εισηγητής: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
Το φθινόπωρο του 1972 και 1973 ήρθε μια ομάδα Γερμανών επιστημόνων στην Ελλάδα με σκοπό να ερευνήσει τη μουσική ζωή των Ποντίων. Συμπεράσματα και πορίσματα της έρευνας αυτής αποτέλεσαν την επιστημονική βάση μιας δημοσίευσης που έκανε αργότερα ο υφηγητής του πανεπιστημίου του Μπόχουμ δρ. Κρίστιαν Άαρενς, ο οποίος, μάλιστα, ήταν και ο διευθυντής της ερευνητικής αποστολής. Το 1981 δημοσίευσε ο δρ. Ααρενς τα συμπεράσματά του στα περιοδικό «ΗΕLLΕΝΙΚΑ».
Και ενώ ο δρ. Ααρενς διαπιστώνει μια αναμφισβήτητη ταυτότητα ανάμεσα σε μερικά μουσικά όργανα των Ποντίων με όργανα των αρχαίων Ελλήνων, διερωτάται όμως, πως είναι δυνατόν, ώστε οι περισσότεροι μη Πόντιοι Έλληνες να έχουν σχεδόν τέλεια άγνοια πάνω στη μουσική, αλλά δυστυχώς και στον πολιτισμό και στην ιστορία των Ποντίων.
Επίσης, διερωτάται ο δρ. Άαρενς, γιατί οι ξένοι να μη γνωρίζουν την μουσική, αλλά και τους χορούς και τα τραγούδια των Ποντίων, και καταλήγει ο ίδιος, ότι αυτό οφείλεται, οπωσδήποτε στην κακή «διαφημιστική» πολιτική των ιδίων των Ποντίων, όπου οι ανίδεοι και ακατάλληλοι ανέλαβαν να διαδώσουν την ποντιακή κουλτούρα και τον ποντιακό πολιτισμό. Φυσικά «ανίδεοι» εδώ είναι ο απλός λαός, που αγαπά και ζει τον πολιτισμό του, όπως ο ίδιος τον αισθάνεται και τον καταλαβαίνει. Επίκεντρο της έρευνας του ‘72 και του ‘73 ήταν, σύμφωνα με τον Άαρενς, η επιστημονική εμβάθυνση, στην έρευνα των μουσικών οργάνων, των τραγουδιών - χορών. Η έρευνα αυτή, όμως, τεκμηριώθηκε από ιστορικά, εθνολογικά εμπειρικά στοιχεία, που αποτέλεσαν τον σκελετό της επιστημονικής υποδομής.
ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Η μουσική ζωή των Ποντίων στις κωμοπόλεις και τα χωριά, θα έλεγε κανείς, είναι ακόμη ζωντανή και όχι παραμελημένη. Έτσι, δεν είναι ούτε καν αναγκαία η ίδρυση συλλόγων και σωματείων, αφού το ποντιακό γλέντι και οι ποντιακοί χοροί είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο αυθόρμητης διοργάνωσης, στο σπίτι, στο καφενείο ή κι αλλού. Ειδικά, μάλιστα, στα ποντιακά καφενεία, εστιατόρια και μπαρ, η πραγματοποίηση ενός χορού. τραγουδιού ή γλεντιού είναι θέμα αυθόρμητης εκδήλωσης της πελατείας. Συνηθισμένα μουσικά όργανα των Ποντίων, που συναντάμε κυρίως στα χωριά, αλλά και σε μικρές πόλεις, είναι:
α) Ο ζουρνάς και το νταούλι ή, πολλές φορές, το κλαρίνο και το νταούλι. Ιδιαίτερα, όμως, στα πανηγύρια, λέει ο Άαρενς, μπορούμε να συναντήσουμε το γκρουπ, δηλαδή, κλαρίνο, βιολί και νταούλι.
Πολλές φορές, πάλι, αντί για νταούλι έχουμε το ντραμς και αντί για βιολί ακορντεόν.
β) Η λύρα, το τρίχορδο αυτό μουσικό όργανο, τονίζει ο Άαρενς, είναι το κυρίως μουσικό όργανο, για όσους ενδιαφέρονται για τη σωστή παραδοσιακή μουσική, ενώ, τουναντίον, το τουλούμ, το όργανο αυτό στις βαλκανικές χώρες αποκαλείται γκάιντα, ενώ στα Δωδεκάνησα υπάρχει παρόμοιο όργανο με το όνομα ασκομαντούρα, έχει σχεδόν εξαφανιστεί από την μουσική ζωή των Ποντίων.
Φυσικά, απ’ όλους τους οργανοπαίχτες, την πρώτη θέση την παίρνει ο λυράρης, του οποίου η θέση στην κοινωνία είναι αξιοσέβαστη, αλλά και οικονομικά κάπως κατοχυρωμένη.
Οι πιο γνωστοί επαγγελματίες μουσικάντηδες, τα αστέρια της ποντιακής μουσικής, τονίζει στη συνέχεια ο δρ. Ααρενς, είναι ο Κωστίκας και ο Γώγος, και οι δύο λυράρηδες, των οποίων η μουσική ικανότητα και μαεστρία όχι μόνον ασυναγώνιστη είναι, αλλά και ομολογουμένα απ’ όλους τους άλλους λυράρηδες αναγνωρισμένη. Φυσικά, λέει παρακάτω ο ‘Ααρενς, η Μακεδονία είναι γεμάτη από νέους λυράρηδες, που το ίδιο τέλεια παίζουν, όπως και οι δυο προαναφερόμενοι μεγιστάνες της ποντιακής λύρας.
Είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός της δεξιοτεχνίας των Ποντίων μουσικών, σε σύγκριση με τους άλλους Έλληνες μουσικούς, φυσικά όχι επαγγελματίες. Επίσης, πρέπει να ξέρουμε, συνεχίζει ο δρ. Άαρενς, ότι οι Πόντιοι αγαπούν την ενόργανη μουσική περισσότερο απ’ ότι την μουσική με τραγούδι ή μόνο τραγούδι. Η μαθηματική αναλογία είναι, λέει αυτός, 2 προς 1.
Στην ερώτησή μας, συνεχίζει ο δρ. Άαρενς, από πού έμαθαν οι μουσικοί να παίζουν τα διάφορα όργανα, απάντησαν γύρω στα 400 στα εκατό, ότι είναι «αυτοδίδακτοι». Άλλοι, πάλι, αναφέρουν τον πατέρα ή άλλον συγγενή σαν τον δάσκαλό τους. Δυστυχώς, τονίζει στη συνέχεια ο Άαρενς, ανάμεσα στους οργανοπαίχτες δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου γυναίκες. Και ενώ οι γυναίκες, στις διάφορες εκδηλώσεις, ιδιαίτερα γάμους και πανηγύρια, γνωρίζουν απ’ έξω όλο το ρεπερτόριο, όμως, όλως παραδόξως δεν παίζουν όργανα. Ίσως αυτό να οφείλεται, τονίζει ο ίδιος, στο ότι η γυναίκα δεν είναι ακόμη εντελώς χειραφετημένη.
Στη συνέχεια Ο Άαρενς περιγράφει την ποντιακή λύρα συγκρίνοντάς την με την θρακική και δωδεκανησιακή λύρα και διαπιστώνει, πως αυτή είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε να είναι δυνατή η διφωνική μελοποίηση.
Μια άλλη διαπίστωση που κάνει ο Άαρενς είναι ότι υπάρχει μεγάλη ποικιλία - ρεπερτορίων, και τούτο έχει σχέση και με τον τόπο προέλευσης των προσφύγων Ποντίων, αλλά και με τον λυράρη ή το γκρουπ της ορχήστρας. Έτσι, τα τραγούδια και οι χοροί που προέρχονται από Πόντιους του Καρς ή και της Ρωσίας γενικά, φανερώνουν μια κάποια επίδραση του ρωσικού τραγουδιού ή χορού. Σε γενικές γραμμές, όμως, συνεχίζει ο δρ. Άαρενς, επικρατεί μια αλληλουχία επίδρασης ανάμεσα στους χορούς και τα τραγούδια
των Ποντίων, και έτσι χαρακτηρίζονται τα διάφορα ρεπερτόρια, των διαφόρων μουσικών σαν ομοιογενή και ομόηχα.
Ανάμεσα στην ποντιακή και την ελλαδική (ντόπια) μουσική δεν υπάρχει ουδεμία αλληλοεπίδραση. Πολλές φορές, όμως, διαπιστώνουμε, λέει ο Άαρενς, η ποντιακή μουσική να συνοδεύεται και από μουσικά όργανα, όπως το μπουζούκι, που δεν έχουν καθόλου σχέση με την ποντιακή μουσική και πραγματικότητα. Αυτό το γεγονός, τονίζει αυτός, είναι φαινόμενο μιας πραγματικής αναγκαιότητας δηλαδή η προσπάθεια κάλυψης μουσικού προγράμματος με μικτό χορευτικό και διασκεδαστικό κοινό.
Αλλά και το βιολί, τονίζει ο Άαρενς, αντικαθιστά πολλές φορές τη λύρα, όπου ο «βιολάρης» αναπροσαρμόσθηκε στην μουσική τεχνική της λύρας. Άλλες φορές, πάλι, το βιολί χρησιμοποιείται σαν βιολί, όπως και εδώ σ’ εμάς. Το μόνο μουσικό όργανο, που δεν μπορεί να αντικατασταθεί με κανένα άλλο, είναι το τουλούμ, του οποίου η μουσική εξαφανίζεται σιγά - σιγά, όπως και το ίδιο το όργανο.
2. Τα τραγούδια
2.1. Τα χορευτικά τραγούδια
Τα τραγούδια αυτού του είδους είναι έτσι φτιαγμένα, ώστε κανείς να μπορεί και να χορεύει μ’ αυτά, αλλά και απλώς να τα τραγουδάει μόνο. Τα τραγούδια αυτά παρουσιάζουν τα εξής χαρακτηριστικά:
α) Κατά κανόνα μικρά, με συμμετρική μορφή της στροφής:
Α α συν β Α α
Β α συν β Β β συν β
β) Απλή μελωδία με κεντρικό μέλος,
γ) Σχετικά περιορισμένη μελωδική εναλλαγή,
δ) Αυστηρή εφαρμογή καθορισμένου (ποιητικού) μέτρου.
Τα τραγούδια της παραπάνω κατηγορίας είναι κυρίως χορευτικά τραγούδια και αποτελούν το 60 στα εκατό του ποντιακού ρεπερτορίου.
Τα χορευτικά τραγούδια, τονίζει ο δρ. Άαρενς, είναι ομοιογενή τραγούδια και έχουν ένα προκαθορισμένο καλούπι, ό,τι αφορά στη μελωδία, στο ρυθμό ή και στο μέτρο. Έτσι, συνεχίζει αυτός, ο οργανοπαίχτης έχει μια σχετική ελευθερία, κατά τη διάρκεια της δημιουργικής του φάσης, ώστε να προκληθεί, οπωσδήποτε, η εντύπωση, ότι το τραγούδι ή ο μουσικός σκοπός, που παίζει ή τραγουδά αυτός, ανήκει, σίγουρα, στο γνήσιο σκοπό ή τραγούδι. Φυσικά, η οποιαδήποτε εναλλαγή στο ρυθμό, στη μελωδία ή και στο μέτρο, θα μπορούσε να έχει σχέση με την προσωπική ικανότητα του εκάστοτε οργανοπαίχτη και με το ταλέντο του.
2.2. Τα «παρλάντο» - τραγούδια (πεζά τραγούδια)
Τα παρλάντο τραγούδια δε συνοδεύονται, κατά κανόνα, από μουσικά όργανα. Στην ομάδα αυτή είναι η τούρκικη επιρροή όχι μόνο οφθαλμοφανής, παρά και μεγάλη, λέει ο δρ. Άαρενς. Επίσης, παρουσιάζουν αυτά και ομοιότητα με τα τούρκικα «Uzun Hava», τονίζει ο ίδιος.
Τα χαρακτηριστικά αυτών των τραγουδιών είναι:
α) Περίπλοκες και συνήθως ασυμμετρικές στροφές,
β) σχετικά μεγάλη μελωδική εναλλαγή,
γ) μεγάλοι μουσικοί μονόλογοι, με εναρμονισμένα φινάλε,
δ) πολλές εκτελέσεις (τραγούδια) δεν μπορούν να τοποθετηθούν σε μετρικά καλούπια και σχήματα, και
ε) εναλλαγή στην παρατεταμένη φωνή, με αποτέλεσμα τον ρυθμικό περιορισμό και τη δημιουργία αντίθεσης σε μέρη του τραγουδιού.
Τα ποντιακά παρλάντο τραγούδια παρουσιάζουν χαρακτηριστικά στοιχεία, που λείπουν από τα άλλα τραγούδια:
1. Ενώ η μουσική και το τραγούδι, γενικά, στηρίζεται πάνω στο καλούπι του μέτρου, τουναντίον, τονίζει ο Ααρενς, το παρλάντο τραγούδι είναι ασταθές. Έτσι, βλέπουμε, λέει αυτός, μια κάποια αλληλουχία εναλλαγής συμμετρίας και ασυμμετρίας, καθώς επίσης και αρμονίας και δυσαρμονίας. Περίπου τα μισά από τα παρλάντο τραγούδια δεν έχουν καμιά μουσικοεπιστημονική βάση, ό,τι αφορά στο μέτρο, και έτσι φανερώνουν ξεκάθαρα, συνεχίζει παρακάτω ο δρ. Άαρενς, τη σχέση τους με τα τούρκικα «Uzun Hava».
2. Η διαμόρφωση των στροφών είναι, σε γενικές γραμμές, εντελώς διαφορετική από εκείνη των χορευτικών τραγουδιών. Και ενώ παρουσιάζει η στροφή, στα άλλα τραγούδια, μια αυτοτελή ολότητα, ή μια ολότητα από δύο μέρη, η δομή της στροφής στα παρλάντο τραγούδια είναι κατατεμαχισμένη. Αυτό, πάλι, δημιουργεί μια κάποια εσωτερική ελευθερία στο τραγούδι, με αποτέλεσμα, συνεχίζει ο Άαρενς, να έχουμε, πολλές φορές, διάφορες φάσεις στην παρατεταμένη φωνή, και πολλά εσωτερικά φινάλε.
Όμως, συνεχίζει αυτός, παρόλα αυτά, υπάρχει η Κεντρική μελωδική γραμμή, που συνενώνει όλα τα μέρη του τραγουδιού, φανερώνοντας την εσωτερική λογική τους αλληλουχία.
3. Από καμιά φορά, πάλι, είναι δυνατόν, τονίζει ο δρ. Άαρενς, το παρλάντο τραγούδι να συνοδεύεται από λύρα. Έτσι επιτυχαίνεται η διφωνία, πράγμα που είναι αναγκαίο, διότι είναι αδύνατο, τονίζει αυτός, Το παρλάντο τραγούδι στην πλειοψηφία του να είναι μια μονωδία, όπως του είπε ένας ηλικιωμένος Πόντιος, που γεννήθηκε στον Πόντο, και που γνώριζε ακόμη την έμπρακτη πραγματικότητα και τις συνήθειες της μουσικής ζωής των Ποντίων.
Τα τουρκικής προελεύσεως τραγούδια αυτής της ομάδας, συνεχίζει ο δρ. Ααρενς, τα τραγουδούσαν οι Πόντιοι, κατά τη διάρκεια της επιστημονικής του έρευνας, στα τούρκικα. Επίσης, λέει αυτός παρακάτω, και πολλά «επιτραπέζια τραγούδια» ή και ο «μακρύς σκοπός» είναι τούρκικα, όπως τόνισαν οι ίδιοι οι Πόντιοι, αδιάφορο κι αν έχουν αυτά ελληνικό κείμενο. Αυτές τις μαρτυρίες των ιδίων Ποντίων μουσικών, τονίζει ο δρ. Ααρενς πρέπει να τις λάβουμε στα σοβαρά υπόψη μας, διότι οι Πόντιοι ήταν σε θέση να γνωρίζουν την προέλευση κάθε τραγουδιού και μάλιστα να διαπιστώνουν την τυχόν μη ποντιακή τους ρίζα. Άλλα τραγούδια, πάλι, τα αποκαλούσαν αυτοί «γνήσια ποντιακά», εξ αιτίας της ιδιάζουσας τυπολογίας τους.
Επιστημονικά, όμως, συνεχίζει ο δρ. Άαρενς, δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε αυτή την άποψη, ότι δηλαδή τα τραγούδια που προαναφέραμε είναι τουρκικής προέλευσης. Πιο σίγουρο είναι μάλλον, ότι τα τραγούδια αυτά μια προγενέστερη προέλευση και προέρχονται από αρχαιότερους πολιτισμούς, όμως αυτό το γεγονός εξαφανίστηκε από τη μνήμη των Ποντίων με την πάροδο των αιώνων, και στη θέση του παρέμεινε η πρόσφατη τουρκική επίδραση.
Την ικανότητα ενός οργανοπαίχτη την κρίνουν και την αξιολογούν οι Πόντιοι, λέει ο Άαρενς, ανάλογα με ποιο ταλέντο και ποια μαεστρία θα παίξει αυτός κυρίως σέρρα ή κότσαρι. Για δε τους τραγουδιστές ισχύει, πόσο καλά θα αποδώσουν αυτοί ένα ομάλ ή ένα τικ παρά ένα επιτραπέζιο σκοπό ή έναν μακρύ σκοπό. Αυτό, όμως, συνεχίζει αυτός, δε σημαίνει, ότι τα τραγούδια αυτά δεν χαίρουν εκτίμησης και συμπάθειας. Όχι. Παίζονται συχνά και αγαπιούνται.
3. Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Χαρακτηριστικά αυτής της μουσικής είναι, ότι ανήκει στη χορευτική μουσική, έχει ιδιάζουσα μορφή στην μουσικοοργανική της εκτέλεση, όπου επικρατεί μια εναρμονισμένη αλληλουχία ανάμεσα στην ενόργανη μουσική και το τραγούδι. Ας δούμε παρακάτω την τυπολογία αυτής της μουσικής, όπως την χαρακτήρισε ο δρ. Άαρενς:
α) Τα μουσικά κομμάτια αυτά αποτελούνται από διάφορες μικρές μελωδίες, με ενωτικό σκελετό, που στην ουσία δεν αποτελούν μια προδιεγραμμένη επακολουθία, παρά επιτρέπουν την κατά βούληση και επιθυμία εναλλαγή στη σειρά εκτέλεσης και παρουσίασης,
β) το μελωδικό στοιχείο υποτάσσεται, αξιολογικά, στη ρυθμική δυναμική και ταχύτητα εκτέλεσης,
γ) μικρή μελωδική εναλλαγή, πολλές φορές μάλιστα εντελώς περιορισμένη, και
δ) εξ αιτίας του γρήγορου ρυθμού είναι αδύνατη η πιστή εφαρμογή του μέτρου.
Είναι το κάτι άλλο, τονίζει ο δρ. Ααρενς, να παρακολουθεί κανείς τους Πόντιους «λυράρηδες» ή «τουλουμτσήδες» πώς παίζουν και πώς ανταλλάσσουν με τους χορευτές, αλλά και με τους θαμώνες, λόγια, ή πως παροτρύνουν τους άλλους μουσικούς συμπαίχτες τους. Θα ήταν σφάλμα, α κάποιος προσπαθούσε να εξηγήσει τον παραπάνω τρόπο των μουσικών σαν παθητική συμμετοχή του οργανοπαίχτη, στην δημιουργική παρουσίαση του χορού. Εδώ, θα έλεγα, τονίζει ο Άαρενς, συμβαίνει μάλλον εντελώς το αντίθετο, όπου η συμμετοχή του μουσικού όχι μόνον δημιουργική είναι, παρά, και αυτό έχει μεγάλη σημασία για την προέλευση της ποντιακής μουσικής, και εκστατική. Και αν λάβουμε υπόψη το γεγονός, συνεχίζει ο Άαρενς, ότι η ποντιακή γλώσσα είναι γεμάτη από «αρχαϊσμούς», τότε οπωσδήποτε είναι οφθαλμοφανής και η συγγένεια των ποντιακών χορών με τους αρχαίους χορούς των Ελλήνων, και ιδιαίτερα μάλιστα με εκείνους τους χορούς που ήταν γεμάτοι «οργασμό» και παράγονταν, μουσικά με τους αρχαίους «αυλούς». Εδώ, συνεχίζει αυτός, μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας και το «διάτονον ομαλόν» του Πτολεμαίου, που ταιριάζει με την μουσική σκάλα του ποντιακού τουλούμ. Με άλλα λόγια, ο αρχαίος αυλός και το ποντιακό τουλούμ έχουν το ίδιο σύστημα μουσικής παραγωγής.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο και γενικά απ’ όλους αναγνωρισμένο, ότι οι ποντιακοί χοροί, εξ αιτίας της δυναμικότητάς τους και του γρήγορού τους ρυθμού, συναρπάζουν τον χορευτή, ο οποίος πολλές φορές λες και βρίσκεται σε έκσταση, τρεμουλιάζει και κινεί το σώμα του, σαν ρυθμική αντανάκλαση της μουσικής. Έτσι οι ποντιακοί χοροί έγιναν και για τους μη Πόντιους αξιοπρόσεκτοι, και χορεύονται από πολλούς επίσης με μεγάλη μαεστρία και με σχετικές σωματικές φιγούρες.
Στον ρυθμικό αυτό οργασμό των ποντιακών χορών, συνεχίζει ο δρ. Ααρενς, είναι οπωσδήποτε κρυμμένες και οι ρίζες προέλευσης των Ποντίων, των οποίων οι πρόγονοι, οι Ίωνες, τις ίδιες χορευτικές ικανότητες είχαν, πως κι αυτοί.
4. ΟΙ ΧΟΡΟΙ
Η αναλογία των μουσικών κομματιών, όπου δεν τραγουδιούνται είναι γύρω στα 25 στα εκατό. Έτσι στους χορούς κότς, κότσαρι, σέρρα και σερενίτσα έχουμε, μόνο μουσική και χορό, λέει ο δρ. Άαρενς, πράγμα που φανερώνει την ιδιαιτερότητα του Πόντιου, αναφορικά με την ενόργανη μουσική. Επίσης, συνεχίζει αυτός, υπάρχουν και μουσικά κομμάτια, όπου κανείς τραγουδάει. Στην ερώτησή μας, όμως, αν θα μπορούσε κανείς να χορεύει, χωρίς τον τραγουδιστή ή εξίσου χωρίς τον οργανοπαίχτη, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη, χωρίς τον τραγουδιστή, συνεχίζει ο δρ. Ααρενς. Έτσι, για μια ακόμη φορά, λέει ο Άαρενς, βλέπουμε τη διαφορά ανάμεσα στο μουσικό συναίσθημα των Ποντίων και των Τούρκων, αλλά και των Ποντίων και των υπόλοιπων Ελλήνων.
Είναι καταφάνερο, λέει ο δρ. Άαρενς στη συνέχεια, ότι ο Πόντιος έχει ανεπτυγμένο σε μεγάλο βαθμό το μουσικό συναίσθημα, και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται, στη μουσική του επικοινωνία, τον λόγο, σαν επιπρόσθετο μέσο μουσικής κατανόησης.
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η εργασία του δρ. Άαρενς, «Ο μουσικός πολιτισμός των Ελλήνων του Πόντου», θα μπορούσε, ίσως, να μας προβληματίσει, και ταυτόχρονα, να προκαλέσει το ενδιαφέρον μας να διαπιστώσουμε, εάν, πράγματι, είναι αναγκαία η έρευνα και διάδοση της ποντιακής ιστορίας και του ποντιακού πολιτισμού.
Και εάν η απάντηση, όπως νομίζω εγώ, είναι θετική, τότε δε μας μένει τίποτε άλλο παρά να ριχτούμε στη διάδοση της ιστορίας και του πολιτισμού των Ποντίων, ξεσκαλίζοντας και ερευνώντας κάθε αρχείο σε κάθε γωνιά της ανθρωπότητας, για να συμπληρώσουμε εκείνα τα στοιχεία της επιστημονικής έρευνας, που είναι αναγκαία για μια ιστορική, εθνοφυλετική και εθνικοελληνική τεκμηρίωση της προέλευσής μας.
Συζήτηση πάνω στην εισήγηση του κ. Θ. ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΙΔΗ
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ: Θα πρέπει να συγχαρώ τον ομιλητή, που παρουσίασε μια εκτεταμένη έρευνα. Θα έλεγα όμως, ότι σε κάποια σημεία της ομιλίας του έκανε αναφορά στο περιθώριο και μου δίνει την ευκαιρία να κάνω τη διαπίστωσή μου. Είπε ότι στις κωμοπόλεις και τα μικρά χωριά χρειάζεται χορευτικό συγκρότημα, γιατί εκεί οι χοροί είναι αυθεντικοί κλπ. Οπωσδήποτε αυτό είναι αλήθεια. Έτσι, όμως, ενθάρρυνε κάποιο εφησυχασμό, που έχουμε όλοι μας. Νομίζουμε, δηλαδή, ότι ένα χορευτικό συγκρότημα έχει μόνον θετική προσφορά. Εγώ έχω διαφορετική γνώμη. Πιστεύω ότι πολλά χορευτικά συγκροτήματα, επειδή δεν έχουν οικονομική ευχέρεια, υποχρεώνονται να πάρουν κάποιον αυτοαποκαλούμενο χοροδιδάσκαλο, ο οποίος δεν είναι ικανός να φτιάξει ένα συγκρότημα που θα χόρευε όπως οι παρέες στα χωριά. Έτσι, αντί για καλό, γίνεται ζημιά.
ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Νομίζω ότι το ίδιο πράγμα είπα και εγώ. Και τις ίδιες διαπιστώσεις κάνει κι ο δόκτορας Ααρενς. Δηλαδή ο Πόντιος δεν χρειάζεται το καλούπι του συλλόγου. Δεν είπα χορευτικό, για να δείξω τον αυθορμητισμό του απέναντι στο χορό, στην ποντιακή, ας πούμε εκδήλωση. Αυτό είναι κάτι θετικό για μας. Για τους συλλόγους στα χωριά είναι διαπίστωση του Ααρενς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Νομίζω ότι ο εισηγητής έδωσε την απάντηση. Βέβαια ο κ. Αγαθαγγελίδης δεν αναφέρθηκε σ’ αυτό. Τα άλλα είναι θέματα με τα οποία δεν ασχολείται.
ΤΑΣΟΥΔΑ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΟΥ: Επειδή έτυχε τόσο το 1972 όσο και το 1973 που ήρθε ο Ααρενς και στην Καβάλα και τον ανέλαβα εγώ και κάναμε αυτή τη δουλειά που λέτε μαζί, γι’ αυτό σας μιλώ πληροφοριακά. Όταν ήρθε ήταν 28 χρόνων, νεότατος. Τον ρώτησα πώς το αποφάσισε να ασχοληθεί με την ποντιακή μουσική. Μου είπε ότι στο Δ. Βερολίνο, στο πανεπιστήμιο όπου σπούδαζε, ο καθηγητής του μελετούσε τη μουσική της Ανατολής και ότι ο ίδιος σκέφτηκε την ποντιακή μουσική. Τον πήρα και πήγαμε πάνω στο κάστρο της Καβάλας, όπου κατέγραψε τους χορούς. Στη συνέχεια πήγαμε στα χωριά της Καβάλας και ο δρ Ααρενς έμαθε τικ, ομάλ και κότσαρι, καθώς και μερικές ποντιακές λέξεις. Έφυγε κατενθουσιασμένος. Την άλλη χρονιά ήρθε με τη γυναίκα του. Εκείνη φωτογράφιζε τα πάντα και εκείνος κατέγραφε.
Στη Γαράσαρη από όπου ήρθαν οι γονείς μου μιλούσαν τουρκικά έξω από το σπίτι τους, γιατί είχαν πολλές σχέσεις με τους Τούρκους. Γι’ αυτό εξεπλάγην όταν μου είπε ο δρ Ααρενς αυτά για τα τουρκικά. Πήγαμε επάνω στην Τάροβα, στον Κεχρόκαμπο, όπου ζουν Κυρίως Γαρασαρώτες, οι οποίοι μιλάνε τούρκικα και τα τραγούδια τους, ας το πω, είναι μεταγλωττισμένα. Δηλαδή η δουλειά που έκανε ήταν καταπληκτική. Πήγαμε ακόμη στη Θέρμη, παρακολουθήσαμε εκδηλώσεις στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης. Όλα τα κατέγραφε και τα έκανε μετά διδακτορική διατριβή. Στο μουσείο Ντάλεμ στο Δ. Βερολίνο, μπαίνοντας στην είσοδο, υπάρχουν κασέτες από διάφορες περιοχές και ανάμεσά τους και ποντιακές. Τις βάλαμε εκεί, μέσα στο μουσείο, και χορεύαμε.
ΤΣΟΥΚΟΥΝΟΓΛΟΥ: Είμαι από τους Σιταγρούς Δράμας. Ο καθηγητής Ααρενς λέει ότι το τουλούμ είναι σαν όργανο αναντικατάστατο. Κάθε όργανο πιστεύω, είναι αναντικατάστατο. Το βιολί ή το μπουζούκι, ή και άλλο όργανο. Τον ήχο, όμως, που βγάζει το τουλούμ ορισμένοι λυράρηδες τον αποδίδουν με τη λύρα πολύ τέλεια. Θα σας αναφέρω στην ποντιακή διάλεκτο ένα περιστατικό που συνέβη πριν από δέκα χρόνια περίπου στην Καλλίφυτο Δράμας με τον Κωστίκα Τσακαλίδη, τον οποίο αναφέρει και ο δρ Ααρενς. Ο Κωστίκας, λοιπόν, που έτον καλός λυριτσής εποίνεν μουχαμέτε. Έξερεν ότι ο Τούτογλης ο τουλουμτζής κάπως κι εθέλνεν ατόν. Όταν επέθανεν εκείνος, ο Κωστίκας εθέλεσεν άμον να κουρδίζ’ την γραίαν τη Τούτογλη. Έπεν κάμποσα, επήεν με την παρέαν ατ’ οξωκά σο σπίν’ ατς και παίζ’ με την κεμεντζέν το τουλούμ. Εποίκεν αέτς έμορφα την γαετέν τη τουλουμί. Η γραία εγνέφσεν. Μω τη μάνα σ’, λέει. Εχορτλάεψεν ο Τούτογλης! Εσκώθεν η γραία και εξέβεν οξωκά. Εσκεπάεν έναν σαλ, κρύος πα έτονε κάπως. Μω σας, παιδία, ντο παίγνεμαν εν ατό; Ποίος το τουλούμ; Ο Κωστίκας εν οπίσ’ ας ση βαλατάν, οπίσ’ σην πόρταν, την εξώπορταν τ’ οσπιτί. Παίζ’ την κεμεντζέν ατ. Κι ελέπ’ ατον η γραία. Ντο έντονε, χορτλάεψεν ο Τούτογλης; Γιοκ, ο Κωστίκας εν, θεία. Εγκαλιάστε τον Κωστίκαν, εφίλησεν ατον. Είπεν: Ρίζα μ’ εδέκες με δέκα χρόνια ζωήν, γιαβρούμ. Εθάρρεσα έκουα τον άντρα μ’ τον σχωρεμένον! Το συμπέρασμά μου είναι ότι ο Κωστίκας Τσακαλίδης ειδικά, αλλά και πολλοί καλλιτέχνες μιμούνται καταπληκτικά το τουλούμ.
Σ. ΜΑΥΡΙΔΗΣ: Θα ήθελα να πλουτίσω λίγο τις γνώσεις μας με ορισμένα στοιχεία, τα οποία ίσως διαφεύγουν και συχνά δεν αναφέρονται όσον αφορά την προέλευση και της μουσικής και των χωρών μας, την ιστορική και κοινωνική τους προέλευση. Η διάλεκτός μας, οι χοροί μας και η μουσική μας, καθώς και η ταυτότητά μας, άρχισαν να δημιουργούνται με από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τη δημιουργία των κρατιδίων. Αυτά θα πρέπει να τα έχουμε υπόψη μας, γιατί έτσι δηλαδή διπλασιάστηκαν.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Οι ποντιακοί χοροί είναι ζωηροί, πολεμικοί και αμυντικοί, ερωτικοί ελάχιστα, αν και βρισκόμαστε στο χώρο της Ανατολής. Στον ποντιακό χορό δεν υπάρχει κίνηση της μέσης, το σώμα στέκεται ολόρθο, παλικαρίσιο διότι οι Πόντιοι είχαν μια αποστολή, να προστατεύουν τα σύνορα.
Η μουσική μας δεν απέκτησε το σχήμα της ορχήστρας των πέντε οργάνων, όπως στη Σμύρνη, όπως σ’ όλη την Μ. Ασία, διότι, απλούστατα, δε υπήρχε εκείνο το κέντρο το κοινωνικό, ο φεουδάρχης δηλαδή, με τους εργάτες, με τους τσοπάνους και όλο το προσωπικό του και με τους μουσικούς του. Ο κάθε Πόντιος είχε το σπίτι του και το χωράφι του, ήταν αφεντικό στο σπίτι του και έπαιζε τη λύρα για τον εαυτό του γι’ αυτό η μουσική μας δεν πήρε τη μορφή της ορχήστρας, με το ούτι, με το σαντούρι, με τη φλογέρα, με το κλαρίνο, με το βιολί κ.λπ. Αυτή δηλαδή είναι η κανονική προέλευση της ποντιακής γλώσσας, του ποντιακού πολιτισμού, χορών. μουσικής και η οποία, καλό θα είναι, ν’ αρχίσει να συνδυάζεται σ’ αυτό το επίπεδο, διότι νομίζω πως είναι το μοναδικό επιστημονικό και θα πρέπει να επιδιώξουμε αυτά τα στοιχεία να τα τεκμηριώσουμε και να τα διασώσουμε, διότι μας τιμούν σαν Έλληνες και ως Πόντιους που έχουμε εκείνους τους χορούς, στους οποίους παίζουν τον ίδιο ρόλο και όχι όπως οι χοροί της κυρίως Ελλάδας, ακόμη και της Κρήτης που χορεύει ο πρώτος και οι άλλοι τον ακολουθούν. Δηλαδή έχουμε μια αλληλεγγύη στον ποντιακό χορό και μια αδελφοσύνη και αυτό εκφράστηκε και εκφράζεται ακόμη και σήμερα μ’ αυτό που λέμε, και δεν είναι κακό, «τεμέτερον». Αυτά τα πράγματα θα πρέπει να αναφέρονται σε τέτοιες συγκεντρώσεις, ν’ αποχτήσουμε πέντε γνώσεις παραπάνω πέρα από τ’ άλλα.
Θ. ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΙΔΗΣ: Να πω δύο λόγια και εγώ. Και οι τρεις τελευταίοι που μιλήσατε, σωστά τα είπατε, αλλά είναι εκτός θέματος, διότι το δικό μου το θέμα είναι «Πως βλέπουν οι ξένοι την ποντιακή μουσική»;
Το θέμα ήτανε ότι διαφημιστικά μας βλέπουν οι άλλοι και τι διαδίδουν για μας οπότε δεν πρέπει να επεκτείνουμε τα σύνορα της εργασίας μας και ήταν σωστά αυτά που είπατε, όπως για το τουλούμι. Παρ’ όλα αυτά, λέμε το τουλούμι εξαφανίστηκε και η μουσική του δεν υπάρχει. Τώρα, με αυτά που είπατε, αν ξαναγεννηθεί δεν ξέρω. Το θέμα μου ήταν συγκεκριμένο. Πώς βλέπουν οι ξένοι τον ποντιακή μουσική.
ΣΤΑΘΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ: Η κυρία Καμπουρίδου μου έστειλε το κείμενο του Γερμανού αυτού και το δίσκο. Και το Κείμενο διάβασα και το δίσκο άκουσα. Πέρα από τους συναισθηματισμούς μας και τις αυτοκολακίες ότι ξένοι ασχολήθηκαν μαζί μας και πέρα από αυτά τα θετικά στοιχεία που έχει μέσα ο Ααρενς έχει και αρκετά λάθη και αν πρέπει να καταγραφούν θα καταθέσω και γραπτώς την άποψη μου, την πληροφορία μου, ότι έσπευσε και συνάντησε περισσότερο νεοποντιακούς παράγοντες.
Αν ακουγόταν ο δίσκος εδώ, θα το διαπιστώνατε όλοι. Εγώ τον άκουσα με προσοχή. Διαπίστωσα ότι δεν πήγε σε χωριά, όπου υπάρχει αυθεντική έκφραση της ποντιακής μούσας. Και για το τουλούμ εγώ το διαψεύδω, Το τουλούμ υπάρχει. Ίσως δεν πήγε στα χωριά, υπάρχει το τουλούμ και κυριαρχεί και απορώ μάλιστα που το λέει στα τουρκικά. Αγγείον το λένε οι Ματσουκαίοι. Στη Ματσούκα κυρίως υπήρχε το όργανο αυτό και άλλη παρατήρηση είναι, ανθρώπινα τα λάθη, ίσως δεν φταίει ο ίδιος, αλλά δεν συνάντησε τις πηγές που έπρεπε και δεύτερον οι παρατηρήσεις του ότι οι μακρόσυρτοι σκοποί είναι μάλλον τουρκικοί και αυτό είναι λάθος. Ο αμανές δεν έχει καμιά σχέση με το μακρόσυρτο σκοπό της Ματσούκας, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση. Το αντίστροφο ισχύει. Οι Τούρκοι πήραν το σκοπό αυτό από τους Πόντιους και διαφέρει πάρα πολύ απ’ τα δικά τους τα μακρόσυρτα που τραγουδούν τουρκιστί σήμερα.
Εγώ και τώρα πηγαίνω στον Πόντο και συναντάω τους Ματσουκαίους που παίζουν αυτόν τον γνήσιο ελληνικό σκοπό και κατ’ ανάγκη λένε επάνω τούρκικα τραγούδια. Το τελευταίο σημείο της δήλωσης μου είναι ότι δυστυχώς μέσα στην Τουρκία η μουσική η ελληποποντιακή κρατήθηκε στις επάλξεις, ίσως - ίσως με πάρα πολύ δύσκολες επιδράσεις, φυσιολογικές ίσως, πολύ ελάχιστες όμως. Δυστυχώς, ενώ εκεί συνέβη αυτό, στην Ελλάδα δυστυχώς τουρκογύφτικα πράγματα τα εμφανίζουμε ως ποντιακά σε αρκετές τέτοιες πηγές προσέφυγε και ο αξιόλογος αυτός ερευνητής.
Εγώ αλληλογράφησα μαζί του και δέχτηκε αυτά που είδα, αυτά έκανα και ίσως μαζί εκδώσουμε το βιβλίο του στην νεοελληνική, με τροποποιήσεις, προσθήκες.
ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΙΔΗΣ: Εγώ θα παρακαλούσα τον κ. Ευσταθιάδη να μας δώσει γραπτά αυτά γιατί είναι πάρα πολύ διαφωτιστικά τα όσα μας είπε. Ειπώθηκε από τον τελευταίο ομιλητή, τον κ. Σαββίδη, ότι η διγλωσσία στη Γερμανία, αλλά και εδώ στην Ελλάδα έχει ως αποτέλεσμα να οδηγεί τα παιδιά αυτά σε μεγαλύτερο ποσοστό στην εγκληματικότητα. Τέτοια στοιχεία δεν έχουμε ούτε στην Ελλάδα με τα σχολεία των απόδημων Ελληνοπαίδων ούτε στην Γερμανία, γι’ αυτό η παρατήρηση του συνέδρου θα παρακαλέσω να καταγραφεί στα πρακτικά. Δεν έχουμε στοιχεία που να δείχνουν ότι τα δίγλωσσα παιδιά ρέπουν περισσότερο προς την εγκληματικότητα.
ΠΗΓΗ: Β’ Παγκόσμιο συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού (31-7 – 7-8 1988), πρακτικά συνεδρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου