Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΦΗΝΕΙΑΣ Μέρος 3ο

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Στα έξι όμως χρόνια της λειτουργίας της Επιτροπής Αποκατάστασης υπήρξαν περίοδοι αγαστής συνεργασίας με την ελληνική κυβέρνηση και μόνο μία μεγάλη κρίση, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος ανέβηκε στην εξουσία τον Ιούνιο του 1925 και ανετράπη τον Αύγουστο του 1926.
 Σε ένα κλίμα μεγαλοϊδεατισμού και ξενοφοβίας, όπου δημιουργήθηκαν προστριβές όχι μόνο με την Τουρκία αλλά και με τη Βουλγαρία, η κυβέρνηση του Πάγκαλου συνέλαβε έναν δημοφιλή και ευυπόληπτο Έλληνα γεωπόνο, τον Ιωάννη Καραμάνο, ο οποίος ήταν υπάλληλος της Επιτροπής στην Θεσσαλονίκη και απολάμβανε μεγάλης εκτίμησης από τους πρόσφυγες που αγωνίζονταν να βγάλουν το ψωμί τους στα γύρω μέρη.
 Ο Καραμάνος και δύο συνεργάτες του συνελήφθησαν ύστερα από κάποιες ασαφείς κατηγορίες κακοδιαχείρισης και πέρασαν από στρατοδικείο. Δεδομένου ότι ένα τέτοιο δικαστήριο θα μπορούσε να τους καταδικάσει σε θάνατο, η Επιτροπή αντέδρασε  ψύχραιμα αλλά και αποφασιστικά. 
Πρόσφερε ακλόνητη ηθική κάλυψη στους ταλαίπωρους υπαλλήλους της και συνέχισε να τους καταβάλλει μισθούς, προειδοποιώντας συγχρόνως την κυβέρνηση ότι η θέση της στην Κοινωνία των Εθνών ήταν μάλλον επισφαλής. 
Κάποτε τα πράγματα για τους δύο 'Ελληνες που συμμετείχαν στο διοικητικό συμβούλιο της Επιτροπής δυσκόλεψαν, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν αφήνοντας το συμβούλιο χωρίς απαρτία. Και σ’ αυτή την περίπτωση η Επιτροπή έδειξε αγγλοσαξονικό φλέγμα. Προσέλαβε διακριτικά τα δύο μέλη ως «συμβούλους» και συνέχισε το έργο της όσο καλύτερα μπορούσε,
Ως τον Ιούνιο του 1926 περίπου 623 χιλιάδες πρόσφυγες είχαν στεγαστεί και κέρδιζαν τα προς το ζην, αλλά η Επιτροπή υπολόγιζε ότι θα χρειαζόταν άλλα 5 εκατομμύρια στερλίνες για να στεγάσει τους υπόλοιπους, ορισμένοι από τους οποίους ζούσαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Η διεθνής υπόσταση της χώρας άρχισε και εκείνη να καλυτερεύει ύστερα από την ανατροπή της κυβέρνησης Πάγκαλου από κάποιον άλλο στρατιωτικό-πολιτικό, τον στρατηγό Ιωάννη Κονδύλη, τον Αύγουστο του 1926, και άρχισαν οι συνομιλίες για καινούριο δάνειο.
Ύστερα από παζάρια που κράτησαν πάνω από ένα χρόνο μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης, της Κοινωνίας των Εθνών και των τραπεζών της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, το ποσό των 7,5 εκατομμυρίων στερλινών (που στην πραγματικότητα ήταν 6,6 εκατομμύρια καθαρά) διατέθηκε στην Επιτροπή για να περατώσει το έργο της μετεγκατάστασης. 
Αυτό της επέτρεψε να καταπιαστεί με ένα τελευταίο κύμα κατασκευής οικισμών προτού διαλυθεί και τα καθήκοντά της αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση το 1930.
Σ’ αυτό το στάδιο, ο εφιάλτης της Ελλάδας για κοινωνική κατάρρευση, λιμό και εμφύλιο πόλεμο μετά την μικρασιατική καταστροφή, είχε εξαφανιστεί. Το μέγεθος της επιτυχίας που είχε η εγκατάσταση των προσφύγων θα πρέπει να υπολογιστεί σε σχέση με αυτούς τους πολύ πιθανούς κινδύνους. 
Αλλά ο ισχυρισμός ότι οι νεοφερμένοι ήδη αποτελούσαν οικονομικό ατού και όχι βάρος για την Ελλάδα χρειάζεται αποσαφήνιση. Η παραγωγή των κύριων αγροτικών προϊόντων της βόρειας Ελλάδας, σιτηρά και καπνά, ανέβηκε εντυπωσιακά, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς σε μία εποχή εντατικής καλλιέργειας, αποστράγγισης και μετεγκατάστασης. Η παραγωγή σιταριού για παράδειγμα αυξήθηκε από 246.000 τόνους το 1922 στους 450.000 τόνους το 1928. Η εξαγωγή καπνού απέφερε 6,8 εκατομμύρια στερλίνες το 1923 και 10,8 τέσσερα χρόνια αργότερα.
Αλλά καθώς τα αρόσιμα εδάφη καλλιεργούνταν όλο και περισσότερο, άρχισαν να υποφέρουν οι κτηνοτρόφοι. Τα παλιά, αχρησιμοποίητα οθωμανικά τσιφλίκια προσέφεραν τουλάχιστον φτηνά βοσκοτόπια για τους βοσκούς που ήταν συνηθισμένοι να οδηγούν τα πρόβατα και τις κατσίκες τους μεγάλες αποστάσεις σε αναζήτηση τροφής.
 Με τη νέα τάξη πραγμάτων τα βοσκοτόπια άρχισαν να σπανίζουν και να γίνονται πιο ακριβά. Η Επιτροπή οργάνωνε πρότυπα αγροκτήματα και ιατρεία και έδινε συμβουλές για τα λιπάσματα και την αμειψισπορά, αντιμετωπίζοντας με ευαισθησία τον πολιτισμό της ελληνικής υπαίθρου.
 Σε κάθε χωριό εφάρμοσε ένα προσεκτικά υπολογισμένο πρόγραμμα διανομής γης, ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα του εδάφους ώστε κάθε οικογένεια να αποκτήσει ιδιοκτησία και να ελαχιστοποιηθούν οι ζήλιες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η μέση οικογένεια βρέθηκε να φροντίζει μία σειρά από χωραφάκια σε διαφορετικά μέρη, κάτι που μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα αποδοτικό αλλά θεωρήθηκε δίκαιο.
Στις πόλεις άρχισαν να εμφανίζονται ορισμένες νέες τέχνες και ειδικά η ύφανση χαλιών και η παραγωγή μεταξιού, που είχαν φθάσει μαζί με τις χρυσοχέρες γυναίκες της Μικρασίας που αναζητούσαν απελπισμένα τρόπους να θρέψουν τις οικογένειες τους. Ως τα τέλη του 1920 υπήρχαν πικρά παράπονα από την Τουρκία ότι η εξαγωγή χαλιών (με κυριότερο πελάτη τις ΗΠΑ) δεχόταν σκληρό ανταγωνισμό από την Ελλάδα Δυστυχώς, η ζήτηση γι’ αυτά τα χαλιά -που ήταν κατασκευασμένα μηχανικά αλλά ήταν εξωτικά, πολύχρωμα και αρκετά ανατολίτικα ώστε να προσελκύουν τους Αμερικανούς καταναλωτές- σταμάτησε ύστερα από το κραχ του 1929, και αυτή η νέα για την Ελλάδα βιοτεχνία γρήγορα παράκμασε.
Όλα αυτά δημιούργησαν την ανάγκη συμφιλίωσης του Βενιζέλου και του Κεμάλ, ο οποίος λίγο αργότερα έλαβε το προσωνύμιο Ατατούρκ, πατέρας των Τούρκων. Κανείς τους δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα από οικονομικά, αλλά και οι δύο ηγέτες ήθελαν να προστατεύσουν τις χώρες τους από τις αναταράξεις στο εξωτερικό, οικονομικές, διπλωματικές ή στρατιωτικές. 
Ιδιαίτερα ο Κεμάλ έβλεπε καθαρά ότι η κατάσταση της Ευρώπης ήταν κάθε άλλο παρά σταθερή. Λόγω της εμπειρίας του από τον πόλεμο στη χώρα του, καταλάβαινε ότι η Γερμανία δεν θα ανεχόταν για πολύ ακόμα τους ειρηνευτικούς όρους που της είχαν επιβληθεί στις Βερσαλίες, κάτι που διατηρούσε ζωντανή την απειλή του πολέμου μέσω αντιπροσώπων στην νοτιοανατολική Ευρώπη, με τις μεγάλες δυνάμεις να υποκινούν και να κατευθύνουν τα κράτη που ήταν υπό την προστασία τους. 
Έναν συγκεκριμένο πονοκέφαλο, τουλάχιστον για την Ελλάδα και την Τουρκία, αποτελούσε η Βουλγαρία, η οποία παρέμενε «ανικανοποίητη» και χολωμένη από το γεγονός ότι, λόγω της ήττας της στον A' Παγκόσμιο πόλεμο, στερήθηκε την πρόσβαση στο Αιγαίο πέλαγος. Άλλος πονοκέφαλος ήταν ότι η Ιταλία, με ηγέτη τον Μπενίτο Μουσολίνι, ονειρευόταν να αποκτήσει και πάλι επιρροή στην Ανατολία και τα νότια Βαλκάνια.
Αυτό έδωσε δυνατό κίνητρο στην Τουρκία και την Ελλάδα να τακτοποιήσουν τις μεταξύ τους εκκρεμότητες ώστε να μειωθεί η πιθανότητα θερμών επεισοδίων κυρίως  για το καθεστώς των πληθυσμών που δεν είχαν ανταλλαγεί. 
Στις αρχές του 1925 οι δύο χώρες έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου όταν οι τουρκικές αρχές διέταξαν την απέλαση του νεοεκλεγμένου πατριάρχη Κωνσταντίνου με τη δικαιολογία ότι από το 1918 δεν κατοικούσε μόνιμα στην Ισταμπούλ, επομένως δεν μπορούσε να εξαιρεθεί από την ανταλλαγή.
 Οι Έλληνες επέμεναν ότι ο ιεράρχης είχε κάθε δικαίωμα να παραμείνει, καθώς στη Λοζάνη το 1923 ο Ισμέτ είχε υποσχεθεί, κάπως ανόρεχτα είναι η αλήθεια, ότι η έδρα του πατριαρχείου δεν θα έφευγε από την Ισταμπούλ. 
Η «μεικτή επιτροπή» Ελλήνων, Τούρκων και ουδέτερων - που υποτίθεται ότι είχε συσταθεί για  να αντιμετωπίζει τις προστριβές που δημιουργούσε η ανταλλαγή των πληθυσμών - έδωσε το πρώτο δείγμα  αποτελεσματικότητας εκδίδοντας μία ασαφή και διστακτική ανακοίνωση σχετικά με το ζήτημα του πατριάρχη Κωνσταντίνου η οποία δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει την απέλασή του. 
Όταν ο εξόριστος Πατριάρχης έφτασε στη Θεσσαλονίκη έγινε δεκτός από χιλιάδες ανθρώπους πολλοί από τους οποίους ήταν Μικρασιάτες. Ο μεγαλόστομος στρατηγός Πάγκαλος τέθηκε αμέσως υπέρ της απαίτησης του Ελληνικού στρατού για την κήρυξη πολέμου.
Είπε ότι το κυβερνητικό επιτελείο θα είχε την τύχη των έξι φιλοβασιλικών ηγετών που εκτελέστηκαν για έσχατη προδοσία τον Οκτώβριο του 1922, εκτός αν αποφάσιζε να στηρίξει τα συμφέροντα της πατρίδας. Ο τουρκικός τύπος πρότεινε να απλουστευθεί το όλο θέμα των εξαιρέσεων από την ανταλλαγή πληθυσμών, με την απέλαση όλων των Ελλήνων της Ισταμπούλ και την υποδοχή όλων των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης,
Ως το Μάιο του 1925 η κρίση είχε σχεδόν ξεπεραστεί. Η θρησκευτική ηγεσία της Ελλάδας συμφώνησε να προτείνει άλλον πατριάρχη ενώ οι Τούρκοι (ύστερα από απόφαση του Ισμέτ πασά ο οποίος το Μάρτιο είχε αναλάβει και πάλι την πρωθυπουργία της χώρας) σταμάτησαν να απειλούν ότι θα εξορίσουν όλους τους ελληνορθόδοξους ιεράρχες της Ισταμπούλ. 
Τον Ιούνιο, Τούρκοι και Έλληνες αξιωματούχοι υπέγραψαν μία συμφωνία στην Άγκυρα που υποτίθεται ότι θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα παρερμηνειών για το ποιοι περιλαμβάνονται στην ανταλλαγή των πληθυσμών και ποιοι εξαιρούνται. Συμφωνήθηκε ότι όλοι όσοι είχαν απελαθεί άδικα -οι Έλληνες της Ισταμπούλ και οι μουσουλμάνοι της Θράκης- θα επέστρεφαν στα σπίτια τους για να τα κατοικήσουν ή να τα πουλήσουν, ή τουλάχιστον θα είχαν το δικαίωμα να διεκδικήσουν αποζημιώσεις. 
Η συμφωνία όμως δεν ικανοποίησε μία σημαντική κατηγορία ανθρώπων: τις δεκάδες χιλιάδες των Ελλήνων της Ισταμπούλ, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είχαν στην κατοχή τους μερικά από τα πιο εκλεκτά ακίνητα στο κέντρο της πόλης και, αμέσως μετά την στρατιωτική νίκη της Τουρκίας το φθινόπωρο του 1922, είχαν εγκαταλείψει τη χώρα χωρίς να πάρουν μαζί τα διαβατήριά τους. Σε αυτούς δόθηκε θεωρητικά τουλάχιστον το δικαίωμα να πουλήσουν τις περιουσίες τους, μέσω αντιπροσώπων, στα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Παρά τις καλές του προθέσεις, το σύμφωνο της Άγκυρας δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αυτό έγινε μερικώς γιατί μία ομάδα Ελλήνων της Ισταμπούλ που είχαν τη βάση τους στην Αθήνα έπεισε την Κοινωνία των Εθνών να μην το αναγνωρίσει, με το σκεπτικό ότι δεν τηρούσε τους όρους της συνθήκης της Λωζάνης. Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι ο στρατηγός Πάγκαλος είχε καταλάβει την εξουσία λίγες βδομάδες αφού έγινε η συμφωνία και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. 
Ο στρατηγός ήταν ένας απερίσκεπτος καιροσκόπος ο οποίος φανταζόταν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από τους αιώνιους καυγάδες Βρετανίας και Τουρκίας για τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών του βόρειου Ιράκ. Αυτή η τακτική απέτυχε και η Τουρκία πέρασε στην αντεπίθεση, όχι μόνο παρατάσσοντας στρατεύματα στα σύνορα της με την Ελλάδα αλλά και με περισσότερες κατασχέσεις περιουσιών που ανήκαν σε Έλληνες της Ισταμπούλ. 
Το Μάρτιο του 1926 η τουρκική Εθνοσυνέλευση αποφάσισε ότι όλα τα ακίνητα της Ισταμπούλ που είχαν «εγκαταλειφθεί» από τους Έλληνες ιδιοκτήτες τους θα περνούσαν στην πλήρη κατοχή των μουσουλμάνων προσφύγων που ήδη τα κατοικούσαν.
Μόνο με την πτώση του Πάγκαλου, τον Αύγουστο του 1926, τα πράγματα άρχισαν να καλυτερεύουν. Ως το επόμενο καλοκαίρι έγινε μία νέα προσπάθεια για να τακτοποιηθούν οι πιο περίπλοκες περιουσιακές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, και συγκεκριμένα να υπάρξουν εγγυήσεις ότι, τουλάχιστον εν μέρει, τα δικαιώματα των Ελλήνων της Ισταμπούλ γίνονταν αποδεκτά από τις δύο κυβερνήσεις. 
Οι όροι αυτού του τελευταίου συμφωνητικού ήταν κάπως πιο ευνοϊκοί για την Τουρκία καθώς πρότεινε στην κάθε κυβέρνηση να αγοράσει, με τις τρέχουσες τιμές, τις περιουσίες ανθρώπων που είχαν απελαθεί και καλούσε την Ελλάδα να καταβάλει στην Τουρκία 500.000 στερλίνες ως οφειλόμενο υπόλοιπο.
Πρακτικά όμως αυτή η συμφωνία ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί, κυρίως λόγω πολιτικών πιέσεων στο εσωτερικό και των δύο χωρών. Η Κοινωνία των Εθνών, για παράδειγμα, είχε επισημάνει 119 ιδιοκτησίες μουσουλμάνων στην δυτική Θράκη οι οποίες είχαν καταπατηθεί παράνομα και έπρεπε να τους επιστραφούν.
 Η κυβέρνηση της Ελλάδας δίσταζε να το κάνει λόγω πιέσεων από τους δικούς της Μικρασιάτες πρόσφυγες οι οποίοι διψούσαν για ένα κομμάτι γης. 
Η κυβέρνηση της Τουρκίας αντέδρασε επιτάσσοντας κι άλλες περιουσίες Ελλήνων στην Ισταμπούλ.

BRUCE CLARK

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah