Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΦΗΝΕΙΑΣ Μερος 5ο

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Όσο οι σχέσεις Αθήνας και Άγκυρας παρέμεναν εγκάρδιες, η παρουσία ενός μικρού θύλακα τουρκικού εθνικισμού σε ελληνικό έδαφος δεν απειλούσε ιδιαίτερα τα συμφέροντα της Ελλάδας. 
Από το 1930 όμως και μετά, η ελληνική πολιτική αμφιταλαντεύτηκε πάνω σε ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ερώτημα. Να επιτραπεί στη μειονότητα (ή τουλάχιστον σε ορισμένες ομάδες μέσα στην μειονότητα) να αυτοπροσδιορίζεται «τουρκική» ή θα ήταν προτιμότερο να χαρακτηρίζεται γενικώς «μουσουλμανική»;
 Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η κυβέρνηση της Αθήνας ακύρωσε την διαλλακτική στάση του Βενιζέλου απέναντι στον τουρκικό εθνικισμό, αφαιρώντας το δικαίωμα των δημόσιων συλλόγων ή ενώσεων της Θράκης να χρησιμοποιούν τη λέξη «τουρκικός» στην ονομασία τους. 
Το 1987 η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε τη διάλυση των τριών κύριων μουσουλμανικών οργανώσεων της Θράκης που περιείχαν στον τίτλο τους τη λέξη «τουρκικός». 
Αυτό οδήγησε σε απότομη όξυνση των διακοινοτικών προστριβών με πολυπληθείς, οργισμένες διαδηλώσεις τοπικών μουσουλμάνων και επιθέσεις ορθόδοξων σε μουσουλμανικές περιουσίες. 
Το 2005 η ταυτότητα των μουσουλμάνων της Θράκης παραμένει ένα αμφιλεγόμενο και εν δυνάμει εκρηκτικό ζήτημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παρόλο που ορισμένα χρόνια παράπονα της μειονότητας της Θράκης έχουν αντιμετωπιστεί με ευαισθησία.
Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, ένας μυαλωμένος νέος πολιτικός που έγινε υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας το 1999, έθεσε επί τάπητος το ενδεχόμενο να επιτραπεί στους μουσουλμάνους της Θράκης να αποκαλούνται Τούρκοι εφόσον το ήθελαν, δέχθηκε τα πυρά των εξοργισμένων Ελλήνων εθνικιστών.
 Αργά ή γρήγορα, είναι πολύ πιθανό τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να τακτοποιήσουν το ζήτημα σε ένα πνεύμα που για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης θεωρείται αυτονόητο. Οι άνθρωποι μπορούν να προσδιορίζουν την εθνότητά τους με όποιο τρόπο θέλουν.
 Ούτε αυτό όμως θα εμποδίσει την ελληνοτουρκική φαγωμάρα για το τι είναι επιτέλους αυτοί οι μουσουλμάνοι της Θράκης που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή των πληθυσμών. Η γραμμή της Άγκυρας υποστηρίζει ότι είναι όλοι, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, Τούρκοι, ενώ η Ελλάδα επιμένει ότι πρόκειται για μία κοινότητα που τη συνδέει αποκλειστικά η κοινή της θρησκεία ενώ παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία γλωσσικών και φυλετικών διαφορών. 
Υποστηρίζει ότι ως και το 30% αυτών των μουσουλμάνων μεγαλώνουν μιλώντας Πομάκικα, μία γλώσσα που έχει κοινά στοιχεία με τα βουλγάρικα, ενώ το 10% περίπου μπορεί να είναι Ρομά ή Τσιγγάνοι. Όσο για τους υπόλοιπους, οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι διατεθειμένες να τους χαρακτηρίσουν τουρκογενείς αλλά όχι Τούρκους.
Στη βάση κάθε ελληνικής συζήτησης περί μουσουλμάνων της Θράκης υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι η παρουσία τους στην Ελλάδα είναι ανεπιθύμητη και από μία άποψη άδικη. Η συμφωνία που έγινε στη Λωζάννη τον Ιανουάριο του 1923 έλεγε ότι οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης θα παρέμεναν στην Ελλάδα ως κάποιου είδους αντάλλαγμα για την παραμονή των Ελλήνων στην Ισταμπούλ. Τώρα που η ελληνική  κοινότητα της Ισταμπούλ αριθμεί λιγότερους από 2.000 ανθρώπους -έτσι τουλάχιστον λέγεται- για ποιο λόγο η Ελλάδα θα πρέπει να ανέχεται πάνω από 100.000 μουσουλμάνους στα εδάφη της; Ακόμα και μεταξύ των πιο προοδευτικών Ελλήνων δεν  είναι ασυνήθιστο να συναντάει κανείς την άποψη ότι η κυβέρνηση της Αθήνας, με τα  γεγονότα της Κύπρου το 1974, θα έπρεπε να «αρπάξει την ευκαιρία» να απελάσει τους  εναπομείναντες μουσουλμάνους από τη Θράκη.

Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η συμφωνία μεταξύ Βενιζέλου και Kemal
 -να σέβονται και να υποστηρίζουν τα εθνικιστικά σχέδια ο ένας του άλλου- έχει εντελώς παραμεριστεί; Κάθε άλλο. Το «πνεύμα της Λωζάννης», όπως το επεξεργάστηκαν
και το εφάρμοσαν οι δύο ηγέτες το 1930, εξακολουθεί να είναι αποφασιστικής σημασίας
 στην κατανόηση της σημερινής κατάστασης, σε κάθε πλευρά του Αιγαίου. 
Ακόμα και  όταν οι δύο κυβερνήσεις βρίσκονται στα μαχαίρια, η συνθήκη της Λωζάννης υπάρχει  ως πλαίσιο επίλυσης των διαφορών τους και διασφαλίζει ότι σε ορισμένα σοβαρά ζητήματα το καθεστώς παραμένει σε ισχύ. 
Πράγματι, στη μέση των πιο άγριων τσακωμών  η βαρύτητα του «πρωτόκολλου της Λωζάννης»-του οποίου η ανταλλαγή πληθυσμών  αποτελεί το επίκεντρο- είναι ολοφάνερη.
Στο επίκεντρο του πρωτόκολλου της Λωζάννης, και στην συνεννόηση Kemal-
 Βενιζέλου, βρίσκεται η ιδέα ότι προκειμένου να διαχειριστούν τις μεταξύ τους σχέσεις  η Τουρκία και η Ελλάδα θα έπρεπε να εξαλείψουν κάθε αμφιλεγόμενη περιοχή, κάθε
 γκρίζα ζώνη, και, στο μέτρο του δυνατού, κάθε σπιθαμή γης, κάθε δεκάρα και κάθε
 άτομο θα πρέπει να καταμεριστεί δίκαια μεταξύ των δύο χωρών και μόνο. Αυτή η
συμφωνία αποδείχτηκε εντυπωσιακά ανθεκτική και δεν έχει χάσει τη σημασία της
 ακόμα και όταν οι ακριβείς λεπτομέρειες της εφαρμογής της αποτελούν αιτία σκληρής
διαμάχης.
 Για να γίνει αυτό κατανοητό, ίσως βοηθήσει να πάρει κανείς υπόψη την κατάσταση
 που μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιο άτομο που κινδυνεύει πραγματικά να βρεθεί σε
 μία γκρίζα ζώνη ανάμεσα στα δύο κράτη παρά τις προσπάθειες του να το αποφύγει. Η
 ακόλουθη περίπτωση είναι υποθετική αλλά αποτελεί συρραφή διάφορων πραγματικών
 γεγονότων. 
Ας ονομάσουμε αυτό το άτομο Κενάν και ας φανταστούμε ότι γεννήθηκε γύρω στο 1970 σε κάποιο χωριό κοντά στην Ξάνθη, μία από τις δύο μεγάλες πόλεις της  ελληνικής Θράκης. Όπως οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της κοινότητας του, μεγάλωσε μιλώντας πομάκικα, επομένως καταλαβαίνει και τα Βουλγάρικα. Δεν μπορεί να  γράψει και να διαβάσει γιατί στη γλώσσα του δεν υπάρχει επίσημη γραφή.
 Στο δημοτικό  σχολείο, ένα από τις αρκετές εκατοντάδες «μειονοτικά σχολεία» τα οποία του παρέχει η ελληνική κυβέρνηση σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης, διδάχθηκε ελληνικά και τούρκικα αλλά κάκιστα. Αυτό του δημιούργησε προβλήματα στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς τα ελληνικά του δεν ήταν αρκετά καλά για να περάσει στο γυμνάσιο και η οικογένεια του δεν είχε τα μέσα να τον στείλει σε ένα από τα δύο τουρκικού προσανατολισμού ιδιωτικά σχολεία της περιοχής.
 Η μόνη πιθανότητα να πάει στο γυμνάσιο είναι να φύγει για την Τουρκία, να εγκατασταθεί σε συγγενείς του και να φοιτήσει σε δημόσιο σχολείο εκεί. Έτσι λοιπόν ο Κενάν τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και αργότερα το πανεπιστήμιο, στην Ισταμπούλ. 
Μένοντας τόσον καιρό στην Τουρκία αντιμετώπισε τον κίνδυνο να χάσει την ελληνική του υπηκοότητα και έτσι γύρισε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό - όπου οι μουσουλμάνοι νεοσύλλεκτοι συνήθως κάνουν τις χειρότερες και πιο σκληρές εργασίες, όπως άλλωστε και οι Έλληνες στον τουρκικό στρατό.
 Επιστρέφοντας στην πατρίδα του τη Θράκη βρήκε τους ντόπιους πολιτικούς σε αναβρασμό. Μία κλίκα, με την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, πίεζε φορτικά τους Πομάκους να διατηρήσουν τον σλαβικό χαρακτήρα της ομιλίας τους και να αποστασιοποιηθούν από τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους. 
Άλλη κλίκα, διακριτικά υποστηριζόμενη από την τουρκική κυβέρνηση, πίεζε για το αντίθετο, δηλαδή ακόμα και αν η τουρκική δεν ήταν η μητρική τους γλώσσα, οι Πομάκοι όφειλαν να διεκδικήσουν το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι και μόνο Τούρκοι.
Έτσι λοιπόν ο Κενάν, όλη του τη ζωή, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας διελκυνστίνδας μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Διαθέτει ελληνικό διαβατήριο και ορισμένοι από τους συμπατριώτες του τον θέλουν όσο το δυνατό πιο πιστό και ενεργό μέλος της ελληνικής κοινωνίας. 
Όπως όμως και να τον θέλουν, οι 'Ελληνες επιμένουν ότι κατά κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του Τούρκο, τουλάχιστον δημόσια. Αν το κάνει, ιδρύοντας ας πούμε ή συμμετέχοντας σε ένα σωματείο που περιέχει τη λέξη «τουρκικό» στον τίτλο του, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει ποινική δίωξη. Συγχρόνως υπάρχουν φωνές από την Τουρκία, επίσημες και ημιεπίσημες, που επιμένουν ότι δεν έχει απλώς το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να αυτοπροσδιορίζεται ως Τούρκος και οτιδήποτε άλλο θα αποτελούσε προδοσία.
Το γεγονός όμως είναι ότι δεν υπάρχει πλήρης αντίθεση στις θέσεις Αθήνας και Άγκυρας. Στη βάση της ελληνοτουρκικής διαμάχης για την ταυτότητα του Κενάν και πώς εκείνος την ορίζει, βρίσκεται μία αρχή την οποία όλες οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Ελλάδας τηρούν απαρέγκλιτα τα τελευταία ογδόντα χρόνια.
 Όπου και να τοποθετείται ο Κενάν από την πολιτική ή γραφειοκρατική εξουσία, ο ίδιος είναι ο τελευταίος που δικαιούται να έχει γνώμη. Οι δικές του προτιμήσεις, η γλώσσα που μιλάει και οι πολιτιστικές του αποκλίσεις δεν έχουν καμία σημασία. Το προσωπικό και επαγγελματικό του μέλλον μπορεί να είναι ελληνικό ή τουρκικό όχι όμως κάτι άλλο.
 Και πάνω απ’ όλα αποτελεί μήλο της έριδας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και όχι απόφαση του Κενάν. Οι λόγοι του διακρατικού καυγά που συνεχίζεται πάνω από το κεφάλι του Κενάν είναι γελοίοι και υποκριτικοί.
 Η μία πλευρά ισχυρίζεται ότι όλοι οι Οθωμανοί μουσουλμάνοι είναι «πραγματικά» Τούρκοι των οποίων οι πρόγονοι πέρασαν από το Βόσπορο στο Αιγαίο τον 14ο αιώνα. Η άλλη πλευρά επιμένει ότι οι Πομάκοι είναι «πραγματικά» απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων οι οποίοι συνδέονται με τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά απερίσκεπτα άλλαξαν όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τη θρησκεία τους. 
Οι δύο πλευρές μοιράζονται την θεωρία ότι ένα άτομο ή μία ομάδα μπορεί να έχουν μία «πραγματική» ή αντικειμενική εθνική ταυτότητα χωρίς να το έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει - αλλά είναι οφθαλμοφανής στους άλλους. Όσο για τον Κενάν τον ίδιο, κρατάει για τον εαυτό του τις σκέψεις του για το ποιος είναι «πραγματικά». Αν έχει ξεκάθαρες απόψεις για το θέμα, γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να τις συζητήσει με γραφειοκράτες που τον μεταχειρίζονται σαν πιόνι σε ένα εθνικιστικό παιγνίδι και απε-χθάνονται την ιδέα ότι μπορεί να κληθεί ο ίδιος να αποφασίσει για τον εαυτό του.
Το κίνητρο που ώθησε τους διαπραγματευτές στη Λωζάννη, και επτά χρόνια αργότερα τον Βενιζέλο και τον Ατατούρκ, να βάλουν τέλος σε κάθε αμφισημία σχετικά με τα εδάφη και τη μοίρα των ανθρώπων, ενδεχομένως δεν ήταν και τόσο ταπεινό.
Οι κυβερνήσεις έχουν την τάση να καλλιεργούν τη διπλωματική ασάφεια όταν έχουν κρυφές και ανεύθυνες επιδιώξεις, όπως, για παράδειγμα, τη διεκδίκηση εδαφών, αλλά δεν τολμούν να το πουν ανοιχτά.
 Όταν αναζητούν σαφείς, πάγιους και απαραβίαστους κανόνες αυτό συχνά αποτελεί δείγμα ότι πραγματικά ενδιαφέρονται για την ειρήνη. Το γεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι σε κάποιου είδους ουδέτερη ζώνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ίσως να είναι απλώς η απόδειξη ότι οι διαπραγματευτές δεν αναζήτησαν τη σαφήνεια όσο έντονα θα έπρεπε. 
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που οι γραφειοκράτες, οι απογραφείς πληθυσμών και κυρίως οι στρατολόγοι αναγκάζονται να κάνουν συμφεροντολογικούς και σαφείς διαχωρισμούς. Είναι υποχρεωμένοι να δημιουργούν κατηγορίες, ορισμένες φορές αυθαίρετες, προκειμένου να εντάξουν σε αυτές όλους όσοι ανήκουν στη δικαιοδοσία τους. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. 
Τα βιώματα των ανθρώπων, ιδίως σε περιοχές με πλούσιο και σύνθετο μείγμα εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων δεν είναι ποτέ απλά. Για να χωρέσουν στη μία ή την άλλη κατηγορία που επινοήθηκε από γραφειοκράτες ή πολιτικούς, οι άνθρωποι πρέπει να θυσιάσουν ένα κομμάτι του αληθινού τους εαυτού ή τουλάχιστον να αναβαθμίσουν μία πλευρά της πολιτιστικής τους ταυτότητας και συγχρόνως να υποβαθμίσουν μία άλλη.
Πολύ συχνά οι άνθρωποι ακολουθούν λίγο-πολύ με τη θέλησή τους αυτή τη διαδικασία κατηγοριοποίησης που τους επιβάλλεται, ιδιαίτερα κάτω από χαοτικές μεταπολεμικές συνθήκες όπου, σε λογικό πλαίσιο, οι άνθρωποι θα υποταχθούν πρόθυμα σε όποια κυβέρνηση τους προσφέρει καταφύγιο, διαβατήριο και προστασία από τους διωγμούς.
 Η αναλγησία της κατηγοριοποίησης γίνεται φανερή μόνον όταν υπάρξουν περιπτώσεις οι οποίες δεν χωράνε στα υπάρχοντα στεγανά.
 Όταν η μοίρα τους είναι ξεκάθαρη, συνήθως οι άνθρωποι τη δέχονται. Αυτό όμως δεν κάνει τη διαδικασία λιγότερο οδυνηρή, ούτε αλλάζει το γεγονός ότι άλλο πράγμα είναι ο εθνικιστικός μεγαλοϊδεατισμός και άλλο η καθημερινότητα των απλών, παραζαλισμένων ανθρώπων.

BRUCE CLARK



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah