Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ νεοελληνικές διάλεκτοι, διέσωσε πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής -γεγονός που επέσυρε σ' αυτήν πρώτιστα το ενδιαφέρον των παλαιότερων μελετητών.
Εκτός από τους ιωνισμούς , ένα πλήθος αρχαϊκών στοιχείων φτάνει, διαμέσου της μεσαιωνικής, ως τις ημέρες μας με την προφορική παράδοση.
Ένα γραμματικό στοιχείο που από τον 19ο αι. υπήρξε αντικείμενο έντονου ενδιαφέροντος είναι η επιβίωση στην ποντιακή του αρχαίου απαρεμφάτου, το οποίο, όπως είναι γνωστό, χάθηκε ως μονολεκτικό γραμματικό στοιχείο από τη νεοελληνική κοινή και τις νεοελληνικές διαλέκτους και αντικαταστάθηκε από αναλυτική συντακτική εκφορά: δύναμαι λέγειν- δύναμαι ίνα λέγω - μπορώ να λέω.
Πρώτος ο Μ. Deffner από το 1878 κάνει λόγο για μονολεκτικούς απαρεμφατικούς τύπους στην ποντιακή διάλεκτο: δώσειναι και δώσ'ναι, ειπείναι, μαθείναι, σωρευτήναι, αγαπεθήναι και αγαπεθήν' κ.ά.: επόρ'να σταθήναι («μπορούσα να σταθώ»), επόρεσα τραβωδέσ'ναι («μπόρεσα να τραγουδήσω»), έμαθα εγώ να πλέκω μαθέσ'ναι και συ» (μάθε κι εσύ).
Τέτοιοι γραμματικοί τύποι, που δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούνταν άλλοτε σε κάποια ιδιώματα της ποντιακής, δεν αποτελούν, τουλάχιστον τα τελευταία εκατό χρόνια, λειτουργικό στοιχείο της ποντιακής - με εξαίρεση την επιβίωσή τους στα σημερινά ιδιώματα του Όφη, έστω και σε πολύ περιορισμένα γλωσσικά συμφραζόμενα.
Εκτός από τους ιωνισμούς , ένα πλήθος αρχαϊκών στοιχείων φτάνει, διαμέσου της μεσαιωνικής, ως τις ημέρες μας με την προφορική παράδοση.
Ένα γραμματικό στοιχείο που από τον 19ο αι. υπήρξε αντικείμενο έντονου ενδιαφέροντος είναι η επιβίωση στην ποντιακή του αρχαίου απαρεμφάτου, το οποίο, όπως είναι γνωστό, χάθηκε ως μονολεκτικό γραμματικό στοιχείο από τη νεοελληνική κοινή και τις νεοελληνικές διαλέκτους και αντικαταστάθηκε από αναλυτική συντακτική εκφορά: δύναμαι λέγειν- δύναμαι ίνα λέγω - μπορώ να λέω.
Πρώτος ο Μ. Deffner από το 1878 κάνει λόγο για μονολεκτικούς απαρεμφατικούς τύπους στην ποντιακή διάλεκτο: δώσειναι και δώσ'ναι, ειπείναι, μαθείναι, σωρευτήναι, αγαπεθήναι και αγαπεθήν' κ.ά.: επόρ'να σταθήναι («μπορούσα να σταθώ»), επόρεσα τραβωδέσ'ναι («μπόρεσα να τραγουδήσω»), έμαθα εγώ να πλέκω μαθέσ'ναι και συ» (μάθε κι εσύ).
Τέτοιοι γραμματικοί τύποι, που δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούνταν άλλοτε σε κάποια ιδιώματα της ποντιακής, δεν αποτελούν, τουλάχιστον τα τελευταία εκατό χρόνια, λειτουργικό στοιχείο της ποντιακής - με εξαίρεση την επιβίωσή τους στα σημερινά ιδιώματα του Όφη, έστω και σε πολύ περιορισμένα γλωσσικά συμφραζόμενα.
Ένα άλλο ενδιαφέρον είδος αρχαϊσμών είναι οι λεξιλογικοί
αρχαϊσμοί.
Η ποντιακή διάλεκτος διέσωσε πάμπολλες αρχαιότατες ελληνικές λέξεις, ακόμα και ομηρικές. Μερικά
δείγματα από τα σημερινά ποντιακά: αίχτρια - αιχτριάζω ξαστεριά - ξαστερώνω»
(αρχ. αιθρία - αιθριάζω), βοτρύδιν' "τσαμπί" (αρχ. βότρυς, βοτρύδιον), γναθίν
«σαγόνι» (αρχ. γνάθος), έγκα «έφερα» (αρχ. ιων. ήνεικα, αττ. ήνεγκα), μοθόπωρον
«φθινόπωρο» (αρχ. μετόπωρον και μεθόπωρον), οστούδιν «κόκαλο» (αρχ. οστούν),
χώρ(ιν) «κρόκος αβγού» (αρχ. ιχώρ, -ρος «ο χυμός που έρρεε στις φλέβες των
θεών», ωβόν «αυγό» (αρχ. ωόν), ωτίν «αφτί» (αρχ. ους-ωτός), καταιονιστήρ (ποτιστήρι) <κατά+αιονώ=υγραίνω - ραντίζω κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου