ΧΑΝΤΙΚ - ΣΑΝΑΜΕΡ - ΑΧΑΛΙΚ

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Αυτά τα χωριά ιδρύθηκαν το 1830 από Έλληνες, που ήρθαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη Μικρά Ασία οι κάτοικοί των ζούσαν σε διάφορα χωριά. Στην περιοχή Τσάλκας αυτά τα χωριά βρίσκονται το ένα κοντά στο άλλο και γι’ αυτό οι τοπικές αρχές τα θεωρούσαν σαν ένα χωριό. Καθένα όμως έχει χωριστή κοινότητα.
Το όνομα του χωριού Χαδίκ προέρχεται από την ελληνική λέξη «χάδι». Μετά την τουρκική κατάκτηση το όνομα αυτό δεν άλλαξε. Οι Τούρκοι το ονόμαζαν «Χάϊδικιόϊ» χαϊδεμένο χωριό. Το τελικό όνομα του χωριού ήταν Χαϊδίκ και επειδή ίσως ήταν πολύ μικρό και καθαρό, γι’ αυτό και Τούρκοι θα το ονόμασαν τελικά Χαδίκ.
Οι Έλληνες μετανάστες, που βρέθηκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία, εγκαταστάθηκαν στην έρημη και κρύα Τσάλκα και αποφάσισαν να δώσουν στο χωριό τους το όνομα του παλιού χωριού τους Χαδίκ. Με διάταγμα του Στρατηγού Πασκέβιτς σ’ αυτό το χωριό εγκατέστησαν τους αδύναμους, αρρώστους, ορφανούς και τις χήρες. Οι κάτοικοί του όμως δεν ξέχασαν να τελούν τη θρησκευτική λειτουργία σύμφωνα με τους κανόνες της Ορθοδοξίας. Το 1838 αποφάσισαν να επισκευάσουν μια παλιά γεωργιανή εκκλησία με τα τελευταία τους χρήματα. Η επισκευή τελείωσε το 1839 και την αφιέρωσαν στον Άγιο Παντελεήμονα.

Με κοινή βούληση των κατοίκων του χωριού Χαδίκ, ο Γιάκοβ Φύλοβ διορίστηκε πρώτος επίσημος ιερέας της εκκλησίας από τον Έξαρχο της Γεωργίας. Ενορίτες του ήταν οι 15 οικογένειες της κοινότητας του Χαδίκ (46 άντρες και 46 γυναίκες). Απ’ αυτούς οι γεροντότεροι ήξεραν τη μητρική τους γλώσσα καλύτερα από τους νεότερους.
Κοντά στο χωριό βρίσκονταν τα ερείπια μιας άλλης παλιάς γεωργιανής εκκλησίας. Το 1857 οι κάτοικοι προσέλαβαν τους μάστορες και άρχισαν την επισκευή της εκκλησίας. Τα έργα διεύθυνε ο μάστορας Δημήτριος Τσίτλοβ. Αυτός ήταν γνωστός από την περιοχή του Αρζρούμ σαν τελωνειακός στις γέφυρες. Στις ανατολικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι χτίστες των γεφυρών γίνονταν τελωνειακοί. Αυτοί οι άνθρωποι βασικά ήταν Έλληνες και η δραστηριότητα τους αναφέρεται και στην ιστοριογραφία της σημερινής Μικράς Ασίας.
Μετά την επισκευή της εκκλησίας, που προαναφέραμε, οι Έλληνες αποφάσισαν να στολίσουν τους εσωτερικούς τοίχους της πρώτης εκκλησίας (Αγ.Παντελεήμονα). Αυτή την υπόθεση την εμπιστεύτηκαν στο γνωστό ξυλουργό Κωνσταντίνο Μιχαήλοβ, που για 1000 ρούβλια ανέλαβε να διακοσμήσει εσωτερικά τους τοίχους της εκκλησίας.
 Για την άριστη δουλειά του και το σεβασμό που ενέπνεε οι συγχωριανοί του τον ονόμασαν «Δουλγέρι», που σημαίνει «μάστορας ξυλουργός». Με τον καιρό αυτό το όνομα έγινε η βάση του καινούριου επώνυμου. Μετά την εγκατάστασή του στην περιοχή της Τσάλκας, δηλαδή από το 1830, ο Κωνσταντίνος σαν αρχηγός της οικογένειας και μάστορας, για πρώτη φορά στη Ρωσική Αυτοκρατορία και στην ιστορία του γένους του, γράφτηκε Μιχαήλοβ. Ο μεγάλος γιός του, ο Μιχαήλ, στην απογραφή του πληθυσμού του Καυκάσου γράφτηκε Δουλγιάροβ. Το νέο αυτό επώνυμο περιέχει την τουρκική ρίζα που προαναφέραμε.
Στη δεκαετία 1860 - 70 οι Έλληνες του χωριού Αχαλίκ με χρήματα των ίδιων των πιστών αποφάσισαν να στολίσουν τους εσωτερικούς τοίχους της δεύτερης εκκλησίας. Την ίδια εποχή άρχισε να λειτουργεί και το εκκλησιαστικό σχολείο για τα παιδιά. Σ’ αυτό το σχολείο τα παιδιά μάθαιναν τη μητρική τους γλώσσα. Πρώτος δάσκαλος έγινε ο ιερέας Ι.Φίλοβ. Αυτός μορφώθηκε στην Τραπεζούντα, στην ελληνική γλώσσα και ήξερε καλά και αυτήν, αλλά και την τουρκική. Μερικές φορές στις λειτουργίες εξηγούσε κάποια πράγματα στα τουρκικά, γιατί δεν ήξεραν όλοι καλά τα ελληνικά. Οι επισκέπτες κατηγορούσαν τους ιερείς γι’ αυτό το γεγονός.
Το εκκλησιαστικό σχολείο στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα λειτουργούσε κανονικά ως τα 1880. Αμέσως μετά, επειδή πολλές οικογένειες μετακόμισαν στην περιοχή του Καρς, ο αριθμός των μαθητών ξαφνικά μειώθηκε. Τότε εγκατέλειψε το χωριό και η οικογένεια ενός δασκάλου και το σχολείο έκλεισε οριστικά.
Κανείς δεν μπορεί να περιγράφει τη δραστηριότητα των εκκλησιών του χωριού Χαδίκ, και το ρόλο τους στην ίδρυση του σχολείου, επειδή οι εκκλησίες το 1938 βούλιαξαν στα νερά της δεξαμενής. Πριν απ’ αυτό το 1920 κάηκαν και τα εκκλησιαστικά ντοκουμέντα, που φυλάγονταν στη νέα εκκλησία.
Το όνομα του χωριού “Σαναμέρ” αποτελείται από τις δυο ελληνικές λέξεις «σαν ημέρα». Οι κάτοικοι αυτού του χωριού στη Μικρά Ασία ήταν μάστορες και έχτισαν τα σπίτια τους από το ντόπιο άσπρο γρανίτη. Έτσι το χωριό έγινε ολόασπρο, φωτεινό σαν τη μέρα. Το 1830 η ελληνική κοινότητα Σαναμέρ, που εγκαταστάθηκε στην ίδια περιοχή με τους πρόσφυγες του Χαδίκ, ονόμασε το χωριό με το παλιό όνομα.
Το 1839 οι κάτοικοι του Σαναμέρ άρχισαν να επισκευάζουν τις παλιές γεωργιανές εκκλησίες, που βρίσκονταν στο χωριό τους.
Η κεντρική εκκλησία επισκευάστηκε το 1845. Πρώτος ιερέας διορίστηκε ο Αθανάσιεβ και δεύτερος ο Γιάκοβ Φίλοβ. Και οι δυο ιερείς προέρχονταν από την ελληνική κοινότητα του Χαδίκ. Την άλλη εκκλησία επισκεύαζαν ως τις 26 Αυγούστου του 1846. Μόλις τελείωσαν την επισκευή, κάλεσαν τον ιερέα Κυριάκοβ να την εγκαινιάσει και την αφιέρωσαν στον Πρωτομάρτυρα Στέφανο. Σ’ αυτή διορίστηκε ιερέας ο I.Φίλοβ. 
Εκείνο το έτος εικονογράφησαν και τους εσωτερικούς τοίχους της εκκλησίας. Μετά τα έργα αυτά ο πρόεδρος της εκκλησίας, ο Ιωσήφ Αναστάσοβιτς Αθανάσιεβ, συγκάλεσε συνέλευση για να συζητήσουν για την ίδρυση ειδικής βιβλιοθήκης στην εκκλησία. Οι κάτοικοι του Σαναμέρ από τη Μικρά Ασία έφεραν πολλά εκκλησιαστικά βιβλία, μεταξύ των οποίων ήταν και ιστορικά. Στη βιβλιοθήκη της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου συγκεντρώθηκαν συνολικά 96 τόμοι διαφόρων τίτλων. Τι έγινε αργότερα μ’ αυτά τα βιβλία δεν ξέρει κανείς.
Από τα επίσημα αρχεία γνωρίζουμε ότι ο στρατηγός Πασκέβιτς σεβόταν ιδιαίτερα τους κατοίκους των Χαδίκ - Σαναμέρ - Αχαλίκ. Δε γνωρίζουμε όμως γιατί. Τα ντοκουμέντα των αρχείων της Αγίας Πετρούπολης και άλλες φιλολογικές πηγές στα ρωσικά και τουρκικά μας βοήθησαν να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Οι κάτοικοι αυτών των χωριών στη Μικρά Ασία ήταν αρκετά μορφωμένοι και γρήγορα ήρθαν σε επαφή με τη στρατιωτική γραμματεία των ρωσικών στρατευμάτων.
Ο Πασκέβιτς έλεγε στη γραμματεία του υπαστυνόμου του Καυκάσου τα καλύτερα λόγια για τους Έλληνες αυτούς και βοήθησε να τους πα-ραχωρηθούν καλά χωράφια στην περιοχή Τσάλκας.
Από πηγές γνωρίζουμε ότι το 1904 διορίστηκε (από τον Έξαρχο της Γεωργίας) ιερέας της εκκλησίας του Σαναμέρ ο Σεβαστιάν Καρχανίδης.
Ηταν ακροατής μιάς σειράς μαθημάτων του δασκαλικού σεμιναρίου του Ερεβάν. Μετά τις σπουδές αυτές 6 χρόνια δίδασκε στα ελληνικά χωριά. Ήξερε καλά την ελληνική, αρμενική, τουρκική και ρωσική γλώσσα. Ο Σεβαστιάν Καρχανίδης γεννήθηκε στο χωριό Γκιουμισχανέ της Μικράς Ασίας στις 5 Μαρτίου του 1878 από οικογένεια ιερέων. Όταν έγινε δύο χρόνων η οικογένειά του μετανάστευσε στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο πατέρας του Ανδρέας Φιόντροροβιτς Καρχανίδης εγκαταστάθηκε στο χωριό Κάτω Τσιντσκαρό. Μετά, αφού έμαθε ότι στην Τσάλκα δε φτάνουν οι δάσκαλοι της ελληνικής γλώσσας, εγκαταστάθηκε εκεί και βοήθησε το λαό του να ξαναφέρει στη μνήμη του τη μητρική του γλώσσα. Από τα ντοκουμέντα γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτήν την πατριωτική οικογένεια. Θα μπορούσαμε να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτήν, αλλά στα 1920 οι κομμουνιστές κατέστρεψαν το εκκλησιαστικό αρχείο.
Οι κάτοικοι του Σαναμέρ, από τους πρώτους στην περιοχή Τσάλκας, ίδρυσαν σχολείο το 1842. Οι πρώτοι μαθητές αυτού του σχολείου, που το διατηρούσε η ντόπια εκκλησία, ήταν οι εξής:
1. Λεόνοβ Λεόντη Φιλίπποβιτς - 13 ετών
2. Κωνσταντίνοβ Στέφανος Πάβλοβιτς - 10 ετών
3. Κωνσταντίνοβ Δημήτριος Κυριάκοβιτς- 11 ετών
4. Κωνσταντίνοβ Αθανάσιος Κυριάκοβιτς- 9 ετών
5. Ποπόβ Ιωάννης Δμητρίεβιτς- 7 ετών
6. Πούλοβ Λεόντη Νικολάεβιτς- 7 ετών
7. Πούλοβ Αναστάσιος Μιχαήλοβιτς- 7 ετών
Οι δραστήριοι κάτοικοι του χωριού Σαναμέρ βοηθούσαν και τους γείτονές τους. Το 1890 με τη βοήθειά τους επισκευάστηκε το εκκλησιαστικό σχολείο του Χαδίκ, που έκλεισε στη δεκαετία ’20 του 20ου αιώνα. Οι πρωτεργάτες αυτής της υπόθεσης ήταν ο Βασίλης Αθανάσιεβιτς, ο Βασίλης Παρασκέβοβ και ο νομολόγος Α.Θεοχάρης .
Από τα επίσημα ντοκουμέντα γνωρίζουμε ότι το 1905 οι δάσκαλοι σ’ αυτό το σχολείο ήταν: ο Ποπόβ Ματβέη Ιβάνοβιτς - ο γιος του ιερέα, απόφοιτος του σχολείου της Αλεξανδρούπολης. Μετά το αστικό σχολείο αυτής της πόλης (1883 - 1895), δίδασκε στο υπουργικό σχολείο της Αλεξανδρούπολης και από το 1895 υπηρετούσε ως διάκος στο εκκλησιαστικό σχολείο του Σαναμέρ. Το 1909 ως δάσκαλοι του σχολείου του Σαναμέρ άρχισαν να διδάσκουν ο Παύλος Τσανδέκοβ και ο ιερέας Χριστόφορος Δομότσεβ.
Μολονότι αυτοί οι δάσκαλοι ήξεραν τη μητρική τους γλώσσα, δεν είχαν το δικαίωμα να τη διδάσκουν στα παιδιά των συμπατριωτών τους, επειδή από το 1902 ακόμη ο Τσάρος της Ρωσίας έβγαλε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο όλα τα μαθήματα στα σχολεία έπρεπε να διδάσκονται στη Ρωσική γλώσσα. Οι προσπάθειες των ιερέων κατά το 19ο αιώνα να διατηρήσουν τη μητρική γλώσσα στην περιοχή Τσάλκας απέτυχαν.
Το όνομα Αχαλίκ αποτελείται από τις ελληνικές λέξεις -α, χάλι και από το τουρκικό κιόϊ (χωριό). Το 1830 εγκαταστάθηκαν εδώ 8 ελληνικές οικογένειες. Οι κάτοικοι αυτού του χωριού πήγαιναν στις εκκλησίες των Χαδίκ και Σαναμέρ. Από τα έγγραφα των αρχείων γνωρίζουμε τα προβλήματα των κατοίκων του Αχαλίκ με τις τοπικές αρχές. 
Αυτοί το 1844 αναγκάστηκαν να διαλέξουν ως αντιπρόσωπό τους το Μουράδοβ Λάζαρο Ισάκοβιτς, ο οποίος στην έκθεσή του προς τον υπαστυνόμο έγραψε για την οικονομική κατάσταση του χωριού:
 «Πριν από 15 χρόνια ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε στο χωριό Αχαλίκ. Ως το 1841 καλλιεργούσαμε ελεύθερα τα χωράφια μας χωρίς να πληρώνουμε φόρους. Πληρώναμε μόνο ένα μικρό φόρο στο κρατικό ταμείο. Από το 1841 ο πρίγκιπας Μπαράτοβ άρχισε να οικειοποιείται τα σπίτια μας και να ζητάει χρήματα γι’ αυτά. Αν ο πρίγκιπας θα μας πληρώσει για τα σπίτια μας, εμείς θα ψάξουμε τα κρατικά χωράφια».
Από την απάντηση της γραμματείας του υπαστυνόμου γνωρίζουμε: «Η περιοχή, όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες πριν από 17 χρόνια, είναι κρατική. Οι κάτοικοι του χωριού είναι κρατικοί αγρότες και πληρώνουν στο ταμείο το φόρο της πρώτης κατηγορίας. Ο πρίγκιπας Μπαράτοβ δεν έχει καμία σχέση με την περιοχή που ζουν οι Έλληνες».
Η θετική απάντηση δε βοήθησε πολύ τους κατοίκους του χωριού Αχαλίκ. Στις αρχές του 1880 εγκατέλειψαν την περιοχή της Τσάλκας και μετακόμισαν στην περιοχή Καρς. Αυτοί που έμειναν δεν μπόρεσαν να χτίσουν την εκκλησία λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης τους.
Να σημειώσουμε ότι ως το 1938 αυτά τα τρία χωριά υπήρχαν εκεί όπου ιδρύθηκαν το 1830. Το 1938, λόγω της κατασκευής της δεξαμενής, τα χωριά Χαδίκ και Αχαλίκ μετακινήθηκαν εκεί που βρίσκονται σήμερα. Οι κάτοικοι του Σαναμέρ μετακόμισαν στην περιοχή της Σταυρούπολης φέροντας μαζί τους πολλές εικόνες από τη Μικρά Aσία.
 Αργότερα εξαιτίας του κομμουνιστικού καθεστώτος αποφάσισαν να χτίσουν μια μικρή εκκλησία στο χώρο του νεκρτοταφείου. Στην ιδιοκτησία της οικογένειας των Σταφύλοβ ανήκαν οι παλιές εικόνες μεγέθους περίπου 60X110 εκ. του Αγίου Γεωργίου και του Ταξιάρχη Μιχαήλ. 
Αυτές οι εικόνες μέχρι τα 1950 βρίσκονταν στο σπίτι του κατόχου τους. Στα 1950 ο κάτοικος του χωριού Καρατσαούσεβ Γεώργιος έχτισε μια μικρή εκκλησία, όπου έβαλε και τις δύο μεγάλες εικόνες. Οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν να γκρεμίσουν τους τοίχους της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου, για να χτίσουν την αναφερόμενη μικρη εκκλησία. Τελικά δεν κατάφεραν να το κάνουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι Έλληνες ήθελαν να θυμούνται την πρώην εκκλησία τους.


Σωκράτης Αγγελίδης
Διδάκτορας Ιστορίας-Ανατολικολόγος
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah