Η έξοδος των Ποντίων από τις πατρογονικές εστίες και η εγκατάστασή τους στην προαιώνια πατρίδα Ελλάδα

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014


Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922 και την προέλαση των κεμαλικών στρατευμάτων μέχρι την Προποντίδα και τα Στενά, ένα μεγάλο μέρος του ποντιακού πληθυσμού κατέφυγε στα παράλια της Τραπεζούντας, της Τρίπολης, των Κοτυώρων, της Οινόης και της Κερασούντας. με σκοπό να επιβιβαστεί σε πλοία και να φύγει στην Ελλάδα. Τότε ακριβώς έγινε μια συμφωνία, με τη μεσολάβηση των συμμαχικών Αρχών της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική κυβέρνηση. Η συμφωνία όριζε ότι οι Έλληνες του Πόντου θα μεταφέρονταν με τούρκικα βαπόρια στην Πόλη και από εκεί, με ελληνικά, στην Ελλάδα. 
Επειδή όμως στην Κωνσταντινούπολη δεν υπήρχαν πια ελληνικές Αρχές, αποφασίστηκε να σταλεί εκεί αντιπρόσωπος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, για να αναλάβει την περίθαλψη των Ποντίων προσφύγων και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στον Α.Α. Πάλλη.
Μετά το μπαρκάρισμα των Ρωμιών που βρίσκονταν στις πόλεις της Σαμψούντας, άρχισαν να κατεβαίνουν και τα γυναικόπαιδα από τα χωριά, τα δάση και τα βουνά. Όσοι είχαν χρήματα, πλήρωναν τα ναύλα τους και έφευγαν. Οι άλλοι παρέμεναν στην πόλη και έκαναν μεροκάματα για να βγάλουν τα έξοδα του ταξιδιού τους.Οι οπλαρχηγοί, όπως ο καπετάν Στύλος Στυλιανός Κοσμίδης, ο Παντελής Αναστασιάδης, ο Παπούλας, ο Αμπατζής, ο Χασαρής, ο Κακούλης και άλλοι, μαζί με τα πρωτοπαλίκαρα, τους οπλίτες τους και τις οικογένειες τους, κατέβαιναν κρυφά στην παραλία, άρπαζαν ή νοίκιαζαν τούρκικα μοτόρια και έφευγαν με τον οπλισμό τους στις απέναντι ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στα ρωσικά και ρουμάνικα λιμάνια. Από κει έρχονταν στην Ελλάδα είτε σιδηροδρομικά, μέσω Βουλγαρίας, είτε ατμοπλοϊκά, με ρωσικά και ελληνικά πλοία.
Είναι απερίγραπτες όμως οι συνθήκες της μετακίνησης των προσφύγων από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας στην Κωνσταντινούπολη. Τα ακάθαρτα παλιοκάραβα της τουρκικής ακτοπλοΐας έφταναν εκεί κατάφορτα μέχρι τα αμπάρια. Και μόλο που πολλοί απ’ αυτούς ήταν άρρωστοι από εξανθηματικό τύφο και ανεμοβλογιά, οι τουρκικές Αρχές δεν έπαιρναν κανένα μέτρο για να τους απομονώσουν και να τους χωρίσουν από τους υγιείς. Οι Συμμαχικές, πάλι,  στρατιωτικές αρχές, δείχνοντας εντελώς ασυγχώρητη και απάνθρωπη αδιαφορία, επέτρεψαν να στεγαστούν οι χιλιάδες πρόσφυγες στα επιταγμένα ελληνικά σχολεία της Πόλη με κίνδυνο να μεταδοθούν οι αρρώστιες και στο ντόπιο πληθυσμό. 
Και μόνο ύστερα από πολλά διαβήματα, εδέησε ο αρχηγός των Συμμαχικών στρατευμάτων Κατοχής Χάριγκτον να παραχωρήσει στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό το μεγάλο στρατώνα του Σελιμιέ, που βρισκόταν στο Σκούταρι, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν και παρέμειναν εκεί, κάτω από αυστηρή απομόνωση, ώσπου να επιβιβαστούν στα πλοία για την Ελλάδα.
Ωστόσο, κατά το πρώτο εκείνο διάστημα της εξόδου των Ρωμιών του Πόντου, οι θάνατοι από τις αρρώστιες και τις άλλες ταλαιπωρίες έφτασαν τους τετρακόσιους τη βδομάδα!
Και ο αριθμός αυτός μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, γιατί οι πρόσφυγες που κλείνονταν στην καραντίνα του Σελιμιέ, με τον καιρό πλήθυναν και έγιναν πολλές χιλιάδες. 
Στριμωγμένοι  όπως ήταν ασφυχτικά μέσα στους θαλάμους  των στρατώνων, χωρίς νερό και σωστή τροφή, μέσα στη βρομιά και τη δυσωδία, ζούσαν ένα μαρτύριο χειρότερο κι από της κόλασης. Η δίψα έκαιγε τα σωθικά των προσφύγων σαν φωτιά. Η πείνα έσφαζε τα στομάχια ρίχνοντας τους αδύνατους οργανισμούς στα βρόχια της αρρώστιας, και η αρρώστια τους έστελνε κατευθείαν στα νύχια του Χάρου!...
Οι Τούρκοι επιστάτες επέτρεπαν μόνο πέντε πέντε άτομα να πηγαίνουν με συνοδεία ως το Σκούταρι για να φέρουν νερό. Τι μπορούσαν όμως να κάνουν οι σταγόνες του νερού που αναλογούσε στο κάθε στεγνό λαρύγγι; Έτσι. οι θάνατοι από τη δίψα αύξαναν μέρα με τη μέρα και όταν κάποτε επιχειρήθηκε η λύση του προβλήματος της ύδρευσης με το άνοιγμα ενός καναλιού, το κακό χειροτέρεψε τραγικά, γιατί το κανάλι περνούσε από μέρη που έβγαζαν ακάθαρτο μεταλλικό  νερό. Μόλις, λοιπόν, το αδιύλιστο αυτό βρομόνερο έφτασε στους στρατώνες, ο διψασμένος κόσμος έπεσε πάνω του με τα μούτρα και ήπιε για να χορτάσει! Και αυτό στάθηκε η καταστροφή του: πλάκωσε επιδημία τύφου! Πολλοί άρρωστοι τρελαίνονταν, έπεφταν από το πέμπτο πάτωμα του στρατώνα και σκοτώνονταν! Οι άλλοι, που δεν αυτοκτονούσαν, πέθαιναν αργότερα ομαδικά από τον πυρετό.
Ο τύφος θέριζε!... Κάθε μέρα ξεψυχούσαν εκατοντάδες πρόσφυγες. Οι Τούρκοι νεκροθάφτες δεν προλάβαιναν να τους θάβουν. Κουβαλούσαν τα πτώματα με αλογόκαρα και μ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο έξω από το Σκούταρι και τα έριχναν ομαδικά σε μεγάλους λάκκους. Έχυναν κατόπιν επάνω τους λίγον ασβέστη και χώμα, για να μη βρομάνε. Με το διάβα των ημερών όμως, τα μεταφορικά μέσα δεν επαρκούσαν. Δεν προλάβαιναν να κουβαλάνε τους πεθαμένους, και το θάψιμο καθυστερούσε. Πολλά πτώματα περίμεναν δέκα και είκοσι μέρες άταφα, ώσπου να έρθει η σειρά τους. Το υπόγειο του Σελιμιέ, που άλλοτε χρησίμευε για στάβλος, τώρα γέμισε άταφα κουφάρια που περίμεναν τη μεταφορά τους. Βρομούσε ο τόπος!... Τα πάντα μολύνονταν και μετέδιδαν την αρρώστια παντού.
Οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν στον καταραμένο εκείνο τόπο. Από τις είκοσι χιλιάδες Ρωμιούς του Πόντου που κλείστηκαν στην καραντίνα του Σελιμιέ, μόνο οι εννιά χιλιάδες βγήκαν αργότερα από κει μέσα ζωντανοί!..
Το Μάρτη του 1924 άρχισε κανονικά η Ανταλλαγή των πληθυσμοί, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Από τους μακρινούς τόπους της εξορίας στα βάθη της Ανατολής, από τα βουνά και τα δάση, από τις ερημιές και τις σπηλιές, από τα αμελέ ταπουρού και τις άγριες φυλακές, τα αποδεκατισμένα υπολείμματα του ρωμαίικου πληθυσμού του Πόντου, πήραν τον κατήφορο για τα μεγάλα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας, να μπουν στο πρώτο καράβι που θα έφευγε για την Ελλάδα.
Κοπάδια ολόκληρα από κουρελιασμένα γυναικόπαιδα και άντρες, που είχαν γλιτώσει από τη μεγάλη θεομηνία, όδευαν, σαν τα αμέτρητα ποτάμια των ποντιακών βουνών, προς τη θάλασσα. Οι πλατείες των παραλιακών πόλεων, τα σχολεία και οι εκκλησίες, πλημμύρισαν από χιλιάδες Ρωμιούς του εσωτερικού. Παιδιά και γέροι, γυναίκες και γριές, κοιμούνταν κατάχαμα στα πεζοδρόμια και στα α-σφυχτικά γεμάτα κοινοτικά ιατρεία. Χιλιάδες ορφανά παιδιά τριγυρνούσαν στους δρόμους και ψωμοζητούσαν ή αλήτευαν. Όσοι άντρες και γυναίκες προλάβαιναν, έπιαναν δουλειά στα καπνομάγαζα και μοχθούσαν για να βγάλουν τα έξοδα της διατροφής και τα ναύλα τους για το ταξίδι στην Ελλάδα.
Όταν ήρθε στο λιμάνι της Σαμψούντας το ατμόπλοιο «Καβάλα», οι Επιτροπές Ανταλλαγής φρόντισαν να φύγουν πρώτα τα ορφανά, που, καθώς αλήτευαν στην πόλη, δημιουργούσαν συχνά φασαρίες και θλιβερά επεισόδια. Τα φόρτωσαν λοιπόν στο βαπόρι και τα έστειλαν στον προορισμό τους, μακριά από τον τυραννισμένο Πόντο.
Μετά το «Καβάλα», στις 25 Απριλίου ήρθε το ατμόπλοιο «Θρασύβουλος». Στο ίδιο λιμάνι γινόταν ασυνήθιστος πανζουρλισμός. Χιλιάδες κόσμος σπρωχνόταν, φώναζε, έβριζε περιμένοντας τη σειρά του ν’ ανέβει στο βαπόρι. Οι Τούρκοι χαμάληδες, που κουβαλούσαν τα δέματα με τα πράματα των Ρωμιών στη σκάλα, συχνά τους εκβίαζαν για να τους πάρουν περισσότερους «παράδες» απ’ όσους είχαν συμφωνήσει. Καθυστερούσαν στο δρόμο, έκαναν συχνές στάσεις, τάχα για να ξεκουραστούν, άφηναν κάτω τα πράματα, στη μέση του δρόμου, και ζητούσαν χρήματα, ενώ το καράβι σφύριζε, έτοιμο να ξεκινήσει!
Η πολιτεία των αντίσκηνων στις όχθες του Έβρου
Μετά το «Θρασύβουλος», άρχισαν να έρχονται και άλλα ελληνικά καράβια, που έφευγαν  καταφορτωμένα, με τα καταστρώματα πήχτρα από γυναικόπαιδα και άντρες. Μια ασύλληπτη οδύσσεια ήταν το ταξίδι τους με το πλοίο ως την Ελλάδα. Κανένα μαρτύριο δεν έλειψε εκεί πάνω: πείνα, δίψα, ξαγρύπνια, εξάντληση, ψείρα, βρομιά και αρρώστια. Όταν πέθαινε κανείς, τον έριχναν στη θάλασσα.
Πολλούς πρόσφυγες, όταν έφταναν στον Πειραιά, τους πήγαιναν κατευθείαν στη Μακρόνησο για να τους κλείσουν στην καραντίνα. Μόλις τους ξεφόρτωναν στο ξερονήσι, τους έπαιρναν οι νοσοκόμοι και τους έριχναν στα πρόχειρα λουτρά, για να τους κάνουν ζεστά μπάνια. Πριν από το μπάνιο, τους έκοβαν τα μαλλιά με μια αλογομηχανή. Όλοι περνούσαν κάτω από τη βασανιστική δραστηριότητά της που έμοιαζε να ξεριζώνει, παρά να κόβει τις τρίχες του κεφαλιού!
 Οι γυναίκες, όμως, και τα κορίτσια προπάντων, εκτός από το φυσικό πόνο που δοκίμαζαν, ένιωθαν και ένα ηθικό μαρτύριο. Έκλαιγαν και ξεφώνιζαν σαν να τις έσφαζαν. Γυναίκες που δεν είχαν κλάψει βλέποντας συγγενικά πρόσωπά τους να πεθαίνουν στην αγκαλιά τους, έκλαιγαν τώρα απαρηγόρητες για τη φριχτή παραμόρφωση, που τη θεωρούσαν φοβερή προσβολή και ατίμωση. 
Το μεγαλύτερο καμάρι του φύλου τους, τα μακριά, πλεγμένα σε στρωτές πλεξίδες μαλλιά, κόβονταν βάρβαρα από τη σκουριασμένη παλιομηχανή.
Η καραντίνα της Μακρονήσου είχε ιδρυθεί στις παραμονές της Μικρασιατικής καταστροφής και υποδέχτηκε αρχικά τους χιλιάδες Ποντοκαυκάσιους πρόσφυγες που είχαν έρθει, το 1919-1920, από το Βατούμ και τα άλλα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας. Οι Ποντοκαυκάσιοι είχαν χτίσει όλα τα παραπήγματα, τις στέρνες για νερό και τα κτίρια της Υγειονομικής Υπηρεσίας. Από τότε ακόμα η πείνα, η δίψα και η βρομιά ήταν τα χαρακτηριστικά που συντρόφευαν τη ζωή των δύστυχων εκείνων προσφύγων που κουβαλήθηκαν στην Ελλάδα, για να ησυχάσουν από τη λαίλαπα της Ρωσικής Επανάστασης. 
Πηγαίο νερό δεν υπήρχε στο ξερονήσι, ούτε σταγόνα. Μια μαούνα μετέφερε ένα λιγοστό και γλυφό νερό από το Λαύριο, μα και κείνο δεν ήταν ταχτικό. Κάποτε περνούσαν τρεις και τέσσερις μέρες για να φανεί το πλεούμενο. Πολύς κόσμος λιποθυμούσε από τη δίψα. Και δεν έφτανε η έλλειψη του νερού που βασάνιζε τους πρόσφυγες. Συνέβαινε συχνά η Υπηρεσία να προσφέρει και αλμυρές ρέγγες για φαγητό! Οπότε το μαρτύριο, φυσικά, γινόταν αφόρητο.
Εκτός από τις χαλασμένες τούτες ρέγγες, η μόνη ποικιλία που υπήρχε στο συσσίτιο ήταν τα βρομερά μακαρόνια, οι σκουληκιασμένες ελιές και τα σάπια φρούτα. Όσοι έτρωγαν, αρρώσταιναν από εντερικά και πέθαιναν. Όσοι δεν έτρωγαν, πέθαιναν από την πείνα. Κάθε μέρα χάνονταν δεκάδες Ποντοκαυκάσιοι.
 Και οι ασυνείδητοι προμηθευτές των ακατάλληλων τροφίμων, που αναλάμβαναν εργολαβικά τη διατροφή των χιλιάδων προσφύγων, για να θησαυρίζουν, συνέχιζαν το εγκληματικό έργο τους για μήνες ολόκληρους, προκαλώντας τον τύφο και το θάνατο στους συνανθρώπους τους. 
Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε όλα αυτά, αλλά δεν έπαιρνε κανένα μέτρο εναντίον των εργολάβων του θανάτου, που πατούσαν πάνω στα πτώματα των Ρωμιών της Ανατολής για να πλουτίσουν γρήγορα. Ωστόσο, κανένας τους δεν πιάστηκε και κανένας τους δεν κατηγορήθηκε!

Μέσα σ’ αυτή τη θολή και ύποπτη κατάσταση, κινήθηκαν και κάτι άλλα παράσιτα της κοινωνίας: οι μαυραγορίτες.
 Σε αραιά διαστήματα, προσέγγιζαν σε απόμερους όρμους του νησιού με τα ιστιοφόρα τους και πουλούσαν ψωμί! Ένα καρβέλι το χρέωναν μια χρυσή λίρα. Όποιος είχε ένα χρυσό δακτυλίδι ή ένα ρολόι, το έδινε, έπαιρνε το καρβέλι και γλίτωνε από το λιμό. Η σπείρα μάζευε, ξεγύμνωνε, έγδερνε τους δύστυχους Ρωμιούς του Καυκάσου και του Πόντου, που αιώνες τώρα ζούσαν με το όραμα της μητέρας Ελλάδας και των Ελλήνων αδελφών!
Αργότερα, μεταφέρθηκαv με τα καράβια και άλλοι Πόντιοι στην καραντίνα της Μακρονήσου. Χιλιάδες προσφυγόκοσμος δοκίμασε το μαρτύριο του λοιμοκαθαρτηρίου, με το κόψιμο των μαλλιών, την πείνα και τη δίψα, τις αρρώστιες και το θάνατο. Εκατοντάδες άτομα πέθαιναν κάθε βδομάδα. Ωστόσο, το ηθικό τούτης της ράτσας ήταν άκαμπτο! Τα γερά βλαστάρια της έθαβαν τη νύχτα τους νεκρούς της καραντίνας και τη μέρα χόρευαν τους ζωηρούς χορούς της πατρίδας τους. Η λεβεντιά και η εξοικείωση με το θάνατο μέσα στους μακρόχρονους αγώνες έκαναν τους απόγονους των Ακριτών σκληρούς, περήφανους και ακατάβλητους!
Εκτός από τη Μακρόνησο, και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας, τον ίδιο καιρό, δημιουργήθηκαν καραντίνες: Στον Άγιο Γεώργιο του Πειραιά, στο Καράμπουρνου της Θεσσαλονίκης, στην Πάτρα, στην Κόρινθο, στην Πρέβεζα, στη Χαλκίδα και σ’ ένα σωρό άλλα λιμάνια. Ωστόσο, μέσα στις φριχτές αυτές καραντίνες φάνηκαν και μερικές φωτεινές στιγμές. Ακούστηκαν και κάμποσες χαρούμενες φωνές. Γιατί, μέσα στις επιδημίες, τα μαρτύρια της πείνας και της δίψας, μέσα στο θανατικό, γινόταν η συνάντηση των φίλων και των συγγενών, που, στην αναμπουμπούλα του πολέμου, του αντάρτικου, των σφαγών και των εξοριών, είχαν χαθεί μεταξύ τους. Οι συναντήσεις τούτες προκαλούσαν ποικίλες αντιδράσεις και συναισθήματα, από το δάκρυ και το κλάμα μέχρι τη χαρά και το γέλιο.
  Συναντιόντουσαν τα σκόρπια και ζωντανά μέλη των οικογενειών και σογιών, αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, έκλαιγαν, ρωτούσαν και μάθαιναν για τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, έσμιγαν αντρόγυνα που ήταν χωρισμένα αναγκαστικά για χρόνια ολόκληρα, ξανάβρισκε η μάνα το παιδί, ο αδελφός την αδελφή, ο πατέρας τα βλαστάρια του και μετά χαίρονταν, γελούσαν, χοροπηδούσαν, λιποθυμούσαν από τη συγκίνηση.
Αμελέ-Ταμπουρού
Μια περίεργη και πρωτόφαντη ανακατωσούρα και ανακατάταξη δημιουργούνταν εκεί, σαν να συναντιούνταν οι επιζήσαντες έπειτα από έναν κατακλυσμό. Τα ναυάγια συναρμολογούνταν όπως όπως, τα ξεσκλίδια και τα απομεινάρια κοίταζαν να ξαναφτιάξουν κάτι από την παλιά όψη της ζωής τους, και ο νόμος της συνέχειας έκανε τους πιο περίεργους συνδυασμούς στην επιβολή του: Τα ορφανά ζητούσαν και έβρισκαν καινούριους γονείς, οι άκληροι έπαιρναν και υιοθετούσαν απροστάτευτα παιδιά, για να αντικαταστήσουν τα πεθαμένα, και οι χήρες διάλεγαν στα πεταχτά τους ομοιοπαθείς και τους παντρεύονταν. Όσοι έβρισκαν ζωντανές τις γυναίκες τους, μα παντρεμένες με άλλους, έδιναν και αυτοί γρήγορες και πολλές φορές βίαιες λύσεις: παρατούσαν τη δεύτερη γυναίκα τους και διεκδικούσαν την πρώτη. Άλλοι πάλι παραιτούνταν από τις παλιές γυναίκες τους και κρατούσαν τις καινούριες, που τις ένιωθαν τώρα πιο δικές τους, γιατί είχαν μοιραστεί μαζί τους τις αφάνταστες περιπέτειες της ποντιακής τραγωδίας.
Στα χρόνια από το 1914 ως το 1922, πάνω από 200.000 Έλληνες του Πόντου σκοτώθηκαν ή χάθηκαν από το πρόσωπο της γης ως θύματα είτε των αμελέ-ταμπουρού (ταγμάτων εργασίας) είτε του αντάρτικου, στο Δυτικό κυρίως Πόντο, είτε των εξοντωτικών εξοριών, στο Δυτικό και τον Κεντρικό Πόντο, είτε των σφαγών που ενεργήθηκαν, στο Δυτικό πάλι, Πόντο, κυρίως από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, είτε των επιδημιών, ασθενειών και δεινοπαθημάτων, στο ταξίδι τους ως προσφύγων προς την Ελλάδα, κατά το οποίο πολλοί πέθαναν πάνω στα καράβια, και, κατόπιν, στις καραντίνες, στα λοιμοκαθαρτήρια και στους ανθυγιεινούς τόπους εγκατάστασής τους.
Τελικά, οι Πόντιοι που ήρθαν στην Ελλάδα ζωντανοί πρέπει να ήταν γύρω στα 400.000 άτομα. Άλλες τόσες χιλιάδες Έλληνες ποντιακής καταγωγής παρέμειναν στον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία και είναι σήμερα πολίτες των χωρών αυτών.
Η εγκατάσταση των μαρτυρικών Ποντίων προσφύγων έγινε κυρίως στη Μακεδονία, τη Θράκη και τις περιοχές γύρω από την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Τελειώνοντας αξίζει να παραθέσουμε την επιγραμματική κατακλείδα του μητροπολίτη Χρύσανθου στο βιβλίο του Η Εκκλησία Τραπεζούντας, που αποδίδει την ευθύνη για όλες τις συμφορές του Ελληνισμού, παλιές και νεότερες, της «Χριστιανικές Δυνάμεις της Δύσεως».
Ματθαίος Κωφίδης
«Υπό την ένοχον αδιαφορίαν τής χριστιανικής Δύσεως έν έτει 1453 έπεσεν ή Κωνσταντινούπολις και έν έτει 1461 ή Τραπεζούς και κατεστράφη ολόκληρος ακμαίος πολιτισμός.
»Τή ένόχω συνεργία δύο μεγάλων χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσεως, τής Γερμανίας καί τής Αυστρίας, κατά τά έτη 1914-1918 εσφάγη ύπό των Νεοτούρκων ολόκληρον έθνος, το Αρμενικόν, καί εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων βιαίως άπεσπάσθησαν υπό των εστιών αυτών καί άπέθανον έν τή έξορία.
»Τή ενόχω συνεργία των συμμάχων χριστιανικών Δυνάμεων τής Δύσεως κατά τά έτη 1919-1922 το έθνικόν κίνημα των Τούρκων τού Μουσταφά Κεμάλ πασα συνεπλήρωσε τό έργο των Νεοτούρκων καί κατά εκατοντάδας άπηγχονίζοντο Έλληνες κληρικοί καί πρόκριτοι τού Πόντου, έν οίς καί ό αντιπρόσωπος τής μητροπόλεως Τραπεζούντος αείμνηστος Ματθαίος Κωφίδης, ένώ χιλιάδες άλλαι στρατευσίμων νέων κατεδικάζοντο εις τον διά τής πείνης καί των ταλαιπωριών θάνατον έν τή εξορία.
Καί έπήλθε κατά Αύγουστον τού 1922 ή Μικρασιατική καταστροφή καί επηκολούθησεν έν έτει 1923 ή άνταλλαγή των πληθυσμών καί ή έντεύθεν έρήμωσις Πόντου, Μικράς Ασίας καί Θράκης καί ή καταστροφή ολοκλήρου χριστιανικού -πολιτισμού».


Χρηστος Σαμουηλιδης

Αποσπασμα απο το βιβλιο του :" Ιστορια του Ποντιακου Ελληνισμου"


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah