Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΦΗΝΕΙΑΣ Μέρος 2ο

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Τον Οκτώβριο του 1928, ύστερα από την εκλογική του νίκη, ο Βενιζέλος έκανε μία αρκετά αισιόδοξη δήλωση για την πρόοδο που έκανε η Ελλάδα στην απορρόφηση των απελπισμένων ορθόδοξων χριστιανών της Μικρασίας.
Ο προσφυγικός πληθυσμός ο οποίος κατά τα πρώτα έτη απετέλει στοιχείον παθητικών  δια την χώραν και δια τον οποίον έως σήμερον ακόμη επιβάλλονται θυσίαι μεγάλοι, ήρχησε να αποβαίνη στοιχείον ενεργητικόν. 
Και όταν ληφθεί υπ’ όψει από ποιον εν συνόλω θαυμάσιον ανθρώπινον υλικόν αποτελείται ο πληθυσμός ούτος, ημπορούμεν να είμεθα βέβαιοι ότι η Ελλάς με την σημερινήν σύνθεση του πληθυσμού της δύναται να αποβλέπη προς το μέλλον με απόλυτον εμπιστοσύνην.

Οι κυνικοί θα ανταπαντούσαν ότι, όποια και να ήταν η συμμετοχή τους στην οικονομική ανάπτυξη, οι πρόσφυγες αποτελούσαν μεγάλο πολιτικό ατού για τον Βενιζέλο. Εντούτοις θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είχαν γίνει ορισμένα ουσιαστικά βήματα για να αξιοποιηθούν οι ικανότητες και ο δυναμισμός των προσφύγων προκειμένου να καλυτερεύσουν οι συνθήκες της ζωής τους. 

Κάποιος Γάλλος καθηγητής,  παρατηρώντας την κατάσταση στη βόρεια Ελλάδα το 1930, με αισιόδοξη διάθεση είναι  η αλήθεια, έδωσε μία εικόνα της υπαίθρου σε μέρη όπου οι χριστιανοί αγρότες από την Μικρασία αντικατέστησαν τους μουσουλμάνους.

 Εκείνα τα θλιβερά τούρκικα χωριουδάκια, με τα πλίνθινα σπίτια που ήταν σκορπισμένα σε χερσότοπους και βάλτους, έχουν αντικατασταθεί από κεφαλοχώρια που σφύζουν από  ζωή. [...] Περιτριγυρισμένα από χωράφια με καλαμπόκι, φυτείες καπνού, μποστάνια,

 περιβόλια και αμπέλια. Πρόκειται περί θαύματος!

Τέτοιου τύπου ρομαντικές περιγραφές εξωραΐζουν την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα και αποφεύγουν να αναφέρουν τις χιλιάδες των ξεριζωμένων ανθρώπων οι οποίοι, έχοντας πληροφορηθεί ότι η γη που καλλιεργούσαν δεν θα γινόταν ποτέ δική τους αν πρώτα δεν την ξεπλήρωναν, απλούστατα μετακόμισαν στα αστικά κέντρα όπου η ζωή τους χειροτέρεψε.

Ένα άρθρο που περιγράφει με σκληρά λόγια το άλλο άκρο, δημοσίευσε τον Φεβρουάριο του 1931 η προσφυγική εφημερίδα Η Μικρασιατιακή, στη Χαλκίδα:

Στην Χαλκίδα κατέφυγον περί τας 500 οικογενείας εκ των οποίων αι 300 είχον εγκατασταθή αγροτικώς εις τον υπό της ΕΑΠ ανεγερθέντα ετοιμόρροπον ήδη συνοικισμόν.

Αλλ’ επειδή οι νέοι κάτοικοι ήσαν αδαείς προς την γεωργίαν αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η ελονοσία ήρχισε να τους αποδεκατίζη, εγκατέλειψαν τον συνοικισμόν των και επανήλθον εις την Χαλκίδα εκτός 40 οικογενειών αίτινες παρέμεινον εκεί και εγκατεστάθησαν εις τα σαθρά και ανθυγιεινά παραπήγματα του τουρκικού Νεκροταφείου.


Η συγκεκριμένη εφημερίδα, που αντιπολιτευόταν σκληρά τους όρους του συμφώνου μεταξύ Βενιζέλου και Κεμάλ το 1930, είναι προφανές ότι ήθελε να υπογραμμίσει την αρνητική πλευρά της κατάστασης, και ότι δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να βρει υλικό για να στηρίξει τα επιχειρήματά της.
Ούτε και του Γάλλου η περιγραφή είναι υπερβολική. Σε ορισμένα μέρη όπου προκομμένοι αγρότες που διψούσαν για ένα κομμάτι γης απόκτησαν άροτρα, σπόρους, ζώα και κτίσματα, τα αποτελέσματα ήταν πραγματικά εντυπωσιακά. Καλό είναι εδώ να τονιστεί η διακριτική και αποτελεσματική δράση της υπηρεσίας αποκατάστασης που είχε τεθεί σε λειτουργία από τον Χένρι Μοργκεντάου, ο οποίος χρησιμοποίησε τις σημαντικές του διασυνδέσεις για να προωθήσει τα συμφέροντα της Ελλάδας στη διεθνή κεφαλαιαγορά, και τα πολιτικά του προσόντα για να κάνει ορισμένες πολύ διακριτικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά ζητήματα.
Μέχρι τη διάλυσή της τον Δεκέμβριο του 1930, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων που ιδρύθηκε από τον Μοργκεντάου, εγκατέστησε 570 χιλιάδες πρόσφυγες -το 50% περίπου του συνόλου- σε αγροτεμάχια στην βόρεια Ελλάδα.
 Έχτισε πενήντα χιλιάδες καινούρια σπίτια γι’ αυτούς τους αγρότες και επιδιόρθωσε άλλα τόσα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους εξορισμένους μουσουλμάνους. Χάρη στις συνδυασμένες προσπάθειες της Επιτροπής και της κυβέρνησης της Αθήνας δόθηκαν στους αγρότες γύρω στα 145.000 άλογα και βοοειδή και 100.000 αμνοερίφια. 
Στα αστικά κέντρα όπου ζούσαν πρόσφυγες η Επιτροπή Αποκατάστασης ως το 1929 κατασκεύασε πάνω από 27.000 κατοικίες και άλλες τόσες περίπου κατασκεύασε το κράτος. Αυτό είναι ένα εντυπωσιακό διοικητικό κατόρθωμα, αν και κατά κανένα τρόπο δεν εξάλειψε την οδύνη που προκάλεσε στους απλούς ανθρώπους η ανταλλαγή των πληθυσμών. 
Τον καιρό που ο Βενιζέλος και οι Τούρκοι οικοδεσπότες του αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις σε χοροεσπερίδες, τουλάχιστον 30.000 οικογένειες προσφύγων εξακολουθούσαν να ζουν κάτω από πρωτόγονες συνθήκες στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.
 Στο μεταξύ οι μουσουλμάνοι της Κρήτης, αν και επαρκώς στεγασμένοι στα νέα τους σπίτια στην Τουρκία, δεν μπόρεσαν να ξαναβρούν τη ζωή που κάποτε απολάμβαναν στο πολυαγαπημένο τους νησί.
Και στις δύο χώρες οι ελπίδες μιας οικονομικής ανάκαμψης υπέστησαν βαρύ πλήγμα με το παγκόσμιο κραχ του 1929, που είχε σαν αποτέλεσμα να πέσουν οι τιμές των πιο σημαντικών τους εξαγώγιμων προϊόντων, από καπνό μέχρι χαλιά, σε ολόκληρο τον κόσμο.
 Τον καιρό της συνάντησής τους ο Κεμάλ και ο Βενιζέλος αισθάνονταν κάποια εύλογη υπερηφάνεια για τα κοινωνικά και οικονομικά τους επιτεύγματα - έχοντας συγχρόνως πλήρη συνείδηση ότι αυτά τα επιτεύγματα ήταν εύκολο να ανατραπούν και έπρεπε να τα προστατεύσουν από ενδεχόμενες διπλωματικές καταιγίδες,
Επιπλέον, σε καμία χώρα δεν μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα εσωτερικών ταραχών. Οι πρόσφυγες διεκδικούσαν όλο και περισσότερα, ιδιαίτερα εκείνοι που ζούσαν στις πόλεις και ήταν σε θέση να κάνουν την οργή τους αισθητή διαδηλώνοντας στους δρόμους. 
Η όλη προσπάθεια εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα έχει πολλές φορές κατηγορηθεί για «προκατάληψη υπέρ των αγροτών» και για το γεγονός ότι σε μία επταετία εντατικής λειτουργίας διατέθηκαν μόνο δύο εκατομμύρια στερλίνες για τα στεγαστικά  προγράμματα των πόλεων, ενώ για τα προγράμματα της υπαίθρου βρέθηκαν 10,5 εκατομμύρια.
Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν κοινωνικοί, πολιτικοί και στρατηγικοί λόγοι για την
εγκατάσταση των προσφύγων κυρίως στα εδάφη της βόρειας Ελλάδας. Οι πόλεις και οι κωμοπόλεις ήταν ήδη υπερπλήρεις, ανθυγιεινές και κινδύνευαν να μετατραπούν σε εστίες πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Δεν υπήρχε απλός τρόπος να βρεθεί  εργασία για τους πρόσφυγες των αστικών κέντρων χωρίς να δημιουργηθεί δυσφορία στον υπάρχοντα πληθυσμό. Οι αγροτικές περιοχές στο βορρά, αντίθετα, ήταν σχετικά έρημες ακόμα και πριν την έξοδο των μουσουλμάνων. 
Μετά την έξοδο, η κυβέρνηση συνειδητοποίησε τη στρατηγική ανάγκη να εποικίσει το συντομότερο αυτά τα εδάφη με αγρότες που -άσχετα με τη γλώσσα τους και τα παράξενα έθιμα που είχαν φέρει μαζί τους απο την Τουρκία- αισθάνονταν και ήθελαν να είναι Έλληνες. Από την πλευρά των αρχών, οι χριστιανοί της Ανατολίας, ακόμα και αν δεν μιλούσαν παρά τα τούρκικα, αποτελούσαν πολύτιμο προμαχώνα στις τυχόν βλέψεις των Σλάβων για την βόρεια Ελλάδα. Όσο πιο γρήγορα πήγαιναν να εγκατασταθούν στα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας τόσο το καλύτερο. Η υπό αμερικανική διοίκηση Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων δεν είχε καμιά δουλειά να ανακατεύεται σε γεωπολιτικά και στρατηγικά ζητήματα.
 Η αποστολή της ήταν να βρίσκει στέγη και δουλειά στους νεοφερμένους. Και από αυτή όμως την άποψη, η εντατική εποίκιση των υποβαθμισμένων εδαφών της ελληνικής Μακεδονίας ήταν η μόνη λογική λύση, ιδίως τώρα που η Επιτροπή δια χειριζόταν ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων από μακρινές περιοχές της Ανατολίας οι οποίες διατηρούσαν ανέπαφη την κοινωνική τους υποδομή και το μόνο που ζητούσαν ήταν ένα μέρος για να ξαναστήσουν τον κλειστό τους κόσμο.
Παρόλο που η Επιτροπή Αποκατάστασης ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1923, τα 10
εκατομμύρια στερλίνες δάνειο που χρειαζόταν για να ξεκινήσει εντατικά το έργο της δεν εμφανίστηκαν παρά στο δεύτερο μισό του 1924 και, παρά την συμπαράσταση από την Κοινωνία των Εθνών, τα επιτόκια ήταν μάλλον υψηλά. Ο Μοργκεντάου χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες τις οικονομικές και διπλωματικές του ικανότητες προκειμένου
να πείσει τους σκεπτικιστές τραπεζίτες στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη ότι η κατάργηση της μοναρχίας στην Ελλάδα την άνοιξη του 1924 ήταν μία υπεύθυνη κίνηση (την οποία ο ίδιος είχε διακριτικά ενθαρρύνει) και δεν επρόκειτο να οδηγήσει τη χώρα σε πολιτική αστάθεια. Από τη στιγμή που τα κονδύλια εξασφαλίστηκαν, ο Μοργκεντάου επέστρεψε στη Νέα Υόρκη αλλά ο κανόνας ότι το διοικητικό συμβούλιο της Επιτροπής θα αποτελείται από έναν Αμερικανό, έναν Βρετανό και δύο Έλληνες διατηρήθηκε.
Παρόλο που τα μέλη του συμβουλίου άλλαζαν τακτικά, η Επιτροπή διέθετε δυνατό πνεύμα συνεργασίας. Από την αρχή χάραξε μία προσεκτική -και πολύ επιδέξια- πορεία ανάμεσα στην ταραχώδη πραγματικότητα της ελληνικής πολιτικής και τις απαιτήσεις του έξω κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Κοινωνίας των Εθνών και των δανειοδοτών της χώρας που απαιτούσαν συνετή οικονομική διαχείριση.
Αναπόφευκτα, υπήρξαν εντάσεις στις σχέσεις της Επιτροπής και των διαδοχικών κυβερνήσεων της Ελλάδας, δεδομένου ότι ασκούσε κάποιου είδους αυτόνομη εξουσία σε ελληνικό έδαφος. 
Στις αρχές του 1925 η Επιτροπή αντιμετώπισε άρνηση στην καταβολή ενοικίων, καταλήψεις και ανοιχτή ανταρσία στους προσφυγικούς οικισμούς του Πειραιά και ενοχλήθηκε πολύ όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε κατηγορηματικά να διατάξει την επέμβαση της αστυνομίας. 
Μία θορυβώδης επιτροπή από πρόσφυγες που κατοικούσαν στην πόλη πίεζε την κυβέρνηση να επισπεύσει την πώληση ακινήτων (όχι μόνο σπιτιών αλλά και σχολείων, τζαμιών και άλλων δημόσιων κτιρίων) τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους πρόσφατα απελαθέντες μουσουλμάνους, προκειμένου να βρεθούν τα χρήματα για ένα «ταμείο αποζημιώσεων» από το οποίο εκείνοι, κυρίως, θα επωφελούνταν.
 Μία υποχώρηση της κυβέρνησης σε αυτό το αίτημα θα οδηγούσε σε όξυνση των σχέσεων της με την Επιτροπή, η οποία όχι μόνο υπολόγιζε να στεγάσει πρόσφυγες σε ορισμένα από αυτά τα κτίρια -και σε άλλα που ανήκαν προηγουμένως σε μουσουλμάνους- αλλά τα είχε ήδη χρησιμοποιήσει ως «εγγύηση» για να διεκδικήσει δάνεια από τις διεθνείς τράπεζες.


BRUCE CLARK
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah