μεταξύ συσσωρευτεί στα μεγάλα αστικά κέντρα για τις παραγωγικές ανάγκες της υποστήριξης της πολεμικής προσπάθειας των Δυτικών Συμμάχων κατά τον β' παγκόσμιο πόλεμο, ενώ έλεγχαν και τα αντίστοιχα φοιτητικά σωματεία. 
Τέλος, και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, όπως και τα άλλα αστικά κόμματα της περιόδου, φαίνεται πως επηρεάστηκαν από τις πρακτικές των μεσοπολεμικών, φασιστικών κυβερνήσεων της Ευρώπης, αφού είχαν ιδρύσει τις δικές τους νεολαιίστικες οργανώσεις με τις παρελάσεις των μελών τους, μια ορισμένη ενδυμασία, τη χρήση λαβάρων κ.ά.
Το πρόγραμμα της ισλαμικής μεταρρύθμισης προαπαιτούσε τη λεγάμενη "ισλαμική δράση" μέσα στην οποία παρουσιάζονταν ως έννοιες αδιαχώριστες η μία από την άλλη, τόσο η πολιτική όσο και η κοινωνική δράση της Αδελφότητας.
 Υπό τις τότε ιστορικές συνθήκες η "ισλαμική δράση" περιλάμβανε βεβαίως τον αντιβρετανικό αγώνα. Η διεξαγωγή εράνων για τη χρηματοδότηση των Παλαιστινίων κατά την αντιβρετανική εξέγερση του 1936 — 1939, η συμμετοχή με σώμα εθελοντών στο πλευρό των αιγυπτιακών δυνάμεων κατά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο το 1948 και το αντάρτικο εναντίον των Βρετανών στο Σουέζ από τα τέλη του 1951 έως τις αρχές του 1952, όλα αυτά πρέπει να γίνονται αντιληπτά ως επεισόδια της ευρύτερης τάσης της πρώιμης αποαποικιοποίησης.
 Σήμερα, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, όντας στην παράνομη αντιπολίτευση, προσπάθησαν να καρπωθούν τα πολιτικά κέρδη των μαζικών διαδηλώσεων κατά του πολέμου στη Γάζα (τέλη 2008- αρχές 2009). Η συγκυρία υπήρξε κρίσιμη. Όχι τόσο η κινητοποίηση υπό το ισλάμ, αλλά ο αντιιμπεριαλισμός και η προώθηση της εθνικής υπόθεσης των Αράβων, επέτρεψαν στους Αδελφούς να εκμεταλλευτούν το αντισιωνιστικό μένος για να ασκήσουν άμεση κριτική στο φιλοαμερικανικό καθεστώς Μουμπάρακ, το οποίο παρουσιαζόταν ακόμη πιο αυταρχικό και αντιδημοκρατικό, επειδή ακριβώς υπονόμευε την υπόληψη της Αιγύπτου στον αραβικό κόσμο, αφού δεν άφηνε τους πολίτες να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στους "αδελφούς Παλαιστινίους".
Χασάν Αλ Χουντάιμπι

Η "ισλαμική δράση" αρθρώθηκε, βέβαια, και μέσω των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Η πρακτική αυτή φαίνεται, πως αρχικά επηρεάστηκε από τα μοντέλα κοινωνικού έργου των ξένων ιεραποστολών. Η εξάπλωση τέτοιου είδους ιδιωτικών υπηρεσιών πρόνοιας ακολουθούσε την εξάπλωση των παραρτημάτων της Αδελφότητας και δεν ήταν ανεξάρτητη από την ανάγκη της "ισλαμικής μεταρρύθμισης" από τα κάτω. 
Έτσι διατηρήθηκε στην κοινωνία η συσχέτιση μιας ιδιωτικής κλινικής, ενός ορφανοτροφείου ή ενός σχολείου με το τζαμί της γειτονιάς στα προάστια των πόλεων, τα οποία διόγκωσε η τρομακτική αστυφιλία. Οι υπηρεσίες αυτές λειτουργούν μέχρι σήμερα ως συμπληρώματα της ανεπαρκούς — σε πολλές περιπτώσεις — κρατικής πρόνοιας.
 Αυτό φαίνεται από το γεγονός, ότι αν και πολιτικά παράνομη, η Αδελφότητα, διατηρεί σήμερα τα δικά της κοινωφελή ιδρύματα, τα οποία είναι καταχωρημένα από τις αρχές. Βέβαια το να αποδίδονται όλα τα ιδιωτικά ισλαμικά ιδρύματα τέτοιου είδους στους Αδελφούς Μουσουλμάνους δεν μπορεί να εξακριβωθεί από τα διαθέσιμα στοιχεία.
 Βάσει στοιχείων του 1991, το 56,8% και το 44,3% των ιδιωτικών κοινωφελών ιδρυμάτων για τις πόλεις της Άνω Αιγύπτου, Μίνια και Ασιούτ, αντίστοιχα, είναι ισλαμικά, ενώ για το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια τα ποσοστά υπολογίζονται σε 21,8% και 33,3%, αντίστοιχα.
 Επιπλέον μένει να φανούν ποια θα είναι τα ενδεχόμενα εκλογικά οφέλη για την Αδελφότητα από τη λειτουργία των υπηρεσιών αυτών.
 Από συνεντεύξεις των ίδιων των Αδελφών το 2009 προκύπτει, ότι διαθέτουν 22 κλινικές σε όλη τη χώρα, καθώς και σχολεία σε κάθε επαρχία, ενώ από τα περίπου 5.000 καταχωρημένα, μη κυβερνητικά, κοινωφελή ιδρύματα το 20% ελέγχεται από αυτούς. Όπως ανέφεραν, ενώ τα έξοδα για τη γέννηση ενός παιδιού σε μια οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική κλινική υπολογίζονται στα 875 δολάρια στις δικές τους χρειάζονται μόλις 175.
Η Αδελφότητα βίωσε την μεγάλη ρήξη που επέφερε στο παραδοσιακό σύστημα εξουσίας η επανάσταση των Ελεύθερων Αξιωματικών το 1952. Το σύστημα από τότε μέχρι και σήμερα παραμένει μονοπολικό, με τον στρατό να διαθέτει τα ηνία ως θεματοφύλακας— φρουρός μιας επαναστατικής νομιμότητας. Η Αδελφότητα, ενώ αρχικά εξαιρέθηκε από την απαγόρευση όλων των πολιτικών κομμάτων του 1953, στη συνέχεια καταργήθηκε και πολλά μέλη της συνελήφθησαν μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονιας εναντίον του τότε προέδρου Τζαμάλ Αμπντέλ Νάσερ το 1954, το παρασκήνιο της οποίας παραμένει ομιχλώδες. 
 Ακολούθησαν τα «πέτρινα χρόνια» των φυλακών, μέχρι την αποφυλάκιση της παλιάς φρουράς από το καθεστώς Σαντάτ κατά τη δεκαετία 1970. Η Αδελφότητα χωρίς να νομιμοποιηθεί εκ νέου, προσπάθησε να συνεχίσει το παραδοσιακό της έργο, που συγκυριακά έχαιρε της καθεστωτικής αρωγής, λόγω του ειδικού ενδιαφέροντος που υπήρχε να χρησιμοποιηθεί ως αντίβαρο στις αριστερές και νασερικές δυνάμεις που έλεγχαν τα πανεπιστήμια.
 Και βέβαια τα αιγυπτιακά πανεπιστήμια της δεκαετίας 1970 ως χώροι συγκέντρωσης ανθρώπων και ακολούθως πολιτικής δραστηριότητας διέφεραν από τα αντίστοιχα του 1940, λόγω της μαζικότερης εισδοχής φοιτητών, μετά την εκπαιδευτική επανάσταση του Αραβικού Σοσιαλισμού. Παράλληλα όμως είχε αλλάξει και το ίδιο το «ισλαμικό κίνημα», αφού οι αποδιοργανωμένοι Αδελφοί Μουσουλμάνοι είχαν χάσει το μονοπώλιο στην χειραγώγηση των πολιτικά ενεργών μουσουλμάνων. Μια νέα γενιά ισλαμιστών, που είχε εκπαιδευθεί και ανδρωθεί κατά τη διάρκεια του νασερικού καθεστώτος εμφανίστηκε στο προσκήνιο και δρούσε ανεξέλεγκτα από την Αδελφότητα. Ωστόσο η γενιά αυτή οργανώθηκε σε μικρές ομάδες, ασύνδετες μεταξύ τους κι επιρρεπείς στην ένοπλη βία και δεν κατόρθωσε ποτέ να συγκροτήσει κάποιο αντίπαλο δέος για τους Αδελφούς. 
Οι ακραίοι αυτοί, που «σκοτώνουν τους συμπατριώτες τους χριστιανούς» και σχετίζονται από τη δεκαετία 1990 και έπειτα με τα δίκτυα της «διεθνούς τρομοκρατίας» ασχέτως του κατά πόσο αποτελούν μια πραγματική απειλή ή όχι, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δυνητικά από τη σημερινή Αδελφότητα για να διασκεδαστούν οι φοβίες της Δύσης και να εκβιαστεί η συναίνεσή της σε μια ισλαμική κυβέρνηση — φραγμό για τα «επικίνδυνα στοιχεία», κατά τον ίδιο τρόπο, που ο Χόσνι Μουμπάρακ χρησιμοποίησε και συνεχίζει να χρησιμοποιεί το φόβητρο των Αδελφών.

Παναγιώτης Κουργιώτης
Υποψ. δοκτορα Πολιτικών Επιστημών 
Αθήνα




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah