Την άνοιξη του 1880 πολλοί Τούρκοι ληστές από τα γειτονικά χωριά Άσια και Κολόσια βγήκαν οπλισμένοι και ξεκίνησαν μια νύχτα να κάνουν κάποια ληστεία. Και που; Να, ούτε λίγο ούτε πολύ στα κεντρικά και μεγάλα χωριά της Σάντας, και πρώτα πρώτα στο Ισχανάντων, γιατί τους Ισχανανταίους τους ξέρανε παραλήδες.
Η Σάντα απ’ τα παλιά χρόνια ως το 1880 δεν είδε τέτοιο πράγμα, και γι’ αυτό κοιμώνταν αμέριμνοι οι Ισχανανταίοι ως τη νύχτα που τους χάιδεψαν οι ληστές. Οι ληστές ξόδεψαν τη μισή νύχτα για να κατέβουν άπ’ τα χωριά τους στον ποταμό Γιάμπολης και ν’ ανέβουν απ' το Γαργαλάτς και το Κοιλάδ στο Ισχανάντων.
Δεν έχασαν καιρό και πήραν κατεύθυνση σ’ ένα ακραίο σπίτι, στο σπίτι της Πινατέτσας που βρισκόταν παρακάτω απ’ το πατρικό μου σπίτι και είχε ενοίκους αρκετά ευκατάστατους. Φαίνεται οι ληστές θα είχαν καλές πληροφορίες για το σπίτι και για τους ένοικους του, γιατί άνοιξαν αμέσως την πόρτα χωρίς κρότο, πήγανε ίσια στα σεντούκια και στα ντουλάπια των νοικοκυραίων, και τους βουτήξανε όλα τους τα ρουχικά ως και το τελευταίο τους μαντήλι.
Όλη αυτή η δουλειά έγινε αστραπιαία μέσα σε 5 λεπτά της ώρας, χωρίς το φως καμιάς λάμπας και χωρίς να ξυπνήσουν οι νοικοκυραίοι που κοιμόνταν βαθιά. Λες κι’ είχαν οι ληστές σύνεργό έναν απ’ τους σπιτικούς.
Οι ληστές ύστερα από την πράξη τους αυτή έγιναν καπνός, μα στη φυγή τους έκαμαν κάποιο κρότο που ξύπνησε τους νοικοκυραίους.
Οι νοικοκυραίοι αμέσως ανακάτεψαν τα αναμμένα κάρβουνα του τζακιού, άναψαν από κει ένα δαδί και το περιέφεραν σ’ όλες τις κόχες του σπιτιού για να ιδούν τι τους έγινε. Έμειναν κεραυνόπληκτοι σαν είδαν πως τους λείπουν όλα τα ρουχικά.
Έβγαλαν τότε οι νοικοκυραίοι φωνές σπαρακτικές, κι’ όλο το χωριό βρέθηκε στο πόδι μέσα σε 10 λεπτά. Ζώστηκαν αμέσως τ’ άρματα τους 15 παλικάρια και με την οπλισμένη επίσης νοικοκυρά του σπιτιού έσπευσαν να καταδιώξουν τους ληστές.
Λέγανε και ήταν βέβαιο πως η οπλισμένη νοικοκυρά, έτσι τολμηρή όπως ήταν, αν καταλάβαινε την παραμικρή κίνηση των ληστών μέσ’ στο σπίτι, δεν θ' άφηνε κανένα τους να βγει ζωντανός από κει.
Ξέρανε τα παλικάρια μας πως οι ληστές κατάγονταν απ’ τα γειτονικά μας Τουρκοχώρια, γιατί ξένοι ληστές ούτε τα κατατόπια ξέρανε ούτε τολμούσαν να εισβάλουν στη Σάντα για τον φόβον των Ιουδαίων, και τρέξανε να καταλάβουν το δίστρατο του Παύλ, που το ένα του κλαδί οδηγούσε στην κοιλάδα του ποταμού μας και το άλλο του κλαδί τραβούσε ίσια στα χωριά Άσια και Κολόσια άπ’ το βουνό του Παύλ.
Τα παλικάρια μας ήσαν σίγουρα πως θα πιάσουν τους ληστές εκεί, μα έκαμαν τους λογαριασμούς χωρίς τον ξενοδόχο, γιατί οι ληστές βιαστικοί όπως ήσαν έφτασαν στο δίστρατο 10 λεπτά νωρίτερα και πήραν τον δρόμο του Παύλ.
Οι αθεόφοβοι ληστές μόλις έφτασαν στο Παύλ νόμισαν πως διέφυγαν κάθε κίνδυνο, και πλησίασαν στο σπίτι του παππού μου Πιπιλίκα που βρισκόταν απομονωμένο μέσα στην ερημιά του Παύλ. Δεν ξέρανε πως τους κυνηγούν τα παλικάρια μας και κάνανε απόπειρα να ληστέψουν και το σπίτι του παππού μου.
Ένας τότε απ' αυτούς ανέβηκε στη στέγη, και σαν δεισιδαίμονας που ήταν έριξε απ' τον φεγγίτη χώμα παρμένο από κάποιον τάφο πάνω στους σπιτικούς του παππού μου τάχα για να μην ξυπνήσουν τον καιρό που θα τους λήστευαν.
Τους ληστές αντελήφθηκε η γιαγιά μου Κυριακή, η οποία σαν πάντοτε λαγοκοιμόταν και είχε το πιστόλι κάτω από το προσκέφαλο της, και η οποία σαν είδε πως πέφτει χώμα στο πρόσωπό της έριξε δύο πιστολιές στη στέγη.
Άκουσε τότε το ωχ! του ληστή και τους άτακτους βηματισμούς των συντρόφων του επάνω στη στέγη, που σήμαιναν . . . πολλά. Αμέσως έτρεξε στο παράθυρο και φώναξε τον Μερτσιάν που βρισκόταν πέραν του ποταμού. Εκεί που φώναζε ακούστηκαν μερικές τουφεκιές.
Πυροβολούσαν τα 15 παλικάρια μας που άκουσαν τους πυροβολισμούς της γιαγιάς μου. Οι τουφεκιές όμως αυτές ήσαν άσκοπες, έπρεπε τότε τα παλικάρια μας, έφ’ όσον το σκοτάδι της νύχτας απόκρυβε τις κινήσεις τους, να σπεύσουν αμέσως στο Παύλ χωρίς να πυροβολήσουν, να περικυκλώσουν τους ληστές και να τους εξοντώσουν αυτοί όμως δεν συγκρατήθηκαν, πυροβόλησαν και έδωσαν καιρό στους ληστές να φύγουν.
Το καρτέρι αυτό που στήσανε τα παλικάρια μας στους κατσικοκλέφτες γειτόνους μας τους καταπτόησε, κι ως τις τελευταίες μέρες της Σάντας, επί 40 χρόνιο δεν μας παίξανε όμοιο παιγνίδι οι Ασιάληδες και Κολόσιαληδες.
Μιλτιάδης Νυμφοπουλος
Η Σάντα απ’ τα παλιά χρόνια ως το 1880 δεν είδε τέτοιο πράγμα, και γι’ αυτό κοιμώνταν αμέριμνοι οι Ισχανανταίοι ως τη νύχτα που τους χάιδεψαν οι ληστές. Οι ληστές ξόδεψαν τη μισή νύχτα για να κατέβουν άπ’ τα χωριά τους στον ποταμό Γιάμπολης και ν’ ανέβουν απ' το Γαργαλάτς και το Κοιλάδ στο Ισχανάντων.
Όλη αυτή η δουλειά έγινε αστραπιαία μέσα σε 5 λεπτά της ώρας, χωρίς το φως καμιάς λάμπας και χωρίς να ξυπνήσουν οι νοικοκυραίοι που κοιμόνταν βαθιά. Λες κι’ είχαν οι ληστές σύνεργό έναν απ’ τους σπιτικούς.
Οι ληστές ύστερα από την πράξη τους αυτή έγιναν καπνός, μα στη φυγή τους έκαμαν κάποιο κρότο που ξύπνησε τους νοικοκυραίους.
Οι νοικοκυραίοι αμέσως ανακάτεψαν τα αναμμένα κάρβουνα του τζακιού, άναψαν από κει ένα δαδί και το περιέφεραν σ’ όλες τις κόχες του σπιτιού για να ιδούν τι τους έγινε. Έμειναν κεραυνόπληκτοι σαν είδαν πως τους λείπουν όλα τα ρουχικά.
Έβγαλαν τότε οι νοικοκυραίοι φωνές σπαρακτικές, κι’ όλο το χωριό βρέθηκε στο πόδι μέσα σε 10 λεπτά. Ζώστηκαν αμέσως τ’ άρματα τους 15 παλικάρια και με την οπλισμένη επίσης νοικοκυρά του σπιτιού έσπευσαν να καταδιώξουν τους ληστές.
Λέγανε και ήταν βέβαιο πως η οπλισμένη νοικοκυρά, έτσι τολμηρή όπως ήταν, αν καταλάβαινε την παραμικρή κίνηση των ληστών μέσ’ στο σπίτι, δεν θ' άφηνε κανένα τους να βγει ζωντανός από κει.
Ξέρανε τα παλικάρια μας πως οι ληστές κατάγονταν απ’ τα γειτονικά μας Τουρκοχώρια, γιατί ξένοι ληστές ούτε τα κατατόπια ξέρανε ούτε τολμούσαν να εισβάλουν στη Σάντα για τον φόβον των Ιουδαίων, και τρέξανε να καταλάβουν το δίστρατο του Παύλ, που το ένα του κλαδί οδηγούσε στην κοιλάδα του ποταμού μας και το άλλο του κλαδί τραβούσε ίσια στα χωριά Άσια και Κολόσια άπ’ το βουνό του Παύλ.
Τα παλικάρια μας ήσαν σίγουρα πως θα πιάσουν τους ληστές εκεί, μα έκαμαν τους λογαριασμούς χωρίς τον ξενοδόχο, γιατί οι ληστές βιαστικοί όπως ήσαν έφτασαν στο δίστρατο 10 λεπτά νωρίτερα και πήραν τον δρόμο του Παύλ.
Οι αθεόφοβοι ληστές μόλις έφτασαν στο Παύλ νόμισαν πως διέφυγαν κάθε κίνδυνο, και πλησίασαν στο σπίτι του παππού μου Πιπιλίκα που βρισκόταν απομονωμένο μέσα στην ερημιά του Παύλ. Δεν ξέρανε πως τους κυνηγούν τα παλικάρια μας και κάνανε απόπειρα να ληστέψουν και το σπίτι του παππού μου.
Ένας τότε απ' αυτούς ανέβηκε στη στέγη, και σαν δεισιδαίμονας που ήταν έριξε απ' τον φεγγίτη χώμα παρμένο από κάποιον τάφο πάνω στους σπιτικούς του παππού μου τάχα για να μην ξυπνήσουν τον καιρό που θα τους λήστευαν.
Τους ληστές αντελήφθηκε η γιαγιά μου Κυριακή, η οποία σαν πάντοτε λαγοκοιμόταν και είχε το πιστόλι κάτω από το προσκέφαλο της, και η οποία σαν είδε πως πέφτει χώμα στο πρόσωπό της έριξε δύο πιστολιές στη στέγη.
Άκουσε τότε το ωχ! του ληστή και τους άτακτους βηματισμούς των συντρόφων του επάνω στη στέγη, που σήμαιναν . . . πολλά. Αμέσως έτρεξε στο παράθυρο και φώναξε τον Μερτσιάν που βρισκόταν πέραν του ποταμού. Εκεί που φώναζε ακούστηκαν μερικές τουφεκιές.
Πυροβολούσαν τα 15 παλικάρια μας που άκουσαν τους πυροβολισμούς της γιαγιάς μου. Οι τουφεκιές όμως αυτές ήσαν άσκοπες, έπρεπε τότε τα παλικάρια μας, έφ’ όσον το σκοτάδι της νύχτας απόκρυβε τις κινήσεις τους, να σπεύσουν αμέσως στο Παύλ χωρίς να πυροβολήσουν, να περικυκλώσουν τους ληστές και να τους εξοντώσουν αυτοί όμως δεν συγκρατήθηκαν, πυροβόλησαν και έδωσαν καιρό στους ληστές να φύγουν.
Το καρτέρι αυτό που στήσανε τα παλικάρια μας στους κατσικοκλέφτες γειτόνους μας τους καταπτόησε, κι ως τις τελευταίες μέρες της Σάντας, επί 40 χρόνιο δεν μας παίξανε όμοιο παιγνίδι οι Ασιάληδες και Κολόσιαληδες.
Μιλτιάδης Νυμφοπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου