Το Σχολείο στα Πεύκα Αλεξανδρούπολης |
Είκοσι χιλιόμετρα
απ’ την Αλεξανδρούπολη, αφήνεις τον μεγάλο δημόσιο δρόμο και στρίψεις αριστερά για να πάρεις τον χωματόδρομο προς τα υψώματα.
Ανηφορίζοντας μερικά χιλιόμετρα ακόμα, θα φτάσεις σ’ ένα
μικρό χωριουδάκι που λέγεται Πεύκα. Εκεί έχουν αποκατασταθεί περί τις 50
οικογένειες από την Σάντα του ανατολικού Πόντου και από τότε ζουν μακριά απ’
τον κόσμο.
Άλλα είκοσι χιλιόμετρα από κει, βρίσκεται ο Τούρκος σκοπός
του φυλακίου των συνόρων. Τ όνομα Σάντα δεν λέει τίποτα στον Έλληνα της παλιάς
Ελλάδας, γιατί η ιστορία του Πόντου έμεινε άγνωστη στο πλατύτερο κοινό.
Αλλά
δεν υπάρχει Πόντιος που να μη βουρκώνει από συγκίνηση και περηφάνεια καθώς ακούει τα όνομα τούτο, που ανασταίνει στις
αναμνήσεις του την θρυλική εφτάκωμη βουνίσια πολιτεία, τα παλληκάρια της οποίας
κράτησαν το τουφέκι χρόνια ολόκληρα αγνάντια στον Τούρκο, πολεμώντας στις αετοράχες,
τα πυκνά ελατόδασα και τα κακοτράχαλα φαράγγια.
Κάποιο απ’ τα βουνά της Σάντας
είναι ο Θήχης, απ’ όπου οι Μύριοι του Ξενοφώντα αντίκρισαν το φωτεινό γαλάζιο
κι έβγαλαν την περίφημη κραυγή τους «θάλαττα, θάλαττα», για να κατέβουν ύστερα
γεμάτοι χαρά και αγαλλίαση στην Τραπεζούντα.
Το μεγάλο έπος της αντίστασης των Ποντίων γράφηκε στα
δυτικά του Πόντου -ένα έπος πολύ μεγαλύτερο απ’ των Μακεδονομάχων κι ισάξιο μόνο με τον εθνικό ξεσηκωμό του
’21- ενώ στ’ ανατολικά γράφονταν απ’ τα περήφανα παλληκάρια της Σάντας, που δεν
μπόρεσε να λυγίσει ούτε ο στρατός του Κεμάλ κι έτσι συνεχιζόταν και μετά την
Μικρασιατική καταστροφή.
Ακόμα και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Απ’ τους οπλαρχηγούς των πολεμιστών της Σάντας έμεινε
θρυλικό τ’ όνομα του καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη, που έφθασε στην Ελλάδα σώος
παρά τους πολύχρονους επικούς αγώνες του στα βουνά, με κάμποσους άντρες συμπολεμιστές του.
Πέθανε
στα 1937, πικραμένος κι απογοητευμένος, αγνοημένος απ’ την Ελληνική Πολιτεία
και το κοινό της παλιάς Ελλάδας, που μια μερίδα του, μάλιστα,φανατισμένη από
τα πολιτικά πάθη της εποχής, ονόμαζε τους Έλληνες της Μικρασίας παλιοπρόσφυγες
και... τουρκόσπορους!
Μνημείο του καπετάν Ευκλείδη στην Νέα Σάντα |
Κανένα μνημείο δεν
υπάρχει του καπετάν Ευκλείδη, ούτε και των
άλλων καπεταναίων και πολεμιστών του υπεράνθρωπου εκείνου αγώνα για την ανεξαρτησία
του Πόντου, που ανέβασε κατά εκατοντάδες τους αγωνιστές του στις κρεμάλες των
«Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας» του Κεμάλ -στην Αμάσεια- κι έστειλε κατά
χιλιάδες άλλους στην σφαγή.
Η Ποντιακή λαϊκή Μούσα, όμως, ανάστησε τον καπετάν Ευκλείδη στο μοιρολόι της
και σήμερα ακόμα, μόλις συρθεί το δοξάρι στις χορδές της λύρας -κεμεντζέ- κι ακούονται
τα λόγια του λυράρη, ανεβαίνει στα μάτια το δάκρυ. Μεταγλωττίζω απ’ τα Ποντιακά
μερικούς στίχους:
Ευκλείδη,
τα παλληκάρια σου
Παντού σ’ αναζητάνε
Όπου
πάνε και βρίσκονται
Μοιρολογούν και κλαίνε:
-καημένε
καπετάνιε!...
Ο Ευκλείδης δεν φοβότανε
Σπαθιά κι ούτε μαχαίρια,
Πως μπόρεσε και έπεσε
Στου χάροντα τα χέρια;
-
καημένε καπετάνιε!...
Οχτώ, χρόνια στα αντάρτικα
Στης Σάντας τις κορφές
Χρόνια που
τυράννησε
Τις
τούρκικες ψυχές:
-
καημένε καπετάνιε!...
Ευκλείδη
μου σ’ αναζητά
Ολόκληρη η Σάντα
Πρωτοπαλίκαρο έχασε
Και
θα σε κλαίει πάντα:
- καημένε καπετάνιε!...
Κηδεία του καπετάν Ευκλείδη στη Νέα Σάντα (10-2-1937) |
Και
σε κάθε δύο στροφές του τραγουδιού, υψώνεται η
φωνή του λυράρη μ’ ένα λυγμό: «Αλί στην μάνα που σ’ έχασε, αλί και βάϊ σ’
εμάς»!...
Στο
μικρό χωριουδάκι, λοιπόν, όπου ζουν μερικές απ’ τις οικογένειες των Σανταίων,
φτάσαμε την Κυριακή το πρωί τέσσερα αυτοκίνητα με Ποντίους της Αλεξανδρούπολης,
κι έγινε μεγάλη χαρά, γιατί όπως μας είπαν, είχαν σαράντα χρόνια να δουν...
τέτοια τιμή!
Γριούλες
χαροκαμένες, γέροι, αλλά και νιάτα, λιγοστοί νέοι ψηλόκορμοι και παιδάκια, μας
κύκλωσαν κι ύστερα μας φιλοξένησαν στο μοναδικό καφενεδάκι του χωριού τους, με
φαγητά της πατρίδας τους και ούζο.
Ρώτησα αν υπάρχει στο χωριό κανένας απ’
τους παλιούς αντάρτες, κι απάνω στην ώρα μπήκε ένας συμπαθητικός γεροντάκος,
λιγνός, με χαρακτηριστικά λεπτά και πρόσωπο
καλοσυνάτο, αγίου, ο Αλέκος Εφραιμίδης.
— Πολεμιστής;
— Από τα παλληκάρια του καπετάν Ευκλείδη. Αυτός απόμεινε στο
χωριό μας, κι ένας ακόμα, ο Θεόφιλος
Νικολαΐδης.
Μας
χαιρέτησε ο παλιός Αντάρτης και πήρε θέση μεταξύ μας στο τραπέζι, Είχαμε φέρει
μαζί μας και τον λυράρη, και του είπα να παίξει το τραγούδι του καπετάν
Ευκλείδη. Έσυρε το δοξάρι του ο λυράρης στις χορδές του κεμεντζέ, αλλά, καθώς ακούστηκαν οι πρώτοι στίχοι, αναταράχτηκε ο γέρος,
βούρκωσε το πρόσωπό του και, πνίγοντας ένα λυγμό, σηκώθηκε και βγήκε απ’ το καφενείο αμίλητος.
Δεν
γύρισε παρά όταν τελείωσε το τραγούδι, φέροντας μαζί του κι ένα εκατοστάρικο
για το λυράρη! Θα πρέπει να ξέρει κανείς πόση φτώχεια υπάρχει στο χωριά, για να καταλάβει τι αξία είχε εκείνο το
εκατοστάρικο. 'Υστερα ήλθε κι ο άλλος πολεμιστής κι άρχισαν να μου ιστορούνε
τα παλιά τους, ενώ οι άλλοι χόρευαν γύρω - τριγύρω στον λυράρη.
Δεν μου ζήτησαν
τίποτα οι Σανταίοι στο ταπεινό τους συνοριακό χωριουδάκι - ίσως γιατί ότι και
να χουν ζητήσει δεν ακούστηκαν ποτέ από κανένα. Μου είπαν μονάχα ότι
υποφέρουν από νερό και την μοναδική τους βρύση την κλείνουν το καλοκαίρι και
παίρνουν μόνο ορισμένες ώρες, γιατί δεν τους φτάνει.
Κάνω έκκληση στον
φίλο μου υπουργό των Δημοσίων έργων κ. Πίττα να τους φτιάξει ένα μικρό έργο που
χρειάζεται να γίνει για να αποκτήσουν το νεράκι του Θεού. Ας το κάνει σαν ένα
μικρό φόρο τιμής προς τους ανθρώπους αυτούς, που έχασαν τα πάντα και κράτησαν
μόνο την τιμή τους και την εθνική αξιοπρέπειά τους.
Δημήτρης Ψαθάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου