Η κίνηση για τη Δημοκρατία του Πόντου Μέρος 3ο

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Το Μάρτιο του 1920, δεν έμεινε πια καμιά αμφιβολία στους Ρωμιούς ότι οι σύμμαχοι τούς πρόδωσαν και τους εγκατέλειψαν. Είδαν πως δεν είχαν να στηρίξουν πουθενά αλλού τις ελπίδες τους παρά μόνο στη Μητέρα Ελλάδα.
 Η Επιτροπή Ποντίων στην Αθήνα κινήθηκε αμέσως και έκανε πρόταση στον Βενιζέλο να γίνει σύντομα απόβαση ελληνικού στρατού στον Πόντο. Η πρόταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή, γι’ αυτό ο πρωθυπουργός ζήτησε από την Επιτροπή να εκθέσει γραπτώς τους λόγους που μπορούσαν να τη στηρίξουν.
Χάρτης του Πόντου ( Η γραμμή οριοθετεί το διεκδικούμενο Πόντο στα χρόνια 1918-1922)

Η Επιτροπή Ποντίων συνέταξε προσεχτικά το σχετικό κείμενο που περιλάμβανε τα παρακάτω επιχειρήματα:
Πρώτο. Μια στρατιωτική δράση στο μακρινό Πόντο θα αποτελούσε πρώτης γραμμής αντιπερισπασμό στις δυνάμεις των Τούρκων και θα βοηθούσε πολύ την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μικρασία.
Δεύτερο. Οι κύριες δυνάμεις του Κεμάλ ήταν συγκεντρωμένες στη Σεβάστεια. Ο αμαξιτός, όμως, δρόμος Αμισού-Σεβάστειας μπορούσε να ελέγχεται από τους Έλληνες αντάρτες του Δυτικού Πόντου, ώστε να παραλύεται κάθε σοβαρή κίνηση τουρκικού στρατού.
Τρίτο. Ο Πόντος, γενικά, διέθετε πολλές δυνάμεις σε έμψυχο υλικό. Συγκεκριμένα, στη μητροπολιτική επαρχία της Αμάσειας (Σαμψούντα, Μερζιφούντα, Πάφρα, Καβάκ, Κάβζα, Βεζίρκιοπρου, Λαοδίκεια, Έρμπαγα) και στη μητροπολιτική επαρχία Νεοκαισάρειας (Οινόη, Φάτσα, Τέρμε, Νεοκαισάρεια, Τοκάτη, Κοτύωρα) υπήρχαν δεκαοχτώ χιλιάδες αντάρτες με πλήρη οπλισμό. Οι άντρες αυτοί ασχολούνταν προς το παρόν με τα ειρηνικά τους έργα, αλλά ήταν έτοιμοι σε κάθε στιγμή να συγκροτήσουν αντάρτικα σώματα με δικούς τους οπλαρχηγούς.
Καπετάν Ευκλείδης
Άλλες εκατοντάδες δυναμικοί αντάρτες υπήρχαν στα χωριά της Σάντας με οπλαρχηγό τον καπετάν Ευκλείδη.
Τέλος, δέκα χιλιάδες γυμνασμένους και εμπειροπόλεμους άντρες, απόμαχους του ρωσικού στρατού, μπορούσε να παρατάξει ο Ελληνοπόντιος πρώην τσαρικός στρατηγός Ανάνιος με τους στρατιώτες της Μεραρχίας των Ελληνοποντίων του Καυκάσου που συγκροτήθηκε στο Καρς μετά τη Ρωσική επανάσταση στην Υπερκαυκασία.
Τέταρτο.
 Ελληνική αποβατική δύναμη μπορούσε πολύ γρήγορα να προωθηθεί από την Αμισό στη Σεβάστεια, στη φωλιά του κεμαλικού στρατού.
Όταν πήρε στα χέρια του το υπόμνημα ο Βενιζέλος, το μελέτησε ιδιαιτέρως με μεγάλη προσοχή, το συσχέτισε με τα στρατιωτικά και πολιτικά δεδομένα της Ελλάδας και με τα γενικότερα συμφέροντα του Έθνους, και κατέληξε στην απόφαση να μην αναλάβει τη μεγάλη ευθύνη. Κάλεσε λοιπόν την άλλη μέρα την επιτροπή των Ποντίων της Αθήνας και της δήλωσε ότι δεν διέθετε στρατεύματα για την προάσπιση των Ελλήνων του Πόντου.
«Αντί για απόβαση», κατέληξε, «σας συμβουλεύω να προτείνετε άλλα μέτρα».
«Εξοχότατε», απάντησε σταθερά ο πρόεδρος της επιτροπής, «εμείς τουλάχιστον δε βλέπουμε άλλα μέτρα πιο αποτελεσματικά για την προστασία των αδελφών μας. Θα θέλαμε όμως να ξέραμε ποιο μέτρο θα προτείνατε εσείς, αν ήσασταν στη θέση μας».
Ο Εθνάρχης σκέφτηκε λίγα δευτερόλεπτα και κατόπιν είπε:
«Να διατυπώσετε τα αιτήματά σας και τις εθνικές σας αξιώσεις στο Συμβούλιο των Συμμάχων, ανεπίσημα βέβαια».
«Μα αυτό σημαίνει, ουσιαστικά, τέλεια εγκατάλειψη του ζητήματος του Πόντου και από την Ελληνική Κυβέρνηση».
«Όχι, ακριβώς», απάντησε σε χαμηλό και θλιμμένο τόνο ο Κυβερνήτης της Ελλάδας.
Ο πρόεδρος της επιτροπής σώπασε πικραμένος. Κατάλαβε τη θέση του Βενιζέλου και το σταθερό προσανατολισμό του προς το να μην μπλέξει με την υπόθεση του Πόντου, έκανε μεταβολή και χαιρετώντας βγήκε από το πρωθυπουργικό γραφείο. Τον ακολούθησαν και τα μέλη χωρίς να πουν άλλη κουβέντα.
Οι ποντιακές οργανώσεις, ωστόσο, συνέχισαν τις μάταιες και απελπισμένες ενέργειές τους, χωρίς να προκαλέσουν στο τέλος κανένα θεαματικό αποτέλεσμα. Σιγά σιγά άρχισαν να δυσκολεύονται στο να κάνουν σωστή εκτίμηση της κατάστασης, έχασαν την τακτική επαφή τους με τα πράγματα, εκφυλίστηκαν και κατάντησαν ανεδαφικά κέντρα, απ’ όπου εξαπολυόταν ένας άδειος και ατέλειωτος χαρτοπόλεμος από πλατωνικά υπομνήματα, διαβήματα, προτάσεις και διακηρύξεις. Δεν έπαιζαν πια κανένα βαρύνοντα ρόλο.
 Στις συχνές συνεδριάσεις τους διατυπώνονταν μεγαλόστομες αρχές και μεγαλεπήβολα σχέδια, που δεν είχαν όμως καμία απήχηση.
Ματθαίος Κωφίδης
Τον Απρίλιο του 1920, ο βουλευτής Τραπεζούντας Ματθαίος Κωφίδης έστειλε τον Αντώνη Παπαδόπουλο στην Πόλη για να έρθει σε επαφή με τον Έλληνα Αρμοστή και να εκθέσει την κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Συνάμα να πληροφορηθεί πότε και πόσος ελληνικός στρατός θα ερχόταν να καταλάβει τη χώρα! Η απάντηση που πήρε από τον Κατεχάκη ήταν απογοητευτική:
«Ανακοίνωσε», του είπε ο Αρμοστής, «στον αρχιερατικόν επίτροπο και βουλευτή κύριο Ματθαίο Κωφίδη και, μέσον αυτού, σε όλους τους Ποντίους, ότι, όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, καμιά ελπίδα δεν υπάρχει να αποσταλούν στρατιωτικές δυνάμεις στον Πόντο και, επομένως, να είναι επιφυλακτικοί στις σχέσεις τους με τους Τούρκους».
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος βγήκε από το γραφείο συντριμμένος και την άλλη μέρα, μπαίνοντας σ’ ένα βαπόρι που ταξίδευε για τη Μαύρη Θάλασσα, γύρισε στον Πόντο. Το βαπόρι έκανε μια μεγάλη στάση στη Σαμψούντα, που έδωσε την ευκαιρία στον απεσταλμένο του Κωφίδη να κατέβει στην πόλη και να συναντηθεί στη Μητρόπολη με τον Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Του ανακοίνωσε το περιεχόμενο της συνομιλίας του με τον Κατεχάκη, καθώς και τη σύστασή του προς τους Ποντίους να είναι προσεχτικοί με τους Τούρκους.
«Νομίζω», κατέληξε ο Παπαδόπουλος, «πως πρέπει να εξαφανίσετε όσα ενοχοποιητικά και επικίνδυνα έγγραφα έχετε».
«Ευχαριστώ για τις συστάσεις, τέκνον μου», απάντησε ο Πρωτοσύγκελλος. «Αλλά ίσως είναι κάπως αργά να είμαστε προσεχτικοί. Ήδη, εκτεθήκαμε δίνοντας πίστη στις επαγγελίες των Μεγάλων Συμμάχων, που μας πρόδωσαν».
Ο Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλλης
«Μα δεν υπάρχει ούτε από τη Μητέρα Ελλάδα καμιά πρόθεση να μας βοηθήσει».
«Θα κοιτάξουμε να βοηθηθούμε μόνοι μας! Πρέπει, τέκνον μου, να προστατέψουμε τον εαυτό μας από τη λύσσα των Τούρκων. Πρέπει να σώσουμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας».
«Ο Θεός μαζί σας! Εγώ αυτά είχα να σας πω, κατ’ εντολήν άλλων».
Ο Πρωτοσύγκελος Πλάτων κοίταξε στα μάτια τον Παπαδόπουλο, του χαμογέλασε και του είπε σε τόνο πανηγυρικό:
«Κοίταξε τα βουνά γύρω μας! Αυτά είναι τα κάστρα μας και δε φοβόμαστε κανέναν! Είναι γεμάτα με αγωνιστές που τους τρέμει η Τουρκιά. Με ένα νεύμα μπορεί να κατέβουν και να καταλάβουν την πόλη και να καταλύσουν τις τουρκικές αρχές!»
Ο Παπαδόπουλος, φεύγοντας από το γραφείο του Πρωτοσύγκελου, πήγε και βρήκε τον Επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο, βοηθό του μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού, και του μετέδωσε τις απόψεις και τις συστάσεις του Κατεχάκη. Ο Επίσκοπος του έδωσε την ίδια απάντηση που πήρε και από τον Πρωτοσύγκελο.
Την άλλη μέρα το πρωί, μπήκε στο βαπόρι για να πάει στην Τραπεζούντα. Όλη την ώρα συλλογιζόταν τις απαντήσεις και τον αγωνιστικό τόνο της φωνής των δυο θρησκευτικών ηγετών της περιοχής και έβγαλε το συμπέρασμα ότι στο Δυτικό Πόντο φυσούσε άλλος άνεμος, ένας δυνατός, ριψοκίνδυνος και επιβλητικός  άνεμος, που δεν εξέταζε άλλα δεδομένα παρά μόνο τη δική του περήφανη και αμετάκλητη  θέληση για δράση!
Πέρασε ακόμα ένας μήνας αδράνειας. Κατά τα τέλη του Μάη ο υπολοχαγός Ξενοφών Ακογλου, που
Ξενοφών Άκογλου
είχε τη διοίκηση του Τάγματος των Ποντίων στη Σμύρνη, πήρε μια πρόσκληση και παρουσιάστηκε στην κατοικία του συνταγματάρχη Καθενιώτη, που μόλις γύρισε από την αποστολή του στην Τιφλίδα της Γεωργίας.
 Ο συνταγματάρχης άρχισε την κουβέντα του με ερωτήσεις προς τον Άκογλου, που είχαν σκοπό να αποκομίσουν μια εικόνα για την κατάσταση των Ποντίων εθελοντών. Ο Ξενοφών τον διερμήνευσε τον φλογερό πόθο τους να εκπληρώσουν το ιδανικό που τους έκανε να καταταχτούν στρατιώτες, δηλαδή να πολεμήσουν για την απελευθέρωση του Πόντου.
"Δεν έχουν άλλη φιλοδοξία και άλλο καημό", συνέχισε, «παρά να πέσουν μαχόμενοι στα ιερά χώματα των προγόνων τους. Είναι διαποτισμένοι με τις παραδόσεις και τους θρύλους των πρόσφατων αγώνων των ανταρτών στα βουνά του Πόντου.
 Φλέγονται από τον πόθο της εκδίκησης για τα χιλιάδες αθώα θύματα της τουρκικής θηριωδίας, για τα χιλιάδες καμένα σπίτια, για τις ατιμώσεις και τους βιασμούς των παρθένων από τους απολίτιστους Οθωμανούς".
Συντ/ρχης Καθενιώτης
Ο Καθενιώτης, με έκφραση μεγάλης λύπη. στα μάτια, του μίλησε για την άσχημη διπλωματική πορεία του ποντιακού ζητήματος και απέδωσε την αιτία και την ευθύνη της τέτοιας πορείας στην αλόγιστη αδιαλλαξία των ποντιακών μελών της αποστολής στην Τιφλίδα, και ιδιαίτερα του μητροπολίτη Χρύσανθο.
«Η αδιαλλαξία τους αυτή, φίλε μου», κατέληξε ο συνταγματάρχης, «και η απόκρουση κάθε συνεργασίας με τους Αρμένιους, θα οδηγήσει την Υπόθεση στην καταβαράθρωση. Εγώ, τουλάχιστον για την ώρα, τη θεωρώ σχεδόν χαμένη».
«Χαμένη διπλωματικά», τόλμησε να πει ο Πόντιος υπολοχαγός, «αλλά το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι!»
«Τι εννοείτε;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Καθενιώτης.
Ο Άκογλου άρχισε να του εξηγεί τη γνώμη του φέρνοντας για παράδειγμα το Βορειοηπειρωτικό αγώνα του 1914.
«Όλοι οι Πόντιοι αξιωματικοί και οπλίτες», τόνισε με συγκίνηση, «είναι πρόθυμοι να ριχτούν σ’ έναν παρόμοιο αγώνα, φτάνει να βρεθεί ένας ανώτερος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, με κύρος και αποφασιστικότητα, για να αναλάβει την ηγεσία του εγχειρήματος».
Ο Καθενιώτης κοίταξε για λίγες στιγμές τον Άκογλου με μεγάλη προσοχή. Τα καθαρά μάτια του υπολοχαγού, η αγνή φυσιογνωμία και η παλικαρίσια ψυχή του, τον έπειθαν για την ειλικρίνεια του πόθου του, όπως και του πόθου των οπλιτών του που ήθελαν να αγωνιστούν με αυτοθυσία για την πατρίδα τους. Αντί όμως ν’ ανταποκριθεί στον φανερό υπαινιγμό του συνομιλητή του, γύρισε και του είπε:
«Σας συνιστώ να πειθαρχήσετε στους ανωτέρους σας! Επίσης, να έχετε εμπιστοσύνη στον Κυβερνήτη της χώρας, που αγωνίζεται σκληρά για τα εθνικά δίκαια. Όταν ωριμάσει το ζήτημά σας, σε σημείο που να προκύψουν δυνατότητες να πραγματοποιηθεί ένα παρόμοιο εγχείρημα, τότε θα υποδειχτεί ο κατάλληλος ηγέτης για να ξεκινήσει τον αγώνα».
Ο Ξενοφών έφυγε απογοητευμένος από τη συνάντησή του με το συνταγματάρχη Καθενιώτη. Ένιωθε να του πέφτουν τα φτερά και να του δένονται τα χέρια. Γύρισε στην έδρα του Τάγματος και μετέδωσε τα θλιβερά νέα στους συναδέλφους του Πόντιους αξιωματικούς.
Σε λίγο καιρό άρχισαν οι επιχειρήσεις. Το Τάγμα των Ποντίων πήρε μέρος σ’ αυτές, σκορπίστηκε σε μεγάλη έκταση και ανέλαβε υπεύθυνη υπηρεσία. Μέσα στη φωτιά της μάχης και των μετακινήσεων, δεν μπορούσε να γίνει ούτε σκέψη για μια διαφορετική, πραξικοπηματική ενέργεια, με σκοπό την εκπλήρωση του πόθου των οπλιτών να πολεμήσουν μονάχα για τον Πόντο, γιατί θα το θεωρούσε η ηγεσία του στρατού σαν απειθαρχία και εγκατάλειψη της θέσης τους μπροστά στον εχθρό.


Χρήστος Σαμουηλίδης


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah