Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΦΗΝΕΙΑΣ Μερος 4ο

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Η μαύρη αλήθεια είναι ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα καθεστώς βασισμένο στην καλή θέληση και την ευγένεια ψυχής της Αθήνας ή της Άγκυρας απέναντι σε μειονότητες που είχαν συσχετιστεί, λόγω θρησκείας ή εθνικής συνείδησης, με την «άλλη πλευρά». 
Από άποψη εσωτερικής πολιτικής, η κυβέρνηση της Ελλάδας δεν είχε κανένα λόγο να φερθεί μεγαλόψυχα στους μουσουλμάνους της Θράκης, και η τουρκική κοινή γνώμη εξέφραζε την επιθυμία να ολοκληρωθούν οι απελάσεις των χριστιανών με την έξωση των Ελλήνων της Ισταμπούλ. 
Το 1928 η κυβέρνηση της Τουρκίας απείλησε ότι θα εξορίσει περίπου 20 χιλιάδες Έλληνες της Ισταμπούλ με τη δικαιολογία ότι, παρόλο που ζούσαν στην πόλη πριν από το 1918 (ημερομηνία ορόσημο για όσους διεκδικούσαν το δικαίωμα να παραμείνουν), δεν υπήρχαν αδιάσειστες αποδείξεις ότι σκόπευαν πράγματι να το κάνουν. 
Οι τουρκικές αρχές κατάσχεσαν ενενήντα ακίνητα της οικογένειας των Ζαρίφη, που είχαν αποκτήσει τεράστια περιουσία ως τραπεζίτες τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής εποχής, σε μία προσπάθεια να αναγκαστεί η Ελλάδα να καταβάλει τις 500.000 στερλίνες που είχε υποσχεθεί. 
Εκφράστηκε εκ νέου η άποψη της τουρκικής πλευράς ότι μόνο μία δρακόντεια λύση θα μπορούσε να φέρει αποτέλεσμα.Ή θα περατωνόταν η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών (με άλλα λόγια ή θα εξαφανίζονταν οι μουσουλμάνοι από την ελληνική Θράκη και οι ελληνορθόδοξοι από την Ισταμπούλ όπως είχε γίνει αλλού) ή θα επιτρεπόταν σε ένα σχετικά χαμηλό αριθμό Ελλήνων να παραμείνει στην Ισταμπούλ και οι υπόλοιποι θα εξορίζονταν. Η Ελλάδα από τη μεριά της προειδοποίησε ότι μία μαζική απέλαση Ελλήνων της Ισταμπούλ θα οδηγούσε σε πόλεμο.

Ο Βενιζέλος, ο οποίος ξαναπήρε την εξουσία το 1928, έβλεπε τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης αλλά και την ματαιότητα περαιτέρω διαλόγου για τους όρους της ανταλλαγής.
 Δεν είχε πια νόημα να γίνονται συζητήσεις τόσο για τον οικονομικό διακανονισμό μεταξύ των δύο χωρών όσο και για την μοίρα των Ελλήνων της Ισταμπούλ. 
Η ελληνική κυβέρνηση πίστευε ακράδαντα ότι οι περιουσίες που είχαν χάσει οι χριστιανοί πρόσφυγες -αγρότες, μαγαζάτορες, έμποροι και βιοτέχνες που κάποτε κυριαρχούσαν στην οικονομική ζωή πολλών περιοχών της Ανατολίας- ήταν πολύ μεγαλύτερης αξίας από εκείνες των μουσουλμάνων που είχαν απελαθεί από την Ελλάδα. 
Η Τουρκία αρνούνταν να το παραδεχθεί. Άλλωστε, οι ιδιοκτησίες που κάποτε ανήκαν στους οθωμανούς μουσουλμάνους περιλάμβαναν και ορισμένα πολύ ακριβά ακίνητα σε κεντρικά σημεία πόλεων όπως η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, η Μυτιλήνη και τα Χανιά. Πέντε χρόνια διαπραγματεύσεων είχαν αποτύχει να φέρουν τις δύο πλευρές έστω και ελάχιστα πιο κοντά.
Ο νεοεκλεγμένος Βενιζέλος έβλεπε καθαρά ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει τίποτα παζαρεύοντας χαμένες ιδιοκτησίες.Έπρεπε να τελειώνει αυτό το ζήτημα και η Ελλάδα, ως ηττημένη χώρα, όφειλε να κάνει μεγάλες παραχωρήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Υπολόγιζε ότι, μεσοπρόθεσμα, η καλυτέρευση του κλίματος θα ωφελούσε την Ελλάδα και τους Έλληνες της Ισταμπούλ.
Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής πολιτικής ήταν μία συμφωνία που υπογράφτηκε στην Αγκυρα τον Ιούνιο του 1930 και αρχικά προκάλεσε απελπισία στην Ελλάδα καθώς οι όροι φαινόταν σκανδαλωδώς υπέρ της τουρκικής πλευράς. Η Ελλάδα συμφώνησε να πληρώσει στην Τουρκία το ποσό των 425.000 στερλινών το οποίο θα κάλυπτε τις διεκδικήσεις τόσο εκείνων που είχαν απελαθεί όσο και εκείνων που είχαν, ή έπρεπε να είχαν, εξαιρεθεί από την ανταλλαγή. 

Με σφιγμένα δόντια η ελληνική πλευρά παραδέχθηκε ότι οι «χαμένες περιουσίες» των μουσουλμάνων της ανταλλαγής είχαν ξεπεράσει σε αξία αυτές των χριστιανών κατά περίπου 125.000 στερλίνες. Σαν να μην έφτανε αυτό, πλήρωσε άλλες 150.000 στερλίνες ως αποζημίωση στους μουσουλμάνους που είχαν αδίκως στερηθεί τις περιουσίες τους στην ελληνική Θράκη - και άλλες 150.000 στερλίνες για να βοηθήσει την τουρκική κυβέρνηση να αποκαταστήσει τους Έλληνες που ζούσαν μεν στην Ισταμπούλ αλλά είχαν χάσει περιουσίες που βρίσκονταν έξω από την πόλη.
Ήταν πολύ πικρό ποτήρι για την Ελλάδα αλλά, όπως είπε και ένας ανώτερος Έλληνας διπλωμάτης: «μεγαλύτερο θάρρος απαιτήθηκε από την πλευρά του ηγέτη του ηττημένου έθνους».
Οποιοσδήποτε άλλος Έλληνας πολιτικός δεν θα μπορούσε εύκολα να επιβάλει αυτό το διακανονισμό. Μόνο ένας ηγέτης του διαμετρήματος του Βενιζέλου θα ήταν δυνατόν να πείσει το μεγαλύτερο μέρος των συμπατριωτών του ότι το να εκχωρηθούν τόσα πολλά προνόμια στην Τουρκία ήταν, τελικά, σωστό. 
Ήδη υπήρχαν πολύ σοβαρές αντιδράσεις. Αρχικά ορισμένοι πρόσφυγες που ως τότε εκθείαζαν τον Βενιζέλο τον κατηγόρησαν για προδοσία. Η εφημερίδα Μικρασιατική σχολίασε καυστικά τις διαπραγματευτικές ικανότητες της κυβέρνησης και ειδικά τις οικονομικές συμφωνίες που είχε κάνει ο Βενιζέλος. 
Ενώ η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι ο μόνος πελάτης πολλών τουρκικών εξαγωγών, από κάρβουνο μέχρι πουλερικά, η κυβέρνηση είχε αποτύχει να εξασφαλίσει το δικαίωμα των Ελλήνων να ψαρεύουν στα τούρκικα νερά ή να προσφέρουν ακτοπλοϊκές υπηρεσίες στα λιμάνια της Τουρκίας. 
Αυτή δεν ήταν καλή εικόνα για μία χώρα που είχε κατορθώσει να «διασφαλίσει ευνοϊκούς όρους στη Λωζάννη, χάρη στην άμεση ανασύνταξη του στρατού [στη Θράκη]. Το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι στην Ελλάδα πίστευαν, στα σοβαρά, ότι η χώρα τους ήταν σε θέση να υπαγορεύει όρους ύστερα από την πανωλεθρία που υπέστη τον Αύγουστο του 1922, δίνει μία ιδέα των παράφορων και συχνά παράλογων συναισθημάτων που ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει.
Ο βασικότερος λόγος για την απογοήτευση των προσφύγων ήταν το γεγονός ότι η συμφωνία γκρέμισε τις ελπίδες τους ότι θα αποζημιωθούν επαρκώς για τις χαμένες τους περιουσίες στην Μικρασία. 
Τους είχαν υποσχεθεί ότι η πώληση των κατασχεμένων μουσουλμανικών περιουσιών θα έφερνε στο κράτος αρκετό εισόδημα ώστε να προσφέρει στους πρόσφυγες τουλάχιστον επαρκές μερίδιο του πλούτου που είχαν χάσει.
Με το κράτος να υπόσχεται ότι θα πληρώσει κολοσσιαία ποσά στην Τουρκία, κάτι τέτοιο δεν φαινόταν πιθανό να συμβεί. Υπήρχε όμως και ένας άλλος πολύ πιο ουσιαστικός και κρυφός λόγος για τον οποίο ορισμένοι πρόσφυγες ήταν βαθιά ανήσυχοι από τον διακανονισμό του 1930. 
Αν έμπαινε τέλος στο όλο ζήτημα των μειονοτήτων και των περιουσιών τους, αποκλειόταν κάθε ελπίδα ότι μία μέρα η αναγεννημένη πατρίδα θα επέστρεφε για να διεκδικήσει τα χαμένα σπίτια και τα εδάφη των παιδιών της και θα άνοιγε το δρόμο στους Έλληνες να γυρίσουν μαζικά στη Μικρασία. Όπως όμως δείχνει καθαρά η πολιτική ιστορία πολλών λαών που έζησαν την εξορία, τα όνειρα πεθαίνουν τελευταία.
Ο Βενιζέλος από τη μεριά του υπερασπιζόταν δυναμικά την αρχή των τακτικών υποχωρήσεων στην Άγκυρα προκειμένου να καλυτερεύσει η ατμόσφαιρα στην περιοχή και να μπορέσουν οι δύο χώρες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις στο εσωτερικό τους. Δεν ήταν ζήτημα υποταγής σε οδυνηρές σκοπιμότητες αλλά χρυσή ευκαιρία να δημιουργηθούν νέες προϋποθέσεις συνεργασίας Ελλήνων και Τούρκων.
 Σε έναν αποκαλυπτικό του λόγο στην Βουλή υποστήριξε ότι μία ομοιογενής, ή τουλάχιστον στο δρόμο της ομοιογένειας, Ελλάδα, θα μπορούσε να συνεργαστεί καλά με μία ομοιογενή, ή στο δρόμο της ομοιογένειας, Τουρκία, και υπαινίχθηκε ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να δείξουν κατανόηση για την επιθυμία της Τουρκίας να ξεκαθαρίσει εθνικά τον πληθυσμό της καθώς στην Ελλάδα, στο κάτω-κάτω της γραφής, συνέβαινε κάτι παρόμοιο.
Η ιδέα ότι μπορεί να υπήρχε κάτι σχεδόν ενάρετο στο κράτος που είχε μόλις θεμελιωθεί στην Άγκυρα ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτή από την ελληνική κοινή γνώμη. 
Για τους περισσότερους 'Ελληνες, το νέο τουρκικό κράτος -το οποίο είχε διώξει πάνω από ένα εκατομμύριο αδελφών τους από τα πάτρια εδάφη- έμοιαζε πολύ πιο τρομακτικό και απειλητικό από την Οθωμανική αυτοκρατορία, υπό την οποία πολλοί Έλληνες ζούσαν μία καλή και ευκατάστατη ζωή. 

Ο Βενιζέλος όμως συνέχιζε με επιμονή την προσπάθειά του να υποστηρίξει το αντίθετο. Οι Έλληνες που είχαν παλέψει για να αποτινάξουν «τον οθωμανικό ζυγό» θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι με τη νέα Τουρκία, η οποία επίσης αγωνιζόταν, με τον τρόπο της, εναντίον της οπισθοδρομικής κληρονομιάς του σουλτάνου. Με άλλα λόγια, η Τουρκία και η Ελλάδα αγωνίζονταν να καταργήσουν την κληρονομιά μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας και να χτίσουν σύγχρονα, εθνοτικά ενιαία κράτη στη θέση της.
Σε ορισμένα σημεία, η άποψη του Βενιζέλου -ότι μία σκληροπυρηνική και εθνικιστική Τουρκία δεν αποτελούσε αναγκαστικά απειλή για την Ελλάδα- αποδείχθηκε βάσιμη. Κατά τη δεκαετία του 1930 ένα όλο και πιο αυταρχικό τουρκικό κράτος αφιέρωνε μεγάλο μέρος της ενέργειάς του για να πείσει τους πολίτες του να αποδεχθούν μία εντελώς διαφορετική αντίληψη του τι σημαίνει να είναι κανείς Τούρκος. 
Αυτή η νέα ιδεολογία, που προαγόταν μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα και τα μέσα ενημέρωσης, ήταν φιλοδυτική στο μέτρο που θαύμαζε τα τεχνολογικά και εκπαιδευτικά επιτεύγματα των προηγμένων εθνών ενώ συγχρόνως στρεφόταν ανατολικά, στην κεντρική Ασία, για να αναζητήσει τις ρίζες της φυλής της. Με αυτό το σύστημα η Ελλάδα δεν ήταν ούτε καλή ούτε κακή, απλώς δεν έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο.
Όπως λοιπόν είχε προβλέψει ο Βενιζέλος, η στάση της νέας Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα ήταν πλήρης σεβασμού αλλά αποστασιοποιημένη. Η Τουρκία πρόσφερε στην Ελλάδα μία φιλία του τύπου «μακριά και αγαπημένοι» με την προϋπόθεση να μπορεί να συνεχίσει τον «εκτουρκισμό» κάθε πράγματος ή ανθρώπου που βρισκόταν εντός των συνόρων της. 
Αλλά τι σήμαινε αυτό για τους Έλληνες της Ισταμπούλ, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 1930 παρέμεναν μία σχετικά δυναμική και εύπορη κοινότητα περίπου 125.000 ψυχών παρά τις σκληρές δοκιμασίες που είχαν υποστεί; Και μόνο το γεγονός ότι είχαν επιβιώσει ανέτρεπε την θεωρία ότι μία «καθαρή τομή» ανάμεσα στα δύο έθνη ήταν ο μόνος τρόπος για να εξομαλυνθούν και τελικά να καλυτερεύσουν οι σχέσεις τους. 
Η αλλαγή του κλίματος προς το καλύτερο διευκόλυνε τη ζωή της ελληνικής κοινότητας που ζούσε στις ακτές του Βοσπόρου. Αρκετές χιλιάδες πρώην κατοίκων της πόλης, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που είχαν φύγει χωρίς διαβατήρια μέσα στον πανικό του 1922-23, επέστρεψαν, αυτή τη φορά ως Έλληνες πολίτες με άδεια παραμονής.
Μέχρις ενός σημείου αποκαταστάθηκε και η παλιά σχέση αφενός μεταξύ ελληνικών διοικητικών και τεχνικών ικανοτήτων και αφετέρου τουρκικών πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού. 
Αλλά ήταν μία σχέση αρκετά εύθραυστη, καθώς το κυβερνητικό εγχείρημα «εκτουρκισμού» της ζωής της χώρας από κάθε άποψη -την οικονομία, το εκπαιδευτικό σύστημα, τη γλώσσα και την καθημερινότητα- ήταν ορατό παντού. 
Αυτό δεν σήμαινε ότι υπήρχαν ακόμα εχθρικά αισθήματα απέναντι στην ελληνική μειονότητα αλλά, αναπόφευκτα, οι Ρωμιοί της Πόλης επηρεάστηκαν. Το 1932, για παράδειγμα, θεσπίστηκε ένας νόμος που δυσκόλεψε την πρόσληψη των πολιτών που δεν ήταν Τούρκοι με αποτέλεσμα να σπρώξει στην ανεργία χιλιάδες κατόχους ελληνικών διαβατηρίων. 
Όχι ότι η ελληνική κυβέρνηση αισθάνθηκε την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί. Σε αυτό το στάδιο θεώρησε ότι η ελληνοτουρκική σχέση συνολικά, έπρεπε να μπει πάνω από τα παράπονα που αφορούσαν σε ατομικές περιπτώσεις.
Άλλο φορτίο στις πλάτες των Ελλήνων της Ισταμπούλ, οι οποίοι πάντοτε υπερηφανεύονταν ότι διοικούσαν και χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι τους εκπαιδευτικούς, θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς τους θεσμούς, ήταν οι συνεχείς σκληροί έλεγχοι στα ελληνικά σχολεία.
 Σχεδόν για κάθε δάσκαλο που έφερναν από την Ελλάδα, τα σχολεία υποχρεώθηκαν να προσλάβουν και να μισθοδοτούν έναν Τούρκο.Έτσι μία σημαντική μερίδα των χρημάτων της κοινότητας πήγαινε για τους μισθούς αυτών των Τούρκων δασκάλων ο ρόλος των οποίων ήταν να εξασφαλίσουν ότι η νέα γενιά των Ελλήνων της πόλης ήταν απόλυτα καταρτισμένη στη γλώσσα, την ιστορία και τα ιδεώδη της χώρας στην οποία ζούσε.
Ορισμένοι από αυτούς τους 'Ελληνες άρχισαν σιγά-σιγά να συμμετέχουν και στην πολιτική ζωή της Τουρκίας αλλά αυτές οι συμμετοχές ήταν εύθραυστες σε μία περίοδο όπου το επίσημο κράτος ήταν απόλυτα αποφασισμένο να επιβάλει την τουρκική γλώσσα, εξαγνισμένη από ξενικές λέξεις, και τη νέα γραφή με λατινικούς χαρακτήρες, σε κάθε σημείο της επικράτειας.
Το τείχος της «αμοιβαίας υποστήριξης» ανάμεσα στον τουρκικό εθνικισμό και τον ελληνικό εθνικισμό, που ήταν ιδιαίτερα φανεροί κατά τη δεκαετία του 1930, υψώθηκε και σε ένα άλλο μέρος όπου συνυπήρχαν Έλληνες και Τούρκοι, την ελληνική Θράκη. Τα πρώτα χρόνια ύστερα από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας οι ελληνικές αρχές ενθάρρυναν την μουσουλμανική κοινότητα της Θράκης να οργανώνει τη ζωή της και να προσδιορίζεται ως οθωμανική και ισλαμική, και όχι τουρκική με την σύγχρονη, κοσμική έννοια. 
Ενώ θα προτιμούσε να μην έχει καθόλου μουσουλμάνους στα εδάφη του, το ελληνικό κράτος μετά τη Λοζάνη πίστευε αρχικά ότι μία παραδοσιακή, συντηρητική ισλαμική κοινότητα θα δημιουργούσε λιγότερα προβλήματα από μία κοινότητα η οποία ακολουθούσε την εθνικιστική ιδεολογία της σύγχρονης Τουρκίας.
 Αυτή η κατάσταση ήταν άκρως προκλητική για την Τουρκία γιατί σήμαινε ότι οι μουσουλμάνοι ιερείς οι οποίοι θα αντιμετώπιζαν ανελέητους διωγμούς αν ζούσαν στο νέο τουρκικό κράτος, μπορούσαν να βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση δικαιολογήθηκε για τη στάση της προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η συμφωνία της Λοζάνης έκανε λόγο για «μουσουλμανική» μειονότητα και όχι τουρκική.
 0 Βενιζέλος όμως, στο πνεύμα της νέας συνεργασίας με την Άγκυρα, αποφάσισε μία αιφνίδια αλλαγή τακτικής. Το αποτέλεσμα ήταν να εξοριστεί από την Ελλάδα τουλάχιστον ένας μουσουλμάνος θρησκευτικός ηγέτης παλαιάς κοπής και οι υποστηρικτές της νέας κεμαλικής αντίληψης περί τουρκικότητας να αποκτήσουν επιρροή μεταξύ των μουσουλμάνων της Θράκης, να υιοθετήσουν τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ και να αρχίσουν να θεωρούν τους εαυτούς τους Τούρκους.


BRUCE CLARK

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah