Το χωριό Ασαρτζούκ με τα μεταλλεία αργυρώδη μολύβδου

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Οικογένεια του Ασαρτζούκ  (τέλη 19 αι.)
Βόρεια της Νικόπολης, σε απόσταση 20 χλμ πάνω στο δρόμο προς Κερασούντα και μετά το Καταχώρ’ και τη διασταύρωση της Λίτζασας, βρίσκεται το πασίγνωστο σε όλη την περιφέρεια, εξαιτίας των μεταλλείων αργυρώδους μολύβδου, χωριό Ασαρτζούκ.
Από την ερμηνεία της τουρκικής ονομασίας Ασαρτζούκ (μικρός κρεμασμένος), είναι πιθανό να ονομάστηκε έτσι γιατί εκτείνεται ως κρεμασμένο τοπίο στις πλαγιές του όρους Εγρή-μπελ. (ΣΗΜ.: Όμως σε οθωμανικό χάρτη του 1530, αναγράφεται ως Χισαρτζούκ -Hisarcik, δηλαδή μικρό κάστρο και είναι πιθανό να έπαιζε τέτοιο ρόλο, αφού ήταν το μόνο στενό πέρασμα για να φτάσει κανείς από τα βόρεια στη Νικόπολη).
Ανατολικά του βρίσκονταν οι γιαϊλάδες της Λίτζασας και ο λόφος του Αγίου Παύλου. Δυτικά οι γαϊλάδες Παχτζατζούγιν και Τικενλή που ανήκαν στο Καταχώρ. Βόρεια το όρος Εγρή-μπελ και το Τάμ-ντερε. Νότια το Τσατάχ (διασταύρωση) της Λίτζασας.
Κατά το 1914 οι κάτοικοι του χωριού ανέρχονταν σε 88 οικογένειες με 473 άτομα, όλοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, διεσπαρμένοι σε χωριστούς μαχαλάδες, σε μήκος 10 χλμ μέσα σε μια χαράδρα.
Οι μαχαλάδες αυτοί ήταν του Κοντελί-Σαμλογλάντων, του Χέλου, των Τζανάντων-Πετράντων, των Τογτάντων, των Κελέντων-Ιορδανάντων και του Ουλού-πουκιν.
Η προέλευση των παλιών κατοίκων είναι άγνωστη, αρκετοί όμως από αυτούς προέρχονταν από τη Λίτζασα και από την Αργυρούπολη.
Στο χωριό υπήρχαν τρεις εκκλησίες. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (ΣΗΜ.: ο μόνος που σώζεται σήμερα) βρισκόταν στο μαχαλά των Κελέντων-Ιορδανάντων, ήταν λιθόκτιστος, θολοσκεπής, βυζαντινού ρυθμού, με μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιο. Ο Άγιος Γεώργιος βρισκόταν στο μαχαλά των Τζανάντων-Πετράντων, ήταν λιθόκτιστος, χαμηλός και σανιδοσκεπής. Ο τρίτος ναός, του Ιωάννου του Θεολόγου, ήταν ίδιος με το δεύτερο και βρισκόταν στο μαχαλά Ουλού-πουκίν.
Παρεκκλήσια ήταν του Αγίου Κωνσταντίνου στο Ουλού-πουκίν και του Προφήτη Ηλία στα υψώματα του Εγρήμπελ.
Η εκπαίδευση στο χωριό αυτό, όπως και στη Λίτζασα, ήταν τόσο προηγμένη, ώστε από το 1860 στα σχολεία φοιτούσαν και κορίτσια εκτός από αγόρια. Κατά τα τελευταία έτη που τα μεταλλεία λειτουργούσαν εντατικά, ο διευθυντής της εταιρείας Αβραάμ αγάς, με δικές του δαπάνες οικοδόμησε διώροφη εξατάξια σχολή, που στην πρόσοψη έφερε την επιγραφή  "Αβραμιαία Σχολή".
Στη σχολή αυτή φοιτούσαν 60 μαθητές με ένα δάσκαλο. Κατά τα έτη 1900-1914, δάσκαλοι χρημάτισαν οι Παναγιώτης Παυλίδης (ο γνωστός εκδότης αριθμητικής και δάσκαλος μετέπειτα του ημιγυμνασίου Κερασούντας), ο Αβραάμ Κωνσταντινίδης από το Αλησάρ, ο παπά Άνθιμος Παπα-δόπουλος που εκτελούσε και καθήκοντα εφημερίου εναλλάξ στις τρεις εκκλησίες, ο Νικόλαος Βασιλειάδης από το χωριό Αλούτζε και ο Ιωάννης Τεμεκιουνίδης από το Αλησάρ.
Η συντήρηση της σχολής και οι μισθοί του προσωπικού προέρχονταν από τα περισσεύματα των εκκλησιών, από τα ενοίκια ενός αγροκτήματος δέκα στρεμμάτων, από τα ενοίκια ενός καταστήματος στη Νικόπολη και από το ταμείο της Αδελφότητας που ίδρυσαν απόδημοι χωριανοί στη Ρωσία.
Μεταξύ των κατοίκων διακρίνονταν για τη δραστηριότητα και τη συμβολή τους στην προαγωγή της παιδείας και την ανέγερση ευαγών ιδρυμάτων και του νεόδμητου ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο καταγόμενος από τη Δαμασκό Ηλίας Σαμλίδης και ο Ιωσήφ Ιορδανόπουλος. Αυτοί όταν σταμάτησε η εκμετάλλευση των μεταλλείων εγκατέλειψαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στη Νικόπολη, όπως και ο, στη Θεσσαλονίκη σήμερα, Αβραάμ Εμμανουηλίδης.

Εκείνος όμως που διέπρεψε και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και δημοτικότητας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ήταν ο Χατζή Μιχαήλ Σαμλίδης. Αυτός προσλήφθηκε ως επιστάτης από την αγγλική εταιρεία των μεταλλείων και διακρίθηκε για τη δραστηριότητα και την ετοιμότητα πνεύματος, γιατί επινόησε και κατασκεύασε ένα μηχάνημα σπαστήρα με το οποίο θρυμμάτιζαν σε μικρότερα κομμάτια το μετάλλευμα (τζοχέρι), για να μεταφερθεί έπειτα εύκολα στο εργοστάσιο για πλύση. Το μηχάνημα αυτό το ονόμασαν οι Άγγλοι «Σαμλόγλου Φάμπρικα». (ΣΗΜ.: Ακόμα και σήμερα η τοποθεσία στη νότια είσοδο του χωριού, ονομάζεται Σαμλόγλου Φάμπρικα!!).
Η φήμη και η πρωτοβουλία του τράβηξε την προσοχή των τουρκικών αρχών και όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να χαράξει το δημόσιο δρόμο Νικόπολης-Κερασούντας, τον κάλεσε για να αναλάβει την επίβλεψη και την εκτέλεση του έργου. 
Κατά την πορεία του έργου έχτισε μια βρύση στο ψηλότερο μέρος του όρους Εγρή-μπελ, που ονομάστηκε Σαμλόγλου τσεσμεσί και στη συνέχεια, μεταξύ της κωμόπολης Κουλάκ-καγιά και Αγού-τερέ έστησε μεγάλη γέφυρα που ονομάστηκε Σαμλόγλου κιοπρισή.
Μετά την εκτέλεση του έργου του νέου δρόμου, ο Νομάρχης τον έστειλε στο Ερζιντζάν να χτίσει ένα τζαμί. Όταν τελείωσε κι αυτό, οι Τούρκοι για να τον ευχαριστήσουν του έδωσαν ως δώρο πολλά χαλιά, από τα οποία ο Χατζή Μιχαήλ κράτησε μόνο ένα και τα υπόλοιπα τα δώρισε στο τζαμί. Αυτή η ενέργεια έκανε μεγάλη εντύπωση στους Τούρκους, οι οποίοι όποτε έκαναν το ναμάζι τους ανέφεραν με θαυμασμό και το όνομά του.
Μεταξύ των προκρίτων του χωριού συγκαταλέγεται και ο Χρήστος Εμμανουηλίδης, τέως δάσκαλος και πατέρας επτά παιδιών επιστημόνων, εγκατεστημένος στη Δράμα.
Το Ασαρτζούκ ευρισκόμενο μεταξύ των βουνών Εγρή-μπελ, Τσοχάγιν και Χαρμάν-καγιά, περιβάλλεται από τα δασώδη βουνά Τσοχάγιν, Χαρμάν-καγιά, Κολού-τορον, Θάριν, Τσακήλ-αλάγιν, Θαρόριζον και Μανταρλή, τα οποία με τις τοπικές ονομασίες ήταν προεξοχές των Ποντικών Ορέων (Παρύαδρου κατά το Στράβωνα) και καλύπτονταν από διάφορα δένδρα, έλατα, πεύκα κλπ, από τα οποία ξυλεύονταν οι κάτοικοι.
Στις σχηματιζόμενες κοιλάδες και στα οροπέδια των παραπάνω βουνών, βρίσκονταν οι πλούσιοι σε βλάστηση γιαϊλάδες Τολού-τερέ, Εγρή-μπελ, Ουλουτζάγιν, Τερέ-γιουρτού, Ομάλιν και Τέρμαν, στους οποίους οι κάτοικοι πήγαιναν το καλοκαίρι με τα ζώα τους και παρασκεύαζαν τα αγνά γαλακτοκομικά προϊόντα τους για προσωπική χρήση και για εμπορία.
Δίπλα από τα χωριό κυλούσε ο ποταμίσκος που πήγαζε από το Εγρή-μπελ (τ’ Ασαρτζουγού το ποτάμιν), ο οποίος ενώνονταν στο Τσατάχ με τον ποταμίσκο της Λίτζασας και σχημάτιζαν τον ποταμό της Τάμζαρας, ο οποίος μέσω του Αγατμούς χυνόταν στον ποταμό Λύκο.
Το υπέδαφος του χωριού, μεταξύ του δημόσιου δρόμου και βαθειά στα έγκατα του Εγρή-μπελ, ήταν πλούσιο σε μετάλλευμα αργυρούχου μολύβδου, με περιεκτικότητα λίγου χρυσού. Αυτά τα μεταλλεία ήταν γνωστά από την αρχαιότητα και η εξόρυξη του μεταλλεύματος γίνονταν με πρωτόγονο τρόπο, όπως αποδείχτηκε από εργαλεία που βρέθηκαν στα βάθη των αρχαίων ορυχείων.
Συστηματική εκμετάλλευση άρχισε το 1818 από τον Οθωμανό Χατζή Χαφούζ εφέντη, για λογαριασμό του οποίου εργάζονταν ως ραγιάδες οι εξ Αργυρουπόλεως μεταλλουργοί και οι από άλλα μέρη Έλληνες που εγκαταστάθηκαν εκεί. Στη συνέχεια τα μεταλλεία μεταβιβάστηκαν από τον εγγονό του Χαλήλ αγά στην κυριότητα του Έλληνα από την Καισαρεία Αβραάμ αγά, επί των ημερών του οποίου ανέπνευσαν οικονομικώς και προοδέυσαν οι κάτοικοι της περιοχής.
Το εργοστάσιο του μεταλλείου, οι μηχανικές εγκαταστάσεις και τα γραφεία της εταιρείας ήταν εγκατεστημένα εκατέρωθεν της δημόσιας οδού, στη συνοικία Χελού.
Η εκμετάλλευση των μεταλλείων Ασαρτζούκ περιήλθε αργότερα στην αγγλική εταιρεία "Asia Minor", η οποία τα πρώτα χρόνια έστελνε το μετάλλευμα όπως έβγαινε από τα ορυχεία στην Αγγλία. Επειδή όμως αυτή η αποστολή είχε τεράστια έξοδα και κρίθηκε ασύμφορη, η εταιρεία αποφάσισε να ξεχωρίσει με πλύσιμο το καθαρό μετάλλευμα απο ΄τις ξένες ουσίες. Επειδή  όμως τα νερά του ποταμίσκου Ασαρτζούκ δεν ήταν αρκετά, αποφάσισαν καθ’ υπόδειξη του επιστάτη τους Χατζή Μιχαήλ Σαμλίδη, να διοχετετεύσουν τα κατερχόμενα νερά από το Καρά-γκιολ στον ποταμίσκο αυτό. Έτσι με ευκολία ξέπλεναν το μετάλλευμα και έπεσε το κόστος μεταφοράς.
Όσο ακόμα συνεχίζονταν ομαλά οι εργασίες της εταιρείας, ο γνωστός τότε σε όλη την περιφέρεια λήσταρχος Μιντζάνογλου και κυρίαρχος εκείνης της περιοχής που την είχε ως έδρα του, ειδοποίησε την εταιρεία να του καταβάλλει χρήματα για να μη βάλει εμπόδια στη λειτουργία της.

 Η εταιρεία δεν έδωσε σημασία στον εκβιασμό του και έτσι ο Μιντζάνογλου κατέστρεψε το φράγμα από το οποίο διοχετεύονταν τα νερά του Καρά-γκιολ στον ποταμίσκο. Και πάλι οι Αγγλοι δεν έδωσαν σημασία και επιδεικτικά φόρτωσαν 1.000 οκάδες μεταλλεύματος σε 1.000 ζώα, για να τα στείλουν στο λιμάνι της Κερασούντας προς εξαγωγή.
 Μόλις όμως το καραβάνι των ζώων έφτασε στη στενή διάβαση Γκιαβούρ-χεντέκ, το σταμάτησε ο Μιντζάνογλου και διέταξε τους αγωγιάτες να κατεβάσουν τα φορτία. Τότε πλέον η εταιρεία αποτάθηκε στην Υψηλή Πύλη και ζήτησε την προστασία της και την εξόντωση του λήσταρχου. Η Υψηλή Πύλη θορυβήθηκε και τον επικήρυξε για 100 χρυσές λίρες. Μόλις έγινε γνωστή η επικήρυξη, τον άοπλο και ανύποπτο Μιντζάνογλου σκότωσε ο ίδιος ο πεθερός του, έκοψε το κεφάλι του και το παρέδωσε στις αρχές, παίρνοντας και τις 100 λίρες.
Μετά την εξόντωση του Μιντζάνογλου, η εταιρεία συνέχισε τις εργασίες της μέχρι το 1905 και όταν η περιεκτικότητα του χρυσού έπεσε από το 5%, κάθε περαιτέρω εκμετάλλευση κρίθηκε ασύμφορη. Έτσι η εταιρεία σταμάτησε τις εργασίες και διέλυσε τις εγκαταστάσεις της, αν και όπως διηγούνται οι εργασθέντες στα μεταλλεία αυτά, το κυρίως μετάλλευμα βρίσκονταν πέρα από τα 20 μέτρα, μέχρι τα οποία είχαν φτάσει στο βάθος του Εγρή-μπελ.
Χωρίς αμφιβολία, οι κάτοικοι του Ασαρτζούκ, αλλά και της Λίτζασας και των άλλων χωριών της περιοχής, αισθάνθηκαν μεγάλη πίκρα από την απροσδόκητη αναστολή εργασιών της εταιρείας, αφού η λειτουργία της συνετέλεσε πάρα πολύ στην οικονομική διάρθρωση της περιοχής, αλλά είχε και πνευματική επίδραση, λόγω της συνεχούς επαφής και συναλλαγής των ντόπιων με το ξένο προσωπικό.
Την ειρηνική περίοδο 1905-1914 διαδέχθηκαν τα παγκόσμια προϊόντα. Οι κάτοικοι του Ασαρτζούκ δεν εκτοπίστηκαν όπως συνέβη σε άλλα χωριά της επαρχίας. Επίσης ενώ οι κάτοικοι άλλων χωριών που δεν εκτοπίστηκαν, υπέφεραν από την πείνα, τις κακουχίες και τους θέριζαν διάφορες ασθένειες, οι κάτοικοι του Ασαρτζούκ δεν δεινοπάθησαν ούτε στερήθηκαν τα προς το ζην αναγκαία, διότι το 1917 εγκαταστάθηκε στο χωριό ένα σύνταγμα μεταγωγών με όλα τα εξαρτήματα και τις αποσκευές του. 
Οι στρατιώτες του συντάγματος έμεναν σε διάφορα σπίτια του χωριού, η εκκλησία χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη υλικού, το ισόγειο του σχολείου ως θάλαμος στρατιωτών και ο δεύτερος όροφος ως αναρρωτήριο. Αυτό το σύνταγμα (στο οποίο υπηρέτησε ως λόγιας και ο εκ των συγγραφέων αυτού του έργου Θεόδωρος Ιωσηφίδης), παρ’ όλο που εμπόδισε την εκπαίδευση των μαθητών, εν τούτοις συνετέλεσε στο να διασωθούν πολλοί κάτοικοι από την ανέχεια και την πείνα.
Μετά την ανακωχή του 1921 όμως, οι κάτοικοι υπέφεραν αρκετά και πολλές φορές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ομαδικά τα σπίτια τους και να καταφύγουν στα πυκνά δάση γύρω από το χωριό, εξαιτίας των αγριανθρώπων εκείνων, γνωστών για τις θηριωδίες τους τσέτες του περιβόητου και χριστιανομάχου Τοπάλ Οσμάν αγά, που προξένησαν πολλές καταστροφές και ζημιές τόσο σ’ αυτούς, όσο και στα άλλα χωριά που διέρχονταν, κατά τις πληροφορίες του Αριστείδη Πιρίτσαλη.

Πηγη: http://garasari.blogspot.gr/




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah