Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ...

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

«... Σωρηδόν ρίπτονται εις τας λέμβους, των πάντων στερημένοι, σχεδόν γυμνοί, και εκδιώκονται του τουρκικού εδάφους, θηριώδεις χωροφύλακες και αστυνόμοι, άνευ ουδεμιάς προειδοποιήσεως, εισέρ­χονται βλοσυροί εις τας οικίας των Ελλήνων και δι’ απειλών και ύβρεων ρίπτουν τους ενοίκους εις τους δρόμους, χωρίς να τους επιτρέπουν να παραλάβουν παρά μόνον ολίγα φορέματα. Εν περιπτώσει βραδύτητας αντηχεί ο γδούπος των υποκόπανων των όπλων.
Εις την παραλίαν φύρδην μίγδην κατηφείς γυναίκες και ρυτιδωμένα πρόσωπα γραιών και γερόντων, παιδιά και νήπια, ωχρά και περίτρομα, στέκονται συνεσταλ­μένα όπισθεν μερικών ευτελών αποσκευών.
Τα μάτια όλων στρέφονται ανήσυχα προς την θάλασσαν περιμένοντας να ιδούν τα ατμόπλοια, που θα τους απομακρύνουν από την χώραν των κανιβάλων. Εις τας συνοικίας εξακολουθεί η διαρπαγή.
 Οι ταλαίπωροι φυγάδες στρέφουν δια τελευταίαν φοράν τα μάτια θολά από τα δά­κρυα, δια ν’ αποχαιρετίσουν τας εστίας των. Με ραγισμένη την καρδιά βλέπουν τους διώκτας των να επιπίπτουν επί των επίπλων και των υπαρχόντων τους...».

Αλλού επικρατούσε κάποια τάξη. Αλλού πέρα για πέρα ασυδοσία του τουρκικού πληθυσμού και των τζανταρμάδων. Κερασούντιος ο παραπάνω αφηγητής, μας δίνει άλλη εικόνα της πατρίδας του, που ρήμαξε ο Τοπάλ Οσμάν κι απ’ όπου έφευγαν όσοι απόμειναν: 
«Όρθρου βαθέος επιβιβάζονται εκ του λιμένος της Κερασούντος αρκεταί οικογένειαι Ελλήνων. Τινάς εκ τούτων εξακολουθούν να βασανίζουν οι Τούρκοι, ζητούντες καθυστερουμένους φόρους και ερωτώντες που έχουν κρύψει τα πολύτιμα πράγματά των. Τινών αρπάζουν τα μικρά δέματα, που κρατούν οι δυστυχείς υπό μάλης. Αλλά προχωρούν και περισσότερον. Γνωστών οικογενειών ωραίες κόρες επιχειρούν να εμποδίσουν να αναχωρήσουν. 
Έξαλλοι αι μητέρες επιτίθενται κατά των σατύρων και αποσπούν τα τέκνα των εκ των βδελυρών χειρών των. Ενώπιον των αρχών, εν πλήρει ημέρα, και εις την κεντρικήν αποβάθραν του λιμένος διαδραματίζονται σκηναί, προ των οποίων θα ησχύνοντο και οι άγριοι της Πολυνησίας.
Αι λέμβοι φθάνουν προ των ατμοπλοίων. Οι λεμβούχοι οι οποίοι προηγουμένως σταματήσαντες εισέπραξαν τα βαρέα ναύλα των, ήδη έχουν νέας απαιτήσεις. Αλλά οι χριστιανοί μόνον δάκρυα έχουν πλέον. Αναβιβάζουν, λοιπόν, οι λεμβούχοι, τους πελάτας των εις τα ατμόπλοια, τας ελαχίστας όμως αποσκευάς των αρνούνται να αποδώσουν. Τας κρατούν έναντι των νέων ναύλων που απαιτούν.
Δια τοιούτου αξιοδακρύτου τρόπου εκβάλλονται του πατρίου εδάφους του Πόντου, τα απομεινάρια του χθεσινού ακμαίου Ελληνισμού. Παντού η εκδίωξις έχει την αυτήν κατά το μάλλον η ήττον τραγικήν μορφήν. Αι πόλεις ερημούνται του ελληνικού πληθυσμού των, τα σχολεία και αι εκκλησίαι μένουν με ημιανοίκτους θύρας και συντετριμμένα τα παραθυρόφυλλα...».
 Έφτασε ο Οκτώβρης του 1923 κι ακόμα συνεχίζεται η επιβίβαση. Από την Τραπεζούντα ξεκινά μαζί με τους Σανταίους και ο συγγραφέας της Ιστορίας της Σάντας Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, που περιγράφει:
 «Στο λιμάνι της Τραπεζούντας αγκυροβόλησε το ελληνικό υπερωκεάνιο «Ωκεανός», που πήρε όλο τον υπόλοιπο κόσμο της Τραπεζούντας και της Σαμψούντας. 
Είμαστε 7-8 χιλιάδες πρόσφυγες, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες.
 Ο μεγάλος αυτός συνωστισμός δημιουργούσε πολλά ζητήματα. Είχαμε δυο αποχωρητήρια για τις χιλιάδες του κόσμου. Άλλο κακό η ύδρευση. 
Φοβερός συνωστισμός κοντά στη βρύση, επέμβαση των ναυτών, φωνές, βλαστήμιες... Τις τρεις πρώτες μέρες του ταξιδιού βλέπαμε απ’ το κατάστρωμα τα παράλια της Μικρασίας που αφήναμε ...
Ύστερα φτάσαμε στο Βόσπορο... Το βαπόρι μπήκε στον όρμο τα Καβάκια κι ύστερα από μιας ώρας διαδρομή αντικρίσαμε την Αγία Σοφία».
Το καράβι συνέχισε το ταξίδι του προς την Ελλάδα, αλλά τα προηγούμενα που έπαιρναν τους πρόσφυγες, τους άφηναν για πρώτο σταθμό στην Πόλη, όπου δημιουργήθηκε φρικτή κατάσταση απ’ τον ασφυκτικό συνωστισμό και θέριζε άγρια ο θάνατος απ’ τις αρρώστιες. Αξέχαστες έμειναν στη μνήμη των προσφύγων οι εφιαλτικές ημέρες στους πρώτους τόπους της αποβίβασης και διαμονής:
 «Εις τα εν Αγίω Στεφάνω παραπήγματα και εις τον εν Σκουτάρι μεγάλον στρατώνα «Σελημιέ» συνεκεντρώθησαν άνω των 15.000 προσφύγων. Κατ’ αρχάς -έτη 1922-23- η μέση θνησιμότης μόνον εις το Σελημιέ έφθασε τους 50-60 νεκρούς την ημέρα. 
Οι νεκροί κατά δεκάδας ετοποθετούντο εντός αμαξών και μετεκομίζοντο δια των ελληνικών συνοικιών εις το ελληνικόν νεκροταφείον, όπου μόλις επρόφθαναν να τους ενταφιάζουν κατά σωρούς, εντός των ανοιγομένων λάκκων. 
Μετά τινα καιρόν, όταν κατέφθασαν και ωργανώθησαν τα φιλανθρωπικά σωματεία και ιδία η Αμερικανική «Νήαρ Ηστ Ριλήφ», η θνησιμότης εντός ολίγων μηνών κατήλθεν εις το 20όν περίπου των θανάτων ημερησίως».
Κι όσοι επιζούσαν κι απ’ την τελευταία τούτη δοκιμασία, έφταναν στα λιμάνια της Ελλάδας. Εκεί όλος αυτός ο ξεριζωμένος κόσμος, όλα εκείνα τα ρημαγμένα πλήθη, ανάσαναν, επί τέλους, ελεύθερο αέρα. Έπρεπε να βαλθούν να ξαναφτιάξουν την ζωή τους από την αρχή.


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah