Όταν πριν λίγα χρόνια,
ο Γάλλος ιστορικός Ντυροζέλ έγραψε σε βιβλίο του και δήλωσε σε συνεντεύξεις του,
ότι οι Έλληνες καταγόμαστε από τους Τούρκους και ότι η είσοδός μας στην
ευρωπαϊκή κοινότητα ήταν εσφαλμένη, νιώσαμε όλοι μας να επαναστατούμε και βαθιά
μέσα μας την αγανάκτησή μας να κορυφώνεται για τις τόσο ανιστόρητες αυτές
δηλώσεις.
Βέβαια δεν ξέραμε,
όλοι οι άλλοι, εμείς, εκτός βιολογίας, ότι εκτός από τα ιστορικά δεδομένα,
μπορούσαμε να αντικρούσουμε τον Ντυροζέλ και μερικούς άλλους άσπονδους «φίλους»
μας με βάση την επιστημονική έρευνα.
Δεν ξέραμε ότι στο
τμήμα βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο καθηγητής
Γενετικής κ. Κ. Τριανταφυλλίδης και οι συνεργάτες του είχαν ήδη έτοιμη την
εργασία για να τεκμηριώνουν και γενετικά την καταγωγή μας.
Όταν διαβάσαμε στον
τύπο το άρθρο-διαμαρτυρία του κ. Κ. Τριανταφυλλίδη, το οποίο αναφερόταν και σε
άλλες σχετικές με το θέμα εργασίες ξένων Πανεπιστημίων, όπως του καθηγητή κ.
Πιάζζα και των συνεργατών του στο Τορίνο, αισθανθήκαμε περηφάνεια για την τόσο
σοβαρή και εξίσου πολύτιμη εργασία που είχε προηγηθεί στο δικό μας Πανεπιστήμιο
και βρήκαμε, ο Σύνδεσμος Ιατρών Γυναικών Βορείου Ελλάδας, ότι τα συμπεράσματα
αυτής της επιστημονικής έρευνας, έπρεπε να γνωστοποιηθούν σε όλους εμάς τους
Έλληνες και βέβαια μετά, σε όλον τον κόσμο.
Όλοι οι Έλληνες, όπου
και αν βρισκόμαστε θέλουμε να ξέρουμε τις ρίζες μας και όχι βέβαια για να
νιώσουμε πιο Έλληνες, γι’ αυτό έχουμε αδιαφιλονίκητες αποδείξεις, αλλά για να
μπορούμε να αντικρούουμε και επιστημονικά – και όχι μόνο ιστορικά- ανθελληνικές
απόψεις κάποιων ανθρώπων και άλλων που επιβουλεύονται όλο αυτό το μεγαλείο που
λέγεται ΕΛΛΑΔΑ.
Η
γενετική σχέση των κατοίκων της Ελλάδας με τους κατοίκους άλλων μεσογειακών
χωρών.
Η περιοχή της Μεσογείου
υποδιαιρείται σε πολλά κράτη. Οι πληθυσμοί αυτών των χωρών αποτελούνται από
άτομα διαφορετικής εθνικότητας, γλώσσας και θρησκείας. Κατά συνέπεια θα άξιζε να
προσδιοριστεί η γενετική σχέση ανάμεσα στους κατοίκους των μεσογειακών χωρών
δηλαδή η συγγένεια μεταξύ τους καθώς και η γενετική απόσταση ανάμεσα στους
κατοίκους των μεσογειακών χωρών και των κυριότερων ανθρώπινων φυλών. Για τον
σκοπό αυτών χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα για πολλά γονίδια και χώρες της Μεσογείου.
Συγκεντρώθηκαν
στοιχεία για τη γενετική σύσταση των κατοίκων της Ισπανίας, της Γαλλίας, της
Ιταλίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας, του Ισραήλ, της Λιβύης, της Αιγύπτου και της
Αλγερίας σε 16 γενετικά συστήματα που αφορούν 40 παραλλαγές (αλληλόμορφα)
περίπου. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται οι ομάδες αίματος ΑΒΟ,
Rhesus κλπ,
τα πρωτεϊνικά συστήματα ACPH,
AK,
Hp κα.
Τα αποτελέσματα για την
Καυκάσια και τη μογγολική φυλή προέρχονται από λευκούς Αμερικανούς και από
Γιαπωνέζους αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα για τη Νέγρικη φυλή προέρχονται από
μαύρους της Αφρικής και των ΗΠΑ.
Με βάση τα στοιχεία
αυτά και χρησιμοποιώντας κατάλληλους μαθηματικούς τύπους υπολογίστηκε η γενετική
ομοιότητα ανάμεσα στους κατοίκους των 9 μεσογειακών χωρών. Κατασκευάστηκε
δενδρόγραμμα στο οποίο φαίνεται παραστατικά η γενετική σχέση ανάμεσά τους. Από
αυτό φαίνεται ότι η μικρότερη γενετική απόσταση (ή με άλλα λόγια η μεγαλύτερη
γενετική συγγένεια) υπάρχει ανάμεσα σε Γάλλους –Ισπανούς και Έλληνες-Ιταλούς.
Λίγο μικρότερη συγγένεια εμφανίζεται ανάμεσα στους Έλληνες-Ιταλούς και
Γάλλους-Ισπανούς. Η μεγαλύτερη γενετική απόσταση βρέθηκε ανάμεσα στους κατοίκους
της Αλγερίας και τους κατοίκους των άλλων 8 μεσογειακών χωρών. Οι πληθυσμοί της
Β Μεσογείου εντάσσονται όλοι σε μια ομάδα ενώ αυτό δεν συμβαίνει με τους
κατοίκους της Α Μεσογείου.
Θα μπορούσαμε να
υποστηρίξουμε ότι οι Έλληνες μοιάζουν γενετικά σε σειρά πρώτα με τους Ιταλούς,
έπειτα με τους Γάλλους και τελευταία με τους Τούρκους. Κατά συνέπεια η άποψη του
Γάλλου ιστορικού Ζ Ντυροζέλ ότι οι Έλληνες κατάγονται από τους Τούρκους δεν
υποστηρίζεται από τα γενετικά δεδομένα.
Η ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Στις αρχές του 20ου αιώνα ζούσαν 2.000.000
περίπου Έλληνες στη Μικρά Ασία, έξω από τα σύνορα της σημερινής Ελλάδας. Η
δημιουργία αυτού του Ελληνικού πληθυσμού άρχισε από αποικίες που ιδρύθηκαν στα
Δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας πριν από το 800 π. Χ. Με την πάροδο του χρόνου
οι αποικίες εξαπλώθηκαν βορειότερα κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας.
Ο
αποικισμός απετέλεσε και την απαρχή του εξελληνισμού αρκετών αυτόχθονων
πληθυσμών της Εγγύς Ανατολής. Αυτοί οι Ελληνικοί πληθυσμοί διατήρησαν την
Ελληνική τους ταυτότητα και κατά την Οθωμανική κυριαρχία. Λόγω της Ορθόδοξης
θρησκείας και της ελληνικής γλώσσας τους παρέμειναν διαχωρισμένοι από τους
γειτονικούς πληθυσμούς. Οι περιοχές ιδιαίτερα του Πόντου και της Καππαδοκίας
αποτελούσαν κέντρα του Ελληνισμού.
Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ακολούθησε
ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Στα πλαίσια της Διεθνούς Συνδιάσκεψης της Λωζάνης η
Ελλάδα και η Τουρκία υπέγραψαν το 1923 σύμβαση για την μεταξύ τους υποχρεωτική
ανταλλαγή πληθυσμών. Κατά την ανταλλαγή έφυγαν 300.000 περίπου Μουσουλμάνοι και
εγκαταστάθηκαν 700.000 Έλληνες (σ.σ. Χριστιανοι) πρόσφυγες στην Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη,
κυρίως από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Υπολογίζεται πως το 1928 το
25% της Μακεδονίας ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την
Κωνσταντινούπολη και άλλες περιοχές.
Είναι συχνά δύσκολο μετά από δύο
γενιές να διαχωριστούν οι αυτόχθονες από τους προσφυγικούς πληθυσμούς της
Μακεδονίας. Μια από τις 1047 κοινότητες όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, κυρίως
από την Καππαδοκία, ήταν το Πλατύ Ημαθίας. Τη γενετική σύσταση του πληθυσμού
αυτής της κοινότητας μελέτησαν οι Tills
και συν.
Ο
Tills και συν πήραν για την γενετική
ανάλυση δείγματα αίματος από 1083 άτομα, τα 2/3 του πληθυσμού. Η μελέτη
δειγμάτων έγινε στο Εργαστήριο της Βιολογικής Ανθρωπολογίας, του Βρετανικού
Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, σε συνεργασία με τον Ελληνικό Ερυθρό
Σταυρό.
Η μελέτη αφορούσε σε 10 συστήματα ομάδων αίματος (ΑΒΟ, ΜΝSs,
Rhesus, P 1, Lutheran, Kell, Duffy, Kidd, Wright και
Radin),
τρία συστήματα πρωτεϊνών του ορού (απτοσφαιρίνες,
τρανσφερίνες και αιμοσφαιρίνες) και 8 ένζυμα των ερυθροκυττάρων (ACPH, AK, ADA,
EsD, G6PD, PGM, 6-PGD και RHI).
Τα αποτελέσματά τους τα συνέκριναν όπου αυτό ήταν δυνατό με ανάλογα από την
ηπειρωτική Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Η σύγκριση έγινε για κάθε
γενετικό σύστημα μεμονωμένα ή για όσο το δυνατόν περισσότερα συστήματα
ταυτόχρονα.
Αξιόπιστα συμπεράσματα για τον
βαθμό συγγένειας δύο πληθυσμών μπορούν να προκύψουν όταν αυτοί συγκριθούν με
βάση αρκετά γενετικά συστήματα. Έτσι ο
Tills και συν υπολόγισαν την γενετική απόσταση
ανάμεσα στους τέσσερις παραπάνω πληθυσμούς βασιζόμενοι σε 8 γενετικά συστήματα (ABO,
MNMSs, Rhesus, απτοσφαιρίνη,
όξινη φωσφατάση, 6-φωσφογλυκονική αφυδρογονάση, αδενυλική κινάση και απαμινάση
της αδενοσίνης) για τα οποία υπήρχαν διαθέσιμα αποτελέσματα και για τους
τέσσερις πληθυσμούς. Χρησιμοποιώντας κατάλληλους μαθηματικούς τύπους υπολόγισαν
τις γενετικές αποστάσεις μεταξύ των τεσσάρων πληθυσμών. Από τα αποτελέσματά τους
προκύπτει ότι ο προσφυγικός πληθυσμός από το Πλατύ παρουσιάζει μεγαλύτερη
γενετική ομοιότητα με τον πληθυσμό της ηπειρωτικής Ελλάδας, μετά με τον τουρκικό
πληθυσμό και τη μικρότερη ομοιότητα με το βουλγαρικό πληθυσμό.
Η συχνότητα των φορέων της β
Μεσογειακής και της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας καθώς και της ανεπάρκειας γλυκοζο-6-φωσφορικής
αφυδρογονάσης μελετήθηκαν σε 410 άτομα από την περιοχή του Πόντου (Τραπεζούντα,
Σάντα, Καύκασο, Αμισό, Νικόπολη και Κερασούντα) από τους Σινάκο και συν (1975)
στην Α’ Παθολογική Κλινική του ΑΠΘ υπό την διεύθυνση του καθηγητή Δ Βαλτή.
Διαπιστώθηκε χαμηλή συχνότητα τόσο της ανεπάρκειας
G-6-PD (2%) όσο και των φορέων της
β-Μεσογειακής αναιμίας (3,7%) ενώ βρέθηκε μόνο ένα άτομο με
Hb-S.
Η κατανομή των φορέων της β-ΜΑ ήταν ανομοιογενής και σχετίζεται με την
τοπογραφία της ελονοσίας της περιοχής από την οποία μετανάστευσαν.
Κωνσταντίνος
Τριανταφυλλίδης
Καθηγητής Γενετικής
Τμ. Βιολογίας του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου